Χάρτης 84 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-84/dokimio/o-vasilias-tis-asinis-kai-to-onoma-toi-vasilia-tis-asinis
Σε αυτό το άρθρο[1], θα αναλυθεί το ποίημα του Σεφέρη «Ο βασιλιάς της Ασίνης» και το δοκίμιο του Μπονφουά Το όνομα του βασιλιά της Ασίνης. Στους πρώτους στίχους του ποιήματος «Ο βασιλιάς της Ασίνης», το ποιητικό υποκείμενο θυμάται να ρεμβάζει στην Ακρόπολη και στη θάλασσα της Ασίνης, μιας πόλης μυκηναϊκής της Πελοποννήσου στην οποία αναφέρεται ο Όμηρος, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του ποιητικού υποκειμένου στο παρελθόν:
Ἀσίνην τε…
ΙΛΙΑΔΑ
Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω γύρω το κάστρο
αρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου εκεί που η θάλασσα
πράσινη και χωρίς αναλαμπή, το στήθος σκοτωμένου παγονιού
μας δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα.
Οι φλέβες του βράχου κατέβαιναν από ψηλά
στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στ’ άγγιγμα του νερού, καθώς το μάτι ακολουθώντας τις
πάλευε να ξεφύγει το κουραστικό λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ολοένα.[2]
Η θέα της Ακρόπολης, της θάλασσας και των ερειπίων « αποδυναμώνει » το ποιητικό υποκείμενο[3]. Ο ήλιος φωτίζει τα τείχη αλλά δεν υπάρχει « κανένα πλάσμα ζωντανό » ; όλοι έχουν φύγει ακόμη και τα « αγριοπερίστερα ». Το ποιητικό υποκείμενο αναζητά το βασιλιά της Ασίνης ο οποίος στην Ιλιάδα αποτελεί μια σύντομη αναφορά[4] σαν « εντάφια χρυσή προσωπίδα », η οποία είναι ένα αντικείμενο πολύτιμο αλλά βρίσκεται μέσα σε έναν τάφο. Επίσης, καλύπτει το πραγματικό πρόσωπο του ανθρώπου, με άλλα λόγια, πρόκειται για μια μάσκα, το υποκατάστατο, δηλαδή, του προσώπου. Ο ήχος της, όταν την αγγίζει, είναι κούφιος σαν «το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα »[5]. Τα κουπιά των συντρόφων του ποιητή στη θάλασσα κάνουν τον ίδιο ήχο, κούφιο. Το κενό κάτω από τη μάσκα είναι ο βασιλιάς της Ασίνης άδειος όπως το πιθάρι, ο ήχος των κουπιών και η χρυσή προσωπίδα. Πρόκειται για ένα νεκρό λαμβάνοντας υπόψη ότι η προσωπίδα βρίσκεται σε τάφο. Ο βασιλιάς είναι το κενό. Το όνομα της Ασίνης επαναλαμβάνεται δυο φορές δημιουργώντας στην ομηρική γλώσσα[6] παρήχηση του -ν. Στη συνέχεια, ακολουθεί μια εικόνα εγκατάλειψης, η οποία αποτελείται από « πόθους », « αγέρα », « καράβια » και το « λιμάνι » « άφαντο » :
Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος
και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανό τ’ αγριοπερίστερα φευγάτα
κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυο χρόνια τώρα
άγνωστος λησμονημένος απ’ όλους κι από τον Όμηρο
μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη
ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.
Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φως
σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα·
κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας.
Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ’ την προσωπίδα
παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:
«Ἀσίνην τε… Ἀσίνην τε…»
και τα παιδιά του αγάλματα
κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας
στα διαστήματα των στοχασμών του και τα καράβια του
αραγμένα σ’άφαντο λιμάνι·
κάτω απ’ την προσωπίδα ένα κενό.[7]
Ακόμα, κάτω από τη μάσκα, δεν υπάρχει πρόσωπο αλλά το κενό που βρίσκεται παντού, στα « μάτια », στα « χείλια » και στους « βοστρύχους ». Το ποιητικό υποκείμενο περνάει στο « εμείς », δηλαδή ο ποιητής και ο/η σύντροφος του στον/στην οποίο/οποία απευθύνεται[8]. Το κενό γίνεται ορατό μέσω μιας εικόνας[9] του « πουλιού » που πετάει με « σπασμένη φτερούγα », της « νέα[ς] γυναίκα[ς] », της « ψυχή[ς] » που αναζητά « τον κάτω κόσμο », του « τόπο[υ] » με « τ’ αρχαία μνημεία »[10] και « τη σύγχρονη θλίψη »[11]. Στην αίσθηση της όρασης προστίθεται μια εικόνα ακουστική, « η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας », δημιουργώντας συναισθησία. Το ποιητικό υποκείμενο κοιτάζοντας τις εικόνες φθοράς[12] αναρωτιέται αν υπάρχει κίνηση στα « πρόσωπα »[13], στη « στοργή »[14] ή αν δε μένει τίποτα παρά η ανάμνηση « του βάρους » « μιας ύπαρξης ζωντανής ». Η ύπαρξη είναι «λυγισμένη» σαν την « ιτιά » εξαιτίας της φθοράς και της ματαιότητας, της θέας των ερειπίων και της « απελπισίας » που τροφοδοτεί το κενό. Με αυτόν τον τρόπο, ο ποιητής γίνεται ο ίδιος αυτό το κενό :
Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλια τους βοστρύχους
ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μας
ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι
μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου και το βλέπεις:
ένα κενό παντού μαζί μας.
Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα
με σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωής,
κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει
με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού
κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο
κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει ο χείμαρρος του ήλιου
με τ’ αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.
Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι αναρωτιέται
υπάρχουν άραγε
ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες
υπάρχουν άραγε
εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα και της φθοράς
υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με την
απεραντοσύνη του πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη διάρκεια της απελπισίας
ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα μες στο βούρκο
εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πίκρας παντοτινής.
Ο ποιητής ένα κενό.[15]
Τελικά, ο ήλιος γίνεται « ασπιδοφόρος » γι’ αυτή την άνιση μάχη και ανατέλλει. Από τα βάθη της σπηλιάς εμφανίζεται μια νυχτερίδα η οποία « χτύπησε στο φως » ; οι νυχτερίδες ζουν στα σκοτάδια και πολεμούν με τον ήλιο σε μια μάχη ανάμεσα, απ’ τη μια μεριά, στο φως, στη ζωή, στην παρουσία και , από την άλλη, στη φθορά, στην εγκατάλειψη, στο κενό, στην απουσία. Ο ήχος του χτυπήματος της νυχτερίδας « σαν τη σαΐτα πάνω στο σκουτάρι » αντηχεί στη φράση «Ἀσίνην τε Ἀσίνην τε…». Το ποιητικό υποκείμενο αναρωτιέται αν η νυχτερίδα είναι ο βασιλιάς που αναζητούσε στη μυκηναϊκή Ακρόπολη αγγίζοντας τις ίδιες πέτρες με αυτόν. Ο ήχος του χτυπήματος της νυχτερίδας « στο φως » σε συνδυασμό με την αίσθηση της αφής δημιουργούν μια ακόμα εικόνα συναισθητική. Η ανάμνηση της αναζήτησης του νεκρού βασιλιά και μιας λέξης ξεχασμένης και μοναδικής στην Ιλιάδα γίνεται η αναζήτηση του εαυτού, δηλαδή της ποίησης. Πρόκειται για το πεπρωμένο της κοινότητας των ποιητών :
Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας
κι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στο φως σαν τη σαΐτα πάνω στο σκουτάρι:
«Ἀσίνην τε Ἀσίνην τε…». Να ’ταν αυτή ο βασιλιάς της Ασίνης
που τον γυρεύουμε τόσο προσεχτικά σε τούτη την ακρόπολη
γγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την αφή του πάνω στις πέτρες.
