Χάρτης 84 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-84/diereynhseis/aparadekto-erwtima
Η ποίηση περιέχει ό,τι τη διαφθείρει κι εκείνη περιέχεται σ’ αυτό διαφθείροντάς το.
Το πεπρωμένο είναι το αντίθετο κάθε κοσμοθεωρίας όταν ο άνθρωπος διευκρινίζεται στη σύγχυσή του, όταν δεν δύναται δηλαδή να διανοηθεί πως το είναι είναι περιεχομενικά αβαθμίδωτο, σε αντίθεση με το γίγνεσθαι που όχι μόνο δεν είναι περιεχομενικά βαθμιδωτό μα είναι διαβαθμιζόμενο περιεχόμενο. Όταν, εν ολίγοις, δεν αναγνωρίζει πως ο ίδιος αντικαθίσταται απ’ την καταστροφή του. Μόνο στην άρνησή του ν’ απαλλαγεί από την άγνοιά του έχει νόημα να επιμένει κανείς.
Ο άνθρωπος βρίσκει σχεδόν πάντοτε κάτι να πει ή να γράψει δίχως αυτό να τον δυσκολεύει ή να τον διευκολύνει σε κάτι υποχρεωτικά. Είναι, μπορεί να πει κανείς, η επιτομή της ακατανοησίας της ύπαρξής του. Πώς μπορεί να τεθεί σε σύγκριση το άλλο όταν τίποτα δεν είναι διαφορετικό από το συμπαντικό αυτό; Διαφορετικό ακόμα κι απ’ ό,τι κατά δευτερότερες ανάγκες θεωρείται υπάρχον;
Η ποίηση, μη κατανοημένη στο σύνολό της μα με αποδεχόμενες μόνο συγκεκριμένες εκδοχές της, συμπεριελήφθη στην αποκαλούμενη σύγχρονη κουλτούρα ώστε να χρησιμοποιείται ως λεκτική «κοινωφέλεια», ως μέρος της κανονικότητας άρνησης του υπάρχοντος.
Το προνόμιο της απελευθέρωσης από την αλήθεια ύπαρξης του λάθους, από τον απελευθερωτικό άνεμο που πνέει στο πέλαγος του επιβεβαιωμένου λάθους, είναι προνόμιο όσων παραιτούνται απανωτά υπέρ της αντίθετης αίσθησης που δημιουργεί το απρόσβατο. Το να παραιτείται κανείς ή να αρνείται, μεθοδικά ή αυθόρμητα, στη σφαίρα του υπαρξιακώς απυρόβλητου, είναι εξίσου σημαντικό μ’ ένα μυγόχεσμα. Η επιμονή και το αδιάσειστο δεν φτάνουν στο περιεχόμενο όπως ο θρήνος δεν φτάνει στον πεθαμένο.
Το μόνο «τίμημα» που πληρώνει ευχαρίστως η «ποίηση», είναι η, ιδεολογικά ιεροποιημένη, διατήρηση μιας «εκλεκτικής σύνδεσης» με προηγούμενες θέσεις που έφεραν ακριβώς την ίδια επιταγή ανανέωσης, κρατώντας το πρόβλημα της καινοτομίας, δηλαδή του καινοτόμου περιεχομένου, όσο το δυνατόν μακριά της.
Υπάρχει μια ακατάπαυστη αναδιατύπωση η οποία δεν είναι ικανοποιητική, δεν επηρεάζει απολύτως τίποτα, κι αυτή είναι η αίσθηση ουσίας που προκαλεί η έλλειψη ουσίας. Αυτό ήταν κάτι που γνώριζαν και έθιξαν σχεδόν όλοι οι σημαντικοί άνθρωποι στο παρελθόν, κάθε κλίμακα αξιών που δεν περιέχει αναζητούμενο περιεχόμενο δεν είναι παρά ένα σύνολο από βαθμίδες εξαλειπτόμενων πραγματικοτήτων.
