Χάρτης 84 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-84/biblia/oirliakhta-apo-to-apomonotirio-tis-yparksis

Πώς τολμάει! ενώ όλοι περιμένουν το σίκουελ του Αλλόκοτου Ελληνισμού, ο ΝΣ μας παρουσιάζει ένα κείμενο που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί «μετα-μπουκοφσκικό graphic novel». Φυσικά, δεν είναι να παίρνουμε στα σοβαρά τέτοιες ταμπέλες, για μια συζήτηση πρόκειται, και στο πλαίσιο μιας συζήτησης όλα (ή σχεδόν όλα) είναι αφορμές για πειράγματα και διαφωνίες. Εδώ, τον πρώτο λόγο έχουν οι εμμονές. Ειδάλλως μπαίνουμε στο χώρο της ξερής «κριτικής δωματίου». Άλλωστε πόσες και πόσες οι πατρικές μορφές στο χώρο της λογοτεχνίας. Οι περισσότεροι τελούν υπό τη σκέπη του Φραντς, κι έχουν νονό τον Χόρχε Λουίς. Το περί ου ο λόγος Ζώο κατάγεται από το γραμματειακό είδος των μεταμορφώσεων —μεταμορφώσεις θεών σε ζώα, ζώων σε ανθρώπους, ανθρώπων σε φυτά, αντικειμένων (!) σε ανθρώπους, και ανθρώπων σε αστερισμούς—, κλασικό μοτίβο της παγκόσμιας μυθολογίας, αλλά και της λογοτεχνίας διαχρονικά. Από την Ιλιάδα, τους μύθους του Αισώπου, τον Απουλήιο ώς τον Οβίδιο και τον Σαίξπηρ, και φυσικά τον Κάφκα.
Ο κεντρικός ήρωας, το «Ανεπιτήρητο Παραγωγικό Ζώο», ένα πλάσμα όλως ασύμβατο με τις «κοινωνικές δομές», παριστάνει τον κυνικό και τον αθυρόστομο για να ξεμπροστιάσει τον κυνισμό των πραγμάτων. Γι’ αυτό μπλέχτηκε ο Μπουκόφσκι στα πόδια μας. Αλλά η «ομοιότητα» ώς εκεί. Σύμφωνα με επισήμανση του συγγραφέα, ο ήρωας της ιστορίας «διαβάζει μετά μανίας Πετρώνιο, και πότε πότε καταφεύγει στους Ψαλμούς του Δαβίδ, ιδίως στη μετάφραση του Γιωσέφ Ελιγιά». Παράξενη επισήμανση, αλήθεια, αφού το βιβλίο αυτό εκπέμπει από μια περιοχή όπου —μπαίνει στον πειρασμό να πει κανείς— ο λόγος δεν έχει καμίαν ισχύ. Κι όμως εφορμά εν πάση δόξα και δυνάμει.
Στις «πίσω σελίδες» αυτού του πλάσματος διακρίνουμε την ευγενή ενασχόληση με τη φιλολογία, τη φιλοσοφία, και γενικά τις «ανθρωπιστικές επιστήμες» —υπήρξε κάποτε δηλαδή ένας «κανονικότατος άνθρωπος»!—, όλα αυτά όμως τον ξέβρασαν σε μιαν ακτή που κάθε άλλο παρά βρίθει ανθρωπισμού. Τώρα, δεν ανέχεται καν τη λέξη «άνθρωπος». Εδώ ο λεγόμενος ανθρωπισμός είναι στην καλύτερη περίπτωση ένας ήχος παράτονος και συγκεχυμένος, δίχως νόημα κανένα, όπως ο ήχος που βγάζουν οι ενήλικες στις ταινίες των Peanuts.
Κανένας άνθρωπος δεν έχει εδώ τον λόγο. Μόνο κάτι πλάσματα μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, στο μεταίχμιο φύσης και τεχνολογίας, μιας δεύτερης φύσης δηλαδή, στα όρια επιστημονικού πειράματος – εωσφορικές καρικατούρες, μαριονέτες από ένα αλλόκοτο θέατρο σκιών. Όλες οι ιστορίες είναι παρμένες από αληθινά γεγονότα και από την ειδησεογραφία των ετών 2021-2024, όπως μας λέει ο συγγραφέας. Δεν πρόκειται δηλαδή για μυθοπλασία. Ένας ερημίτης κάβουρας που καταφεύγει σ’ έναν γλόμπο σπασμένο, τον οποίο πέρασε για κοχύλι (διαλογισμός πάνω στο νόημα της «φωλιάς», της «εστίας»). Ένα έρμο γατί, που βασανίζεται έως θανάτου από ένα τσούρμο παιδιών (διασκευή του ζοφερού «Γατιού» του Μ. Μητσάκη). Ένας κύκνος που μεταφέρεται άρον-άρον από την Καστοριά στη λίμνη Παμβώτιδα για να ξεπεράσει τον χαμό της αγαπημένης του και δέχεται επίθεση από τους ντόπιους κύκνους. Ένας άνθρωπος (ο μόνος του βιβλίου), ο οποίος θέλει να ξεφύγει απ’ το ανθρώπινο είδος, να βρεθεί «πριν τον πολιτισμό» και να γίνει ελάφι. (Και ξεκινάει έτσι ακριβώς: «Βαρέθηκα να ’μαι άνθρωπος». Τι θράσος!)
Επίσης, καμία κοινωνία δεν φαίνεται να υπάρχει στις σελίδες του κομψότατου αυτού τόμου, μόνο ο διακαμός ενός εφιάλτη που λέγεται —ή λεγόταν— «πολιτισμός», η «πνευματική καλλιέργεια», η «φιλοσοφία», αλλά αποτελεί («ένδοξο») παρελθόν. Η έξυπνο πρόσχημα. Αφού η λεγόμενη «ανώτερη καλλιέργεια» δεν είναι παρά η εκπνευμάτωση κι η εμβάθυνση της Αγριότητας, όπως θα συμπλήρωνε ο Νίτσε.