Σύμφωνα με τη Σημαντώνη,[16] στην πρώτη στροφή ξεκινάει ο ποιητής με την περιγραφή « από το μέρος του ίσκιου » ενώ στη δεύτερη στροφή, μετατοπίζεται σταδιακά « στο μέρος του ήλιου » για να τονιστεί η σημασία του φωτός. Το παράδοξο είναι ότι δεν αναφέρεται σε εικόνες ζωής συσχετίζοντας τες με το φως αλλά σε εικόνες θανάτου. Ο κούφιος ήχος της προσωπίδας, των κουπιών, το « κανένα πλάσμα ζωντανό » φανερώνουν αλλεπάλληλες δυσοίωνες εικόνες που συνδέονται με την « εντάφια προσωπίδα » του νεκρού βασιλιά.[17]
Όπως αναφέρει ο Γιατρομανωλάκης, μπορούν να βρεθούν 6 διαφορετικές μορφές του ποιήματος στο αρχείο του Σεφέρη και δεν υπάρχει κανένα άλλο ποίημα του που να σώθηκε σε τόσο πολλές μορφές[18]. Ο στίχος της Ιλιάδας είναι « Έρμιόνην Άσίνην τε βαθὺν κατὰ κόλπον ἐχούσας » που σημαίνει « την Ερμιόνη και την Ασίνη που βρίσκονται στο βαθύ κόλπο », και βρίσκεται στον «Κατάλογο των πλοίων» (Κατάλογος νηῶν, Β560)[19]. Ο βασιλιάς είναι ένα εύρημα του Σεφέρη διότι δεν υπάρχει καμία αναφορά αυτής της μορφής σε ευρωπαίους ποιητές, όπως ο Οδυσσέας, ο Ορέστης ή ο Ελπήνορας[20]. Η νυχτερίδα είναι μια παράφραση των στίχων 5-10 της τελικής ραψωδίας της Οδύσσειας (ω) : «ὡς δ᾿ ὅτε νυκτερίδες μυχῷ ἄντρου θεσπεσίοιο, / τρίζουσαι ποτέονται, ἐπεὶ κέ τις ἀποπέσῃσιν / ὁρμαθοῦ ἐκ πέτρης, ἀνὰ τ᾿ ἀλλήλῃσιν ἔχονται, / ὣς αἱ τετριγυῖαι ἅμ᾿ ἤϊσαν » που παραθέτει ο Σεφέρης στις Μέρες[21] και που σημαίνει «Πώς νυχτερίδες, στο βάθος μιας απέραντης σπηλιάς, τρίζοντας πετούν, αν κάποια πέσει από την αρμαθιά του βράχου όπου ήσαν όλες κρεμασμένες κι αξεχώριστες[22]». Όσον αφορά στη χρυσή προσωπίδα, βρέθηκε στις Μυκήνες[23] και αυτή η προσωπίδα διατήρησε τη μορφή του προσώπου ενός ανθρώπου νεκρού και τον έκανε αθάνατο. Επομένως, είναι από τη μια, σύμβολο θανάτου και από την άλλη, σύμβολο αθανασίας[24]. Για το Γιατρομανωλάκη, το ποιητικό υποκείμενο και η σύντροφος του είναι εραστές, γεγονός που προσδίδει ατμόσφαιρα ερωτισμού[25]. Η φράση « ο ποιητής ένα κενό » μπορεί να προστέθηκε κατά την προετοιμασία του κειμένου για το τυπογραφείο[26]. Σύμφωνα με το μελετητή, ο ποιητής ανυψώνει το βασιλιά από το κενό και αν είναι η αλληγορία του ποιητή, αυτό σημαίνει ότι δοκιμάζει να ανυψώσει το πρόσωπο του από το κενό[27].
Πραγματικά, στις 6 μορφές του ποιήματος η φράση δεν υπάρχει. Μόνο στην πρώτη μορφή, υπάρχει η φράση «Ήμουν το κενό που η φύση μισεί». Αυτή η φράση, η οποία είναι και κλειδί του ποιήματος, σημαίνει τα βάθη από όπου αναβλύζει η έμπνευση του ποιητή και την επικοινωνία που έχει κάθε ποιητής με αυτά τα βάθη. Σε αυτό το χώρο, ανάμεσα στις επιθυμίες, τις φαντασιώσεις, τα όνειρα και το φαντασιακό, βρίσκεται επίσης το κενό από όπου ο ποιητής αντλεί τους στίχους του. Επομένως, αυτό το κενό είναι η πηγή της έμπνευσης και ένα τμήμα σημαντικό της ταυτότητας του ποιητή. Με άλλα λόγια, ο ποιητής είναι το κενό και το γεγονός ότι η φράση δεν υπάρχει στις πρώτες μορφές του ποιήματος, σημαίνει ότι είναι έμπνευση της τελευταίας στιγμής. Επιπλέον, στις Μέρες, ο Σεφέρης παραδέχεται : « [οι άνθρωποι] δεν υποψιάζουνται πόση άρνηση του εγώ, απεναντίας, χρειάζεται για να φτάσει κανείς στην παραδοχή που σου επιτρέπει να φτιάξεις ένα ποίημα[28]. » Το 1962 στο Λονδίνο γράφει : « Συλλογίζομαι πως η ανάγκη μου στο Λονδίνο ήταν να δημιουργήσω μέσα μου το άδειο, το κενό ∙ αυτό το κενό που πρέπει τώρα να εμπιστευτώ[29]. » Επίσης, στις Δοκιμές, εξηγεί :
Αφού ο ποιητής αφομοιώσει τα πράγματα που έχει μαζέψει η ιδιοσυγκρασία του από το γύρω κόσμο, φτάνει στη στιγμή που θα νιώσει το κενό μέσα του, που θα νιώσει ότι βρίσκεται στο σκοτεινό δάσος, όπως έλεγα κάποτε, στη ‘’selva oscura’’, μόνος και αβοήθητος ̶ ότι πρέπει να το εμπιστευτεί αυτό το κενό, επί ποινή θανάτου[30].
