Χάρτης 83 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-83/moysikh/se-poion-anikei-o-khatzidakis
( Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Η Γ Ρ Α Φ Η )
Μέσα στη δίνη των εορτασμών για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Μάνου Χατζιδάκι, και δεδομένης της αλλεργίας φίλων και αγαπημένων σε τέτοιες πλαστές επικαιρότητες, θυμήθηκα αυτό το κείμενο του 2007, χτισμένο με αυτοσχέδια ερωτηματικά της εποχής, ερωτηματικά που ξαναβρίσκουνε τη θέση τους στο σήμερα κι ίσως αναζητούν μια μεταχρονολογημένη απάντηση. Με τον καιρό υπέθεσα πως τα ερωτηματικά που σέβονται τον εαυτό τους τα ακολουθούν ευρύχωρες σιωπές, ραμμένες όπως φυλαχτά επάνω στην ανάγκη μας να φλυαρήσουμε. Εξουσιοδοτώ λοιπόν και σήμερα (και με την πρέπουσα θεατρικότητα), το βλέμμα να διατρέξει πάλι αυτά τα ερωτηματικά, αφήνοντας ό,τι η κρησάρα της στιγμής θα επιτρέψει. Με το μολύβι και τη γομολάστιχα:
Προθάλαμος
Την Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2007, βρέθηκα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, καλεσμένος απ’ τον Γιώργο Χατζιδάκι, να παρακολουθήσω τη βραδιά με τίτλο Μύθος ο κοινός και υπότιτλο Συναυλία τιμής στον Μ.Χατζιδάκι. Τη συναυλία διοργάνωνε ο φορέας με το ηχηρό όνομα Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής. Η σχέση του Ινστιτούτου με το γεγονός θα αποδεικνυόταν σεμνή: Μια λιτή αναφορά του προέδρου του Ιωάννη Βαρβιτσιώτη, και ένα πρόγραμμα στο οποίο υπογραμμιζόταν διακριτικά η σχέση φιλίας και εκτίμησης που συνέδεε τους δύο άνδρες. Στα περιεχόμενα θα συναντούσαμε το Μουσικό Σύνολο Μάνος Χατζιδάκις, με τον Γιώργο Μαρίνο, την Έλλη Πασπαλά και τον Μάριο Φραγκούλη. Μαέστρος, ο Λουκάς Καρυτινός.
Έχω αντιπαρέλθει επιτυχώς την ιλιγγιώδη κατάβαση στο πηγάδι-πάρκινγκ του μεγάρου και τη γεμάτη κάμερες είσοδο της αίθουσας, που περίμεναν την άφιξη του πρωθυπουργού με το βαρύ όνομα, κι έχω βρεθεί στη θέση μου. Οι συνειρμοί θα ήταν καταιγιστικοί. Στο περιβάλλον, πρόσωπα από άλλη εποχή περίμεναν με μια αδιόρατη μελαγχολία φορεμένη σαν πανομοιότυπη μάσκα, να ξανασυναντήσουν τον Χατζιδάκι. 13 χρόνια, τότε, απ’ την αποχώρηση ήτανε ήδη αρκετά για να ξυπνήσουν κάποια αμηχανία. Τα φώτα σβήνουν.
Πρόβα ορχήστρας
Ώσπου να εξοικειωθώ με τον χώρο, διαπίστωσα πως ο ήχος ήταν τσιμπημένος στα πρίμα του και πως η κιθάρα της Κυπραίου δέσποζε. Οι τραγουδιστές επίσης κάλυπταν ελαφρώς την ορχήστρα, θυμίζοντας συνήθειες αταίριαστες της αγοράς, μακριά απ’ το αίτημα μιας τίμιας ανάγνωσης στο σήμερα ενός έργου με αναπάντητα ερωτηματικά. Παράτησα το χέρι τού μέσα μου αθώου, και διέπραξα την απρέπεια: έβαλα ετούτη την εκτέλεση πλάι σ’ εκείνες που θυμόμουν απ’ τον Χατζιδάκι. Εντούτοις η απρέπεια θα αποδεικνυόταν χρήσιμη.