Το Ζώο λοιπόν αποπροσανατολίζεται, χάνει το δρόμο για το σπίτι του αναλώνεται σε μια περιπλάνηση εξαντλητική, «κατεκάμφθην έως τέλους» μας λέει η προμετωπίδα απ’ τους Ψαλμούς, που ορίζει την ψυχολογία του ήρωα. Λυγισμένο, καταδιπλωμένο από τις κακουχίες, το πλάσμα αυτό οδηγείται στις ανοιχτές αγκάλες του Απομονωτηρίου Λοιμυπόπτων Ζώων. Ένα καθεστώς πανάγαθης επιτήρησης δηλαδή απέναντι στον όποιον «ανθρωπισμό», «καβουρισμό», «κυκνισμό», «ελαφισμό», η «γατισμό» είχε την ατυχία να πιαστεί μόνος στους προβολείς μιας ζοφερής συγκυρίας, είτε εκπροσωπείται από ένα τσούρμο παιδιών, είτε από το Ινστιτούτο Ηθικών Επιστημών υπό την αιγίδα του οποίου λειτουργεί το συγκεκριμένο Απομονωτήριο. «Αν είσαι μόνος την έλκεις τη βία πάντα» [34]
«Το πένθος γεννά το λόγο...»
Όταν αρχίζει το κουβάρι να ξετυλίγεται, και κυλάει ο αφτιασίδωτος ωμός ποταμός των εξομολογήσεων, ισοπεδωτικός λες και κυνικός, μηδενιστικός (ή έτσι ακούγεται), τότε ο αναγνώστης (ή ο ακροατής) μεταφέρεται σε μια άχρονη επικράτεια όπου, πράγματι, ἐν ἀρχῇ ὁ λόγος. Αυτό το ποτάμι σφύζει από νόημα και σημασίες ακόμα κι όταν μιλάει για την ολική κατάρρευση κάθε σημασίας και νοήματος, για ένα δυστοπικό σύμπαν όπου αίρονται τα όρια μεταξύ «ζώου» και «ανθρώπου» (γέλια ακούγονται!), οργανικού και ανόργανου, «φυσικού» και «τεχνητού», (μυθεύματα παρηγορητικά ενός αριστοτελικού σύμπαντος βιδωμένου με ορισμούς), ακόμα κι όταν μιλάει λοιπόν για τον ίδιο του το θάνατο, για την άρση ορίων και ορισμών· ακόμα και τότε, ο λόγος θριαμβεύει. Ακόμα κι αν όλα έχουν τελειώσει και μόνο η άναρθρη κραυγή ενός Αίαντα (αἴ αἴ) ακούγεται —ενός πλάσματος που δεν έχει πια άλλο στήριγμα από τα φωνήεντα του ίδιου του του ονόματος—, το Ζώο πιστεύει (έστω κι αν χλευάζει κάθε πίστη) στον λόγο· το μέσα πένθος μετουσιώνει την παρουσία των άλλων πλασμάτων σε λόγο χειμαρρώδη: αυτό, και μόνο αυτό μπορεί να λειτουργήσει ως «λόγος ξυνός» – όταν στα βεβιωμένα υπάρχει ανάλογο τραύμα ή ανάλογη χαρά (η μόνη ομοιότητα μεταξύ ανομοίων).
Περιττό να (ξανα)πούμε ότι η γραφή αυτή δεν μεταφέρει κανένα μήνυμα. Είναι η ίδια το «μήνυμα», θνησιμιαία ή όχι. Πάντως εδώ, και κυρίως στις σελίδες των μονολόγων, βλέπουμε in vivo τη δυναμική της γέννησης του νοήματος ενώ τελείται η γραφή. Αυτό το ρίσκο το βλέπει ο αναγνώστης ξεκάθαρα σε κάθε σελίδα.
Διάμεσα πλάσματα, διάμεσοι χώροι
Μια λεπτομέρεια που έχει τη σημασία της και φανερώνει ένα βασικό κι αγαπημένο μοτίβο του συγγραφέα. Πού και πού παρατηρούμε νύξεις και ίχνη και όψεις της παρακμής· ελάσσονα ή μείζονα μέρη μιας σκηνοθεσίας σχετικά με τη φθορά και την κατάρρευση του ανθρώπινου πολιτισμού. Διασχίζουμε έτσι τεράστιες χρονικές αποστάσεις μέσα σε δύο μόλις σελίδες. Το ίχνος του Πετρώνιου ήδη με το καλημέρα (η γρια μπάμπω και η πορεία προς το μπουρδέλο της Κοινωνικής Πρόνοιας – σ.11), ένα λατινικό επίγραμμα απ’ την Πομπηία του 1ου μ.Χ. αιώνα (si potes et non vis cur gaudia differs: Αν μπορείς και δεν θέλεις, γιατί τις χαρές αναβάλλεις; – σ.12), ενώ το ίδιο το απομονωτήριο φέρνει σε ετρουσκικό οχυρό (ό.π.). Οπότε υπό τέτοιους τόνους, όσο προχωράει η ανάγνωση του βιβλίου, γίνεται αυτόματα η αναγωγή στη σχέση κοινωνίας και βίας, στη συνύπαρξη πρωτογονισμού και πολιτισμού, φυσικά πάντα για την ψυχαγωγία του βασανισμένου απ’ τη βιοπάλη και διψασμένου για συγκινήσεις Ρωμαίου πολίτη (σε αρένα με μονομάχους και λιοντάρια), ή για τη διασκέδαση των μεσαιωνικών κοινωνιών με κοκορομαχίες, με κυνήγι ή και κάψιμο γατιών (μαύρων κατά προτίμηση)... Πρώτα απ’ όλα, οι θεοί αγαπούσαν τα άγρια θεάματα. Και κάθε κακό δικαιώνεται απ’ τη στιγμή που χαροποιεί έναν θεό. (Όχι μόνο το πολεμικό θέαμα αλλά και ο αυτοβασανισμός του Ενάρετου – του Ήρωα.)