Σύμφωνα με τον Μπονφουά και το δοκίμιο του Το όνομα του βασιλιά της Ασίνης, ο βασιλιάς αναπαριστά το εφήμερο, την κυριαρχία του θανάτου πάνω στο αίνιγμα του είναι. Το όνομα του βασιλιά συνδέεται με την παρουσία που είναι απουσία, δηλαδή την αντίθεση ανάμεσα σε αυτό το όνομα το μισοξεχασμένο και ασήμαντο και τα υπόλοιπα ένδοξα ονόματα της Ιλιάδας[31]. Η απαρίθμηση του στρατού των διαφόρων κρατών της Ελλάδας και των υπηκόων τους βρίσκεται στη Β´ραψωδία της Ιλιάδας[32] και εκφράζει τη νοσταλγία του απόλυτου[33]. Η σχέση με τον κόσμο της αρχαίας Ελλάδας χαρακτηρίζεται από μια θέληση αρμονίας που προετοιμάζει την ανθρώπινη ύπαρξη για το θάνατο[34]. Η καθημερινή εμπειρία του αισθητού, δηλαδή το φως, τα ποτάμια, οι γραμμές του ορίζοντα, η προφάνεια των κλιμάτων και των ελιών, για την αρχαιοελληνική σκέψη, είναι το Καλό, η « κάθαρσις[35] » και αυτή την έννοια πρέπει να δώσουμε στη χρυσή προσωπίδα[36]. Όταν ο Σεφέρης σκέφτεται την αρχαία Ελλάδα, δεν αναφέρεται στους ήρωες των επών ή σε πρωτεϊκές μορφές του μύθου αλλά σε αυτόν το βασιλιά της Ασίνης που είναι στα μάτια του όπως ο Μακρυγιάννης, ο στρατιώτης-χωρικός του πολέμου της Ανεξαρτησίας[37]. Οι δύο ημερομηνίες στο τέλος του ποιήματος[38] συνδέονται με τη δικτατορία του Μεταξά και τη διαίσθηση του ερχομού του Β’ Παγκοσμίου πολέμου[39]. Στο τέλος του ποιήματος, ο Σεφέρης δε βρίσκει τη χριστιανική ή βυζαντινή παράδοση, δηλαδή την αντίληψη ότι το θείο είναι πραγματικό και η ύλη μια ψευδαίσθηση. Πρόκειται για την αντίθεση ανάμεσα στον ελληνισμό και στο χριστιανισμό, με άλλα λόγια μια υπόσχεση της θεϊκής αγάπης που αναφέρεται στον άλλο, ο οποίος αναγνωρίζεται ως είναι. Αυτή η αντίθεση εκφράζεται με την Αθήνα και την Ιερουσαλήμ ; εδώ ο Μπονφουά κάνει αναφορά στο βιβλίο Αθήνα και Ιερουσαλήμ του Λεβ Σεστόφ σύμφωνα με τον οποίο για τη σωτηρία, πρέπει να απορρίψουμε το δέντρο της γνώσης και τη λογική[40]
για την πίστη[41] [42]. Στην Ελλάδα, το αίσθημα της χριστιανικής συμπόνιας είχε μια θέση στην Ιλιάδα όσον αφορά στο θάνατο του Έκτορα, εχθρού των Ελλήνων, και στον θρήνο των δικών του[43]. Ακόμη, η λέξη της ελληνικής γλώσσας « αγάπη[44] » αποτελούσε για την ασκητική παράδοση και για την ορθόδοξη εκκλησία ένα σημείο συμφιλίωσης ανάμεσα στον ελληνισμό και στο χριστιανισμό[45]. Παρόλα αυτά, το κενό για το Σεφέρη είναι αυτό της απόσυρσης του θεού, της αδυναμίας να πιστέψει κανείς, όπως για τον Λεοπάρντι, τον Μαλαρμέ και τον Νίτσε[46]. Αυτή η ανησυχία συνδέεται με το ιστορικό πλαίσιο[47]. Ο θάνατος του θεού, δηλαδή το κενό, σημαίνει ότι δεν υπάρχει κανείς Παράδεισος και καμία αποκατάσταση σε έναν άλλο κόσμο για τη δυστυχία του να ζει κανείς εδώ[48]. Όμως, η ποίηση δεν