Χάρτης 83 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-83/tehnasmata/meres-oktovrioi-2024-kymata
Κύματα
Ι
Δίχως μνήμη είμαστε κούφιοι γι’ αυτό
Σε ρωτώ, πόσο κακό η καρδιά μπορεί ν’ αντέξει
Πως μπορεί να χαθεί ένα παιδί σε άδειο δάσος
Πάνω απ’ τα δέντρα πως λάμπει ακόμα ο Ήλιος
Πως ν’ αντέξεις τόσες κατολισθήσεις
Η σελήνη γεμίζει σαν βροχή ομορφιάς
Που έρχεται με το χρόνο
Τα πορτοκάλια της Παλαιστίνης
Έχουν τέσσερα χρώματα:
Μαύρο: Θανατικό
Κόκκινο: Αίμα
Λευκό: Φως της αυγής
Πράσινο: Ελπίδα ξαπλωμένη στη χλόη
Περπατούσαμε μαζί σαν δύο δέντρα
Που έζησαν μέσα στο χρόνο
Δίπλα, η θάλασσα κι ο ουρανός
Γαλάζιο γυαλί από χρωματιστά παράθυρα
Πως μπορείς να κοιμηθείς όταν
Τα χέρια σου έχουν ακόμα πάνω τους παγετώνες
Βρεθήκαμε σε μια λεωφόρο
Ο Ήλιος έλαμπε∙ ύστερα
Ξεφλουδίσαμε πορτοκάλια, χωρίς βιασύνη
Πως μπορούν τα σώματα να συστρέφονται
Στον καταυλισμό όταν έξω
Το σούρουπο κομματιάστηκε μ’ αλυσσοπρίονο
Κολυμπήσαμε στη θάλασσα
Από μπλε διαμάντια∙ ύστερα φάγαμε
Σε παραλιακό εστιατόριο
Έφυγε το καλοκαίρι∙ οι νύχτες
Και οι μέρες έγιναν πιο δροσερές
Σαν αναψυκτικό
Έξω, μέσα από τα ελαιόδεντρα
Το φως που δύει, με δυο, τρία αστέρια
Έφερνε όλη τη μνήμη
Του καλοκαιριού που πέρασε
Τα σύννεφα τρέχουν∙ είναι τρένα
Που ταξιδεύουν γύρω απ’ τη Γη
Αν, κάποιος μπορεί να το ονειρευτεί, είπες
Από χέρι σε χέρι περνάνε στον, ίδιο ουρανό.
Η ποίηση είναι ο βασιλιάς της μνήμης, είπες.
ΙΙ
Άνοιξε ένα βιβλιοπωλείο
Στη θάλασσα
Κι ονόμασε με λέξεις
Την φωνητική σύγκρουση των κυμάτων
Που σπάνε στην ακτή του νησιού
Και στα μεταλλικά πλαϊνά
Του πλοίου της γραμμής
Η ποίηση, έμοιαζε τότε
Με φωτεινό ενυδρείο από
Το βαθύ κάθισμα του
Ήλιου στη θάλασσα
Μια σελίδα από λέξεις
Πάνω στα ορμητικά νερά
Τότε, που Ήλιος και η θάλασσα
Ως αργά το απόγευμα συνέχιζαν
Τον μήνα του μέλιτος.
Μέρες Οκτωβρίου 2024
Ι
Φωνή με γρέζι
Τατουάζ στα μπράτσα
Φαρδιές πλάτες
Κοντοκουρεμένος
Με... φόρμα εργασίας
Δούλευε λιμενεργάτης
Στο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας
Έδινε μάχη καθημερινή γι’ αυξημένα
Μέτρα υγιεινής και ασφάλειας
Γεννήθηκε την εποχή του σιδήρου
Και περίμενε χιλιάδες χρόνια για να ζήσει
Σχόλασε αργά το απόγευμα
Κι έφυγε στη ζωή
Που τον περίμενε.
ΙΙ
Ανατέλλει ο Ήλιος στο νησί
Σαν ματωμένος γάμος
Σαν την ανάσα ενός βίσωνα στο χιόνι
Ενώ το κυανό νερό της αυγής
Μαζί με το φως του φθινοπώρου
Χύνεται ακόμα στη θάλασσα
Ένα κοπάδι από άλογα συναγωνίζεται
Ποιο θα φέρει το φως τη μέρας
Στην κορυφογραμμή του βουνού
Ρόδινο νερό κελαρύζει απ’ τα μαγεμένα δέντρα
Που κόπασαν τους ανέμους και χαίρονται τον αέρα
Όταν στον δρόμο ακούω εργάτες οικοδομής
Με τον φρέντο καφέ στο χέρι και
Το στριμμένο τσιγάρο στα χείλη
Να φεύγουν … να σκοτώσουν τη νύχτα
Όπως ο κρύος άνεμος που
Έρχεται από το πευκοδάσος
Μην τα βάζεις με τη φωτιά
Και το χιόνι των πραγμάτων
Φώτισε το σκοτάδι πριν
Όλος ο νους σου γίνει
Ένας, ματωμένος γάμος, είπες
Ψιθυριστά στον εαυτό σου
Η μοναξιά ίσως είναι το φως
Που μοιραστήκαμε με τους άλλους, σκέφτηκες.
[ Από το ανέκδοτο βιβλίο Τα Νησιά ΙΙ]