Χάρτης 84 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-84/poiisi-kai-pezografia/miden-mpania-miden-paghota
Το αμάξι παραβιάζει το STOP. Χτυπά τη μηχανή του. Εκείνος τινάζεται στον αέρα. Σκάει στην άσφαλτο. Ανοίγω τα βλέφαρά μου. Πηγαίνω στην αριστερή πλευρά του κρεβατιού. Το δέρμα μου δροσίζεται ― για λίγο. Η πλάτη μου έχει αφήσει ιδρωμένα αποτυπώματα στη δεξιά πλευρά. Ψαχουλεύω το κομοδίνο. Βρίσκω το τηλεχειριστήριο του κλιματιστικού. Πατάω το κουμπί. Ανάβει. Μουγγρίζει. Θα το κλείσω σε κάνα δεκάλεπτο ― δεν θέλω να πάθω έμφραγμα όταν ανοίξω το λογαριασμό του ρεύματος. Το κλιματιστικό ανακυκλώνει τον καπνό από τα τσιγάρα. Βήχω. Θέλω να ξεράσω τα πνευμόνια μου. Πρέπει να ανανεώσω το οξυγόνο. Αν ανοίξω το παράθυρο, θα χιονίσει η καμένη Πάρνηθα στο πάτωμά μου. Αλλάζω πλευρό ξανά. Αγγίζω την οθόνη του κινητού. Τέσσερις και δώδεκα. Κλείνω τα βλέφαρα. Εκείνος είναι πεσμένος στην άσφαλτο. Αίμα τρέχει από το κεφάλι του. Ανοίγω τα μάτια μου. Βήχω. Σηκώνομαι. Το σώβρακο είναι πεταμένο δίπλα στο κρεβάτι. Έχει μια καφέ στάμπα. Πρέπει να το ρίξω στο καλάθι με τα άπλυτα. Στ’ αρχίδια μου. Το ξαναφοράω. Κλείνω το κλιματιστικό. Ανάβω τον αναπτήρα. Σε κάθε ρουφηξιά η κάφτρα φωτίζει το σκοτεινό δωμάτιο. Προτελευταίο τσιγάρο. Ψαχουλεύω τα ψιλά στο τασάκι, ίσα που φτάνουν για ένα πακέτο. Πώς τη βγάζουν μέχρι να μπει ο μισθός σε μια βδομάδα; Στάλες ιδρώτα κυλούν στην πλάτη μου. Περπατάω ως το σαλόνι. Κοπανάω τις φτέρνες σε κάθε βήμα. Ας ξυπνήσουν οι τουρίστες από κάτω. Θα αφήσουν κακή κριτική λόγω της φασαρίας στο από πάνω διαμέρισμα; Μακάρι. Ψάχνω ξανά την στοίβα με τα άπλυτα ρούχα πάνω στην καρέκλα. Τα δάχτυλά μου τρίβονται πάνω σε μια συνθετική βερμούδα και μια αθλητική φανέλα. Τη φέρνω στα ρουθούνια μου. Η ξινίλα του ιδρώτα έχει ποτίσει τις μασχάλες. Στ’ αρχίδια μου. Ντύνομαι στα τυφλά. Βάζω τα δίχαλα. Κοπανάω την εξώπορτα πίσω μου, όσο πιο δυνατά μπορώ. Το χτύπημα απλώνεται σε όλο το κλιμακοστάσιο.
