Χάρτης 84 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-84/biblia/me-ena-sakidio-stin-plati

Με ένα σακίδιο στην πλάτη έρχεται η Αλεξάνδρα Μυλωνά αυτή τη φορά, στο «Backpack – Ιστορίες χίμαιρες» (Κουκκίδα 2024), γεμάτο εικόνες της γενέθλιας γης, ανθρώπους που πάσχουν (πάσχουν μόνο και μόνο επειδή ζουν), ιστορίες μικρές, καθημερινές, ρεαλιστικές που προσπερνούν τα μάτια τα δικά μας, αλλά για την ευαίσθητη ψυχή της λογοτέχνιδας γίνονται άγριες χίμαιρες - τρομάζουν, αλλά και ξεφεύγουν, χάνονται στα αυλάκια του μυαλού και επανέρχονται για να τις (αρ)αδειάσει στο χαρτί αναζητώντας τη λύτρωση. Είναι προϊόν μυθοπλασίας, μας δηλώνει υπεύθυνα. Κι όμως τη βασανίζουν, την καλούν να τις πει σαν ένα κακό όνειρο στο φως, ώστε να ξορκίσει τους δαίμονές της. Και πράγματι κάποιες κρύβουν κάτι χθόνιο, γήινο, αρχέγονο και κάποιες κυνηγούν το άπιαστο, το απραγματοποίητο κάθε λαχτάρας, μα και το ουτοπικό της τέχνης και της γραφής. Κι ευτυχώς που είναι έτσι τα πράγματα ώστε να συνεχίζεται το ταξίδι της γραφής και της ανάγνωσης.
Ιστορίες χίμαιρες λοιπόν. Διηγήματα μικρής φόρμας, τριάντα τρία τον αριθμό. Σε μια συλλογή, διαρθρωμένη σε δύο ενότητες, την «Πάλη πάλι» (τελειώνει ποτέ η πάλη με το μολύβι ή με τον εαυτό μας;) και τη «Δίνη Πανδημίας. Οδύνη» η συγγραφέας παίζει ποιητικά και ελλειπτικά με το άγος της εποχής.
Πολλοί οι πρωταγωνιστές στα διηγήματα. Κυρίαρχη θέση κατέχει η Τρίτη Hλικία, με την ανάγκη της για ζωή, για απόλαυση, για αναβίωση της κοινωνικής επαφής, για αναβίωση μιας τρυφερής παιδικότητας που κάποτε σκοντάφτει στη φθορά του χρόνου, μια φθορά σωματική και νοητική. Περιθωριοποίηση, μοναξιά. Επίθετα – σχόλια πικρά: «την τηλεόραση ανοιχτή να της κρατά άχαρη συντροφιά». Το παρελθόν χορεύει πιασμένο χέρι χέρι με το παρόν και η ανάμνηση άλλοτε απωθείται γιατί φέρνει στην επιφάνεια βιώματα της παιδικής ηλικίας τραγικά, της ανέχειας, του παράπονου, της αδικίας. Ώσπου το ατομικό βίωμα γίνεται συλλογικό και θυμίζει «οικεία κακά». Η τριτοπρόσωπη αφήγηση διατηρεί μια απόσταση ασφαλείας. Άλλοτε η ανάμνηση γίνεται στήριγμα για μια (μάταιη;) απόδραση από την παραίτηση, όπως και η αέναη δοτικότητα της γιαγιάς όλων μας. Την ίδια δύναμη παρέχει και ο διάλογος των γενεών: το χάσμα γεφυρώνεται: «γιαγιά, στην υγειά σου». Η Τρίτη Ηλικία φτάνει τότε σε μια κατάφαση στη ζωή, με τα… κοινωνικά δίκτυα να παίζουν το διττό τους ρόλο: αντίδοτο και επιβεβαίωση της μοναξιάς. «Τα παιδιά όμως είναι πουλιά, έρχεται η στιγμή που πετούν, πετούν και φεύγουν». Και ανοίγουν πλατιές παρενθέσεις, όταν το συναίσθημα δεν βολεί να μείνει κλεισμένο στην καρδιά της αφηγήτριας (γιατί εγώ τη φαντάζομαι γυναίκα). Και ξεχύνονται τρυφερές, ζεστές, ανθρώπινες εικόνες, μεταφορές, παρομοιώσεις, αφήγηση σε α΄ και β΄ πρόσωπο για να ξεπροβάλει μπροστά μας μια θάλασσα, σημείο αναφοράς, αλλά και νάμα αναζωογόνησης για την Τρίτη Hλικία. Την άλλη, της προηγούμενης γενιάς, αλλά και της δικής μας που πλησιάζει. Έτσι το χρέος προς αυτή γίνεται χρέος εκπληρούμενο προς τον εαυτό μας, λυτρωτικό. «Τίποτα άθραυστο σ’ αυτόν τον κόσμο, όποια εγγύηση και να το συνοδεύει, τίποτα». Λόγος γνωμικός, χαρακτηριστικό των γηρατειών.