Το πέπλο του χρόνου είναι διάτρητο, κι απ’ τα ανοίγματά του μας γνέφουν τεκμήρια της Ιστορίας, σήμαντρα επικείμενης καταστροφής, παρόδου —έστω και για τα ανθεκτικότερα του χαλκού— και μοιάζει να λένε ότι δεν υφίσταται τίποτα το τελειωτικό· σε ένα Απομονωτήριο Λοιμυπόπτων Ζώων του 21ου αιώνα σε καλωσορίζει η Πομπηία του 1ου μ.Χ. αιώνα, κι ο αναγνώστης πιάνει το υπονοούμενο. Παράδοξο, αλήθεια, να συνειδητοποιείς ότι η παρακμή δεν είναι το πέρας, αλλά μόνο ένα ακόμη ενδιάμεσο. Αναρίθμητα τα ενδιάμεσα στάδια! – πότε πια θα σημάνει το Τέλος; Όλοι, κατά βάθος, θέλουν να δουν το Τέλος, έστω κι αν πρόκειται για το δικό τους, κατασπαραγμένοι από φόβο και περιέργεια. Ο θεατής πεθαίνει τελευταίος. Κι όλος ο κόσμος φτιαγμένος με τρυφερότητα και φροντίδα για το διψαλέο του μάτι.
Ορισμένοι μελετητές ορίζουν την κατάσταση της παρακμής ώς ένα «Είναι Μεταξύ Χρόνου». Τι διεγερτικές για την ανθρώπινη νόηση αυτές οι εκφράσεις των θεωρητικών! Ο ίδιος ο χρόνος παίρνει τον χαρακτήρα «ενδιάμεσου χώρου». Ο άνθρωπος νοεί τις στιγμές σαν ύφαλους στον ωκεανό του χρόνου, κι από το ένα κλάσμα δευτερολέπτου ώς το άλλο ανοίγουν χάσματα, η κάθε στιγμή νιώθεται ως τεκτονική πλάκα (αυτό ήδη απ’ τον Πασκάλ ώς τον αυτόχειρα Καρυωτάκη).
ασυσχέτιστες φανερώνονται στιγμές, χωρίς άξονα πια να τις οργανώνει, και έτσι πάλι χάνονται, αυτό είναι το παράξενο στους πολέμους κάθε λογής, πως τίποτα δεν συγκρατεί τον κόσμο, αλλά τα μέρη του δεν λένε να σκορπίσουν, από μια δειλία των πραγμάτων, η έναν δισταγμό, η μια καθυστέρηση να πάνε στον χαμό τους [53]
* * *
Ο κεντρικός ήρωας αποκαλείται «Ζώο», όχι άνθρωπος. Πώς αλλιώς θα ’βγαινε από μέσα του η εξομολόγηση της έκτης νύχτας («Αλλαγή είδους»)! Αλλά και της πέμπτης («Περίπτωση κλεπτοβίωσης»):
έγινες άνθρωπος για να γλιτώσεις τα κτήνη και γίνεσαι κτήνος για να γλιτώσεις τους ανθρώπους, αυτό θα πει εξέλιξη [51]
η ζωοσύνη είναι το τελευταίο φάρμακο του ανθρώπου, λοιπόν παρά τη συσκότιση των λέξεων και των ιδεών, η μάλλον εξαιτίας αυτής, υπάρχουν στιγμές που ανατινάζονται όλα· τότε άνθρωποι, ζώα, δαίμονες, κλουβιά είμαστε μόνον πλέγμα λιθανάγλυφο μιας ζωφόρου, μορφές ακίνητες σαν παιδιά που λιάζονται χαυνωμένα στη σανιδένια προβλήτα, ώσπου αρχίζουν ένα ένα να πέφτουν στην πιο βαθιά θάλασσα, και ο χρόνος ξεκινά ξανά. [54]
Ο Κάφκα χρησιμοποιεί το σύμβολο του ζώου για να ξανοιχτεί στο ανθρώπινο δράμα. Ο ΝΣ ενδιαφέρεται για το δράμα του ζώου που βρίσκεται πέραν του λόγου, το βουβό μαρτύριο, ένα άχτι ανθρώπου που βρίσκεται μέσα για μέσα στο λόγο, τον απολαμβάνει ως προνόμιο και τελευταίο καταφύγιο, καθώς στέκεται μπροστά σε κάτι σιωπηλό, φορώντας το προσωπείο του ανηθικολόγου. Όπως στον Μέγα Ιεροεξεταστή – αφού η γλώσσα που βγαίνει απ’ τα σπλάχνα του Ζώου είναι ένας Μέγας Ιεροεξεταστής: άλλο δεν κάνει απ’ το να εντείνει το μαρτύριο, ενώ συνάμα συνιστά και το βασικότερο ίσως δέλεαρ —η εμμονή της καταγραφής— για να συνεχιστεί ο κύκλος του μακελέματος.