Στο διάλειμμα συναντηθήκαμε με νέους και μεσήλικες από άλλην εποχή, επιφανή και όχι μέλη της οικογενείας Χατζιδάκι, που τότε δεν έμοιαζε και τόσο μεγάλη όσο με έκπληξη στα επόμενα χρόνια θα ανακαλύπταμε, χρόνια κατά τα οποία όλοι κάτι είχαν να φέρουν στο φως από ένα κοινό παρελθόν τους με τον εκλιπόντα. Κι εκεί, για μια στιγμή, αναρωτήθηκα εάν ο χρόνος είχε ήδη προλάβει να μας μεταμορφώσει σε συμπαθή γερόντια του Muppet Show, που, καθισμένα στον εξώστη πάνω απ’ την πραγματικότητα, κουνούσαμε την κεφαλή πικρόχολα για την κατάντια των νεότερων.
Επί τροχάδην
Θα κάνω εδώ μια παρατήρηση: μιλώ απ’ την πλευρά του ανθρώπου που υπήρξε μέλος του συγκεκριμένου μουσικού συνόλου, κι αυτό το συλλαβίζω καθισμένος στη σκιά μιας επιμένουσας χαρμολύπης, αφού αυτή η ομάδα μουσικών γειτνίαζε πάντα κάπως περισσότερο από κάθε άλλη στην αυθεντικότητα των εκτελέσεων, ενώ ταυτόχρονα ήταν γραφτό να λογοδοτεί για κάθε γρίφο που παρέμενε μέσα σ’ αυτές τις εκτελέσεις ανεξιχνίαστος. Έτσι κι εγώ θα αναρωτιόμουνα: γιατί αυτό το ειδικευμένο σύνολο ηχούσε σαν Χατζιδάκις μείον κάτι;
Ψάχνοντας απαντήσεις, θα παρατηρούσα ότι ο Καρυτινός ήταν ένας εξαίσιος μαέστρος. Όμως, χρειάζονταν ετούτα τα τραγούδια έναν εξαίσιο μαέστρο; Κι ακόμη αναρωτιόμουνα: χρειάζονταν ετούτα τα τραγούδια έναν δεξιοτέχνη της ενορχήστρωσης, όπως ο Κυπουργός, για να τα ντύσει με τα ωραία τους ενδύματα: Θα απαντήσω κάνοντας μια καταχθόνια παρένθεση, για να βρεθώ λίγους μήνες πριν, στο πρώτο άκουσμα της Αμοργού, ―μετά θάνατον― την παρουσίασε ο Σείριος.
Τα Σα εκ των Σων
Η έκδοση της Αμοργού υπήρξε μια στιγμή εορτασμού για τους φίλους, αφού η ολοκλήρωσή της έμοιαζε μέσα στα χρόνια, και όσο ακόμα ζούσε ο Χατζιδάκις, ένα συνώνυμο της αμφιθυμίας· είχε κατ’ επανάληψη προγραμματίσει και αναβάλλει την πρώτη της εκτέλεση. Η μετά θάνατον έκδοση θα προξενούσε στον ανήσυχο οπαδό ενδιαφέροντες συνειρμούς. Κρατώ στη μνήμη μοναχά την πρώτη εντύπωση και με αυτήν θα κινηθώ, αφού εκείνη μοιάζει να κρατάει τα κλειδιά των απαντήσεων. Στην πρώτη εκείνη ακρόαση θα ένιωθα μια όλο και πιο επιτακτική έλλειψη. Και ποια ήταν αυτή; Η ορχήστρα ήταν σπουδαία, οι ενορχηστρώσεις του Κυπουργού, πάνω στις σημειώσεις του Χατζιδάκι, εξαίσιες, οι δεξιά κι αριστερά αναγκαστικές συμπληρώσεις σε ένα ημιτελές έργο, εξαίσιου γούστου, η αίσθηση μιας βαθιάς ανάγνωσης του ποιήματος και ο κυματισμός