Το δίδυμο «παρελθόν-παρόν», όπως ειπώθηκε, κυριαρχεί στη συλλογή. Το παρελθόν που έρχεται να νοηματοδοτήσει το παρόν και να απορρίψει ένα ψυχρό, άχαρο, τεχνοκρατούμενο μέλλον. Το παρελθόν της χειρωνακτικής εργασίας που συνταράσσει με εικόνες ακουστικές και οπτικές τη μίζερη δημοσιοϋπαλληλική ζωή και τραβάει μια ματωμένη γραμμή στην εφησυχασμένη συνείδηση ενός απρόσωπου κόσμου. Ο διάλογος ως αφηγηματικός τρόπος, δειλά επιχειρεί να αποκαταστήσει την επικοινωνία. Και η φαυλότητα σημείο συνεκτικό των ανθρώπων. Έτσι ένας «φαύλος» άνθρωπος γίνεται «σημείο αναγνωρίσεως» και προωθεί την επαφή, αυτή την μύχια ανάγκη.
Ο χρόνος αφήνει τα σημάδια του όχι μόνο στα πρόσωπα, αλλά και στο αστικό τοπίο. Που μεταλλάσσεται. Χάνονται τα περίπτερα, τα μπακάλικα... άλλη μια απώλεια. Η πόλη εκσυγχρονίζεται ερήμην μας. Ως αφηγηματικός χώρος η Θεσσαλονίκη είναι πανταχού παρούσα, με τα τοπόσημά της, την ντοπιολαλιά, τις καθημερινές συνήθειες των θαμώνων της. Το αμερικάνικο όνειρο, όνειρο πολλών νέων της Ελλάδας, χάνεται, υποχωρεί μπροστά στη γενέθλια πόλη που τα σύμβολά της εγγράφονται στη συνείδηση ως ταυτότητα. Η μετανάστευση δεν δύναται να σβήσει την ιστορική μνήμη. Ο Πύργος δεν «ματώνει από την περιφρόνια». Μια ανθρωπογεωγραφία. Ένα λίκνο πολιτισμών. Η «πρωτεύουσα των προσφύγων». Αυτών που ο καημός δεν έχει τέλος. Έρχεται «μνησιπήμων πόνος», σαν τραύμα από το παρελθόν να ενωθεί με την τωρινή τραγωδία της κρίσης και να αποκτήσει υπόσταση. «Βουνά ανταριασμένα. Γκρεμισμένα σπίτια. Μαύρα μάτια που αστράφτουν, που καίνε απ’ το άδικο». Και το τραύμα κρατιέται μυστικό, ενοχικά, γιατί έχουμε μάθει να φυλακίζουμε τα συναισθήματα. Γι’ αυτό και η γραφή ποτέ, ούτε μία φορά δεν υποπίπτει στον μελοδραματισμό.