Βγαίνω στο δρόμο. Η φωτιά καίει ακόμα. Τι έχει απομείνει στην Πάρνηθα για να καεί; Ο αέρας φέρνει τις στάχτες στα μάτια μου. Κλείνω τα βλέφαρα. Τα τρίβω. Τσούζουν. Εκείνος είναι ακόμα πεσμένος στην άσφαλτο. Τα μάτια του κοιτάζουν τον ουρανό. Δεν βλέπουν τα αστέρια. Δεν βλέπουν τίποτα. Αρχίζω να τρέχω. Δώδεκα Αυγούστου και στην Καλλιδρομίου έχουμε μείνει εγώ, ένας ξεχειλισμένος κάδος, δυο γάτες και το φάντασμα της επανάστασης που δεν ολοκληρώσαμε. Δεν την αλλάξαμε τη ζωή παρόλα αυτά, Μαρία.* Η Γώγου κι ο Άσημος θα γελούσαν με την ξεφτίλα μας. Μάντρωσαν τα δέντρα της πλατείας πίσω από λαμαρίνες. Εμείς κοιτούσαμε. Τα έκοψαν. Εμείς κοιτούσαμε. Πέταξαν πρόσφυγες από καταλήψεις. Εμείς κοιτούσαμε. Θα τον κάναμε καλύτερο αυτό τον κόσμο, έτσι δεν λέγαμε; Και τελικά; Πήραμε τ’ αρχίδια μου. Στρίβω στη Μπενάκη. Βρίσκω ένα κουτί μπίρας. Κάνω τρίπλες, πάσες και πλασέ μαζί του ως την Αραχώβης. Μια κλωτσιά και το εκσφενδονίζω πάνω σε ένα παρκαρισμένο αμάξι. Μια γρατζουνιά χαράσσει το καπό. Ο συναγερμός του στριγγλίζει. Τρέχω. Λαχανιάζω. Η ανάσα μου πνίγεται. Στέκομαι για μια στιγμή. Ρουφάω λαίμαργα οξυγόνο. Δύο μπάτσοι στη γωνία της πλατείας με κοιτάζουν. Επιτηρούν τις λαμαρίνες. Θέλουν να τους φωνάξω πως τα δέντρα δεν θα δραπετεύσουν. Δεν υπάρχουν δέντρα. Κατηφορίζω τη Θεμιστοκλέους. Ο Κάβουρας έκλεισε. Έχουν καλύψει την πρόσοψη με χαρτόνια. Τελευταία φορά είχα φάει εδώ με εκείνον, πρόπερσι. Είχε ανέβει Αθήνα από το χωριό με τη μηχανή του. Θα έκανε μεγάλο ταξίδι με τους φίλους του. Θεσσαλονίκη, Σκόπια, Βελιγράδι, Δαλματικές ακτές με τις μηχανές. Κοιμήθηκε σπίτι μου ένα βράδυ. Βγήκαμε για μπίρες. Μετά κόβαμε βόλτες στα στενά, χωρίς προορισμό. Σε αυτό το μαγαζί βάζουν γαμάτη μουσική. Αυτό το θερινό σινεμά είναι το αγαπημένο μου. Αυτή η μπιραρία μαζεύει φασαίους, τους κράζουμε. Τα σουβλάκια εδώ γαμάνε, του είπα όταν ακουμπήσαμε στο πάσο έξω από τον Κάβουρα. Ίσως οι ξένοι επενδυτές κρατήσουν το πάσο. Ίσως κρατήσουν και το όνομα. Δε θα είναι το ίδιο. Ξηλώνουν τις αναμνήσεις μας πάνω από αυτή την πόλη, ραφή τη ραφή. Αν μπορούσαν θα μας στοίβαζαν σε κλούβες των μπάτσων και θα μας ξαπόστελναν από το κέντρο. Πρέπει να ελευθερώσουμε χώρο στους ψηφιακούς νομάδες και τους τουρίστες. Οι σκλήθρες του πάσου του Κάβουρα γρατζουνούν τα δάχτυλά μου. Τινάζομαι. Τρέχω. Κοντεύω να φτάσω στην Ακαδημίας. Όσο κι αν τρέξω δεν θα περάσει πιο γρήγορα αυτή η μέρα. Δώδεκα Αυγούστου. Ένας χρόνος.
