Χάρτης 84 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-84/eikastika/o-eghghrammatos-daimonas
Επτά είναι οι δαίμονες, σύμφωνα με την Αγία Γραφή. Κατά σειρά παρουσίασης (και αμαρτήματος), οι ακόλουθοι: Εωσφόρος (Υπεροψία, κεφ.2), Μαμωνάς (Απληστία, κεφ. 4), Λεβιάθαν (Φθόνος, κεφ.6), Βελζεβούλ (Λαιμαργία, κεφ. 8), Σατανάς (Οργή, κεφ. 10), Ασμοδαίος (Λαγνεία, κεφ.12), Μπελφεγκόρ (Οκνηρία, κεφ. 14). Υπάρχει και ένας κατώτερος δαίμονας στη λίστα του κακού. Υποδεέστερος του Μπελφεγκόρ, του Εωσφόρου, ή του Σατανά. Με μια ξεχωριστή ιδιότητα, όμως, που τον διακρίνει από τους υπόλοιπους: Είναι ο δαίμονας των συγγραφέων, των συντακτών, των βιβλιοθηκονόμων, των τυπογράφων και όσων άλλων ασχολούνται με τα κείμενα ― και υποπίπτουν σε λάθη. Το όνομά του είναι Τιτίβιλος και η μορφή του απεικονίστηκε κατά τον Μεσαίωνα σε τοίχους εκκλησιών. Συνήθως εμφανιζόταν ως καμπούρης, με τριχωτό σώμα, αυτιά σαν γαϊδάρου, ένα ζευγάρι πράσινα φτερά στην πλάτη και ένα φίδι για ουρά. Αρχικά, έργο του ήταν να προκαλεί (αλλά και να συλλέγει) λάθη στο έργο των μοναχών που αντέγραφαν κείμενα από αρχαίους παπύρους. Ο Τιτίβιλος περιφερόταν στα σκριπτόρια, τις αίθουσες γραφής στα μεσαιωνικά μοναστήρια, έβρεχε τα πόδια του στο μελάνι και ανέβαινε στους πάγκους όπου εργάζονταν οι μοναχοί, προκαλώντας τα λάθη. Κάτι που εξακολουθεί να κάνει στις μέρες μας, μπερδεύοντας, πλέον, χαρτιά, μολύβια και στυλό, περνώντας την ουρά του πάνω από τον υπολογιστή και εισάγοντας κακόβουλο λογισμικό στην αυτόματη διόρθωσή του. «Ο Τιτίβιλος φταίει!» αναφωνούσε ο μοναχός, όταν το χειρόγραφό του είχε λάθη. Μια δικαιολογία που πέρασε από γενιά σε γενιά, μέχρι τον εκσυγχρονισμένο δαίμονα του τυπογραφείου, της φωτοσύνθεσης και του πληκτρολογίου.
Ο Τιτίβιλος, έτσι λέει η ιστορία, περιπλανιόταν καθημερινά στη γη μαζεύοντας λάθη από τα χειρόγραφα, μέχρι να γεμίσει το σάκο του. Στο τέλος της μέρας ο σάκος πήγαινε στο Διάβολο και κάθε λάθος καταχωρούνταν δεόντως σε ένα βιβλίο με το όνομα του μοναχού. Την Ημέρα της Κρίσεως, κάθε ένα από τα λάθη του θα διαβαζόταν δυνατά και η ποινή του θα ήταν ανάλογη με το άθροισμα των λαθών του. Ο Τιτίβιλος συνήθιζε επίσης να παρακολουθεί κρυφά τις ιερές λειτουργίες, με σκοπό να εντοπίσει κάποιο λάθος στην ανάγνωση των ιερών κειμένων. Φωνητικός ο έλεγχος εδώ, αλλά πάντα με στόχο τις λέξεις.
