Χάρτης 82 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-82/klimakes/notias
…Μεγάλα παράθυρα. Μεγάλα τραπέζια
για να γράφουμε τα γράμματα που σου γράφουμε
τόσους μήνες και τα ρίχνουμε
μέσα στον αποχωρισμό για να γεμίσει.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
Την πρωτιά μας στην κατάθλιψη και τη μοναξιά (έκτη θέση παγκοσμίως) δεν περιμένω την έρευνα της Ευρώπης για να την μάθω. Τη διαισθάνομαι στα χαρούμενα πρόσωπα, στην τηλεόραση της αγοράς και την αγορά της τηλεόρασης. Καταλαβαίνω με τα χρόνια τι κρύβουν τα λαμπερά χαμόγελα: απόγνωση. Καταλαβαίνω όμως και κάτι ακόμα που δεν μετριέται από την Ευρώπη: πως η κατάθλιψη και η μοναξιά δεν μπορούν να αποτυπωθούν με τον τρόπο των στατιστικών μετρήσεων. Χρειάζεται άλλο «εργαλείο» για να τις διαπιστώσεις: η γλώσσα. Ο τόνος, ο τρόπος, η γνώση και η χρήση της.
Το σολωμικό «μήγαρις» και το «πάρεξ». Οι προθέσεις της και οι μεταφορές.
Ακούω τριγύρω μου θόρυβο. Διαβάζω ορνιθοσκαλίσματα στα κυριακάτικα. Κι όχι μόνο γιατί η επανεμφάνιση της γλώσσας, όπως την εννοώ, χρειάζεται την διαύγεια του ματιού και την φραγή του στόματος ―μια ευαισθησία στο φως και μουσική τέλος πάντων― αλλά και διότι στη γλώσσα πιστώνω την ευαισθησία του καθενός και τη διατρανούμενη δημοκρατικότητά του (στα κυριακάτικα).
Και δεν είναι «μεταφυσικές» αυτά που γράφω. Είναι η πραγματικότητα του αφασικού, αόματου ―ανοιχτομάτη παρά ταύτα και παρλαδόρου― πολιτισμού μου.
Δηλαδή, «η οικονομία, ηλίθιε», που αυτό δα έλειπε στην πανέξυπνη Μαριορή, χωρίς ούτε στιγμή να της λείψει ο Ντεριντά.
Η αναντιστοιχία που διακρίνω, όθεν, μεταξύ των επίσημων λόγων και της καθημερινής επιβίωσης των δύο ―και βάλε― τρίτων της κοινωνίας, εκτός από το παρηγορητικό αφήγημα τής κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, προϋποθέτει κι έναν άλλο τρόπο για να εξηγηθεί: ένα γλωσσικό φλεξ και ένα ποϊντ ―με ορολογία του χορού― στάση ζωής. Δύο στοιχεία που δεν καλύπτονται από κανονιστικά παραγγέλματα μεταξύ των οποίων και η τρέχουσα ηθική.
Προϋποθέτουν διάκριση, απόσταση και εγγύτητα ως προς την πληγή. Απεύθυνση. Εμμονή σε εκείνο το ομιλείν δίχως λέξεις που αναζητούσε ο Τσέλαν. Μια γλώσσα, που δεν είναι διατακτική, διδακτική, που δεν ποιητικοποιεί. Είναι η ίδια ποίηση εν απουσία ποιήματος. Ένα «εγώ» που ομιλεί υπό γωνίαν. Διότι, «η πραγματικότητα δεν είναι, η πραγματικότητα χρειάζεται να αναζητηθεί και να κερδηθεί»
Λόγια; Όχι. Σε ό,τι με αφορά, βιώματα. Κυρίως, διατυπώσεις βιωμάτων, εντατικοποιήσεις εμπειριών. Γραφή.
Οπότε στο ερώτημα «εάν και κατά πόσον διατυπώνονται» η απάντηση μου είναι «ασφαλώς, όταν όμως ο αναγνώστης συμβαίνει να γίνει ό,τι ο Μποντλέρ επιθυμεί: «όμοιος, αδελφός».
Αυτή η «ομοιότητα» ―που δεν είναι υποχρεωτικά αυθεντικότητα― αναδεικνύει μια ηθική στάση, γλωσσολογικού ας πούμε τύπου, κάτι σαν το «γλωσσικό πλέγμα», που χωρίζει στο κουβούκλιο του εξομολογητηρίου στις εκκλησίες, τον εξομολογούμενο από τον εξομολογητή.
Κι όλα αυτά αν οι μεταφορές το επιτρέψουν. Ιδού τί γράφει ο Τσέλαν στο «Καμπή πνοής»: «ΈΝΑ ΒΟΥΗΤΟ: είναι/ η αλήθεια καθαυτή/ φανερωμένη/ στους ανθρώπους,/ καταμεσής στη/ δίνη των μεταφορών».
Αλλά πώς γίνεται να γράφουμε κάθε φορά το τελευταίο άρθρο στους New York Times σαν τον Πολ Κρούγκμαν και να το τιτλοφορούμε «Πώς θα βρούμε την ελπίδα σε μια εποχή δυσαρέσκειας;»
Ποιον «αποχωρισμό» γεμίζουν «τα γράμματα που σου γράφουμε»; Σε ποιόν;.