Ακόμα και μια διασύνδεση με την αποκαλούμενη αρχέγονη υπαρξιακή εμπειρία, που δεν εκτείνεται ως αυτή από το άκρο της σύγχρονης σημασίας ενός εγγενούς αρχετύπου μα διενεργείται ως μεταφορικός συντελεστής κοινής σημασίας ―από το ένα άκρο ως το άλλο―, δεν καθίσταται ποιητική μα λεκτικώς εμπειρική. Θα μπορούσε να ήταν ποιητική εάν δεν χρειαζόταν να εκταθεί, η ποίηση δεν είναι διασυνδετική διαστολή ή αποσυνδετική συστολή, αντιθέτως, είναι περιεχόμενο μεταξύ αέναων άκρων.
Ό,τι βοηθά τον άνθρωπο να αντέχει στον Χρόνο είναι το αντικείμενο της αυταπάτης του, κι όχι κατά το δυνατό μα δεόντως. Αυταπατάται γιατί φέρει αιτιότητα προς την αλήθεια. Στην αιτιότητα, στο περιεχόμενο της αιτιότητας, εκπηγάζει η δημιουργία.
Ένας πιθανός ορισμός της ποίησης περιέχει τον ορισμό της δημιουργίας, ακριβώς όπως ένας πιθανός ορισμός του υπέρτατου περιέχει τον ορισμό του ορίου.
Η αλήθεια, ως τρόπος της ποίησης δεν συνεργεί υπέρ μας, υπέρ ενός αγώνα ελπίδας και γνησιότητας: κι οι δυο διαψεύδονται από τον νόμο της ύπαρξης. Περιορίζονται από το υπαρξιακό όριο. Η ποίηση περιέχεται στο απολύτως απορριπτέο διότι δεν υπάρχει υποστήριγμα γνώμης ή άποψης, δράσης ή επίδρασης που να μην κρύβει μέσα του την προσδοκία ενός ακλόνητου λόγου διαρκείας.
Η ψευδαίσθηση, η αυταπάτη, φέρουν ποιοτική εγκυρότητα επίγνωσης, αυτό στον γραπτό λόγο σημαίνει άμυνα στην εκμηδένιση μέσω άποψης, όμως στην ποίηση δεν σημαίνει τίποτα, δεν λειτουργεί στην ποίηση. Η τελειοποίηση της ποίησης είναι έγκυρη στο κενό του περιεχόμενού της, δεν έχει απόθεμα παραδείγματος.
Ο μη ποιητής συντηρείται στη δικαιολογία τού να προστατεύει τις απόψεις του μέσα σε μια πληθώρα υφών και τάσεων οι οποίες δεν καταφέρνουν να ανταποκριθούν σε πραγματικές, κατά τις απόψεις του, ανάγκες ή ακόμα κι όταν ανταποκρίνονται, οι έτερες, οι αταίριαστες, μολονότι απορριμένες, κατά τρόπο αλλόκοτο ελλοχεύουν. Ο ποιητής είναι ασυντήρητος, πλήρως αδικαιολόγητος προς πάσα άποψη και υπό πάσα έννοια.
Ο μη ποιητής ολοκληρώνεται με κίνητρο, ο ποιητής ολοκληρώνεται με τέλος. Ο μη ποιητής αντιλαμβάνεται τον εαυτό του σ’ αυτό που επιδιώκει. O ποιητής παραμένει εσαεί αναντίληπτος, συντεινόμενος από διευρυνόμενο αδιέξοδο.
Η ομορφιά, η δικαιοσύνη, η ανυστεροβουλία κτλ., παύουν, καθίστανται σκουπίδια, όταν δεν έχει συνειδητοποιήσει κανείς πως τείνουμε και αποφασίζουμε επιλέγοντας αποκλειστικά απ’ ό,τι προσφέρεται στην όλο και στενότερη οδό μεταξύ ελπιδοφόρας αυταπάτης και ασύμφορης αλήθειας. Η επίτευξη αληθινής καινοτομίας δεν χρειάστηκε τον ποιητή ως δημιουργό μα ως άνθρωπο, ζώντας σ’ αυτή δεν χρειάζεται παρά να συλλάβει με το μυαλό του την ανθρώπινη διάσταση: ο ποιητής δημιουργεί, δηλαδή δημιουργείται, γίνεται διαφορετικό υποκείμενο στο περιεχόμενο της αληθινής καινοτομίας.