Οι ―διωκόμενοι― μοναχοί υπήρξαν, εντούτοις, πολύτιμοι διασώστες μιας τεράστιας κληρονομιάς, αντιγράφοντας επιμελώς όχι μόνο χριστιανικά κείμενα, αλλά και παλαιότερα που θεωρούνταν αρμονικά με τον Χριστιανισμό (ο Αυγουστίνος είχε πει ότι ο Πλάτων θα ήταν Χριστιανός αν ζούσε σε μεταγενέστερους χρόνους). Οι μοναχοί πραγματοποίησαν μια κολοσσιαία μεταφορά από πάπυρους που βρίσκονταν σε αποσύνθεση, σε περγαμηνές που φυλάσσονταν στις μοναστικές βιβλιοθήκες. Η εργασία τους ήταν επίπονη: Το κείμενο έπρεπε να αντιγραφεί προσεκτικά και να είναι απολύτως πιστό στο πρωτότυπο. Η περίπλοκη εργασία, ιδίως με ογκώδη κείμενα, δεν θα μπορούσε να είναι χωρίς σφάλματα. Σχεδόν κάθε χειρόγραφο περιλαμβάνει λάθη, ακόμα και σε έργα τόσο ιερά όπως η Βίβλος. Η προφανής και κοπιώδης επιλογή για έναν αντιγραφέα θα ήταν να ξεκινήσει ξανά, κολλώντας μια νέα σελίδα πάνω στη λανθασμένη. Μπορούσε επίσης να χρησιμοποιήσει ένα μαχαίρι για να ξύσει απαλά το μελάνι από την περγαμηνή και αργότερα το χαρτί, προκειμένου να αντικαταστήσει τη συγκεκριμένη λέξη. Αν πάλι, του ξέφευγαν κάποιες λέξεις κατά τη μεταγραφή, θα μπορούσε να βάλει προσθήκες στα περιθώρια, ή μία υποσημείωση στο κάτω μέρος. Εναλλακτικά, ενδέχεται να προσέθετε μικρές κουκκίδες κάτω από τη λανθασμένη λέξη, για να υποδείξει στους αναγνώστες να την αγνοήσουν. Σε ορισμένες περιπτώσεις (εμφανούς απροσεξίας ή κόπωσης) ολόκληρες παράγραφοι ήταν λανθασμένες και αναγκαστικά έπρεπε να παρακαμφθούν. Εάν όλα αυτά αποτύγχαναν, το μόνο που απόμενε στον γραφέα ήταν να ρίξει την ευθύνη στον Τιτίβιλο.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε με την έλευση της Αναγέννησης, την άνοδο των Πανεπιστημίων και την ανάδυση της νέας τάξης των (μορφωμένων) εμπόρων, οπότε υπήρξε ξαφνική και μεγάλη ζήτηση για εκλεκτά χειρόγραφα. Οι αντιγραφείς έφτασαν σύντομα στα όριά τους και δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της νέας, πεφωτισμένης εποχής. Αντί της συνηθισμένης αργής και προσεκτικής διαδικασίας έπρεπε τώρα να επιταχύνουν, με αποτέλεσμα ο αριθμός των σφαλμάτων να αυξηθεί αναλόγως. Για μια ακόμα φορά, οι μοναχοί κατηγόρησαν τον Τιτίβιλο για τα συσσωρευμένα λάθη και τις αστοχίες τους. Όλα αυτά έμελλε να αλλάξουν ριζικά, όταν, στις 24 Αυγούστου του 1456, ο Γερμανός χρυσοχόος Ιωάννης Γουτεμβέργιος εισήγαγε την πρέσα με κινητά μεταλλικά στοιχεία, ολοκληρώνοντας την πρώτη εκτύπωση βιβλίου. Διόλου τυχαία, ήταν η Βίβλος. Για τους πλούσιους και τους επιφανείς, τα κείμενα σε περγαμηνή διατήρησαν για χρόνια το κύρος τους ως προϊόντα πολυτελείας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ρωμαιοκαθολικός ιεράρχης, Λεονάρντο ντε Μέντιτσι, είχε αναθέσει την αντιγραφή των τυπωμένων βιβλίων για να τα έχει ως χειρόγραφα στη συλλογή του. Για τους περισσότερους, όμως, η εκτύπωση ήταν κάτι περισσότερο από ευκολία και μειωμένο κόστος. Ήταν ένα μέσο για να διαλύσει τα σκοτάδια του Μεσαίωνα και, όπως έγραψε ένας ανοιχτόμυαλος μοναχός, να επιφέρει «σωτηρία επί της γης». Η εξάπλωση των πιεστηρίων και η ανεπτυγμένη χαρτοποιία τον 15ο αιώνα είχε ως αποτέλεσμα τη μαζική παραγωγή βιβλίων. Προκάλεσε, ωστόσο, έντονες αντιδράσεις. Στο Παρίσι οι αντιγραφείς προχώρησαν σε μαζικές διαδηλώσεις, φοβούμενοι ότι θα χάσουν τη δουλειά τους.