Βίοι ελάσσονες παρελαύνουν στην πόλη. Αδέσποτοι άνθρωποι, άστεγοι, κυρίως γυναίκες. Άνθρωποι παλαιάς κοπής, αποκλεισμένοι, περιθωριοποιημένοι, που δεν διστάζει η συγγραφέας-σκηνοθέτης να τους βάλει να κλάψουν, πάντα όμως διακριτικά, αξιοπρεπώς. Όλοι οι ήρωες διατηρούν την αξιοπρέπειά τους. Η μετανάστρια, μια μορφή παραγκωνισμένη, βρίσκει τη θέση της στο μικρό διήγημα και δικαιώνεται. Παίρνει χαρά με ένα μικρό δώρο και προσφέρει στον αναγνώστη την κάθαρση. Με όρους αρχαίας τραγωδίας διαρθρώνεται ο μύθος σε πολλά διηγήματα και στα εκτενέστερα η πλοκή δι’ ελέου και φόβου οδηγείται στη λύση της.
Και η αναπηρία έχει τη θέση της στις ιστορίες. «Η πρόοδος του Ιάκωβου στα λόγια πενιχρή, η άσκηση του καθρέφτη όμως ακριβό του ατού, ατράνταχτο». Η θέση των λέξεων στην πρόταση δημιουργεί πάντα έναν ρυθμό. Η γραφή ποιητική. Ο «φυσικώς αδύνατος» μαθητής, πικρή ειρωνεία για ένα εκπαιδευτικό σύστημα που τρώει τα παιδιά του. Η νάνος θεατρίνα που εκδικείται και το έγκλημα γίνεται εκτόνωση της οργής, της αδικίας για να αποκατασταθεί η περηφάνεια της διαφορετικότητας – η ύβρις τιμωρείται: «ποια ήταν αυτή η γυναίκα που στεκόταν εκεί μπροστά της, με τα λούσα της, τα ακριβά της ρούχα, με τη φωτογραφία με τους τρεις λεβέντες γιους της, τη σα μίσχο ψιλόλιγνη κόρη κι εκείνον τον αρχοντάνθρωπο για σύζυγο να καμαρώνει μπροστά στη βίλα τους στο Πανόραμα;». Ο ελεύθερος πλάγιος λόγος μετριάζει την απόσταση.
Οι ήρωες δεν είναι χάρτινοι, ψυχογραφούνται, ως τα μύχια της ψυχής τους. Η κοινωνική απόρριψη οπλίζει τα χέρια τού αποκλεισμένου που χτυπάει μια κοινωνία υποκριτικής ευδαιμονίας. Η Αλεξάνδρα κρυφοκοιτάζει εδώ την αστυνομική, ίσως και την αμερικάνικη λογοτεχνία. Το έγκλημα, ρεαλιστικό ή φανταστικό, υπόθεση ή αλήθεια εγείρει στον αναγνώστη την προσμονή της διαλεύκανσης. Η εκδοχή δική του. Και μαζί με τον θάνατο, το άλλο πάγιο θέμα της ποίησης και του θεάτρου: ο έρωτας. Ρομαντικά καταδικασμένος βέβαια, σαν τα «ανεπίδοτα γράμματα». Και ξεπηδούν υπαρξιακές αγωνίες πίσω από περιγραφές που εμένα μου θύμισαν Παπαδιαμάντη, που άλλα τα βλέπει, άλλα τα εικάζει, άλλα τα ονειρεύεται. Η συγγραφέας σκηνογραφεί: χώροι υποβλητικοί που πρωταγωνιστούν, όπως και αντικείμενα (της θεατρικής σύμβασης, της αλήθειας της ζωής;) το ριντό, τα γυαλιά, το «φλαμίνγκο». Τα άψυχα γίνονται καθρέφτες των έμψυχων.
Κι αναρωτιέται κανείς, υπάρχουν βιωματικά στοιχεία στα διηγήματα; Θεωρώ πως ναι. Πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Η καθηγήτρια, η ηθοποιός, η σκηνοθέτης, η γυναίκα κρατούν το μολύβι μαζί με την ευαίσθητη ματιά της συγγραφέως.