όλες οι εκδοχές του λόγου είναι μορφές μιας αρχικής κατάρας [35]
Τι φράση! – γραμμένη μάλιστα από κάποιον που έχει σπουδάσει την ιστορία των ιδεών. Το πνεύμα του Σιοράν διαπερνά την ανηθικολογική γραφή του ΝΣ, τον κρατά μακριά από διδακτισμούς, την τακτική των «ίσων αποστάσεων» και «ψήγματα πανανθρώπινων αληθειών». Το ίδιο το Ζώο βρίσκεται στην αρένα (έστω κι αν πετρωνικότατα νιώθει σαν μονομάχος που τον πέταξαν σ’ ένα ερείπιο αντί για την αρένα [14]) μωλωπισμένο και αιμόφυρτο, κι ο αναγνώστης δεν μπορεί να πιαστεί από πουθενά. Η όποια «λύτρωση» η «κάθαρση» έρχεται από το ίδιο το επώδυνο σκάψιμο σε ολοένα πιο βαθιά, πιο σκοτεινά λαγούμια του ψυχισμού. Όσο πιο ανατριχιαστική η πραγματικότητα, τόσο κρυσταλλικότερος ο μονόλογος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το «Εστροφοδίνει το κορμί μου», όπου μια αγέλη παιδιών πειράζει και παίζει έως θανάτου με ένα γατί:
το κορμί μου ξυπνά την ορμή να το μακελέψεις, τρυφερό και νεόβγαλτο στους δρόμους της πόλης, ξέρουν τα παιδιά από τέτοια παιχνίδια, ας πούμε ότι τα καταλαβαίνω, γιατί και η γάτα σκοτώνει για πλάκα, το γέλιο όμως είναι άλλο πράγμα, τα παιδιά γελούν πέρα από το καλό και το κακό, το γέλιο τους κουβαλάει τη βρόμα των ανθρώπων και την απλυσιά χιλιετιών [15]
Ένα τέτοιο ρέκβιεμ ανάβρυσε από τα σωθικά του Ανεπιτήρητου Παραγωγικού Ζώου, όμως η αφορμή δεν ήταν η θέα κάποιου καταβασανισμένου σώματος, αλλά ένα γατί πεντακάθαρο, «λες και το βάλαν στο πλυντήριο και το στέγνωσαν αργά με μια φυσούνα από εκείνες τις εντοιχισμένες στα μπάνια των παλιών ξενοδοχείων», ένα γατί που «μοιάζει να ποζάρει στην καλύτερη δυνατή εκδοχή του, η να ’γιναν πάνω του απίθανες εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης, ώστε πια προσεγγίζει μια μορφή ιδανική» [19].
Η όποια ιδεατή μορφή, ακριβώς εξαιτίας του άψογου περιγράμματός της, υποβάλλει την ύπαρξη ενός υπόγειου κόσμου, μιαν άβυσσο σκοτεινών ζωικών ενστίκτων – ασφαλώς αυτό ο κεντρικός ήρωας θα το γνώριζε, όσο τελειότερη η εξωτερική όψη, τόσο πιο ζοφερή η εσωτερική έκταση, το «κοινό μυστικό» ανάμεσα στα ζωντανά πλάσματα, κοινή μοίρα που θα την είχε βιώσει και το ίδιο το Ζώο, ίσως ένα τέτοιο τραύμα στάθηκε αιτία της μεταμόρφωσής του, το ίδιο το Ζώο έπεσε θύμα κάποιας βάρβαρης γηθοσύνης, κι ακόμα χειρότερα αν ήταν παρέα παιδιών που μεταμορφώθηκε σε αιμοδιψή όχλο, θέλοντας να δοκιμάσει τα όρια του πόνου πάνω σε ζώο ανυπεράσπιστο. Μεγάλος ο πειρασμός! – το παιδί, ακόμα και μες στην κακία του, είναι αθώο, και τότε πώς τα βγάζεις πέρα μαζί του; τότε πώς να βρει το δίκιο του το ζώο το ανυπεράσπιστο, εδώ δεν υπάρχει δικαιοσύνη (το νοιώθει), κανένας δεν μπορεί να το σώσει, που σημαίνει ότι κανείς δεν έτρεξε να υπερασπιστεί το Ανεπιτήρητο Ζώο όταν και η δική του η μοίρα σφραγίστηκε την κρίσιμη εκείνη στιγμή, στο έλεος κάποιου όχλου, πάντα ο αιμοδιψής όχλος συνδέεται με το «κακό παιδί» που καραδοκεί στα έγκατα του ψυχισμού, γι’ αυτό και κανείς δεν μπορεί να το σταματήσει, γι’ αυτό κι όλοι το φοβούνται.