Παρά την κοσμογονική αλλαγή με τη μετάβαση από τη χειρόγραφη στην τυπωμένη σελίδα, ο Τιτίβιλος δεν έμεινε άεργος. Από τα πρώτα χρόνια της τυπογραφίας συνέχισε τη δουλειά που τόσο καλά γνώριζε, διατηρώντας την ιδιαίτερη προτίμησή του στα εκκλησιαστικά κείμενα. Η πλειονότητα των βιβλίων που εκτυπώνονταν ήταν εκκλησιαστικά και κυρίως οι Γραφές. Οι στοιχειοθέτες των εκτυπωτικών μηχανών υστερούσαν συγκριτικά με τους έμπειρους γραφείς. Το αποτέλεσμα ήταν να περιέχουν τόσα λάθη τα κείμενα, ώστε να είναι αγνώριστα εξαιτίας των νοηματικών διαστρεβλώσεων. Τα σφάλματα σε ιερά κείμενα, με κορυφαία την Βίβλο, θεωρήθηκαν τόσο βλάσφημα ώστε προκάλεσαν την επέμβαση ενός προκαθήμενου της Καθολικής Εκκλησίας: Ο Ποντίφικας Σίξτος ο Ε΄ (1585-1590), με απόφαση της Ιεράς Συνόδου, διέταξε τη λατινική μετάφραση της Αγίας Γραφής απαιτώντας μια έκδοση χωρίς το παραμικρό λάθος. Την απόφαση συνόδευαν παπικοί αφορισμοί για οποιονδήποτε θα τολμούσε στο μέλλον να εκδώσει τις Γραφές με λάθη. Η επόμενη έκδοση, όμως, μάλιστα από τους τυπογράφους του Βατικανού, ανταγωνιζόταν σε τυπογραφικά λάθη και παραποιημένα νοήματα τις προηγούμενες «μη πιστοποιημένες» εκδόσεις. Το γεγονός υποχρέωσε τους ανώτατους κληρικούς να βεβαιώσουν τους πιστούς ότι όλο αυτό ήταν έργο του τρισκατάρατου εισβολέα από την Κόλαση, και ότι δεν έφταιγαν οι τυπογράφοι του Βατικανού αλλά ο πασίγνωστος δαίμονας .
Η επικύρωση του Τιτίβιλου στο νέο ρόλο, ως «δαίμονας του τυπογραφείου» ήταν γεγονός, Με παπική μάλιστα βούλα. Ωστόσο, δεν ήταν το μοναδικό βέβηλο κρούσμα. Μια άλλη Βίβλος, η οποία τυπώθηκε το 1631, έμεινε γνωστή με τρεις ατιμωτικές ονομασίες: Βίβλος των Πονηρών, Βίβλος των Αμαρτωλών και Βίβλος των Μοιχών. Όλα αυτά εξαιτίας ενός ασυγχώρητου λάθους στο οποίο υπέπεσαν οι βασιλικοί τυπογράφοι του Λονδίνου, κατά την ανατύπωση της προγενέστερης μετάφρασης της Βίβλου με χορηγία του βασιλιά Ιάκωβου Στ΄. Το μοιραίο λάθος διαπράχθηκε στην Έβδομη Εντολή (Έξοδος 20:14) όπου παρέλειψαν το κρίσιμο «Ου» από το «μοιχεύσεις», επιτρέποντας στους πιστούς τις εξωσυζυγικές σχέσεις. Το λάθος προκάλεσε την έντονη αντίδραση του Στέμματος, με την ανάκληση και καταστροφή των αντιτύπων και την επιβολή υψηλού προστίμου στους τυπογράφους, καθιστώντας τα λίγα σωζόμενα βιβλία ένα θρυλικό ιστορικό σφάλμα.