των πυκνοτήτων του μες στη ροή του νοήματος τόσο αβίαστα, που θα ντρεπόσουν να αρθρώσεις ένα λιγόψυχο σχόλιο. Τα όργανα ανάγλυφα, οι δυναμικές στιβαρές, η διαύγεια των φωνών λάμπουσα, τα ηχοχρώματα διακριτά, γενναιόδωρη η παραγωγή, πλούσια τα ένθετα, όλα στον υπερθετικό βαθμό, και οι τραγουδιστές στων περιστάσεων το ύψος: Η Φαραντούρη με το ένδυμα μιας άλλης εποχής, μάγος προγονικής φυλής που αναδύθηκε απ’ τη σιωπή για να ευλογήσει τη στιγμή, ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος με αίσθημα και τεχνική, κι ο Δώρος Δημοσθένους μία έκπληξη, αφού, παρότι ακόμα τότε μακριά, κατά πώς έδειχναν τα πράγματα, από την κατανόηση της Αμοργού- ηχούσε πειστικότερος από όλους, με μια φωνή αποστασιοποιημένη τόσο ώστε να επιτρέπει στο ποίημα να αναπνέει, μα και με εκείνη την στην κόψη του ξυραφιού ψυχική συμμετοχή που κράταγε την αφήγηση μετέωρη ανάμεσα στους κόσμους της. Τι ήταν λοιπόν το διαφεύγον, το ολισθηρό, το αδιόρατο λάθος, μέσα σε ένα τέτοιας σημασίας ηχογράφημα;
Μια δύσκολη Αφροδίτη
To view-master υπήρξε ένα διαβολικό εργαλείο στα χέρια όλων μας, σαν ήμασταν παιδιά. Το πλεονέκτημά του ήτανε το ψευδοτρισδιάστατο του κόσμου που μας πρότεινε, καθώς και το μοναχικό της χρήσης του. Θα περίμενες τη σειρά σου, για να σκύψεις και να διακρίνεις μέσα στο σκοτάδι τα θαύματα. Κι η εμπειρία ήταν μοναχά για σένα. Μόνο για σένα ηχούσε ο μοχλός που άλλαζε την εικόνα, μονάχα στον δικό σου κόσμο γλίστραγε το παραθυράκι με τον πύργο του Άιφελ, ένα λιοντάρι και μια γυμνή Αφροδίτη που έστελνε το αίμα σου σε κάθε άκρο της γεωγραφίας το σώματος. Κι η επιμένουσα ακινησία της εικόνας σού επέτρεπε να ονειρευτείς, άφηνε χαραμάδα να κρυφοκοιτάξει η φαντασία σου, να δει εκείνο που η ίδια ήθελε, στα σκοτεινά. Οι εικόνες του view-master στον θόλο του Πλανηταρίου θα ήταν ασφαλώς μια ουρανομήκης αστοχία, η τελειότητα και το όνειρο είναι συνώνυμα μόνο στις σαπουνόπερες.
Θα ισχυριστώ ότι ο Χατζιδάκις ―καθώς και όλη η γενιά του― ανδρώθηκε μέσα στη γοητεία εκείνης της εξαίσιας έλλειψης και, σε προέκταση, η μουσική του προϋπέθετε μια ανοιχτή ρωγμή, έναν ψυχικό μετεωρισμό ανάμεσα στην αφέλεια του παιδιού και στην καχυποψία του ενήλικα, ένα προαποφασισμένο ημιτελές, μια εσκεμμένα θολή εικόνα, ένα εξακολουθητικά μετέωρο ερωτηματικό πάνω από κάθε απάντηση, έναν στιγμιαίο ίλιγγο προορισμένο να εγκατασταθεί ανάμεσα