Χάρτης 82 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-82/poiisi-kai-pezografia/o-kyvos
Δεν είχε καμία πρόθεση να κατασκευάσει αυτό το κτίριο, καμία πρόθεση να παραδώσει τον εαυτό του σε μια μορφή που δεν προϋπέθετε έξοδο, καμία απολύτως πρόθεση να φτιάξει έναν Κύβο, και πολύ περισσότερο να τον κατοικήσει, κι όμως το έκανε, και μάλιστα ολόψυχα, παρά το γεγονός ότι από την πρώτη στιγμή ήξερε πως ο Κύβος αυτός θα τον εξαλείψει, όπως εξαλείφει κάθε έννοια σχήματος και ταυτότητας κάθε ασθένεια που αρνείται να δηλώσει το όνομά της, αλλά υπονομεύει τα εσωτερικά σου στη σιωπή, μέσα από τη σπονδυλική σου στήλη, μέσα από τα μαλακά σου οστά, μέσα από τη θερμοκρασία του μυελού σου, αυτού του πολτού που υποτίθεται πως είναι η βάση της ζωής και που τώρα είχε μεταβληθεί σε τόπο παρακμής, σε πεδίο αποδόμησης, σε ζώνη έσχατης απουσίας ελέγχου, έλεγε στον εαυτό του, ή μάλλον σκεφτόταν, καθώς κοιτούσε το ταβάνι του Κύβου, που ήταν ταυτόχρονα και ουρανός και τομή και οροφή και τάφος, ότι καμία μορφή δεν μπορεί να προστατεύσει το σώμα όταν αυτό έχει ήδη κηρυχθεί προδομένο από μέσα, και πως όλα του τα χρόνια δούλευε με τη λανθασμένη εντύπωση ότι οι τοίχοι προστατεύουν, ότι η αρχιτεκτονική έχει κάποια ηθική λειτουργία, κάποια λυτρωτική αποστολή, ότι το σχήμα προηγείται του πόνου, ενώ τώρα, μέσα στο έργο του, που ήταν έργο απάντηση σε κάτι που δεν μπορούσε να διατυπώσει, γιατί το μυαλό του — ή το υπόλοιπο απ’ αυτό — δεν συνεργαζόταν πια με καμία αρχή συνέχειας, με καμία αρχή εσωτερικού φωτισμού, έβλεπε με τρομοκρατική διαύγεια ότι το αίμα είναι υλικό, ότι χτίζεις με το αίμα, ότι όσο περισσότερο αιμορραγείς τόσο περισσότερο πλησιάζεις την ουσία της κατασκευής, κι όταν κάποιος — ας πούμε ο φοιτητής του, ο Νικηφόρος, ο οποίος είχε έρθει να τον δει ενώ ο ίδιος βρισκόταν ήδη σε κατάσταση αποσύνθεσης, όχι κοινωνικής ή πνευματικής, αλλά καθαρά σωματικής, εξόφθαλμης, μιας αποσύνθεσης μυελικής, αρθρικής, θρομβωτικής — τον ρώτησε, σχεδόν αφελώς, γιατί χτίζει ένα κτίριο χωρίς λειτουργία, εκείνος του απάντησε, ή μάλλον του εκτόξευσε την απάντηση με το βλέμμα, ότι μόνο αυτό μένει, ότι τίποτε δεν έχει λειτουργία μετά το τέλος της διαπραγμάτευσης με την ελπίδα, γιατί η ελπίδα είναι το μικρόβιο που μας κάνει να νομίζουμε ότι η θεραπεία είναι δυνατή και όχι πως απλώς μεταθέτει τη σιωπή, κι ο Νικηφόρος τον κοίταξε σαν να άκουσε για πρώτη φορά αλήθεια στη ζωή του, όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι η αλήθεια λέγεται απαλά, λογικά, επιστημονικά, ενώ η αλήθεια είναι μόνο ένα αρχιτεκτόνημα χωρίς εξόδους, όπως αυτό εδώ, που είχε χτίσει για να μείνει, κι όχι για να βγει, αφού τι νόημα έχει η έξοδος όταν όλα μέσα έχουν ήδη αποκολληθεί από τον εαυτό τους, η σπλήνα