Κλείνω ξανά τα μάτια μου. Ένα χρόνο πριν, τέτοια ώρα περίπου. Κοιμόμουν. Με ξύπνησε το κινητό. Η μάνα μου. Προσπάθησε να μείνεις ψύχραιμος. Ξέρεις ποιος τράκαρε με τη μηχανή; Δεν πρόλαβαν να τον πάνε στο νοσοκομείο. Πέθανε στην άσφαλτο. Ένα χρόνο μικρότερός μου. Ούτε είκοσι πέντε χρονών. Κάθε καλοκαίρι στο χωριό καβαλάγαμε τα ποδήλατα και κυλούσαμε στη μεγάλη κατηφόρα. Κάναμε ορθοπεταλιά στο δάσος για να φτάσουμε στο μεγάλο ξέφωτο. Χάζευε τον ψηλό λόφο. Παραμέριζε τα κλαδιά των πεύκων και συνέχιζε το πετάλι. Όταν μεγαλώσω θα πάρω μηχανή, πιπίλιζε αυτή τη φράση κάθε μέρα, από τα εφτά ως τα δεκάξι του. Οι μηχανές είναι σαν ποδήλατα αλλά καλύτερες. Θα σκαρφαλώνουμε βουνά και πλαγιές για την πλάκα μας. Οι μηχανές είναι καλύτερες από τα αμάξια, σε πάνε πιο γρήγορα εκεί που θες. Κάνεις ζιγκ ζαγκ και γλιτώνεις την κίνηση. Βιαζόταν. Πάντα βιαζόταν. Στο κρυφτό, στο κορόιδο, στο ποδόσφαιρο, στα μήλα, στο βόλεϊ, στα Pokemon, στο Fifa έπρεπε πάντα να νικά. Τις μέρες με κύμα, οι μητέρες μας ούρλιαζαν πως δεν έπρεπε να βουτήξουμε για να μην πνιγούμε. Εκείνος στεκόταν στην άκρη της θάλασσας και πέταγε κοτρόνες. Πρέπει να σπάσω το περσινό ρεκόρ μου στα μπάνια, γαμημένε Ποσειδώνα, φώναζε. Έβριζε. Έφτυνε στα κύματα. Από τα οκτώ μέχρι τα δώδεκα μετράγαμε κάθε μέρα μπάνια και παγωτά. Το ρεκόρ ήταν εβδομήντα οκτώ μπάνια, είκοσι δύο παγωτά. Δικό του. Έπειτα από το καλοκαίρι που κλείσαμε τα δεκατρία δεν ξαναμετρήσαμε. Τα τουρνουά μπάνιων και παγωτών τελείωσαν.
Ψηλώσαμε απότομα. Η φωνή μας βάρυνε. Το χνούδι κάτω από τη μύτη μας αγρίεψε. Τρίχες φύτρωσαν στα καλάμια μας. Αρχίσαμε να ασχολούμαστε με τα κορίτσια που ως τότε κοροϊδεύαμε. Στα δεκαπέντε τσακωθήκαμε για την ίδια κοπέλα. Το επόμενο καλοκαίρι το είχαμε ξεχάσει. Μου έδωσε να διαβάσω Γώγου. Το Ιδιώνυμο. Πηγαίναμε μαζί σε συναυλίες. Μάλαμας, Παπακωνσταντίνου, Αγγελάκας. Πρώτο καλοκαίρι μακριά από το χωριό στα δεκαοχτώ μας. Κάμπινγκ στην Κουρούτα. Ήρθε με τη μηχανή του. Τελευταία φορά τον είδα πρόπερσι. Μια στάση στην Αθήνα πριν φύγει για Θεσσαλονίκη, Σκόπια, Βελιγράδι, Δαλματικές ακτές. Θα ξανανέβω στην πρωτεύουσα να με βγάλεις μπαρότσαρκα, να χτυπήσουμε και κάνα γκομενάκι Αθηναίζικο. Μη χάνεσαι, ρε μαλάκα, να τα λέμε και από μηνύματα. Αν κατέβεις στο χωριό το καλοκαίρι στείλε να κανονίσουμε για κάνα καφεδάκι. Δεν κανονίσαμε ποτέ. Δώδεκα Αυγούστου. Ένας χρόνος.
Συνεχίζω να τρέχω. Φτάνω στην Ακαδημίας. Βρίσκω το μοναδικό ανοικτό περίπτερο. Μετράω τα ψιλά στον πάγκο. Φτάνουν ακριβώς. Κάθομαι σε ένα πεζούλι. Λαχάνιασα. Οι ανάσες βγαίνουν κοφτές. Δεν είσαι πια δεκαπέντε χρονών, μωρέ μαλάκα. Πρέπει να κόψεις το κάπνισμα. Ξετυλίγω το πακέτο. Ανάβω ένα τσιγάρο. Φέτος δεν υπάρχουν λεφτά για εισιτήριο ΚΤΕΛ για το χωριό. Ποιος χρειάζεται το καλοκαίρι; Σχεδόν τελείωσε. Δώδεκα Αυγούστου. Αν περάσει η σημερινή μέρα οι υπόλοιπες θα φύγουν εύκολα. Μηδέν μπάνια, μηδέν παγωτά. Στα αρχίδια μου. Το παιχνίδι τελείωσε εδώ και χρόνια.
_________________
* Κατερίνα Γώγου, «Θα 'ρθει καιρός», από την ποιητική συλλογή της Το ιδιώνυμο, εκδ. Καστανιώτη 2007.