Χάρτης 82 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-82/biblia/sinthetontas-mia-topioghrafia-tis-poiisis
Τα ποιήματα ποιητικής αποτελούν πάντοτε μια ενδιαφέρουσα κατηγορία μέσα στον κορμό της δημιουργικής πορείας ενός ποιητή, αφού πέρα από τα ζητήματα αισθητικής φύσεως που θέτουν και τις προσωπικές προεκτάσεις που συχνά ενέχουν, μπορούν επίσης να αποκαλύψουν κοσμοθεωρήσεις αλλά και φιλοσοφικές στάσεις και προσεγγίσεις. Στην περίπτωση της Λευκαύγειας γίνεται προφανές πως έχουμε ένα συνθετικό ποίημα ποιητικής, ενώ συγχρόνως τίθενται και προβληματισμοί ευρύτεροι, που αφορούν τη θέαση του κόσμου, του σύμπαντος, των γενεσιουργών δυνάμεων της φύσης και της θέσης του ανθρώπου –ως δημιουργικού παράγοντα– μέσα σε αυτή.
Θα λέγαμε πως η κεντρική ιδέα γύρω από την οποία αναπτύσσεται η εξέλιξη του βιβλίου είναι το ποίημα και η ανάδυσή του μέσα από μια διαδικασία που βρίσκεται πέραν του ρητού και του εύκολα προσδιορίσιμου. Για να μπορέσει να δηλωθεί αυτή η σχεδόν μαγική, η αλχημική πραγματικότητα της δημιουργίας (θα τολμούσα να πω όχι μονάχα του ποιήματος αλλά και κάθε δημιουργικής δράσης που θέτει τον άνθρωπο ενώπιον και εντός του πυρήνα του) αξιοποιείται με ευφυή τρόπο η σύνθεση μιας παράξενης «γεωγραφίας», ενός χάρτη όπου συνυπάρχουν ποικίλα αντιπαρατιθέμενα και αλληλοσυμπληρούμενα στοιχεία.
Η ποίηση (και, όπως είπα νωρίτερα, εν γένει η δημιουργία ως φορέας εκδήλωσης του Αληθούς μέσα στον κόσμο της ύλης και της διάσπασης) παραδίδεται μέσα στις σελίδες του βιβλίου ως ένας Τόπος που είναι συγχρόνως και Μη-Τόπος: από τους ήχους, το χαρτί, το μελάνι, τις λέξεις, τις σιωπές αναδύεται λίγο λίγο το δάσος, η θάλασσα, το χώμα, σαν να βλέπουμε το κείμενο να μεταμορφώνεται λίγο λίγο σε κόσμο, όπως σε εκείνα τα παιδικά βιβλία όπου ανοίγοντας κάθε σελίδα ξεδιπλώνονται και ορθώνονται εμπρός μας πλάσματα από χαρτόνι, μορφές και φιγούρες τρισδιάστατες:
Αν γονατίσεις πιστός
μπροστά στα αόρατα τέμπλα των σελίδων
αν μεταλάβεις το μελάνι
θα διακρίνεις
κηλίδες από κινναβαρι
σιγά σιγά σχηματίζονται
πάνω στο ολόλευκο μετάξι
αναρίθμητα ίχνη να ξεκινούν από τ’ ακροσέλιδα
και να συγκλίνουν στον ορίζοντα
ιλίγγους και εμβοές σού προκαλούν
οι αλλεπάλληλες πτυχώσεις και οι συστροφές
η αβάστακτη λευκαύγεια των σελίδων
Λίγο αργότερα η «γεωγραφική» διάσταση ενός τόπου που αλλάζει και μαζί ενός υποκειμένου που αλλάζει κατά τη δημιουργία γίνεται πιο εμφανής:
Κι η τελευταία λάμπα θυέλλης σβήνει
προτού προλάβουμε
να προσδεθούμε μ’ ανθεκτικά σχοινιά στην επιφάνεια
γλιστράμε στο υπέδαφος των ποιημάτων
αμέτρητες στοές και λαγούμια διακλαδώνονται εμπρός μας
στους διαδρόμους δακτυλιόλιθοι
εγκατεσπαρμένοι κατά εκατοντάδες
λαμπυρίζουν στο σκοτάδι
Έτσι, μέσα από το βιβλίο προσδιορίζεται η μετάβαση από την αντίληψη των πεπερασμένων διαστάσεων που έχει ο κόσμος μας προς τις πολλές, τις άπειρες διαστάσεις, που είναι υπαρκτές κι ας μην τις βλέπουμε (και σε αυτό θα συμφωνούσε και η σύγχρονη επιστήμη).
