Χάρτης 82 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-82/biblia/oi-metamorfwseis-toi-mithistorimatos-kai-i-vasanistiki-tekhni-tis-ghrafis
Τα ακριβά αρώματα φυλάγονται σε μικρά μπουκαλάκια. Έτσι και το νέο …μικρό βιβλίο του Μάκη Καραγιάννη, Η Τέχνη του Μυθιστορήματος, φυλάει μέσα του ένα μεγάλο κι ακριβό απόσταγμα. Το απόσταγμα της πολυετούς και βαθιάς αναγνωστικής, συγγραφικής και κριτικής του θητείας στον χώρο του μυθιστορηματικού είδους. Μια μποτίλια που αφήνεται στο αναγνωστικό πέλαγος και κομίζει πολύτιμα μηνύματα όχι μόνο για τον επίδοξο συγγραφέα, αλλά και για τον αναγνώστη, ακόμη και για τον εκπαιδευτικό της λογοτεχνίας. Ως αναγνώστης, συγγραφέας, αλλά και κριτικός καταθέτει την θησαυρισμένη του γνώση από την μακρά σπουδή του στην πεζογραφία, και ειδικά στο ξενόγλωσσο μυθιστόρημα.
Η Τέχνη του Μυθιστορήματος, απόσταγμα της πολυετούς του θητείας στον χώρο του μυθιστορηματικού είδους, κομίζει πολύτιμα μηνύματα όχι μόνο για τον επίδοξο συγγραφέα, αλλά και για τον αναγνώστη, ακόμη και για τον εκπαιδευτικό της λογοτεχνίας. Κι ενώ κατηγορηματικά αρνείται πως το βιβλίο του αποτελεί εγχειρίδιο ή συνταγολόγιο για νέους συγγραφείς, ωστόσο η τόσο συστηματοποιημένη και μεθοδική παρουσίαση των βασικών πτυχών του μυθιστορηματικού είδους στη διαχρονία του, η διερεύνηση των ορίων και των κραδασμών που το είδος υπέστη υπό την επίδραση των διάφορων λογοτεχνικών θεωριών και ρευμάτων, η αποκάλυψη μυστικών της γραφής που αποκτήθηκαν από την μακροχρόνια συγγραφική και αναγνωστική εμπειρία του το καθιστούν έναν πολύτιμο οδηγό για νέους ή ώριμους συγγραφείς και για αναγνώστες, επαρκείς ή μη. Το βιβλίο ασφαλώς δεν εγείρει τις αξιώσεις μιας εξαντλητικής, πλήρους μονογραφίας ή διατριβής. «Τη θάλασσα, τη θάλασσα», τον ωκεανό της λογοτεχνίας, «ποιός θα μπορέσει», άλλωστε, «ποτέ να εξαντλήσει»;
Ορισμοί
«Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις», κατά τον Αντισθένη. Επιχειρώντας να ορίσει το μυθιστόρημα ο Καραγιάννης ομολογεί πως ορισμός οριστικός για το μυθιστορηματικό είδος δεν μπορεί να δοθεί. Σίγουρα δεν είναι «ένα κείμενο που αγγίζει τις 50.000 λέξεις», όπως το θέλησε Φόρστερ. Ο πιο συνεπής ορισμός θα μπορούσε να είναι …work in progress, που αποδίδει την ανήσυχη φύση του είδους και την ακολουθία των ad infinitum μεταμορφώσεών του, στη βασανιστική προσπάθεια να συλλάβει, να κατανοήσει την ανθρώπινη υποκειμενικότητα, «να υπεξαιρέσει το νόημα του κόσμου να το ρίξει στο χαρτί, μέσα από το ψέμα της γραφής». Στην ποικιλία των θεματικών κι αισθητικών του μεταμορφώσεων ―κοινωνικό, ιστορικό, αστυνομικό, επιστολικό, ρεαλιστικό, μυθιστόρημα τεκμηρίων, metafiction, nonfiction, autofiction κ.ά.― πάντα η φιλοδοξία παραμένει η ίδια: μια σπίθα φωτός στο ομιχλώδες και αδιαφανές πεδίο της ανθρώπινης συνείδησης, η κατάκτηση και κατανόηση μιας ακόμη μικρής περιοχής της αβυσσαλέας terra incognita, που αποτελεί η ανθρώπινη φύση.
Η τεχνική πλευρά του μυθιστορήματος
Εκτενώς εξετάζονται οι βασικές πτυχές του μυθιστορήματος ―αφήγηση, αφηγητής, χαρακτήρες, πλοκή, χρόνος― στην ιστορική τους προοπτική κι εξέλιξη, από τις αφηγήσεις των ομηρικών επών και του κλασικού μυθιστορήματος- τότε που το μυθιστόρημα ήταν η αφήγηση μιας περιπέτειας -στην μοντερνιστική του εκδοχή, ως περιπέτεια στο άδυτο και άβατο της ανθρώπινης ψυχής, μέχρι τις μεταμοντέρνες εποχές, που το μυθιστόρημα έφτασε να εξιστορεί την περιπέτεια της ίδιας της αφήγησης (μεταμυθοπλασία).
