Χάρτης 83 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-83/pyxides/iaponia-i-saghini-ton-stighmwn
Αν πρέπει
ν ΄ αποχωριστώ την Ιαπωνία
ας γίνει
με χρυσ
όσκο
νη
ΠΟΛ ΚΛΟΝΤΕΛ
Η μνήμη σώμα. Η μνήμη που μπαίνει στους πόρους, που φτάνει στο εσωτερικό των κυττάρων. Και από εκεί βιδώνεται ανεμπόδιστη στο είναι. Δεν αυθαδιάζει, δεν επαίρεται για τη δύναμη και τα θέλγητρά της.H Ιαπωνία είναι μείζων μνήμη. Με ανατροφοδοτεί. Το προεξοφλώ: θα με προεκτείνει. Συνεχώς.
*
Μακριά από την ματαιοδοξία και τον σολοικισμό της έπαρσης είναι χτισμένα αυτά τα τοπία. Ανοικτά και επτασφράγιστα μαζί. Τα αναπαλλοτρίωτα εμπράγματα δικαιώματά μου. Η χώρα είναι η σύνθεση τριγμών, θραυσμάτων και εκλάμψεων. Εξακολουθεί να μου δείχνει ημιπραγματικές, θαμπές, αλλά και πλημμυρισμένες στο φως εικόνες πολλαπλών χρήσεων και αξιών.
Εικόνες σκέψης: το έναυσμα για την διεύρυνση των παραστάσεων. Η βασιλική οδός για την επαρκή ποιητικοποίηση κι αυτής της επίσκεψης στην πατρίδα του Γιούκιο Μισίμα. Η χώρα, η ζώνη των επιθυμιών που μπαινοβγαίνουν κάθε τόσο στη μνήμη, αναπαράγοντας τα ταξίδια. Έτσι η Ιαπωνία μου υπαγορεύει μέλλον.
Καρτ-ποστάλ, που είναι πιστό, που δεν μαραζώνει ποτέ από τις βροχές. Αντιστέκεται αλώβητο κι ανεξίτηλο στις περιπέτειες του χρόνου. Τόκιο – τατουάζ. Η άμπωτις και η πλημμυρίς των επεισοδίων μνήμης. Οι κυματισμοί τους μέσα στο νου. Υποδόρια, αλλά ακαταπαύστως: η δωρεά.
*
Η αίσθηση της παρήγορης εγγύτητας. Ενεργώ ως εντομολόγος, επιλέγοντας το ελάχιστο για να αναχθώ στην ορολογία του γενικού, στην ασφάλεια της ομάδας. Η ώρα της διευθέτησης των εναντιωματικών εκφάνσεων, της αναχαίτισης των πρωταρχικών δυσκολιών. Η προσοικείωση ορισμένων τρόπων που θα με οδηγήσουν μαθηματικά στην όχθη της αντίληψης είναι ευτυχώς για την ώρα εφικτή.
Δεν είναι συνεπώς όλα αυτά γύρω μου κάποια επίλεκτα προσωπεία του διαφορετικού, αλλά συγκάτοικοι των ίδιων ποιοτήτων, υποκείμενα των ίδιων επεισοδίων. Μαζί τους μοιράζομαι το ψωμί των παραστάσεων: οι συνεπιβάτες μου στο βαγόνι του τραίνου χωρίς να το ξέρουν, μου μιλούν. Η διάχυτη ανακούφιση. Δεν είμαι ξεκάρφωτος - πάλι - εδώ. Δεν αιφνιδιάζομαι πια. Μπαίνω αδιάσπαστος και εξ ίσου ευάλωτος στην ενδεχόμενη αντικειμενικότητα του οικείου. Το Τόκιο αρχίζει να με ξεφυλλίζει. Με αποφασιστικότητα. Ήταν καιρός.
*
Κάποια στιγμή προς το τέλος της συνάντησης, Παρασκευή απόγευμα, μου λέει ένας φίλος, Έλληνας που εργάζεται χρόνια εδώ σε μεγάλη ναυτιλιακή εταιρεία: «Αν ζούσε τώρα ο Μισίμα, αυτό το πολύφωνο καταγγελίας, θα είχε αυτοκτονήσει όχι μια φορά, αλλά δύο! Βλέπεις τι γίνεται; Μέσα σε δεκαπέντε χρόνια που είμαι εδώ έχει έρθει το πάνω κάτω! ».Δεν χρειάστηκε να μου εξηγήσει και πολλά. Ήταν το απροσδόκητο πένθος αυτής της ηλιόλουστης ημέρας. Μνημόσυνο για τον μεγάλο συγγραφέα.