Αν το λευκό είναι η συνύπαρξη όλων των χρωμάτων, τότε η λευκαύγεια είναι το άνοιγμα προς την ποικιλία και την πολυμορφία του κόσμου, οι οποίες έξαφνα δεν φαντάζουν αχανείς, αλλά αντιθέτως είναι διαυγείς, όπως εκείνη τη στιγμή που μια υψηλή ανθρώπινη πράξη φτάνει σε πέρας και αισθανόμαστε πως όλα είναι εμπρός μας καθαρά και ακέραια, κι ας έχουμε κοπιάσει, κι ας έχουμε ματώσει μέσα σε περίπλοκες διαδρομές και δυσκολίες:
Θ’ ακούσεις αποκρίσεις απ’ το λευκό σκοτάδι των σελίδων
θ’ ακούσεις τ’ άσματα των γερανών, το κάλεσμα των λύκων
όπως συμπλέκονται φωνές κλαγγές και σιγοκελαηδήματα
θα ακούσεις μέσα από την οργιαστική ηχοκρασία
να συναρθρώνονται, να ψιθυρίζονται και να τραγουδιούνται
τα ονόματα των δώδεκα εκατομμυρίων κόσμων
Συγχρόνως, για να κατανοηθεί ο Μη-Τόπος της τοπιογραφίας του βιβλίου, απαιτείται και μια σύζευξη των χρόνων, έτσι όπως συχνά το βλέπουμε να συμβαίνει στα βιβλία του Μ. Δ. Κονάρη: χρόνοι που ανάγονται στις πηγές κοσμογονικών μύθων/θρύλων (διόλου τυχαία, για παράδειγμα, η αναφορά σε θεότητες, σε αυτοκράτορες και στην Ιλιάδα) συνυπάρχουν με μια ζωντανή αισθητηριακή αντίληψη του παρόντος αλλά και με έναν οραματικό λόγο παρηγορητικό για το μέλλον, οδηγώντας μας πάντα στο ένα μονοπάτι, το μονοπάτι της σοφίας και της ομορφιάς που μας περιμένει αρκεί να το δούμε και να αποφασίσουμε να το διαβούμε.
Η Λευκαύγεια δεν είναι ένα ποίημα-αλληγορία, αλλά ένας κόσμος που οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε ως υπαρκτό, αν θέλουμε να καταδυθούμε μέσα του και να βρούμε ξανά την αλήθεια και το φως που χάσαμε απομαγεύοντας την πραγματικότητά μας και αρνούμενοι τις αδιόρατες και μυστηριώδεις ακόμη λειτουργίες της ψυχής και του πνεύματος. Η Λευκαύγεια είναι μια ενάτενιση προς τη δυνατότητα των υψηλότερων εκφράσεων του ανθρώπου και προς τους «άπειρους κόσμους», που περιμένουν να τους ψηλαφίσουμε με τη διαίσθηση, την επιστήμη, την τέχνη:
Από τις ανεμόσκαλες που οδηγούν
στις ακρώρειες των λέξεων
διακρίνεις στον ορίζοντα τους ερωδιούς που αναχωρούν
πετώντας προς τις ανατολές εκατομμυρίων ήλιων