μπορεί να καταλήξει στην απελπισία. Το ποίημα εκφράζει μια ανταλλαγή, έναν διάλογο. Η νυχτερίδα που βγαίνει από τη σπηλιά, φέρνει στην επιφάνεια τη νύχτα, την άβυσσο, τις φαντασιώσεις και τις υποσυνείδητες επιθυμίες[49] [50]. Εξάλλου, ο Σεφέρης δεν εκφράζει έναν λυρισμό εύκολο της μοναξιάς του ποιητικού υποκειμένου. Αντίθετα, στα ποιήματα, μια σχέση γίνεται ορατή , μια ανταλλαγή ανάμεσα στο ποιητικό υποκείμενο και στον άλλο, στην ετερότητα. Αυτή η αναζήτηση αναφέρεται στην ποιητική δημιουργία[51].
Στην εισαγωγή των Ποιημάτων
του Σεφέρη της γαλλικής έκδοσης, ο Μπονφουά εξηγεί ότι ο Έλληνας ποιητής του θυμίζει το σύμβολο του Σταυρωμένου στα μεσαιωνικά χειρόγραφα ο οποίος αναπαρίσταται ανάμεσα στον ήλιο και στο φεγγάρι, δηλαδή φωτεινός και σκοτεινός[52]. Ο Μπονφουά συνδέει αυτή την εικόνα με το μεσογειακό φως του Οκτώβρη και την αμφισημία του, ανάμεσα στη διαφάνεια και το μηδέν, τη δόξα και την προσωρινότητα, τη μάχη και την ταυτότητα[53]. Είναι μια διαλεκτική της παρουσίας και της απουσίας, της πληρότητας και της ερήμου, του τόπου και της εξορίας. Το ελληνικό έδαφος, η θάλασσα και τα ποτάμια είναι η « αληθινή ζωή »[54]. Όμως η ιστορία γίνεται το πεπρωμένο της περιπλάνησης και της εξορίας εξαιτίας της φυγής από την πατρίδα της παιδικής ηλικίας[55]. Επίσης, ο Βασιλιάς της Ασίνης είναι μια επιτύμβια προσωπίδα που εκφράζει το κενό[56]. Κατά συνέπεια, ο Μπονφουά ταυτίζει τον Έλληνα ποιητή με τη σύγχρονη ελληνική περιπλάνηση και θεωρεί ότι ο ποιητής βρίσκεται ανάμεσα στο Διόνυσο και στο Χριστό. Επιπλέον, άλλα ονόματα της μορφής του ποιητή είναι ο Άδωνις και ο Οδυσσέας[57].
Σύμφωνα με τον Tουκό-Σαλά, ο Σεφέρης συνδέει τον πόνο της γης και τη φωνή της πέτρας. Είναι η γη και οι πέτρες της πατρίδας[58] του όπως επίσης και αυτές της αρχαίας Ελλάδας[59] [60]. Πρόκειται για τον «καημό της Ρωμιοσύνης[61] » του Ρίτσου[62]. Αυτός ο πόνος συσχετίζεται επίσης με τη συμπόνια. Στο συγκεκριμένο ποίημα, παρατηρεί κανείς τον ίδιο δυισμό ; από τη μια μεριά, η σκιά πάνω στην Aκρόπολη[63] και από την άλλη, η κραυγή της νυχτερίδας[64]. Η επίσκεψη του Σεφέρη με τον Πικόν στην Ασίνη το 1963, 20 χρόνια αργότερα, αποτελεί ένα προσκύνημα στις πηγές της ποιητικής έμπνευσης[65]. Ακόμη, όταν ο Σεφέρης ήταν διπλωμάτης στη Βυρηττό[66], επισκέφτηκε τον αρχαιολογικό χώρο της Σελεύκειας στον Τίγρη, όπου δεν υπήρχαν παρά ερείπια, παρόλο που η ελληνιστική πόλη ήταν η τρίτη μεγαλύτερη πόλη του αρχαίου κόσμου μετά από τη Ρώμη και την Αλεξάνδρεια[67]. Σε αυτή την τοποθεσία, ο Σεφέρης ανακάλυψε ότι η εντύπωση του κενού αυτού του χώρου παράλληλα με το κενό του ποιήματος, του έδωσε ένα συναίσθημα πληρότητας και ευρυχωρίας, ένα είδος κάθαρσης[68].