στον ακροατή και στο τραγούδι, άγνωστος επισκέπτης που έκρυβε στις τσέπες του τις σοκολάτες, και όταν τον πλησίασες είδες πως ήταν ο πατέρας σου. Στην επικράτεια εκείνης της πολύφερνης έλλειψης, ο μουσικός τοποθετούσε επί σκηνής μονάχα το περίβλημα που μέσα του θα εκκολαπτόταν η συγκίνηση. Ετούτο το περίβλημα θα το ονομάσω σταθερή αίσθηση της κάθετης ανάγνωσης του κόσμου. Γιατί η αντίστιξη στον Χατζιδάκι θα παρέμενε πάντα ένας παράδρομος, τέτοιας όμως σημασίας, ώστε αυτός, με ενστικτώδη γνώση του χειρισμού της ―όπως ας πούμε και ο Σούμπερτ―, κατάφερνε να αφήσει και στην επικράτειά της ένα διακριτό στίγμα. Τα προβλήματα εδώ θα λύνονταν ενστικτωδώς, με έναν λάθος για τους σπουδαγμένους τρόπο. Δεν ήταν όμως άραγε αυτό το λάθος που έκανε το σώμα της γραφής του αυτοστιγμεί αναγνωρίσιμο;
Λέω πως μια εκλεπτυσμένη μουσική γραφή θα ήταν ένα θαύμα για τα αυτιά μας, μια άσκηση για τα ανακλαστικά μας, μα και μαζί μια ιεροσυλία, θα αποκάλυπτε τα μυστικά, θα επούλωνε τη ρωγμή, θα έβαζε την απάντηση στο στόμα μας, θα υποτιμούσε την ικανότητά μας να γεφυρώνουμε με τα δικά μας ψυχικά υλικά το κενό. Ο Χατζιδάκις δεν μας υποτίμησε. Ονειρεύτηκε μαζί μας ―θα 'λεγες αγκαλιά μ' εμας― μες στην κλειστή αυλή δυο-τριών συγχορδιών, καθόλου δεν μεγαλοπιάστηκε, κι έτσι πήγε βαθιά. Δίπλα στεκότανε ο Ροδουσάκης με το κοντραμπάσο του, τροχονόμος της ασφαλούς τονικότητας, άρχοντας των ρυθμικών μετακινήσεων, στεκόταν με το κοντραμπάσο του, ευκίνητος και στιβαρός, έτσι που θα στροβίλιζε στα χέρια του, χορεύοντας, μια αγαπητικιά που μόλις ήρθε απ’ τα παλιά, περιφρουρώντας με εκείνον τον χορό τον κοινό μας κήπο με τα εδώδιμα της συγκίνησης. Κι ο Χατζιδάκις πάταγε γερά στα πόδια αυτού του εύρωστου πατέρα, και κένταγε όλος σπουδή τα θαύματα της θηλυκής πλευράς του. Κρατούσε έτσι ζωντανή με νύχια και με δόντια αυτήν την Έλλειψη, να ξεγελάσει το αόρατο που λαγοκοιμόταν αμέριμνο, πριν, την κατάλληλη στιγμή, σκύψει και κλέψει τα χρυσαφικά του όλα.
Και να που εδώ ο ήχος της Έλλειψης μας ρίχνει ανυπεράσπιστους πάνω στον ύφαλο της Έκλειψης. Τώρα το σκάφος μας γκρεμοτσακίζεται στη μαγεμένη υφή των συλλαβών. Ίσως λοιπόν μια απρόσμενη Έκλειψη Σελήνης ήταν που γέννησε ένα Χάρτινο το φεγγαράκι κάποτε. Μια λαμπερή σελήνη κατά πάσα πιθανότητα δεν θα το επέτρεπε. Ο Χατζιδάκις τα ήξερε αυτά. Το φεγγαράκι του έλαμψε γιατί ήταν χάρτινο.
