Χάρτης 83 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-83/metafrash/to-erotiko-traghoydi-toi-tz-alfrent-proyfrok

Ο Τ.Σ. Έλιοτ έγραψε το ποίημα «The Love Song of J. Alfred Prufrock» — γνωστό στα ελληνικά και ως «Το Ερωτικό Τραγούδι του Τζ. Άλφρεντ Προύφροκ» το 1910 και το ολοκλήρωσε περίπου το 1911. Το ποίημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1915 στο λογοτεχνικό περιοδικό Poetry: A Magazine of Verse, με τη βοήθεια του ποιητή Έζρα Πάουντ, που διάβασε το ποίημα που του παρέδωσε ο ίδιος ο Έλιοτ, που είχε φθάσει πρόσφατα στο Λονδίνο, το 1914. Μάλιστα, έγραψε στον εκδότη του Poetry: «Είχα απόλυτο δίκιο για τον Έλιοτ. Μου έστειλε το καλύτερο ποίημα που έχω ακούσει ή δει ποτέ από Αμερικανό. Προσευχηθείτε να μην είναι η μόνη του επιτυχία». Από το Poetry ανθολογήθηκε στο Catholic Anthology (1914-1915) και στην συνέχεια ως το ομώνυμο ποίημα στο πρώτο βιβλίο του Έλιοτ Prufrock and other Observations», που εκδόθηκε από τον εκδ. οίκο Egoist το 1917. Ο Έλιοτ συμφώνησε με την παρότρυνση του φίλου του C. Aiken να κόψει από το ποίημα ένα μεσαίο τμήμα τριανταοκτώ στίχων με τον τίτλο « Prufrock’s Pervigilium», ενώ δεν ακολούθησε την συμβουλή του Πάουντ που θεωρούσε περιττή και του ζητούσε να την αφαιρέσει την αναφορά του στον Άμλετ. Οι εκδόσεις αυτές και η συνεχής ενθάρρυνση του Πάουντ αναπτέρωσαν το ηθικό του νεαρού, τότε, Έλιοτ και τον έπεισαν να συνεχίσει με την ποίηση αντί να επιστρέψει στο Χάρβαρντ και να ασχοληθεί με διδακτορικό στη φιλοσοφία. Όντως, το ποίημα εκτόξευσε την καριέρα του.
Αλλά, ποιος είναι ο Προύφροκ; Ο ίδιος ο Έλιοτ ήταν μάλλον απαξιωτικός για το θέμα του, γράφοντας το 1962: «Επέλεξα το όνομα επειδή μου ακούγονταν πολύ, πολύ πεζό». Στην πραγματικότητα ο Ουίλιαμ Προύφροκ ήταν Γερμανός μετανάστης που είχε ιδρύσει την εταιρεία επίπλων «William Prufrock» και διαφήμιζε τα προϊόντα του (μαθητικές καρέκλες, γραφεία κ.λπ) στο περιοδικό του ιδιωτικού σχολείου στο Σεντ Λούις όπου φοίτησε ο Έλιοτ ως έφηβος. Άρα αυτό είναι το ερωτικό τραγούδι ενός αστού του Σεντ Λούις (ή κάποιου παρόμοιου κάπου αλλού), ενός πωλητή επίπλων. Είναι οι σκέψεις του, είναι ο τρόπος που ερωτεύεται, που αγαπά. Και οι στίχοι από την Κόλαση
του Δάντη που χρησιμεύουν ως επίγραμμα του ποιήματος (αμετάφραστοι από τον Έλιοτ) δεν σημαίνουν ότι ο Προύφροκ βρίσκεται στην κόλαση, σημαίνουν ότι πιστεύει πως κανένας δεν θα ακούσει τι έχει να πει, γι' αυτό και μιλάει ειλικρινά.
Το ποίημα είναι πειραματικό και παράξενο. Ο στίχος ελεύθερος, πρότυπο για αμέτρητα ποιήματα που θα ακολουθήσουν. Το θέμα του, μια φιγούρα, ο υπαρξιακά βασανισμένος Προύφροκ, που, αποξενωμένος, ανίκανος να ταυτιστεί, (ερωτεύεται άραγε;) παρατηρεί με σύγχυση και φόβο την φθορά, την ματαίωση, το κενό τα γηρατειά και τον θάνατο.