«Ψυχορραγείς και πλημμυρίζεις απορίες!» [26]
Φύση είναι το συνεχές που καταβάλλει νου και αισθήσεις.[1] Το τοπίο είναι το «εύρημα» (Erfindung) που το μάτι ιχνεύει για φτιάξει έναν «κόσμο». Ο λόγος είναι η απόλυτη Erfindung που δίνει σχήμα —παλεύει να δώσει σχήμα οικείο— στο συνεχές του τρόμου και της απελπισίας: εν προκειμένω, πάει να αιτιολογήσει μια «πλάνη του ενστίκτου», καθώς διαπιστώνει ο ερημίτης κάβουρας σφηνωμένος στον γλόμπο-τάφο του, ο οποίος και καταλήγει,
όμως θα μπορούσες να ισχυριστείς και το αντίθετο, ότι δεν πλανήθηκα, αλλά αναβαθμίστηκα,
αφού «αναβάθμιση» αυτό σημαίνει, να καταφέρεις να συμβιώνεις με ό,τι σε σκοτώνει, κάπου εκεί στα «σκοτάδια μεταξύ ύλης και φύσης» φτιάχνεται από έναν ζωντανό οργανισμό και ένα «έσχατο σκουπίδι» (έτσι το εκφράζει ο κάβουρας) μια ετερογενής μορφή με κοινή όμως μοίρα, «ένα σκεύος ποθ ’ναι κατά τόπους οργανικό», κατά τόπους ανόργανο, να, άλλη μια μεταμόρφωση αυτή, «το νέο έργο της φύσης», μια διάσταση πραγμάτων όπου ένα αντικείμενο καθημερινής χρήσης μπορεί να λειτουργήσει και ως τάφος: όλα είναι ανοιχτά «σε νέες εκδοχές συνύπαρξης». [26-27] Κι έχει δίκιο ο δύστυχος κάβουρας, αφού άλλωστε διακρίσεις όπως «φύση» και «ύλη», «έμβια όντα» η «άβια όντα», είναι ολίγον απαρχαιωμένες, παλιού ουρανού χαλάσματα, που λένε. Το παν δρα και αντιδρά. Σε τέτοιους μονόλογους-διαλογισμούς έχει βυθιστεί ο κάβουρας καθώς το καβούκι του «τα βρήκε με το αλουμίνιο», «συνδέθηκε [...] με τα τρίμματα από το γυαλί και τη χλωρίδα του βυθού» [23-24] και η ασιτία στην οποία άθελά του καταδικάστηκε, έκανε στο μεταξύ τη δουλειά της [27]. Ο κάβουρας εγκαταβιοί,[2] η εγκατοικοδομεί[3] όχι εντός των τειχών του εαυτού του παρά εντός σπασμένου γλόμπου, που τον πέρασε για φωλιά,
σ’ ένα σώμα που είναι και δεν είναι το δικό σου [23].
Αλλά εδώ, υποψιαζόμαστε, φεύγουμε από το δράμα του κάβουρα και ξανοιγόμαστε στο δράμα της ύπαρξης: ένα σώμα που είναι και δεν είναι δικό σου.
Παρά την καταδίκη του σε αργό θάνατο διαπιστώνει έκπληκτος (όμως αυτή δεν είναι μόνο δική του διαπίστωση): «τουλάχιστον μπορώ να νιώσω απορία για την εξέλιξη των πραγμάτων (;)» [27]. Όπως και να το δεις, είναι κι αυτό μια κάποια παρηγόρια.
Στη μεθόριο «φυσικού» και «τεχνητού»
Στο Σόλο του Φίγκαρο του Σκαρίμπα, ο κεντρικός ήρωας μέσα στη δίνη της αρρώστιας του βλέπει τους άλλους ως αυτόματους κινητάνθρωπους· θεωρεί τον εαυτό του «αυτόματον», νιώθει κάπως σκουριασμένος, «το μέσα μηχανοστάσιο εβόα» και πίνει «όλιο» (για να λαδώσει τον μηχανισμό)...
Τέτοιες είναι οι αυτόματες αναγωγές στο μυαλό του αναγνώστη, όταν διαβάζει, στην «Αλλαγή είδους», ότι το πρόσθετο μέλος πάει να μιμηθεί τη λειτουργία του φυσικού μέλους, όπως και οι αφηρημένες έννοιες υιοθετούν κάποτε χαρακτηριστικὰ προσώπων ή αντικειμένων πραγματικών. Λέμε, ας πούμε, «η καλοσύνη του Τάδε», σα να ήταν η καλοσύνη αυτοκίνητο! «Ήταν το θάρρος μου έντρομο», διαβάζουμε πάλι στο Σόλο του Φίγκαρο.
«Συγγνώμη, γκαρσόν, δεν το παράγγειλα εγώ αυτό».
ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ: Όταν πρωτοπήρα το βιβλίο, άνοιξα μια σελίδα στην τύχη, και βρέθηκα ενώπιος ενωπίω με το λιοντάρι της πέμπτης νύχτας. Το μάτι μου έπεφτε σε φράσεις όπως:
ο πόλεμος κι η πείνα σου σπάνε τη μονοκόκαλη σκέψη [52]
τίποτα δεν συγκρατεί τον κόσμο, αλλά τα μέρη του δεν λένε να σκορπίσουν, από μια δειλία των πραγμάτων [53]
ό,τι αντικρίζει ο άνθρωπος χωρίς φραγμούς, αμέσως το παίρνει για τα πόδια και για τα μουστάκια του, που τον υπηρετούν, ας πούμε οι βράχοι γίνονται τα δόντια του, και μια κρήνη γάργαρη είναι η γλώσσα του, που όλο στάζει, μην τολμήσουν οι πέτρες κι οι κρήνες να ’ναι πέτρες και κρήνες, πάντως κάτι έξω από αυτόν, που τις κατέχει, μην τυχόν και τον πονέσουν τα μέλη του, που ’ναι δικά του και οφείλουν υπακοή, κι είμαστε στο στόμα μόνο του πλάσματος δίχως φραγμούς, ακόμη το στόμα περιγράφουμε, πώς απλώνεται στον κόσμο και τον τρώει... [53-54]