Τα δομικά υλικά του μυθιστορήματος και οι μεταμορφώσεις που υπέστησαν υπό την επίδραση των μεγάλων αισθητικών ρευμάτων του Ρεαλισμού, του Μοντερνισμού και του Μεταμοντερνισμού παρουσιάζονται μέσα από την παράθεση πλούσιων παραδειγμάτων και αποσπασμάτων από εμβληματικά ξένα μυθιστορήματα, συγγραφείς και θεωρητικούς που εμπλούτισαν το είδος, ο καθένας με τον τρόπο του: Φλομπέρ, Τζόις, Καλβίνο, Κάφκα, Τσέχοφ και Ντοστογιέφσκι, Μπόρχες, Στάινερ, Κούντερα, Μπολάνιο, ΜακΚάρθι, Ροθ και πολλοί άλλοι.
Ο εγκιβωτισμός αυτού του σύνθετου δικτύου αποσπασμάτων από έργα μυθοπλασίας, θεωρίας της λογοτεχνίας και λογοτεχνικής κριτικής καθιστά το βιβλίο μια ζωντανή βιβλιοθήκη που φέρνει στο νου όχι μόνο τα έργα του Μπόρχες, αλλά και τις αντίστοιχες νεωτερικές απόπειρες Ελλήνων συγγραφέων, όπως του Κοραή (Ο Παπατρέχας) και Εμμ.Ροΐδη (Η Πάπισσα Ιωάννα), που επίσης ενσωματώνουν ένα θαυμαστό διακειμενικό πλούτο, με στόχο να γνωρίσουν στο ελληνικό αναγνωστικό την ελληνική και διεθνή κειμενική παράδοση και παραγωγή σε μια εποχή πνευματικής ένδειας, λόγω της δραματικής ιστορικής συνθήκης (Τουρκοκρατία).
Αυτή ακριβώς είναι και η πρόταση του Καραγιάννη, στην προσπάθειά του να σχολιάσει τον απομονωτισμό, την αυταρέσκεια και τον φόβο της σύγκρισης που διακατέχουν την ελληνική μυθιστορηματική, θεωρητική και κριτική παραγωγή σε σχέση με τα ξένα λογοτεχνικά μνημεία και να προβάλει ως επιτακτική την ανάγκη εξωστρέφειας και συμμετοχής της εντόπιας παραγωγής στον πνευματικό διάλογο που διεξάγεται διεθνώς και γενικότερα στον διάλογο με το παρόν και τις ανάγκες του. «Η λογοτεχνία», προειδοποιεί ο Κούντερα, «που απευθύνεται αποκλειστικά στο εθνικό της κοινό είναι αναχρονιστική και δεν εκπληρώνει την ουσιαστική της λειτουργία».
Η θεωρητική πλευρά της λογοτεχνίας
Στο ερώτημα αν η καλή λογοτεχνία προϋποθέτει τη θεωρία ή η θεωρία έπεται της λογοτεχνίας, ο Καραγιάννης παίρνει ξεκάθαρη θέση: «Αν είσαι καλλιτέχνης ή επιστήμονας δεν μπορείς να μην γνωρίζεις την ιστορία, τη φιλοσοφία ή τη θεωρία της τέχνης ή της επιστήμης σου».
Επιχειρεί, λοιπόν, μια όχι απλώς περιγραφική, αλλά κατατοπιστική παρουσίαση των αισθητικών ρευμάτων και σχολών -με έμφαση στους τρεις κυρίαρχους σταθμούς, του Ρεαλισμού, Μοντερνισμού και Μεταμοντερνισμού ― διατυπώνοντας θαρρετά και με παρρησία την κριτική του και τις θέσεις του.