δεν ανήκει στη σπλήνα, το κόκαλο δεν στηρίζει, το βλέμμα δεν ακολουθεί, όλα έχουν αποδιοργανωθεί, όπως και τα δομικά στοιχεία του κόσμου, κι εκεινος το ήξερε, και το επαναλάμβανε, γιατί αυτό έκανε πλέον, γιατί αυτό κάνουν όλοι όσοι έχουν απομείνει μόνοι με το αληθινό, το αμετάφραστο, το ακέραια άρρωστο, κι έλεγε ότι αυτό που μένει όταν όλα τελειώνουν είναι μια κατασκευή, μία μοναδική κατασκευή, όχι για να θαυμαστεί, ή να κατοικηθεί, αλλά για να υπομείνει, να σταθεί, να πει με τον τρόπο της αυτό που κανένα στόμα δεν μπορεί να διατυπώσει, γιατί το στόμα είναι μονίμως απών στο στάδιο της αποδιάρθρωσης, γιατί η γλώσσα είναι ακατάλληλη, ενώ το υλικό — το ωμό, το σκληρό, το άφωνο υλικό — μπορεί να μιλήσει χωρίς να αρθρωθεί, όπως ακριβώς μιλά το σώμα όταν καταρρέει, όπως μιλάνε τα ούλα όταν ματώνουν χωρίς λόγο, όπως μιλάει το οστό όταν υποχωρεί, κι έτσι έχτισε αυτόν τον Κύβο, τον δαιμονικό αυτό Κύβο που δεν θέλει τίποτα, που δεν εξυπηρετεί τίποτα, που δεν καταναλώνει τίποτα, και που γι’ αυτό ήταν το μόνο έργο του που πλησίαζε την ειλικρίνεια, γιατί όλοι οι άλλοι, αυτοί που διδάσκουν πως η αρχιτεκτονική είναι κοινωνική πράξη, αυτοί οι θεωρητικοί της μετανεωτερικότητας, που μιλούν για ροές, για συνέργειες, για κώδικες και δομές, αυτοί δεν είχαν μπει ποτέ τους σε σώμα που παύει να λειτουργεί, δεν είχαν μυρίσει αίμα από φλέβα σπασμένη, δεν είχαν παρατηρήσει πώς υποχωρεί ο θώρακας όταν λείπει το οξυγόνο, δεν ήξεραν τι θα πει να χαράζεις σχέδιο με το μόνο άκρο που ακόμα κινείται, το δείκτη του αριστερού χεριού, δεν είχαν καταλάβει ότι η μόνη μορφή που αξίζει να προσεγγίσεις είναι εκείνη που εκπορεύεται από την απόλυτη παραίτηση, ότι το μόνο σπίτι που αξίζει είναι εκείνο που δεν έχει κανέναν να το κατοικήσει, ότι το μόνο έργο που μπορεί να ειπωθεί έργο είναι αυτό που συνομιλεί με τον αφανισμό σου, που δεν φέρει ούτε διακοσμητικό στοιχείο, ούτε νοηματική προσποίηση, ούτε οροφή που προσφέρει κάλυψη, γιατί η κάλυψη είναι ψευδαίσθηση, γιατί ο ουρανός είναι αμείλικτος και το φως — το μόνο φως που τον αφορούσε πια — ήταν αυτό που έπεφτε από πάνω κάθετα, σαν να καταγγέλλει, σαν να ξεγυμνώνει, αυτό το φως του Κύβου, που δεν ζεσταίνει, δεν φωτίζει, απλώς διατυπώνει, όπως διατύπωνε και το έργο, κι εκείνος — ξαπλωμένος στο κέντρο αυτού του ελάχιστα κατοικήσιμου μη-τόπου — δεν ήταν πια άνθρωπος, δεν ήταν πια δημιουργός, δεν ήταν πια τίποτα, ήταν το εσωτερικό του ίδιου του έργου του, ήταν ο ήχος του που δεν ακουγόταν, ήταν η απουσία της φωνής του που επέπλεε, ήταν το σημείο της αρχιτεκτονικής που καταργεί τη φιλοδοξία και ξεκινά την ομολογία, ότι το σώμα απέτυχε, η γλώσσα απέτυχε, ο κόσμος απέτυχε, αλλά το έργο — το έργο άντεχε, έστω και για λίγο, κι αυτό ήταν αρκετό.