Το ποίημα είναι αναμφίβολα εξαιρετικά διορατικό και εν τέλει προφητικό στο περιεχόμενό του και λειτούργησε για την αγγλική λογοτεχνία του 20ού αιώνα σαν την σπίθα που άναψε το φιτίλι του Μοντερνισμού, δείχνοντας και σε άλλους, σπουδαίους ποιητές τι θα ήταν δυνατόν να γραφτεί και με τι θα μπορούσε κανείς να πειραματιστεί σ’ αυτή τη νέα εποχή.
Ε. Π.
S’io credesse che mia risposta fosse
A persona che mai tornasse al mondo,
Questa fiamma staria senza piu scosse.
Ma percioche giammai di questo fondo
Non torno vivo alcun, s’i’odo il vero,
Senza tema d’infamia ti rispondo.
Dante Inferno (XXVII, 61-66) *
Ας πάμε, λοιπόν εσύ κι εγώ,
την ώρα που το απόγευμα απλώνεται στον ουρανό
σαν άρρωστος που κείτεται επάνω στο τραπέζι ναρκωμένος
ας πάμε, μέσα από μισοερημωμένους δρόμους,
εκεί όπου οι ψίθυροι υποχωρούν
τις άγρυπνες νύχτες, μες στα φτηνά ξενοδοχεία της ημιδιαμονής
και στις ταβέρνες τις στρωμένες πριονίδι που πουλάνε στρείδια:
Δρόμους, ο ένας μετά τον άλλο σαν ανιαροί καυγάδες
ύπουλων προθέσεων
που οδηγούν σε μιαν αβάσταχτη ερώτηση
Ω, μην ρωτήσεις «τι είν΄αυτό;»
Ας πάμε, κι ας το επισκεφτούμε.
Μέσα στο δωμάτιο οι γυναίκες πάνε πάνω κάτω
συζητώντας για τον Μιχαήλ Άγγελο.
Η κίτρινη ομίχλη που τρίβει την πλάτη της πάνω στα τζάμια των παραθύρων,
αυτός ο κίτρινος καπνός που τρίβει την μουσούδα του πάνω στα
τζάμια των παραθύρων,
που γλείφει με την γλώσσα του τις γωνίες του απογεύματος,
που αργοπορεί στις λίμνες κάτω απ’ τις υδρορροές,
άφησε την αιθάλη απ' τις καμινάδες να πέσει πάνω στην πλάτη του,
γλίστρησε γύρω απ' την ταράτσα, πήδηξε ξαφνικά,
και βλέποντας πως ήταν μια μαλακή, οκτωβριάτικη νύχτα,
έκανε μία μοναδική στροφή γύρω τριγύρω απ΄ το σπίτι και αποκοιμήθηκε.
Και πράγματι, πρόκειται να υπάρξει χρόνος
γι' αυτόν τον κίτρινο καπνό που σέρνεται στον δρόμο
και τρίβει την πλάτη του στα τζάμια των παραθύρων.
Πρόκειται να υπάρξει χρόνος, να υπάρξει χρόνος
για να προετοιμάσει το πρόσωπο που θα συναντήσει τα πρόσωπα που συναντάς,
πρόκειται να υπάρξει χρόνος για να σκοτώσει και να δημιουργήσει,
και χρόνος για όλες τις δουλειές και τις ημέρες των χεριών,
που εγείρουν και μετά πετούν μια ερώτηση μέσα στο πιάτο σου.
Χρόνος για σένα και χρόνος για μένα
κι ακόμα χρόνος για εκατό δισταγμούς,
για εκατό οράματα, για εκατό διορθώσεις,
πριν απ’ την ώρα του τσαγιού με τα βουτήματα.
Μέσα στο δωμάτιο οι γυναίκες πάνε πάνω κάτω
συζητώντας για τον Μιχαήλ Άγγελο.