Όχι αν θέλουμε μα εάν χρειάζεται να διακρίνουμε το κατ’ εξοχήν ποιητικό, χρειάζεται ταυτοχρόνως να παραμένουμε αδιάφοροι και όχι ελκυόμενοι ή απωθούμενοι απ’ αυτό που φαίνεται να είναι αμετάδοτη εγκυρότητα της ύπαρξης. Το γνώρισμα της χρονικής κοινότητας είναι εντέλει ένα ακατανόητο φαινόμενο δίχως αναλογία, δίχως σχέση, πέρα από εκείνη της ανθρώπινης εμμονής να το καταβιβάζει σε προσδόκιμο αλήθειας, μιας αλήθειας που δεν αποτελεί παρά ανόητη αποφυγή από την προοπτική του τέλους.
Η διαχείριση μιας εκπληρωμένης ποίησης μέσω «νεωτερικής πρωτοβουλίας» αποτελεί διαχείριση ενός ποιητικού πτώματος το οποίο δεν έφερε ουδεμία αντίσταση, ο «νεωτεριστής» είναι απλά ένας χρήσιμος νεκρόφιλος, γλωσσικός επαναστάτης ενός «κάτι», γιατί επέβαλε νέο ποιητικό δίκιο σ’ ένα δίκιο που δεν μπορεί να ξαναϋπάρξει, να λειτουργήσει ως ποίηση σε νέα επιβολή, σε νέα ανάδειξη. Το δίκιο αυτό δεν χρειάζεται να αποκατασταθεί, δεν οριστικοποιείται εκ νέου, δεν συνεπάγεται, σε επίπεδο ενστερνισμού, τίποτα πέρα από τη δικαιωματική υπόστασή του. Μόνο ένα επιπόλαιο πνεύμα, ένας ξετσίπωτος της γραφής θα το εντάξει στη μέθοδό του, γιατί ούτε το βάσανο ούτε το σάβανό του αρκούν.
Το ίδιο ισχύει και για το περίφημο «ποιητικό συναίσθημα»: το συναίσθημα μέσα σε κάτι, κατά τη διάρκεια μιας στιχικής έκθεσης ή ακόμα και σε μια έκφραση «ενδότερης σημασίας», αποτελεί προπέτασμα δογματικής στάσης, πρόκειται για συναίσθημα προς κατανάλωση, για συναίσθημα που εκβιάζει, που τείνει να αποκρύψει την έλλειψη νοήματος, συνοχής. Αντιθέτως, το περιεχόμενο δεν περιέχει συναίσθημα, δεν επικαλείται ούτε χρειάζεται συναισθηματική βαρύτητα γιατί είναι υπερβατικό, όχι μόνο υπό την έννοια μιας εμπειρικής δυνατότητας που τείνει να συγκεράσει διιστάμενες πραγματικότητες, τον χρόνο του υποκειμένου και τον χρόνο της ποίησης, μα υπό τη μη έννοια μιας αιωνιότητας σύμφωνα με την οποία τα πράγματα είναι απλώς αποκλείσεις ή ευκαιρίες προσέγγισης του προβλήματος, όπου κάθε προτεινόμενη αλλαγή ή παρέμβαση προς αυτό είναι ερμηνευτικά άσκοπη καθώς όσο αναβιβάζει το υποκείμενο, τις ποιότητες του υποκειμένου, απομακρύνεται από την πιθανότητα ειδικής αναγνώρισης του προβλήματος.
Το να καταφέρνει κανείς αξιόλογα ή εντυπωσιακά αποτελέσματα στο επίπεδο άρνησης ή μετατροπής του προβλήματος δεν τον καθιστά ποιητή μα στιχογράφο.