Από την αναφορική ψευδαίσθηση του Ρεαλισμού (19ος αι.) (referential fallacy) πως η λογοτεχνία είναι το κάτοπτρο της πραγματικότητας στον ενδοσκοπικό προσανατολισμό και τη διερεύνηση του περιεχομένου της συνείδησης του Μοντερνιστικού υποκειμένου (αρχές του 20ού αι.) κι από εκεί στον αποδομητικό Μεταμοντερνισμό, που ενθρονίζει την απόλυτη σχετικότητα και αποθεώνει την απουσία νοήματος. Η λογική και γνωσιακή παντοδυναμία του υποκειμένου αμφισβητούνται, άρα και η δυνατότητα πιστής και καθολικής της προσέγγισης και αναπαράστασης, το νόημα αναβάλλεται διαρκώς, η έγκυρη και μοναδική ερμηνεία ή αλήθεια καταντάνε ματαιοπονία και ουτοπία. Τη μεροληπτικότητα και μονομέρεια των μοναδικών αιτιοκρατικών ερμηνευτικών σχημάτων αποποιείται και η λογοτεχνία του φανταστικού, η οποία, ανατρέποντας κάθε προσδοκία για αναπαράσταση της πραγματικότητας ή για αληθοφάνεια, αναγνωρίζει το δικαίωμα στο μερίδιο αλήθειας που μπορεί να κομίζουν άλλες, μη ορθολογικές, ερμηνευτικές θεωρήσεις (παράλογο, ψυχοπαθολογικό, μυθικό, μαγικό, υπερφυσικό). Την πραγματικότητα δεν την προσεγγίζει κανείς μόνο με τον ορθό λόγο, υπάρχουν κι αυτοί οι δρόμοι που φωτίζουν τις αθέατες πλευρές της και διασφαλίζουν την πολυπρισματική θεώρησή της.
Στη μετά-μεταμοντέρνα εποχή το μυθιστόρημα μετασχηματίζεται και πάλι. Ρευστότητα, ειδομειξία, ανακάτεμα αισθητικών ρευμάτων. Η μυθιστορηματική γραφή αποκτά υβριδική όψη, όπου στοιχεία ρεαλισμού συνυπάρχουν με συμβάσεις μοντερνιστικές ή μεταμοντέρνες. Εμφανίζεται η nonfiction λογοτεχνία, με πρώτη ύλη το ντοκουμέντο, τη μαρτυρία, το αρχείο, αποκαλύπτοντας ότι το μυθιστόρημα διψά και πάλι για πραγματικότητα.
Η αμηχανία του σύγχρονου συγγραφέα με μια τόσο πλούσια παρακαταθήκη θεωριών και μανιφέστων πίσω του, αλλά και στον εξίσου πλουραλιστικό αναδυόμενο όγκο των νέων αισθητικών προταγμάτων μπροστά του (επιτελεστικότητα, σπουδές των φύλων, queer λογοτεχνία) είναι οξύτατη κι οδυνηρή. Κι επειδή το πάγιο ζητούμενο του μυθιστορήματος είναι να εκφράσει την ανθρώπινη εμπειρία, «εμποτισμένο καθώς είναι με ανθρωπότητα» (Φόρστερ), οι κατακερματισμένοι, τραυματισμένοι και ρευστοί καιροί μας καθιστούν μια τέτοια απόπειρα επιτακτική αλλά, ταυτόχρονα, και προβληματική.
Στη θεωρητική αυτή σύγχυση ο Καραγιάννης δίνει μια ανακουφιστική απάντηση: η γνώση της θεωρίας είναι χρήσιμη, αλλά κανένα αισθητικό ρεύμα και η εμβριθής γνώση του δεν εξασφαλίζουν την επιτυχία, εφόσον οι θεωρίες εξελίσσονται και μεταμορφώνονται, κάθε νέα θεωρία γκρεμίζει την προηγούμενη. Οι όροι που διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα και την αποδοχή ενός συγγραφέα και του έργου του, το διαβατήριο για να ενταχθεί κανείς στον εκλεκτό πληθυσμό και να πολιτογραφηθεί πολίτης στων ιδεών την καβαφική πόλι είναι η πρωτοτυπία, η σφραγίδα της προσωπικής συγγραφικής ιδιοσυγκρασίας και η αναπαρθένευση των πραγμάτων- η γνωστή ανοικείωση των φορμαλιστών. Αν ένα έργο μάς χαρίζει αυτό το βλέμμα, «που βλέπει ένα αντικείμενο και το περιγράφει σαν να το βλέπει για πρώτη φορά, σαν να συμβαίνει για πρώτη φορά», δεν ενδιαφέρει αν το πετυχαίνει με τον Ρεαλισμό, τον Μοντερνισμό, τον Μεταμοντερνισμό ή οποιονδήποτε άλλον -ισμό.
Η διαλεκτική προσέγγιση και αξιοποίηση των θεωρητικών αξιωμάτων είναι επιβεβλημένη στην εποχή μας, καθώς κάθε ρεύμα ενέχει μέσα του τόσο στοιχεία φθαρτά και εφήμερα μα και άλλα, διαχρονικά και ζωογόνα. Στη σύνθεσή τους, αισιοδοξεί ο Καραγιάννης, μπορεί να οικοδομηθεί μια νέα ποιητική, ένας Νέος Ανθρωπισμός και το μυθιστόρημα να «επανακτήσει τον ηθικό και φιλοσοφικό στοχασμό για τον άνθρωπο» που πάντα επεδίωκε να υπηρετεί.