Και πράγματι, πρόκειται να υπάρξει χρόνος
ν’ αναρωτηθώ «Τολμώ;» και ξανά «Τολμώ;»
Χρόνος για να γυρίσω πίσω, να κατεβώ την σκάλα
μ΄ ένα φαλακρό σημάδι στην μέση των μαλλιών μου-
(Θα πουν: «τι αραιά που μεγαλώνουν τα μαλλιά του!»)
Το πρωινό μου πανωφόρι, το κολάρο μου, μια σταθερή βάση στο
πιγούνι,
η γραβάτα μου πλούσια και διακριτική στερεωμένη με μια απλή καρφίτσα―
(Θα πουν: «πόσο λιγνά είναι τα χέρια και τα πόδια του!»)
Τολμώ
να διαταράξω την οικουμένη;
Ένα λεπτό είν’ αρκετό
για αποφάσεις κι αλλαγές που το λεπτό θα ανατρέψει.
Αλλά τους ξέρω ήδη όλους, όλους τους ξέρω:
Ξέρω τα απογεύματα, τα πρωινά, τα μεσημέρια,
όλη μου την ζωή τη μέτρησα με κουταλάκια του καφέ
τις ξέρω τις φωνές που φθίνουν καθώς πεθαίνει το φθινόπωρο
με υπόκρουση την μουσική, που έρχεται από ένα διπλανό δωμάτιο
Άρα πως θ’ τολμήσω;
Και ήδη ξέρω όλα τα μάτια, τα ξέρω όλα―
τα μάτια που σε καλουπώνουν μέσα σε μια κοινότοπη φράση,
κι όταν καλουπωθώ, όταν με τεντώσουν με καρφίτσα,
όταν με καρφώσουν στον τοίχο κι εγώ θα σφαδάζω,
τότε, πως γίνεται ν’ αρχίσω
να φτύνω ό,τι υπολείπεται από τις μέρες και τους δρόμους μου;
Και πως θα το τολμήσω;
Και ήδη ξέρω όλα τα χέρια, τα ξέρω όλα―
χέρια με βραχιόλια, λευκά και γυμνά,
(αλλά στο φως της λάμπας με χνούδι καστανόξανθο!)
Είναι το άρωμα από κάποιο φόρεμα
που τόσο με αποσπά;
Χέρια που είναι ξαπλωμένα στο τραπέζι, ή που τυλίγονται με μια σάρπα.
Και πως θα το τολμήσω;
Και πως πρέπει ν’ αρχίσω;
Θα πω, περπάτησα το σούρουπο σε δρόμους στενούς,
κι έβλεπα τον καπνό που ανυψωνόταν απ’ τις πίπες
μοναχικών ανδρών με μακρυμάνικα πουκάμισα ακουμπισμένους σε παράθυρα;...
Θα’ πρεπε να ήμουν ένα ζευγάρι άγριες δαγκάνες
που διασχίζουν τρέχοντας βυθούς σιωπηλών θαλασσών.
Το βράδυ κοιμάται τόσο ειρηνικά το απομεσήμερο!
Μακριά δάχτυλα το έχουν απαλύνει,
κοιμισμένο… κουρασμένο… ή να προσποιείται μια αρρώστια,
απλωμένο στο πάτωμα, εδώ, δίπλα σε σένα και σε μένα.
Μήπως θα έπρεπε, μετά το τσάι, τα βουτήματα και τα παγάκια,
να βρω την δύναμη να φτάσω την στιγμή στα όριά της;
Όμως, αν και έκλαψα και νήστεψα, έκλαψα και προσευχήθηκα,
αν κι είδα την κεφαλή μου (που φαλακραίνει ελαφρά) επί πίνακι,
δεν είμαι προφήτης ― και δεν συμβαίνει και τίποτα σπουδαίο,
έχω δει το ανεπαίσθητο διάστημα του μεγαλείου μου να αχνοσβήνει,
κι έχω δει και τον Αιώνιο λακέ να μου κρατάει το παλτό και να κρυφογελάει,
και για να μην μακρηγορώ, φοβήθηκα.