Κατά τα όσα συμβαίνουν τριγύρω όμως, δεν χρειάζεται παρά να ακολουθεί κανείς τη δυσωδία μιας αποσυντιθέμενης ποίησης, η οποία τον οδηγεί ξανά και ξανά στον εαυτό του, στη δικαιοκρισία του και συχνά στην επιβράβευσή του.
Αντιθέτως, ο ποιητής, η ποίηση, βρίσκονται στο διαρκές πρόβλημα μιας ατελούς παύσης, της ολοκλήρωσης του μέλλοντος.
Η ζωή, με τους νόμους της, του φυσιολογικού και του αφύσικου, του βατού και του άβατου, κ.τ.λ, κρίνεται και σχολιάζεται από μια ποίηση κοινής έκτακτης ανάγκης στην οποία φαντάζει ως πορεία ή συνδυασμοί πορειών, ωστόσο η ζωή είναι κάτι που φέρνει σε πρόσκαιρο σημείο το οποίο διευρύνεται και περιστέλλεται.
Εάν εντέλει η ποίηση, η γλώσσα της ποίησης, το περιεχόμενό της, έχουν νόημα, αυτό βρίσκεται στην κατάρα της, στην απουσία ή έστω στην άρνηση διεκδίκησης νέου ή άλλου πεπρωμένου. Αυτό διαχωρίζει την ποίηση από τη μη ποίηση, ακριβώς όπως η δημιουργία διαχωρίζει την αλήθεια από το ψέμα, δίχως να βρίσκεται ανάμεσά τους γιατί βρίσκεται μέσα τους.
Στο κείμενο αυτό όπως και σε όλα τα προηγούμενα, λοιπόν, δεν δίνονται οδηγίες, γιατί ουσιαστικά δεν υφίστανται, δεν καταρρίπτεται τίποτα που από μόνο του δεν καταρρίπτεται, δεν προωθείται μια μετατρεπτική ορθότητα ― ό,τι διαλαμβάνεται εμπεριέχεται σ’ έναν λόγο ποίησης του οποίου το μέλλον και το παρελθόν είναι ένα.
Εάν το απόλυτο είναι απλώς μια ιδέα, τότε η υπέρβασή του είναι βέβαιη, δεδομένη σε κάποια ερχόμενη στιγμή, εάν όμως το απόλυτο είναι η υπέρβασή του, αυτή δεν επιτυγχάνεται παρά μόνο με ένα είδος καταστολής, εξάλειψης όσων μεσολαβούν για την προσέγγισή του, όσων εργαλειοποιούνται για την ικανοποίηση μιας τέτοιας απόφασης, μιας τέτοιας κατάστασης.
Εδώ και κάμποσα χρόνια, στις προθήκες της παγκόσμιας κοινωνίας εκτίθεται καθετί θεαματικά ανούσιο σε κάθε τομέα τέχνης και διανόησης, μόνο και μόνο για έναν λόγο: διότι απέρριψε, αρνήθηκε, το βασικότερο των ερωτημάτων παριστάνοντας πως είναι σε θέση να υπάρχει δίχως αυτό. Κι όταν λέω πως η παγκόσμια κοινωνία έχει ξεπέσει το λέω αναφερόμενος στο τι προκρίνει και προωθεί, όχι στο τι υπάρχει.
Ακόμα και στην ψυχή προσδίδεται φενάκη περιωπής μα στο πνεύμα το πολύ-πολύ να προσδώσει κανείς τέλεια αποχώρηση ― ακριβώς όπως η ανάδειξη του κόστους και της οδύνης στην ποίηση είναι τέλεια απόδειξη μη ποίησης.
Άμα πιστεύει κανείς στη νομοτέλεια δεν προσδοκά τίποτα, έτσι εξηγείται το πως η προσδοκία, το επιθυμητό, δεν βρίσκονται στο απαράδεκτο ερώτημα. Δεν με εκπλήσσει διόλου λοιπόν το πως με εκδόσεις βιβλίων, ποιητικών συλλογών, η γλώσσα διαστρέφεται για να θεσμοποιηθεί η άρνηση όχι μόνο του απαράδεκτου ερωτήματος μα και υποδεέστερων.