Παρόλο που ήταν μια πρώτη, αναγνωριστική ανάγνωση, έμεινα εκεί στο όρθιο να διαβάζω περιμένοντας μια φράση κάπως αδιάφορη για να το κλείσω, να το ξεκινήσω μιαν άλλη στιγμή. Όμως δεν ερχόταν μια «κάπως αδιάφορη φράση». Με πήγε έτσι κατά ριπάς ώς το τέλος. Λέω, εντάξει, πρέπει κάτι να γράψω για το λιοντάρι αυτό, οπωσδήποτε. Ξάφνου, από μια τηλεόραση σε παρακείμενο διαμέρισμα (φρικτή γειτνίαση του αστικού θέρους), ακούστηκε μια ζεστή φωνή, όλο συγκίνηση και σιγουριά, να λέει: «Μας εμπνέετε!» Τη θυμάμαι αυτή τη διαφήμιση: δείχνει στιγμιότυπα από κάποιον Μαραθώνιο, πανοραμικό πλάνο στην πλατεία Συντάγματος, άνθρωποι τρέχουν σε κεντρικές λεωφόρους, σε δρόμους με ελάχιστα πεζοδρόμια (ελάχιστα και τα δέντρα), όλη η λίγδα του καταστηματάρχη, και του οικείου σουπερμάρκετ, και της μεσοαστικής πολυκατοικίας, που θυμίζει τηλεοπτική σειρά δεκαετίας ’80, αλλά και της σύγχρονης πολυκατοικίας, που ανεβαίνει 80 ορόφους ενώ μπροστά περνάει στενορύμι – – οπότε αυθόρμητα βγήκε μια σκέψη που με κλώτσησε χιλιόμετρα μακριά απ’ την πέμπτη νύχτα του Απομονωτηρίου, κι όμως, όπως κατάλαβα αργότερα, ήταν μέσα για μέσα στο σκοτεινό του υπόβαθρο: «Δυο λεπτά. Η πόλη αυτή διαμορφώθηκε χωρίς να ρωτηθεί κανένας απ’ τους πιθανούς κατοίκους της. Και παρ’ όλα αυτά, συνεχίζουμε να βολτάρουμε στα θεόστενα πεζοδρόμιά της λες και περπατάμε στους διαδρόμους του σπιτιού μας − ε μα και το «σπίτι μας» πόσο διαφέρει; προκάτ κι αυτό, αλλά πες, εντάξει, το ζυμώσαμε, το επαναπροσδιορίσαμε, γκρεμίσαμε τοίχους, στήσαμε πέργκολες, πήρε τη δικιά μας μορφή – όμως...»
...Όμως άμα κατασταλάξει μέσα σου ότι ΟΛΟ ΑΥΤΟ δεν το διάλεξες εσύ (ακόμα κι αν έχεις διαβάσει Σάρτρ, κι έχεις διαβάσει και Χάιντεγκερ, και γνώριζες τον όρο «γεγονότητα»), άμα προβάλλει ξεκάθαρα σαν ήλιος εκτυφλωτικός το απλό απλούστατο και αφελές «πώς βρεθήκαμε όλοι εδώ», τότε όλοι οι δρόμοι σε ξερνάνε στο ίδιο σημείο, αυτή είναι η αρχή της ιστορίας μας, και το μυαλό τότε αρχίζει πάλι τις δικές του διαδρομές, κι αστράφτει η σκέψη ότι το Ζώο είναι ο «Παγωμένος Άνθρωπος» του Τσάρλς Μπουκόφσκι (ένας μονόλογος που θα μπορούσε κάλλιστα να ’ναι μέρος του Απομονωτηρίου – ή, τουλάχιστον, έτσι νόμιζα εκείνη τη στιγμή).
Ένας από τους καλύτερους φίλους μου [...] πάσχει από δαύτο, [...], το ’ξεραν οι Έλληνες, το ’ξεραν οι Αρχαίοι, έρχεται και σε πλακώνει όσον χρονών και να ’σαι, κυρίως γύρω στα σαραντα-φεύγα, και για να το περιγράψω μού ’ρχεται στο μυαλό η λέξη Ακινησία – ένα μούδιασμα γενικό, μια αυξανόμενη αδιαφορία κι απάθεια. Μου ’ρχεται στο μυαλό επίσης η φράση: η Στάση του Παγωμένου Ανθρώπου, αν και δεν πρόκειται για κάποια ΣΤΑΣΗ, βοηθάει όμως κομμάτι να κοιτάμε το πτώμα με ΚΑΠΟΙΟ χιούμορ· διαφορετικά, η μαυρίλα δεν παλεύεται. Όλοι οι άνδρες προσβάλλονται από τη Στάση του Παγωμένου Ανθρώπου, αυτό μαρτυρούν κάτι ξερές κουβέντες τύπου: «Δεν την παλεύω με τίποτα». Ή: «Δεν πάνε όλα στο διάολο!». Ή: «Αριβεντέρτσι Ρόμα». Αλλά εντάξει· αναρρώνουν οι μάγκες γρήγορα και συνεχίζουν στον ίδιο το σκοπό, χτυπάνε τις γυναίκες τους, χτυπάνε και τις κάρτες τους κι η ιστορία συνεχίζεται.[4]
Πάντοτε σ’ έναν χώρο που δεν διάλεξε, με ανθρώπους που δεν διάλεξε (σαν ένα δέντρο κάτω απ’ ομπρέλα, ή ένα σύγνεφο κλεισμένο σ’ ασανσέρ),[5] κι όλοι ετούτοι οι διάμεσοι χώροι, όλες αυτές οι ευθείες γραμμές και οι γωνίες που σταθερά εναλλάσσονται στον χώρο, για το μάτι είναι πλήξη, ξανά και ξανά το ίδιο τοπίο που δεν αναπνέει, δεν πάλλεται· τέτοιοι χώροι επιθέτουν στον ψυχισμό τη σφραγίδα του άδειου. «Ήδη οι Ρομαντικοί είχαν συσχετίσει την ανιαρή εικόνα των πόλεων με το αποστεγνωμένο πνεύμα της Γεωμετρίας. Η κανονικότητα στον χώρο λειτουργεί όπως η επανάληψη στον χρόνο. Δημιουργεί μια αίσθηση στενότητας, μιας κουραστικής και φορτικής μονοτονίας».[6]
Στη Λεωφόρο ΝΑΤΟ ο συγγραφέας υπονοεί ότι το σκυρόδεμα δίνει την εντύπωση ότι δεν διαθέτει καν το προνόμιο της φθοράς. Στο τσιμέντο παίζει πάντα η διάβρωση και η αργή παλαίωση· στη φύση, μαζί με το φυλλορρόημα ξεπετιούνται μπουμπούκια.