Όσα ξέρει ο νοικοκύρης
Και να που το ηχητικό αποτύπωμα της Αμοργού ―και σε προέκταση η μνήμη αυτής της συναυλίας του 2007― ήταν μιας εξαιρετικής εκλέπτυνσης προσπάθεια, που όμως αποκάλυπτε επί σκηνής κάθε Σελήνη, δεν άφηνε στο περιθώριο τον χώρο να ονειρευτείς, να υφάνεις το προσωπικό σου εργόχειρο μέσα στον ξάφνου διαθέσιμο κοινό μας τόπο. Κατρακυλά τώρα στη σκέψη μου εκείνο του Μπαλζάκ το Άγνωστο Αριστούργημα, εκεί που, αν καλά θυμάμαι, ο ζωγράφος, παρασυρμένος απ’ τον οίστρο μιας ες αεί εμβάθυνσης, εξακολουθητικά επιχρωμάτιζε το έργο του, ώσπου στο τέλος δεν παρέμεινε παρά μια μαύρη επιφάνεια, που πάνω της αυτός διέκρινε τη σκιά του θεού, ενώ εμείς διακρίναμε μονάχα ένα σύμπαν που τού αφαιρέθηκε δια παντός το φως. Έτσι κι ετούτη η εκτέλεση πήρε με το έτσι θέλω το ρίσκο μιας πιθανής επικάλυψης του έργου, και μάλλον τα κατάφερε. Ο Χατζιδάκις ίσως δικαιούτο να επιμείνει σε πιθανές επιχρωματίσεις, να παίξει με το έργο μέχρις εσχάτων, γιατί μονάχα εκείνος ήξερε πόσο μισόκλειστα πρέπει να κρατήσεις τα βλέφαρα έτσι που να μην καεί το φιλμ, έτσι ώστε να βλέπεις τα πάντα ενώ τίποτα δεν κοιτάς. Ετούτη η ενστικτώδης γνώση ατυχώς δεν μεταδίδεται, και ασφαλώς δεν γίνεται να υποκατασταθεί από καμία αυθεντία. Μα τότε, απαγορεύεται να ακουμπήσουμε ξανά το έργο του;
Ο πρώτος πυλώνας
Ισχυρίζομαι πως ο Χατζιδάκις είναι δισδιάστατος, όπως οι ταινίες του Φίνου που τον έκαναν γνωστό, κι οι ζωγραφιές του Θεόφιλου που του επέτρεπαν να ονειρευτεί. Όπως το ρεμπέτικο που τον θάμπωσε, κι οι μουσικές του Μορίς Ζομπέρ που άκουγε κρυμμένος στον εξώστη των κινηματογράφων για να τις αποστηθίσει. Στον κήπο του ευδοκιμούσε ένα άνθος φιλάσθενο, ευαίσθητο στην πολυλογία, άνθος που το κρατούσε ζωντανό προσποιούμενος πως δεν υπάρχει. Στην βουβή του όμως πίστη πως αυτό το άνθος όντως υπήρχε ―αφού το ένιωθε να στάζει τα αρώματά του μέσα στην πραγματικότητα― στηρίχτηκε σχέση του με φίλους και συνοδοιπόρους όπως ο Γκάτσος, και ίσως η ίδια η σχέση του μ’ αυτόν τον κόσμο στον οποίο πάντα ήθελε να απευθύνεται, σαν ποιητής λιλιπούτιων προσευχών. Γι’ αυτό, ενώ ήταν εξουθενωτικά δύσκολος, παρέμενε ταυτοχρόνως παράξενα οικείος, όπως εκείνο το αεράκι του Επιταφίου που πρώτη φορά σε αγκάλιασε μικρό, και έκτοτε, ισόβια, φυσά μέσα στη μνήμη σου κάθε που το χρειάζεσαι.
Μια Χατζιδακική εκτέλεση, εδώ λοιπόν, ίσως να προϋπέθετε ετούτη την αδιανόητη πιρουέτα της όρασης, που βλέπει σε βάθος επειδή κοιτά με κλειστά μάτια, που βλέπει καθαρά επειδή όλα τα είδωλα είναι ήδη πριν απ’ τη γέννηση στον αμφιβληστροειδή της εγγεγραμμένα.
Ένας αφελής οδοιπόρος
Έναν δεύτερο πυλώνα θα συναντήσουμε στον ερασιτεχνισμό του Χατζιδάκι. Οι αυτοδίδακτοι κρατούν στο οπλοστάσιό τους την ευλογία της έκπληξης. (Ακόμα και κάποιοι καλοσπουδαγμένοι μα ευφυείς σαν τον Στραβίνσκι, σεμνύνονταν να διαλαλούν πως ήταν εφευρέτες μουσικής, και όχι συνθέτες. Έτσι μου αρέσει να υποθέτω πως η έκρηξη της Ιεροτελεστίας μέσα στα ζεστά σεντόνια της μουσικής κοινότητας υπήρξε ένα επίτευγμα απρόσμενο ακόμα και για τον δημιουργό της. Ίσως.)