Το προνόμιο με κάθε ποίημα να ανακτάται ό,τι στο προηγούμενο είχε τελειώσει, εκτός από πλειονοτικό είναι νευραλγικής σημασίας για όσους το έχουν. Αυτή η φιλοδοξία αδιάσπαστης συνέχειας του «ζωτικού» διαπνέει απ’ άκρη σ’ άκρη σχεδόν τα πάντα. Η ακρίβεια της έννοιας ενός όρου και η ίδια η ακρίβεια ενός όρου, ωστόσο, μπορεί να είναι αυξανόμενη παρότι όλοι τριγύρω προσπαθούν να πειστούν πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Το ίδιο ισχύει και για ένα συγκεκριμένο είδος, για μια ειδική κατάσταση του υπάρχειν. Θα μπορούσαν να παρατηρήσουν αυτή την αυξανόμενη ακρίβεια σε έργο μα την αποφεύγουν όσο τίποτε άλλο.
Ό,τι εγείρεται από εννοιακή αποξένωση εγείρεται ταυτοχρόνως κι από λογική αποξένωση, η αλλοτρίωση φέρει πλέον την ιδιότητα μιας επαγόμενης παραμόρφωσης, εκείνης της αποφυγής της συνέπειας όχι μόνο όσων ισχύουν ή δεν ισχύουν μα και όσων δημιουργούνται.
Η αυθεντική ή αληθινή ποίηση δεν διακρίνεται απλώς λόγω του ότι δεν περιέχει τίποτα που να μην τείνει, να μην αφορά, κάποια νοηματοδότηση, μα λόγω του ότι αυτή περιέχει μια έγερση που εξακολουθεί μετά το πέρας της νοηματοδότησης. Κάθε στιχικό κείμενο που ολοκληρώνεται από ένταση ανάγκης ενός ποιητικού αντικειμένου δεν είναι πράγματι ποίημα, καθώς μια τέτοια ανάγκη σημαίνει «εξηγητική αποκατάσταση» του αντικειμένου ώστε να ενταχθεί σε ένα μικροσύμπαν αντιληπτικών συνηθειών. Η πλειονότητα μοιράζεται το μικροσύμπαν αυτό διότι δεν περιέχει εκείνη τη διέγερση που εξακολουθεί μα κάθε φορά έρχεται στο προσκήνιο με κάποια από τις διεγέρσεις που δεσμεύουν στα κριτήριά τους τη νοηματοδότηση. Ένα μικροσύμπαν δεν διαστέλλεται όταν πιστεύεται όλο κι από περισσότερους, τουναντίον συστέλλεται περαιτέρω.
Ευρύτερα ―τόσο σε υψηλότερα όσο και σε χαμηλότερα κριτικά επίπεδα― αναδεικνύεται μια «ανωτέρα βία» αμιγώς υπολογιστική (πολιτική), υπό την έννοια ενός υπολογισμού καταλληλότητας ή ακαταλληλότητας απόψεων και δεδομένων που επικυρώνουν υπεσχημένη δέσμευση η οποία δεν εμφορείται, όπως η ποίηση, από αξία, δηλαδή από τελειοποιούμενη περιεχομενική εκμηδένιση.
Κάθε στάση η οποία προάγεται ως καθαρότητα που αποκαθιστά τα ανθρώπινα γεγονότα, που αποκαθιστά την «απεχθή» αδιαιρετότητα του κόσμου, συνεπάγεται μια αναβάθμιση κυριότητας στο νόημα της «απειλής» που συνιστούν η απουσία και ανυπαρξία. Ακόμα και τα όποια κίνητρα είναι επινοημένα όχι από ανάγκη εντός του παράδοξου της ζωής, μα από ανάγκη επινόησης που ανάγει καθετί σε αναίρεση.