Έχω πειστεί πλέον ότι εδώ, στην πατρίδα της απόλυτης εξάλειψης των ιζηματικών ποσοτήτων που ευαγγελίζεται το ζεν, στον τόπο που γεννήθηκε η αυστηρή τεχνική της καθαρότητας του θεάτρου Νο, κανένας δεν ήταν απόλυτα προετοιμασμένος για το τελεσίδικο πέρασμα από τον λυρισμό της παράδοσης και την ασκητική λατρεία του Αυτοκράτορα - Πατέρα στον αιώνα της απρόσωπης, ανελέητης υπεραξίας. Το τίμημα βαρύ, αλλά αναγκαίο. Η ανάδειξη σε ισχυρή δύναμη του Ειρηνικού και όχι μόνον υποχρέωσε την Ιαπωνία να προβεί σε βαθιές τομές, να συνταχθεί στο πλευρό των πρώην εχθρών, να υιοθετήσει ιδιώματα του διεθνούς οικονομικού συστήματος. Ο Γιούκιο Μισίμα υπήρξε η διαρκώς ανοικτή παράγραφος, το χαίνον τραύμα της ξέφρενης, μαρτυρικής μεθόδου.
*
Λόγω μιας ευδιάκριτης ευχέρειας στην συνδιαλλαγή τους με τους αλλοφύλους, κάποιοι από τους Δυτικούς που φτάνουν ως εδώ θεωρούνται, και όχι άδικα, κινητά λεξικά των πολιτισμικών διαφορών. Από την αρχή της περιπλάνησης στην επικράτεια των παλλόμενων καρτ – ποστάλ επεδίωξα τον απερίφραστο, άδολο συγχρωτισμό τους. Χωρίς εμφανώς μεγάλες εννοιολογικές απώλειες, γνωρίζουν πώς να εισπράττουν την αύρα της νοήματος. Χειροπιαστό αποτέλεσμα της προωθημένης διαίσθησης η εγκαταβίωση στο τοπίο. Πρόκειται μ΄ άλλα λόγια για μια βιωματική συναντίληψη. Γι’ αυτό και το δικό τους ταξίδι αρχίζει εκεί ακριβώς που τελειώνει το ταξίδι των υπολοίπων, των περιστασιακών δηλαδή μαρτύρων της επτασφράγιστης σημειολογίας. Η κρούστα του παραλόγου συνθλίβεται, καθώς ξεπροβάλλει ακέραιη η αλήθεια ενός όχι και τόσο ουτοπικού τρόπου – χώρου. Τότε είναι που εισπνέουν το άρωμα της αλήθειας στο εσωτερικό του ρόδου.
*
Την είχα ακούσει κάμποσες φορές στο παρελθόν, αλλά τώρα αντιλαμβάνομαι την αλήθεια της. Όλες, πιστεύω, τις πτυχές της. Πρόκειται για την παλαιά πεποίθηση που στοιχειώνει τα χώματα της Ιαπωνίας: « Να το πιστέψετε, τα πάντα θα εισέλθουν στη νιρβάνα, ως και τα φυτά και τα δέντρα, οι σύμπαντες βράχοι κι όλες οι πέτρες ». Κάτι που πάει να πει ότι το γαλήνιο πέρασμα από την επικράτεια των βασάνων στο βασίλειο της μεταφυσικής το εγγυάται όχι η βεβιασμένη πρακτική μιας πίστης, αλλά η καθησυχαστική ίρις του πρωινού κοντά στη λιμνούλα με τους λωτούς.
*
Ένα αλφάβητο μεταφορών.