Ώσπου φτάνει η πανδημία. Μία πραγματικότητα δυστοπική, ένας «κόσμος κενός περιεχομένου». Κι όμως αυτό το περιεχόμενο ανασύρει η Αλεξάνδρα, σκάβοντας βαθιά μες στις ψυχές μοναχικών ανθρώπων. Άνθρωποι που άλλοτε βρίσκει μέσα τους χώρο να ανθίσει η ευγένεια, η ανθρωπιά ή ο καταπιεσμένος έρωτας κι άλλοτε φωλιάζει το μίσος, η οργή, η απελπισία. Γίναμε Μισάνθρωποι, λέει. Εγκλεισμός, αποστασιοποίηση, μοναξιά, βαρύτερη για την Τρίτη Ηλικία και την αναπηρία, που πάλι τραβούν το ευαίσθητο βλέμμα της συγγραφέως. Δεν λείπει η ίδια η ασθένεια, ο πόνος, η απώλεια, αλλά και πιο σκληρά θέματα, όπως η αιμομιξία. Η ανάγκη της επαφής κάποτε υπερπηδά το χάσμα που χωρίζει τη ζωή και τον θάνατο, κι αυτός έρχεται κοντά ή είναι μέσα μας. Το δεύτερο πρόσωπο της αφήγησης αισθητοποιεί αυτή την ανάγκη της επαφής. Ομιλούσες σιωπές: το «χαμόγελο πίσω από το πανί», το βλέμμα υποκαθιστά τον λόγο, υψώνεται πάνω από τη μάσκα, που πάλι ως θεατρική σκευή πρωταγωνιστεί. Κι έχει η μάσκα διττό ρόλο: στην αρχή, άλλοθι για την ούτως ή άλλως αποστασιοποίηση του καιρού μας και μετά, όχημα επανάστασης, που πετιέται απελευθερωτικά και «βρωμίζει» χαιρέκακα τον Θερμαϊκό. Οι Φύλακες (διακειμενικότητα με τον κινηματογράφο;) δεν μπορούν να μας φυλακίσουν. Και το βιωματικό στοιχείο και πάλι δεν λείπει: το τηλε της τηλεκπαίδευσης εγγράφεται οδυνηρά στην ψυχή και τη συνείδηση της δασκάλας. Όλα τηλε
και ψηφιακά, μια παρωδία ζωής που δεν ξεδιπλώνεται. Γι’ αυτό και η αφήγηση δίνει συχνά τη θέση της στον στοχασμό και το κείμενο μικραίνει, ασφυκτιά κι αυτό. Όμως δικαιούται να γραφεί, έτσι σαν «ενθύμιον φρίκης», όπως θα αναφέρει η συγγραφέας σε παλαιότερη συνέντευξή της.
Αυτή η απαγορευμένη επαφή αναδύεται και σαν αδήριτη ανάγκη επικοινωνίας με τον αναγνώστη και πολλά διηγήματα κλείνουν με ένα επιμύθιο, που αναρωτήθηκα αρχικά τίνος είναι η φωνή, της συγγραφέα ή της αφηγήτριας, μα τώρα είμαι βέβαιη: η Αλεξάνδρα, σαν τη Γυναίκα της Σονάτας του Ρίτσου, μας δίνει κι εκεί τα κοράλλια που ανακάλυψε στον βυθό της θάλασσάς της.
Οι μικρές ανθρώπινες ιστορίες, ηρώων απλών και τραγικών μαζί, με μια βαθιά εσωτερικότητα, με επιθυμία για ζωή και φόβο γι’ αυτή, γράφτηκαν «με νύχτα ψυχής και φως ουρανού» για να χαρίσουν σε μας τους αναγνώστες ένα ελαφρύ μειδίαμα συνενοχής και ονείρου, γιατί είμαστε εμείς οι ήρωες και εμείς οι αφηγητές. «Γι’ αυτό άλλωστε γράφει. Για να μη χάνονται τα όνειρα. Τελεία και παύλα».
__________
Εισήγηση στην παρουσίαση του βιβλίου στο «Εκκοκιστήριο Ιδεών» (Βέροια, 18/5/2025)