Ο Χατζιδάκις, θα θυμόσαστε, είχε συχνά το στόμα του ανοιχτό όταν διηύθυνε, κι αυτό δεν ήταν ένας όψιμος ναρκισσισμός. Όποιος βρισκόταν στην εμβέλεια εκείνων των κινήσεων ―τότε που έπλαθε πάνω απ’ το πόντιουμ το σχήμα ενός έρωτα, για να το πω καλύτερα― ίσως να είχε υποθέσει ότι η καταγωγή εκείνων των εκστατικών στιγμών ρίζωνε στην εικόνα του τετράχρονου Χατζιδάκι, που πέταγε τα χρυσά μαχαιροπήρουνα της οικογένειας έξω απ’ τα κάγκελα του κήπου τους, στην Ξάνθη, για να χαρεί τον ακριβό τους ήχο. Από εκείνες τις στιγμές κάθε ναρκισσισμός είχε από αιώνες εξοστρακιστεί. Γι’ αυτό τον αγαπούσανε οι μουσικοί, γιατί πηδούσε πρώτος στη φωτιά που άναβε στη μέση της πλατείας. Πάνω από εκείνα τα ιερά σάλτα, ο ερασιτέχνης θα περιφερόταν ζαλισμένος μέσα σ’ ένα πολυδιάστατο σύμπαν, και θα παρέμενε άφωνος μπροστά σε κάθε νέα αποκάλυψη. Έτσι, η έλευση ενός αναπάντεχου σολ μινόρε, ας πούμε, μες στον καμβά των μουσικών ενεργειών της ομήγυρης, ποτέ δεν θα ήταν ένα σκέτο σολ, μα ένα απειροελάχιστο ράγισμα του χρόνου, μια ρυτίδα που ανακαλύπτεις στον καθρέφτη σου, ένα ανατρίχιασμα στους κροτάφους, που γινόταν άμεσα ορατό από όσους τον κύκλωναν, ανατρίχιασμα που δάνειζε στους δείκτες των δευτερολέπτων την ύπουλη εκείνη χρονική υστέρηση, η οποία στη συνέχεια άφηνε το δαχτυλικό της αποτύπωμα, ξυπνούσε έναν σωματικό σπασμό που δεν μπορούσε να παρερμηνευτεί, ούτε απ’ τους μουσικούς, ούτε απ’ το κοινό, κυρίως όμως ούτε απ’ τον ίδιον. Εκείνη τη σπουδαία στιγμή το ήξερες ότι εκείνος ήταν ταυτοχρόνως το κοινό, οι μουσικοί κι ο Χατζιδάκις. Αυτός ο ιερός σπασμός μπορεί να ανιχνευτεί και τώρα στις ηχογραφήσεις του. Κι εκείνος ο σπασμός θα ‘ταν αδιανόητος στο σώμα ενός Καρυτινού, ενός Λογιάδη, ενός Κάραγιαν. Η εξαίσια τέχνη τους δεν θα τους επέτρεπε να υποδείξουν το αυτονόητο, να βάλουν μια τρικλοποδιά στο κύρος τους, να κατεδαφίσουν αιώνες αποθησαυρισμένης γνώσης μόνο και μόνο για να αναστήσουν ένα φευγαλέο δευτερόλεπτο μες στην αιωνιότητα του οποίου ένας νέος ερωτεύεται την καλή του (γιατί να ασχοληθείς μ’ αυτά; κι όμως ο Χατζιδάκις κυρίως αυτό έκανε). Κι αυτή η έλλειψη γενναιοδωρίας ήταν που, όπως κοίλος φακός, θα ελάττωνε το ύψος τους, και για την καθ’ ημάς οπτική, το ίδιο τους το κύρος. Θα έπρεπε να είσαι παιδί ή εξαιρετικά προνοητικός για να υποστηρίξεις μια τέτοια ανήκουστη για τις ενασχολήσεις των ενηλίκων πιρουέτα. Κι όμως εκείνη η αφέλεια ήταν που προσκαλούσε τη μαγεία, που είναι ζώο φοβισμένο κι αποφεύγει τα καλοχτισμένα σπίτια, απ’ τα οποία δεν μπορεί να φύγει τρέχοντας