Ο κάβουρας ο ονομαζόμενος ερημίτης δεν διάλεξε τον σπασμένο γλόμπο – αλήθεια, από που ήρθε άραγε ο σπασμένος γλόμπος, ἢ τα σκυλιά που ξέσκισαν το ταίρι του κύκνου; ποιά αλυσίδα προγεγεννημένων και βεβιωμένων μπορεί να δικαιολογήσει, να παρηγορήσει μπροστά στο αναίτιο ρίξιμο (άντε πάλι με τους χαϊντεγκεριανούς όρους: Geworfenheit, «ερριμενότητα» η «ριγμενότητα») σ’ αυτή την επικράτεια του «προεπιλεγμένου για εσάς»;
ποιος νομίζατε ότι μεταφράζει τη φωνή μου στη γλώσσα σας, αν όχι η θλίψη, που μιλά και για σας, το πένθος γεννά τον λόγο, λες διάφορα μήπως αναπληρώσεις ό,τι έχασες, κι έτσι μαθαίνεις να μιλάς. [32-33]
Πώς λοιπόν να μη γεννάει βία ο ίδιος ο τόπος, ο τόπος ο προεπιλεγμένος, ο παραχωρημένος, ο κληροδοτημένος. Μόνο ο θεός απέναντι στον κόσμο του μπορεί να ’ναι στοργικός πατέρας, αφού ο ίδιος τον έπλασε, ο ίδιος ήτανε το παν κι έπλασε έναν κόσμο, ο ίδιος όρισε τους κανόνες του παιχνιδιού, κι άμα του ερχόταν ποτέ η όρεξη θα έκανε μια έτσι με το χέρι και θα τον εκμηδένιζε, όπως ο Φίλιπ Τράουμ στον Μυστηριώδη Ξένο του Μαρκ Τουέην. Τη βία τη γεννά ο έξω και ο μέσα τόπος. Κι όσο για την ιδρυματική στοργή που πάει τάχα να φροντίσει την πληγή; Το Απομονωτήριο σε αγαπάει, ανοίγει τις αγκάλες του για όσους ανέστιους και βασανισμένους, δέξου τη στοργή του, και άσε τώρα τα πείσματα και τους κυνισμούς.
Το Ανεπιτήρητο Παραγωγικό Ζώο αρνείται ν’ απαγκιάσει στη γωνιά αυτή. Το Ανεπιτήρητο Παραγωγικό Ζώο αδιαφορεί για τα πάντα. Πιστεύει ότι αυτός ο ιδρυματισμός δίνει απλώς παράταση σε μια τελειωμένη υπόθεση.
Χώροι, κι άλλοι διάμεσοι χώροι...
Τι πιο φυσικό; Το χωρικό στίγμα της ζοφερής αυτής νουβέλας είναι ένα ψυχικό στίγμα − είναι η οργή κατά του «κτηρίου». Από το κάστρο της Τροίας, ώς τον Πύργο του κόμη Βεστβέστ, έως και το έσχατο Απομονωτήριο Λοιμύποπτων Ζώων: είναι ο πόλεμος απέναντι σ’ ένα a priori που το Ζώο δεν μπορεί να άρει, να γκρεμίσει, να αποτινάξει. Μόνο του τι μπορεί να κάνει! Τάχα να έριχνε έναν βρυχηθμό σαν αγρίμι απέναντι στο φιλόστοργο Ίδρυμα; Δεν τα σχεδίασε όλα τούτα το Ζώο, δεν τα ζύμωσε με τα χέρια του, με χέρια που άχνιζαν από δημιουργικό οίστρο, δεν έφτιαξε έναν κόσμο για κάθε γωνιά του, απλώς πέρασε ένα κατώφλι. Ζώο στο κάτω κάτω είναι και του λόγου του, αυτό του λένε όλες οι ιστορίες που ακούει απ’ τα ιδρυματοποιημένα πλάσματα (ή τις λέει το ίδιο στον εαυτό του), κι ευτυχώς δεν μένει εκεί δα σαν το σκυλί, όπως ο Γιόζεφ Κ., το Ζώο περνάει στην επίθεση.
Νύχτα Πέμπτη
...ξάφνου η ψευδαίσθηση ότι όλη αυτή η εξομολόγηση ανήκει σε κάποιον ντοστογιεφσκικό ήρωα που έχει διαβάσει Σιοράν.
Τι συνθήκη αυτή σ’ ένα ίδρυμα καταναγκαστικής ευεξίας! Να ’ναι άραγε κάποια παραλλαγή του «Κρυστάλλινου Παλατιού», που εξόργιζε τόσο τον Ντοστογιέφσκι; Tεράστια κτήρια υψώνονται στο κέντρο μιας αρχαίας ερήμου – αναρίθμητα πιόνια σε γιγάντια σκακιέρα.[7] Αίθουσες αχανείς, ποτέ δεν πήζουν από ανθρωπομάνι, και οι προσδοκίες του μέλλοντος είναι σταθερά αισιόδοξες· εκεί οι υπεύθυνοι παρέχουν κάθε προϋπόθεση για την ευτυχία που ο καθένας επιθυμεί. Εκεί η αυτοπραγμάτωση του κάθε ανθρώπου συνιστά βεβαιότητα. Πόσο μαυλιστικές οι περιγραφές του Τσερνισέφσκι![8]
Όλως άλλη η συνθήκη του Απομονωτηρίου από εκείνη του επικού Κρυστάλλινου Παλατιού. Όμως το πρότυπο βρίσκεται εκεί, στο «όνειρο» (ή στον εφιάλτη) ενός ουτοπικού σοσιαλισμού. Όλα καμωμένα με τον ηθικότερο τρόπο, με ενσυναίσθηση και συμπερίληψη (αλίμονο) [29]. Σερβίρουν κρέας ηθικό στα σιτηρέσια: από ζώα ηθικά μεγαλωμένα και ηθικά σφαγιασμένα. Αυτοί οι μικροί παραγωγοί, που έχουν αναλάβει τη σίτηση των έγκλειστων στο Απομονωτήριο, είναι άνθρωποι πολύ καλλιεργημένοι, με οικολογικές, αισθητικές και λοιπές ευαισθησίες. Όταν ξελαιμιάζουν ένα κοτόπουλο, οι κινήσεις τους είναι άκρως ποιητικές.[30]
Αν αφήσουμε πέρα τα προσωπεία της κάθε ιστορίας, λιοντάρι ή μη, πρόκειται για έναν ήρωα που καίγεται στον πυρετό των προσωπικών του αντιφάσεων.