Και μήπως άξιζε τον κόπο, τελικά,
μετά απ’ τα φλιτζάνια, τις μαρμελάδες και τα τσάγια,
ανάμεσα στις πορσελάνες, ανάμεσα στις συζητήσεις που είχαμε
εσύ κι εγώ,
άξιζε τελικά τον κόπο
που προσπεράσαμε μ’ ένα χαμόγελο το θέμα,
που συμπυκνώσαμε τον κόσμο σε μια μπάλα
για να μπορέσει να κυλίσει στην αδυσώπητη ερώτηση,
να πει: «Είμαι ο Λάζαρος, ήρθα απ΄ τους νεκρούς,
ήρθα πίσω για να σας τα πω όλα, θα σας τα πω όλα»―
και κάποια, τακτοποιώντας ένα μαξιλάρι πίσω απ το κεφάλι της
θα έλεγε: «Καθόλου δεν εννοούσα αυτό,
δεν είν’ αυτό καθόλου».
Κι άξιζε, τελικά, τον κόπο,
άξιζε, τελικά, τον κόπο,
μετά τα ηλιοβασιλέματα και τις αυλές και τους βρεγμένους δρόμους,
μετά από τα μυθιστορήματα, τα φλιτζάνια του τσαγιού, μετά τις φούστες
που σέρνονται στο πάτωμα―
κι αυτό, και πόσα άλλα ακόμη;―
Είναι αδύνατον να πω τι εννοώ!
Όμως αν ένα μαγικό φανάρι έκανε σχέδια με τις ακτίνες του σε μια σκηνή:
Θ΄ άξιζε, τελικά τον κόπο
αν κάποια καθώς τακτοποιούσε ένα μαξιλάρι, ή πέταγε στον αέρα μία σάρπα,
θα έλεγε, γυρίζοντας απ’ το παράθυρο:
«Καθόλου δεν εννοούσα αυτό,
δεν είν’ αυτό καθόλου».
Όχι! Δεν είμαι ο πρίγκηψ Άμλετ, κι ούτε ποτέ ήθελα να είμαι.
είμαι ένας λόρδος συνοδός, αυτός που θα δουλέψει
να προοδεύσει ένα έργο, να βάλει μπρος μια δυο σκηνές,
να συμβουλέψει τον πρίγκιπα, ανενδοίαστος, εύκολο εργαλείο,
ευλαβικός, ευτυχισμένος που ΄ναι χρήσιμος,
πολιτικάντης, περίεργος κι ενδελεχής,
γεμάτος υψηλές προτάσεις, λίγο κουτός,
και μερικές φορές πραγματικά γελοίος,
σχεδόν, κάποιες φορές, ο γελωτοποιός.
Γερνάω… γερνάω….
Θα γυρίσω τις άκρες των παντελονιών μου.
Θα κάνω τα μαλλιά μου προς τα πίσω; Τολμώ να φάω ένα ροδάκινο;
Θα φορώ λευκά φανελένια παντελόνια, και θα περπατώ στην παραλία.
Έχω ακούσει τις γοργόνες να τραγουδούν η μια στην άλλη.
Δε νομίζω να τραγουδούν για μένα.
Τις έχω δει να καβαλούν τα κύματα καθώς ξανοίγονται στην θάλασσα
χτενίζοντας αντίθετα τους άσπρους τους αφρούς
όταν ο άνεμος φυσά άσπρο και μαύρο στα νερά.
Αργοπορούσαμε μες στα κελιά της θάλασσας
από θαλασσοκόριτσα στεφανωμένα φύκια κόκκινα και καφέ
μέχρι που μας ξυπνήσανε φωνές ανθρώπων και πνιγήκαμε.
*«Αν πίστευα πως η απάντηση / θα έφτανε σε άνθρωπο που θα επέστρεφε στον κόσμο, / αυτή η φλόγα θα ’μενε ακίνητη χωρίς να τρέμει πια. / Μα επειδή ποτέ από τούτο τον βυθό / δε γύρισε κανένας ζωντανός — αν ειν΄αλήθεια αυτό που ακούω — / χωρίς να ντρέπομαι σου απαντώ.»
Από το Άσμα ΚΖ΄ της Κόλασης του Δάντη.