Σύμφωνα με τον Παρίση[69], πρόκειται για την αντικειμενική συστοιχία[70], τη μυθική μέθοδο του Έλιοτ : μιλώντας για ένα θέμα του παρόντος, αναφέρεται σε έναν μύθο με τον οποίο το παρόν παρουσιάζει έναν μεγάλο αριθμό ομοιοτήτων. Με αυτόν τον τρόπο, διαφωτίζει το παρόν. Αναγκαία προϋπόθεση είναι να υπάρχουν κοινά στοιχεία ανάμεσα στον παλιό μύθο και στο παρόν. Γι’ αυτό το λόγο, το τώρα, δηλαδή το ψυχικό κενό του ποιητή και η λύπη του τόπου, αναφέρονται στο κάποτε του βασιλιά της Ασίνης. Ο βασιλιάς της Ασίνης είναι μια λέξη που υπονοεί την απουσία και τη φθορά του χρόνου. Το κενό του κάποτε γίνεται το κενό του σήμερα[71]. Παρατηρεί κανείς 4 άξονες σχετικά με την έννοια του κενού : το κενό κάτω από την προσωπίδα, το κενό του τόπου και του παρόντος, το κενό του ποιητή και το κενό της ακρόπολης. Τελικά, ο ποιητής δε χρησιμοποιεί το α’ πρόσωπο αλλά το γ’ και αυτό γίνεται για να δώσει μεγαλύτερη εγκυρότητα στα ερωτήματα του και στο αποτέλεσμα του[72].
Σε ένα γράμμα στον Κύπρο Χρυσάνθη που χρονολογείται από τις 25 Ιουλίου του 1964, ο Σεφέρης εξηγεί ότι δεν πιστεύει στην ερμηνεία των ποιημάτων από τους ποιητές που τα έγραψαν[73]. Εντούτοις, δοκιμάζει να δώσει μια απάντηση στην ερώτηση του Χρυσάνθη γύρω από την έννοια του κενού. Απαντώντας ότι η δημιουργία του ποιήματος διήρκεσε 2 χρόνια και μετά από αυτή τη διετία, το τελείωσε μέσα σε μια νύχτα, συμπληρώνει ότι πρόκειται για μια διαδικασία « της αναζήτησης αυτού του βυθού που κάθε άνθρωπος έχει μέσα του και που μας υπαγορεύει την αλήθεια μας […] είτε πρόκειται για μια σωστή έκφραση, είτε πρόκειται για μια σωστή απόφαση. Και όταν τα βγάλει κανείς όλα, τι άλλο απομένει στο βυθό παρά το κενό. Αλίμονο στον ποιητή, θα πρόσθετα, που δεν εμπιστεύεται το κενό που στο βάθος έχει μέσα του. Το στίχο ‘’ο ποιητής ένα κενό’’, δεν τον έγραψα με διάθεση απαισιοδοξίας ούτε μελαγχολίας. Καθώς θυμάμαι, θα ’λεγα πως ήταν το αντίθετο[74] ».
Στα Τρία Κρυφά Ποιήματα, ο ποιητής ταυτίζεται με το λευκό χαρτί :
Τ’ άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης
επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν[75].
Η φωνή του ποιητή γίνεται αυτό το χαρτί. Ο ποιητής ταξίδεψε, είδε τα φεγγάρια και τους ήλιους, άγγιξε νεκρούς και ζωντανούς, ένιωσε τον πόνο του έφηβου και το βογγητό της γυναίκας. Συνεπώς, η ζωή του ποιητή γίνεται το κενό, δηλαδή το λευκό χαρτί κάνοντας έναν παραλληλισμό, όπως στο « βασιλιά της Ασίνης», ανάμεσα στο κενό και στην ποίηση :
Ζωή σου είναι ό,τι έδωσες
τούτο το κενό είναι ό,τι έδωσες
το άσπρο χαρτί.[76]