Τα ίδια συνέβησαν σε πολλά μοναστήρια, όπου οι καλόγεροι είχαν αφήσει τους πάγκους αντιγραφής και εργάζονταν, πλέον, σε εκτυπωτικά μηχανήματα που διέθεταν οι μονές. Τα τυπογραφικά λάθη αποδίδονταν, εκ νέου, στον Τιτίβιλο που δεν έπαυε να κατευθύνει τα χέρια του στοιχειοθέτη, ώστε να γίνει το βιβλίο «δυσειδέστατον». Για να αντιμετωπίσουν το δόλιο έργο του (με άλλα λόγια, για να αποσείσουν τις δικές τους ευθύνες), όταν επρόκειτο να τυπώσουν κάποιο βιβλίο θρησκευτικού περιεχομένου οι μοναχοί έψαλλαν ένα ειδικό αποτρεπτικό ευχολόγιο, κατά τη διάρκεια ενός τελετουργικού που είχε καθιερωθεί για αυτό τον σκοπό. Τρεις αιώνες αργότερα, ο Μπάμπης Άννινος, στο βιβλίο του «Ο σύλλογος των εισαγγελέων και άλλα ευθυμογραφήματα» (Εκδοτικός οίκος Ελευθερουδάκη, 1925), ανέφερε: «Όταν ο Θεός ηυδόκησεν ώστε οι άνθρωποι να εφεύρουν την τυπογραφίαν προς διάδοσιν των γνώσεων και προς φωτισμόν ευρύτερον του ανθρώπινου λογισμού, ο διάβολος, δια να μετριάσει την ωφέλειαν, εφηύρε το τυπογραφικό σφάλμα».
Οι γραπτές μαρτυρίες για τον Τιτίβιλο πάνε πολύ πίσω. Αναφέρεται για πρώτη φορά ονομαστικά στο «Tractatus de Penintenia» (Πραγματεία περί μετάνοιας), που γράφτηκε γύρω στο 1285 από τον Φραγκισκανό θεολόγο Ιωάννη της Ουαλίας (αποκαλούμενο επίσης Γιοχάνες Γκουαλένσις) και στη συνέχεια, τον 14ο αιώνα, από τον Γάλλο θεολόγο και Πατριάρχη της Ιερουσαλήμ, Πέτρους ντε Παλούντ. Ο τελευταίος ήταν μέλος της επιτροπής που διορίστηκε από τον Πάπα Ιωάννη τον 23ο για να εξετάσει τα γραπτά του Πέτρους Ολίβι, αρχηγού των λεγόμενων «Πνευματικών Φραγκισκανών», χειρόγραφα του οποίου περιείχαν κάποια σημαντικά λάθη και αστοχίες. Οι αναφορές στον Τιτίβιλο πυκνώνουν την περίοδο του Μεσαίωνα και εκτείνονται πολύ πέρα από αυτόν. Εντοπίζεται στα μεσαιωνικά αγγλικά exempla (παραδείγματα), που περιείχαν εικονογραφημένες ιστορίες αντλημένες από την καθημερινή ζωή, τη λαογραφία, τη Βίβλο, αλλά και από τη φαντασία κάθε συγγραφέα. Ο Τιτίβιλος απέκτησε ευρύτερο ρόλο, ως κωμική φιγούρα στις λαϊκές σκηνικές αναπαραστάσεις του ύστερου Μεσαίωνα, με σατιρικό σχολιασμό της ανθρώπινης ατέλειας και ματαιοδοξίας. Από την πρώτη του εμφάνιση, πολλοί έβαλαν σκοπό της ζωής τους να τον πολεμήσουν. Η συστράτευση ένθερμων μαχητών εκτείνεται από τον Ιταλό ιερέα, παιδαγωγό και συγγραφέα του 19ου αιώνα, Ιωάννη Μπόσκο, ο οποίος κηρύχθηκε «προστάτης άγιος των συντακτών», μέχρι τον Αμερικανό Ραλφ Ε. Γκόριν, ο οποίος δημιούργησε το 1971 το πρώτο πρόγραμμα ορθογραφικού ελέγχου στο Εργαστήριο Τεχνητής Νοημοσύνης του Πανεπιστημίου Στάνφορντ. Εντούτοις, παρά τις έντονες προσπάθειες πολλών, ο Τιτίβιλος συνεχίζει να γεμίζει με λέξεις το σακούλι του εδώ και επτάμισι αιώνες.