όταν θελήσει. Υπενθυμίζω επιπροσθέτως, πως το μαγικό και το κιτς συνορεύουν εδώ και αιώνες, είναι μια απειροελάχιστη κλωστή που τα χωρίζει, κλωστή που ο χειρισμός της παραχωρείται στην αρμοδιότητα του ακροατή μάλλον παρά του μουσικού. Κι ήταν αυτή η κατά κάποιον τρόπο υπενθύμιση πως στην αρχή και στο τέλος της ζωής τα πράγματα συμβαίνουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, η υπογράμμιση πως εκείνο που κάποτε απρόσμενα σε συγκλονίζει κατά κανόνα κρύβεται στην ησυχία του απλοϊκού, πίσω απ’ τη μάσκα μιας προσοδοφόρας αμεριμνησίας, που ξεγελάει τον εχθρό κι ύστερα τη σωστή στιγμή τον κατατροπώνει. Δεν θα ‘ταν σώφρον, σκεφτόμουνα κι εγώ, να ξεπουλήσεις ένα τέτοιο αδαμαντωρυχείο, για να υπερασπιστείς δυο-τρεις συνοφρυωμένους δασκάλους, μια ολιγόψυχη πόζα που ασελγεί στα μετάξια της συγκίνησής μας. Μέσα στον Χατζιδάκι αντιθέτως, όσο και μες σε κάθε έτοιμο ακροατή, τραγούδαγε το παρελθόν και το μέλλον μας ταυτόχρονα, δίχως δασκάλους. Γι’ αυτό μέναμε κι εμείς με το στόμα ανοιχτό.
Επιστροφή
Οι μουσικοί που ακούσαμε εκείνη τη μέρα ήταν παλιοί συνοδοιπόροι του Χατζιδάκι. Ανάμεσά τους η Στέλλα Κυπραίου, ο Νίκος Γκίνος, ο Βαγγέλης Σκούρας, η Στέλλα Γαδέδη, μουσικοί εξαίσιοι ―και να που ξάφνου φάνηκε πίσω απ’ τις κουρτίνες ο εξαίσιος του Καβάφη θίασος―, που, όπως άλλωστε κι εγώ, είχαν την τύχη να βρεθούν στη σκιά των ενεργειών του όταν διηύθυνε. Και ίσως μονάχα αυτοί να ήξεραν πώς να ζωντανέψουν ψήγματα εκείνης της μαγείας στο σήμερα. Και να γιατί ήταν τσιμπημένη η κιθάρα της Κυπραίου. Αυτή η εξαίσια μουσικός, που τώρα λείπει, είχε, όπως και οι υπόλοιποι, ανατραφεί μες στην πειθώ ενός φωτοστέφανου που τότε ενεργούσε άντ’ αυτής -ίσως κι ερήμην της, τόσο το καλύτερο. Και θα σκεφτότανε κανείς μια συναστρία, μέσα στην επικράτεια της οποίας αυτή η ίδια, λειτουργώντας στην περιοχή της ζώνης ―εκεί που τα πράγματα συμβαίνουν από μόνα τους― θα έφερνε στην αγκαλιά της το πλήρες σώμα της συγκίνησης μπροστά στα έκπληκτα αφτιά μας. Αλλά γιατί η κιθάρα; Επειδή αυτή ήξερε καλά την κάθετη ανάγνωση για την οποία μίλησα νωρίτερα. Η ανάγκη έγινε ενστικτωδώς κατανοητή.
Όμως αυτά θα ήταν η εξαίρεση. Η υψηλή μαγειρική δεν γίνεται να υποκατασταθεί από τα υλικά της. Λείπει ο σεφ, κι εδώ τα πράγματα γίνονται δύσκολα. Δικαιούμαστε όμως να υποθέσουμε πως, κατά πάσα πιθανότητα, το έργο του Χατζιδάκι είναι συνυφασμένο με μια ιδιότυπη στρατηγική της εκτέλεσης, για την οποία θα προσπαθήσω στο επόμενο να μιλήσω.
26 Φεβρουαρίου 2007, 23 Οκτωβρίου 2025
( Σ Υ Ν Ε Χ Ι Ζ Ε Τ Α Ι )