Ο συγγραφέας, η κριτική, ο αναγνώστης
Στο κεφάλαιο για τον συγγραφέα, εξετάζεται ο προβληματισμός γιατί ένας πεζογράφος συνεχίζει να γράφει, εφόσον η γραφή ενός μυθιστορήματος είναι βαριά βιομηχανία, ανήκει στα …βαρέα και ανθυγιεινά και η αναγνωστική επιτυχία κι απήχηση είναι πάντα αμφίβολη: «Έγραψα τη Σκόνη του κόσμου όταν γκρεμίζεται 7 φορές και 23 το τέλος της, μας λέει ο Καραγιάννης μεταφέροντας την προσωπική του εμπειρία. «Κάθε φορά που τελειώνεις ένα μυθιστόρημα αγανακτείς από την εξουθένωση. Όμως ξανακυλάς στα ίδια», συμπληρώνει. «Προφανώς μέσα στη χίμαιρα που κυνηγάς στη λευκή σελίδα υπάρχει κάποιο βαθύ μυστικό που σου δίνει ζωή».
Οι νέες προκλήσεις που θέτει ο σύγχρονος Ιανός της τεχνολογίας (ηλεκτρονικές και ψηφιακές συνθήκες παραγωγής και διακίνησης της λογοτεχνίας και της κριτικής) προβληματίζουν τον Καραγιάννη, που παρατηρεί ότι η εκούσια και συνεχής έκθεση των συγγραφέων στα ΜΚΔ με σκοπό την προβολή του έργου τους, τη διεκδίκηση της πολυπόθητης ορατότητας και αναγνωρισιμότητας μπορεί να καταντήσει αυτογελοιοποίηση, ματαιοδοξία και κενοδοξία. «Ο συγγραφέας υπάρχει μόνο μέσα στις σελίδες των βιβλίων του, εκεί αποκτούμε το βλέμμα του, αγγίζουμε τα αποτυπώματά του», καταθέτει κατηγορηματικά.
Ιδιαίτερη μνεία γίνεται και στον αναγνώστη, τον οποίο ο Αριστοτέλης στη Ρητορική του («το τριττόν του πράγματος») ανάγει σε κυρίαρχο παράγοντα του επικοινωνιακού πλαισίου, μέσα στο οποίο λειτουργεί ένα κείμενο, σχολιάζοντας όλες τις μορφές, τα χαρακτηριστικά του και τις μεταμορφώσεις του, με έμφαση στον ενεργό και όχι παθητικό ρόλο που οφείλει να διατηρεί για μια δημιουργική απολαυστική ανάγνωση.
Στη δίνη της ηλεκτρονικής συγγραφικής, κριτικής και εκδοτικής λαίλαπας φθείρεται και η σοβαρή, επαγγελματική κριτική που έχει πάψει να στελεχώνεται από μια μικρή ομάδα «ειδικών». Ο «εκδημοκρατισμός», ωστόσο, της κριτικής δεν σημαίνει ότι γίνεται και καλύτερη. Η καλή γνώση των θεωριών της λογοτεχνίας, η ευαισθησία και η αναγνωστική ωριμότητα, ο σεβασμός στα ερμηνευτικά όρια και στον ιστορικό ορίζοντα που θέτει το κείμενο, η απουσία προκαταλήψεων, αφορισμών και αποδημητικής εμμονής προβάλλονται ως οι αρετές που πρέπει να διαθέτει ένας κριτικός.
Συνοψίζοντας, οι ποικίλες μεταμορφώσεις που γνώρισε το μυθιστόρημα και ερμηνεύτηκαν άλλοτε ως εκδηλώσεις βαθιάς κρίσης, άλλοτε ως ο επιθανάτιος ρόγχος του μελλοθάνατου μυθιστορηματικού είδους, δεν είναι, κατά τον Μ. Καραγιάννη, παρά ο ίμερος, το άχθος, η ευθύνη που ωθεί κάθε καλλιτέχνη οποιασδήποτε εποχής, να μεταμορφώνεται, να διαρρηγνύει τα μουμιοποιημένα αφηγηματικά ιμάτια, να αλλάζει δέρμα, να πειραματίζεται, για να μπορέσει να παράξει μια νέα φόρμα ευέλικτη κι ευρύχωρη, που να χωράει την εμπειρία του από τον διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο γύρω του, από την προσπάθειά του να καταλάβει τον άνθρωπο με τα πάθη και τους καημούς του, με την ένταση και την απόγνωση της εποχής, αλλά και τη σωτήρια φλόγα της ελπίδας.
να εκπορθήσει την αθλιότητα και το μεγαλείο της ζωής.