*
Μόλις τελείωσε η παράσταση. Ήταν το Καταφύγιο στο Χαμαμάτσου, ένα δίωρο περίπου επεισόδιο από το έπος Το ημερολόγιο της πρωινής δόξας. Μια αποθέωση συμπτώσεων, ένα πανηγύρι που έστησε η μοίρα στις τρωτές, αλλά εξαιρετικά ανθεκτικές στα γυρίσματα του χρόνου μαριονέτες. Κάποιες από τις καλοφτιαγμένες, απέθαντες αυτές κούκλες νόμισα ότι βγήκαν μαζί μου έξω στο δρόμο. Βάλθηκαν να μετρούν τα βήματά μου, ή μου φαίνεται; Πάντως δεν τις προσέχει κανείς άλλος. Προσπαθώ να δείξω ατάραχος. Προσποιούμαι ότι είμαι παλιός εδώ, ότι ξέρω καλά τα στέκια. Κάνω να μπω σ’ ένα καφενείο. Είναι γεμάτο. Εκείνες κοντοστέκονται λίγο πιο πίσω. Κάτι λένε. Με δείχνουν ή γνέφουν σε κάποιον άλλο; Με την άκρη του ματιού μου τις μετρώ. Τρεις; Ή μήπως τέσσερις; Ή μήπως είναι παιδιά της γειτονιάς μεταμφιεσμένα;
*
Δεν πρέπει να έχει μπει στα είκοσι. Μισό κεφάλι ξυρισμένο γουλί, στο άλλο μισό ακμάζει ένας καταπράσινος θάμνος. Ντυμένος στα πέτσινα. Μαύρα γάντια. Εμφανείς, απαστράπτουσες αλυσίδες γύρω από τη μέση. Ψηλές, φρεσκογυαλισμένες μπότες. Ανέκφραστος, ακριβώς απέναντί μου στη στάση του μετρό. Ένας ντόπιος πανκ, αγέρωχος, αλλά όχι απειλητικός μέσα στην καλοστημένη υπερβολή του. Τα ακουστικά του φορητού, μικροσκοπικού μηχανήματος μεταδίδουν προφανώς εκκωφαντική μουσική από τα ξένα. Εκείνος όμως εξακολουθεί να παραμένει παγερά αδιάφορος. Μάτια που δεν κοιτούν τίποτε. Μια εκδοχή νεωτερικής μαριονέτας, που ψάχνει να βρει το έργο της, το θίασό της. Που προτίθεται να παίξει προς το παρόν στο ελεύθερο θέατρο του υπογείου, τώρα, αυτό το λεπτό, ειδικά για μένα.
*
Ποιήματα δανεικά, καρφιτσωμένα για χρόνια στη φόδρα του σακακιού μου, ενσωματώνονται στην καθημερινότητα των βιωμάτων. Θα γίνουν, φαντάζομαι, στο τέλος της διαδικασίας εμπέδωσης σχεδόν δικά μου. Η ανακουφιστική αίσθηση του αλλότριου μέτρου. Πλησμονή επιτέλους. Η ιδανική συνομιλία με τον άλλο στίχο. Η αρμονία. «Φθινοπωριάζει. Τέτοιες ώρες, καταντά σχεδόν αξιοσημείωτο να έχεις γεννηθεί άνθρωπος». Επανάληψη μιας αφήγησης. Μιλάει ο Ίσσα. Παίρνουμε πρωινό μαζί. Γνώριμοι από παλιά.
*
Εικόνες πέπλα. Απόκρυφες κι άλλο τόσο κρυστάλλινες. Εγκαθίσταμαι χωρίς αναστολές στα ενδότερά τους. Εγώ, ένας ρέκτης των μετακινήσεων και των αλλαγών, προσκολλώμαι, προσδένομαι στο απόγευμα των συμβόλων. Απομυζώ τσακίσματα φωνών, στάσεις, παραλλαγές χαρακτήρων, εμμονές συμπεριφορών, αλληλουχίες και βέβαια τα όποια σχόλια για όλα αυτά. Διαμένω όσο περισσότερο γίνεται στην προνομιούχο περιοχή των υπαινιγμών, δίπλα, για παράδειγμα, στα βρύα των μύθων – κήπων. Εκεί που οι πέτρες δεν διακοσμούν τον χώρο, αλλά υπαινίσσονται ψυχές προγόνων και λειτουργίες πνευμάτων. Εκεί που ο λωτός επαυξάνει το νόημα της ζωής και επιχειρεί να διαλευκάνει το μυστήριο του θανάτου. Αναζητώ σημάδια και ίχνη της ταυτότητας, την ακεραιότητα της εθνότητας ακόμη και μέσα στα πολυκαταστήματα του Τόκιο, εκεί ακριβώς που ακμάζει η ακαταμάχητη γοητεία της υπερβολής. Ό, τι δηλαδή χαρακτηρίζει κατά κύριο λόγο το όνειρο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Πολ Κλοντέλ, Εκατό φράσεις για βεντάλιες, μετάφραση-επίμετρο: Θανάσης Χατζόπουλος, εκδ. Γαβριηλίδη 2002.
Ίσσα Κομπαγιάσι, Μύγες και Βούδες, μτφρ.-επίλογος: Γιώργος Μπλάνας, εκδ. Γαβριηλίδη 2002.