Στο Βήμα, όπου διατύπωσα προ μηνών αυτές τις κοινότυπες σκέψεις δεν θέλησα να πω ό,τι καταθέτω αποφασισμένα εδώ,
«στο πέλαγο που σμίγει κατά τη δύση» μου. Τον αποχωρισμό από τον εαυτό μου καταθετω.
Αυτόν γεμίζουν τα γράμματα που ΤΟΥ γράφω.
Αυτός κρατούσε τη ζωη μου στην «παλάμη του», κοιτάζοντας μαζι μ' εμένα «τον ίδιο κόσμο χωριστά».
Απ' αυτόν περιμένω την «υπέρτατη μυθοπλασία».
Από τις «Σημειώσεις» μου, όταν δεν θα υπάρχω πια.
Θα πρέπει εκ των υστέρων να με απαλλάξει από το κουραστικό Όνομα του εαυτού.
«Ανάγκη να είμαι ευτυχισμένος», θα συνιστούσε ο Στίβενς στις δικές του «Σημειώσεις για μια υπέρτατη μυθοπλασία». Αλλά όχι "τότε" που η ευτυχία είναι ένα αξεσουάρ και για την Κόλαση και γιά τον Παράδεισο, "τώρα". Τώρα που με κρατάει το »χρυσό χέρι της Αναγκης». Δηλαδή τώρα που επιβιώνω κατ' ανάγκην.
«Η ποίηση είναι η υπέρτατη μυθοπλασία, μαντάμ».
'Αντε όμως να πεις κατι τέτοιο στον Θεό και στον Διάβολο. Εδώ δεν το λες ούτε στους ανθρώπους σου.
Μύκονος, 2025· του Σταυρού
ΥΓ .
Δυο λόγια για τον θάνατο του Θέμη Λιβεριάδη. Μου τον ανακοίνωσε ο Δημήτρης Καλοκύρης, όταν του τηλεφώνησα για να μάθω εάν «έφτασε» το υπερβολικό μου κείμενο για τον εαυτό και τον εαυτό.
Σκεφτόμουν πολύ τον Θέμη αυτές τις δύσκολες μέρες, στη Μύκονο, γιατί τυχαία στα λιγοστά βιβλία που μένουν εδώ το χειμώνα, έπεσα σ’ ένα μικρό του άρθρο για τον Μίλτο Σαχτούρη (Εντευκτήριο, τ. 84).
Ο Θέμης του εξομολογήθηκε πως του «οφείλει την παράταση της ζωής του», διότι όταν έπαθε έμφραγμα ―τη βραδιά που έκλεινε τον περίφημο «Ραγιά» του μπας και ξεχρεώσει― η ποίηση του Σαχτούρη θα ήταν το υπογλώσσιο για τη σωτηρία του. Του είπε πως ―χωρίς καμία υπερβολή― «σώθηκε» όταν ζήτησε να του φέρουν αμέσως από το γραφείο του τη μικρή συλλογή Έκτοτε.
Και διαβάζοντας ένα ποίημα με δυνατή φωνή στους φίλους που πήγαν έντρομοι να βοηθήσουν, ένιωσε ως εκ θαύματος αμέσως καλά.
Στο καφενείο έρχεται ο χοντρός νονός μου
με τις λίρες.
Ούτε μια δεν είναι για σένα, λέει
γιατί δεν έγινες ο βαφτιστικός μου
που περίμενα.
Τότε λέω κι εγώ στο γκαρσόνι, πλάι μου
―Φέρε μου ένα φλιτζάνι με μελάνι.
Και συμπλήρωνε ο Θέμης: «Με το που τέλειωσα, αισθάνθηκα δυνατός και απελευθερωμένος. Ανύποπτος πως είχα ήδη βουλωμένες τις αρτηρίες της καρδιάς».
Ο Θέμης δεν προτίμησε «μια στάλα αίμα από ένα ποτήρι μελάνι».
Είχε καρδιά!
Αυτό ήταν το εκλεκτό απόσταγμά του: Σαλονικιός, δηλαδή «Αστόρια« και Παριζιάνος, δηλαδή "Café Bonaparte "
ΥΓ.2
Η σύμπτωση; Στο αισθηματικό αυτό κείμενό του στο Εντευκτήριο, στην τελευταία παράγραφο ο Λιβεριάδης ανακοινώνει ένα φορητό προσκλητήριο νεκρών. Δεν είναι εύλογο η πρότασή του να επιλέγει ως σημείο στίξεως όχι την αμετανόητη τελεία αλλά τα αινιγματικά αποσιωπητικά;
Η πρόταση: «Για πότε έφυγαν βιαστικά οι φίλοι...ο Ιωάννου, ο Τόλης, ο Αλέξης, ο Ανέστης, ο Παύλος, ο Σαββίδης, ο Κωστής, ο Χειμωνάς, ο Μίλτος, ο Μανώλης, ο Κλείτος, ο Κάτος, η Στέλλα, ο Πάνος...»