Ένα από τα βασικά της ποίησης είναι το πρόβλημα πως η ανθρώπινη δημιουργία αποτελεί μέρος κριτηρίων τα οποία υπήρξαν ανέκαθεν προγενέστερα, ο άνθρωπος βρέθηκε να υπάρχει μέσα σ’ αυτά. Κάθε επινόηση επιφέρει ένα συλλαμβανόμενο το οποίο μοιάζει να μη υπήρχε προηγουμένως, το πως υπήρχε όμως το επιβεβαιώνει η επόμενη επινόηση. Οποιαδήποτε νέα αντίληψη για το τι είναι το αληθές, παρότι αποτελεί πάγια αναβάθμιση της μεθόδου αντίληψης της ακρίβειας, εμποδίζεται εξίσου από την ατομική όσο και από τη συλλογική αυταπάτη. Η ποίηση λοιπόν αποκαλύπτει μια διακριτή διενέργεια: την απομάκρυνση από το πεδίο της αυταπάτης, δηλαδή μια βαθμιαία αποδέσμευση απ’ τις επινοήσεις, πόσο μάλλον από το ήθος που φέρουν οι επινοήσεις μέσω του οποίου γίνεται κανείς μάρτυρας των εντυπώσεών του.
Το πως ο ποιητικός λόγος δεν υποτίθεται, είναι ζήτημα παράβασης, αυτό σημαίνει ποίηση. Η άλλη, η ποίηση, επικυρώνεται στην προσπάθεια των ποιητών της να εξαλείψουν αυτόν τον κίνδυνο παράβασης, προϋποθέτοντας την «επιλογή της ορθά παραβατικής πλευράς» όπου ακόμα και η σιωπή που καραδοκεί είναι κράτημα λόγω αδυνατότητας έκφρασης της ουσίας, όχι αναγνώριση της ουσίας.
Εάν η ποίηση είναι γεγονός, είναι γεγονός που δεν αποτελεί τίποτα παρότι αποτελείται. Η (εκτενώς παρουσιασμένη σε παλαιότερα δοκίμια) εποπτεία, είναι ακριβώς αυτό το μη αποτελούμενο κενό: η ζωή και η δημιουργία που δεν αποτελούν τίποτα μολονότι αποτελούνται.
Η ποίηση είναι περισσότερο εξουδετερωτική υπέρβαση παρά ωρίμανση μιας συνάντησης. Οι άνθρωποι δεν συναντώνται στην ποίηση περισσότερο απ’ όσο συναντώνται στη ζωή, αντιθέτως, η ανάγκη συνάντησης, συνταύτισης, ομοθυμίας, υπερβαίνεται, ξεπερνιέται, γιατί στην ποίηση λειτουργεί το διασαφηνιζόμενο, η δημιουργία δεν επιλαμβάνεται κάτι, είναι επιλαμβανόμενη.
Αυτό που μπορεί να οριστεί ως νέα γλώσσα στην ποίηση δεν είναι κάτι συχνό. Τι εννοώ -καθώς αυτό φαίνεται πως είναι το πλέον διαφιλονικούμενο στοιχείο-, νέα γλώσσα ποίησης δεν είναι απλώς ένα ίδιον επίλεκτων προσαρμογών που συγκροτούν έναν νέο τρόπο, μα ένα ίδιον στο οποίο η δημιουργία είναι νέος τρόπος. Στην ποίηση δεν υφίσταται προνοητικό κριτήριο.
Κάθε ανάδειξη του ζητούμενου μπορεί κάλλιστα ν’ αποτελεί ευτελή υποχώρηση μπροστά στο χάος μέσα στο οποίο έχουν νόημα μόνο οι υποτιμήσεις των οποίων δεν έχει κανείς την επίγνωση. Αυτό μπορεί να εξαρτάται από δύο πράγματα: απ’ ό,τι διατηρείται αζήτητο ή από μια μετά βίας ανεκτή διαβεβαίωση.
[ Παρίσι, Ιανουάριος 2025 ]