Η ενσυναίσθηση είναι απλώς η πρόφαση για να σε πατήσουν κι άλλο. Όπως κι η ισότητα... Βεβαίως, υπάρχουν στιγμές που ακόμη και το Ανεπιτήρητο Παραγωγικό Ζώο θα ’θελε να του συμβεί κάτι που θ’ άλλαζε όλη την ύπαρξή του απ’ τα μέσα προς τα έξω, σαν θρόισμα του ’ρχεται αυτή η νοσταλγία, που κάνει τη γούνα του ν’ ανατριχιάζει. Μόνο που, την επόμενη στιγμή, [...] επανέρχεται στη φυσική του κατάσταση, δηλαδή μισεί τον κόσμο και τους ανθρώπους και δεν τους αντέχει, αλλά δίχως να ’χει και τις δυνάμεις ν’ αποχωριστεί εντελώς τις βρομερές πόλεις και τους δρόμους και τα καταφύγια και τις ταβέρνες και τ’ άλλα στέκια τους, όλα αυτά που, εδώ που τα λέμε, δεν είναι παρά οι αποτυπώσεις του ελεεινού μυαλού τους. [47-48]
Ασφαλώς και είναι προσωπικές οι αντιφάσεις, αλλά —εδώ σας θέλω, που λέει κι ο Ζαρατούστρας— δεν είναι απλά προσωπικές, μια στενοατομική ιδιοτροπία. Ας διαγράψουμε τότε όλον τον Μονταίνιο!
το βλέμμα σας τραβούσε το δικό μου, ώσπου αναποδογύρισε ο κόσμος, και ποιος κοιτά από μέσα και ποιος απ’ έξω έπαψε να ’χει σημασία [50]
Οπότε τι να γράψω για το λιοντάρι της πέμπτης νύχτας, τι νόημα θα είχε; Και τι να πρωτοδιαλέξω από τις 6 μεστές εκείνες σελίδες!
Ίσως απλά το τέλος της:
λοιπόν παρά τη συσκότιση των λέξεων και των ιδεών, ή μάλλον εξαιτίας αυτής, υπάρχουν στιγμές που ανατινάζονται όλα· τότε άνθρωποι, ζώα, δαίμονες, κλουβιά είμαστε μόνον πλέγμα λιθανάγλυφο μιας ζωφόρου, μορφές ακίνητες σαν παιδιά που λιάζονται χαυνωμένα στη σανιδένια προβλήτα, ώσπου αρχίζουν ένα ένα να πέφτουν στην πιο βαθιά θάλασσα, και ο χρόνος ξεκινά ξανά. [54]
Αυτά το λιοντάρι. Τρεις μέρες αργότερα, όταν τελειώνουν οι ιστορίες (τουλάχιστον όσες κέντρισαν την περιέργεια του Ζώου) και ξεθυμαίνει η όποια ψευδαίσθηση σύνδεσης δυο ζωντανών πλασμάτων (έστω κι αν κάποιοι αφηγητές δεν είναι τύποις ζωντανοί – βλέπε το γατί της πρώτης νύχτας), μένει η γυμνή πραγματικότητα της μικρής εκείνης κοινότητας: οι άκρως καλλιεργημένοι παραγωγοί ηθικού κρέατος ακονίζουν χασαπομάχαιρα, και τα ζώα —αφηγητές και μη— μαζεύονται γύρω απ’ τον ήρωά μας με μια λάμψη βάθιά στα μάτια τους: «τώρα θα φάμε» [77-78]. Επιστροφή στις Χίλιες και μία νύχτες, λοιπόν. 21st century version.
Απορία: αν οι «δεσμοί» της κοινότητας ορίζονται από ψυχράνθρωπους που καμία γνώση ψυχικών διεργασιών δεν έχουν, τότε πόθεν η «ενσυναίσθηση»; Αν στις φλέβες της κοινότητας καμία θέρμη δεν υπάρχει, μόνο διεκπεραιωτική διάθεση μιας απρόσωπης δημόσιας υπηρεσίας, τότε, απλούστατα, άστοχο να χρησιμοποιούμε τη λέξη «κοινότητα». «Συμπερίληψη» σε μια κοινότητα γιαλαντζί; Ή μήπως ο θρασύτατος συγγραφέας βάζει σ’ έναν τσούβαλο όλα τα ανθρωπιστικά ιδεώδη; Τι θράσος! Στο κάτω-κάτω, κι ο κυνηγός νοιώθει σεβασμό προς το θήραμά του. Οι Ιάπωνες κάνουν μνημόσυνη δέηση —στήνουν και μνημεία ενίοτε— για τις ψυχές των ψαριών και των οστρακόδερμων που κατέφαγαν.