Χάρτης 84 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-84/poiisi-kai-pezografia/phenomenon
«Εκείνο το απόγευμα, δεν ήταν της Φύσης το φαινόμενο που τον θάμπωσε, παρά η διστακτική επαναφορά μιας ανεπαίσθητης ευκαιρίας απαλλαγής από την εξουσία του»
Rosemarinus ( Ή Δρόσος )
Της Κατερίνας
Ξημέρωσε, Εσύ-Εσύ.
Εσύ στην άπνοια της άρνησης.
Το θερμικό υπέρυθρο διαρρέοντας, Εσύ.
Εσύ μικρή ακόμη, άμαθη δεν σου ταιριάζει.
Μέσα στην ερημιά των ακλόνητων λύσεων,
Μετρούσες τις εισπνοές, Εσύ-Εσύ.
Ποιος να σε πει αδύναμη,
Αφού χωρίς τεχνητούς φωτισμούς
Κι άλλες μεθόδους αλυσιτελείς,
επαλήθευες, Εσύ, τα φυσικά φαινόμενα.
Σε δρόμους Όχι-Όχι της φιλήσυχης θυμηδίας.
Πίστις άεργος και έργο απίστων.
Εσύ-Εσύ, του Δρόσου τις σταγόνες,
Στην αμυδρά σου όραση, Εσύ-Εσύ.
Των ασθενών επιλογών, των στατικών.
Των ευπαθών Αγαλλιάσεων.
Δεν ήσουν Εσύ-Εσύ που αρνήθηκες.
Ήταν Αυτοί-Αυτοί που πάγωσαν,
Μπροστά στη συνεχή υποψία
Της σπιθίζουσας Ένωσης.
Κι Εσύ-Εσύ, που ληστρικά κοιτάς.
Εκβιάζοντας ακάνθας και τριβόλους.
Δεν είναι που 'φυγες μια μέρα,
Μετά τον Εσπερινό:
Η σκηνοθετημένη ποινή της αθώωσης.
Είναι η δική σου σταγόνα, Εσύ-Εσύ,
Που στις οπτικές ίνες της γλώσσας σου,
Ιαματικώς, δειλέ, ποτέ δεν θα κυλήσει.
Αμπώτιδα ( Ή extensio )
Πίσω τραβήχτηκε. Πίσω.
Πίσω από άφεγγες τελειότητες.
Πίσω από κείνες τις πνιχτές εκκλήσεις.
Να βρέξουν τα πέλματά τους
στα αλατερά Μην.
Πίσω κι εμείς. Πίσω.
Πίσω από τις αδικαίωτες αναμονές.
Πίσω από την κουρτίνα του επίμετρου.
Να λούσουν εκείνες τις τελευταίες λέξεις,
Στη ζωντανή φλέβα του νερού
Που τραβήχτηκε πίσω.
Πίσω κι αυτοί. Πίσω.
Πίσω από την έλξη της θαμπής σελήνης.
Της μόνης υπεύθυνης
Για κείνο το άστοργο υστερόγραφο
Της οπισθοχώρησης.
Για κείνες τις αναβολές,
Και τα ιερογλυφικά μανιφέστα του κύματος.
Πίσω κι αυτό. Πίσω.
Πίσω στο φυσικό αμμώδες περιβάλλον
Των λεπτών κόκκων του καθ’ ομοίωσιν.
Έσταζε από τα βράγχια του
Ένα δραστήριο ίχνος βροχής.
Αδύνατον να κάνει πίσω.
Η παλίρροια των ανένδοτων ζυγών,
Πάντα αμισθί περιθάλπει τα ατραφή,
Και παιδεμένα σωματικά του μέλη.
Σκαλί 1: Αποταγή ( Ή Ομίχλη )
[ από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή «Κλίμακα» ]
Στης Σχόλης τα κρύα βράδια.
Με τις ενθυμήσεις
και τις συσπώμενες διαθέσεις.
Των Αποκρύψεων τα Έργα τα θολά,
δρασκέλιζε το 'να μετά το άλλο.
Όχι με του κατατρεγμού το σύμπτωμα
στο στόμα.
Εκείνο το λαχάνιασμα της βιάσης,
στις ατμοσφαιρικές της Ομίχλης κλίσεις.
Στο χείλος της Γης το ακμαίο στάθηκε.
Ποτέ δεν ήταν στρογγυλή.
Κι ούτε σαν σφαίρα ανεξάρτητη οριζόταν.
Επίπεδα τεταμένη,
γονατισμένη μπρος στη Σκάλα.
Ικετευτικώς από την αρχινή τη Μέρα.
Τη διαυγή.
Καμωμένο από δάκρυ το νερό,
κι από σάρκα το χώμα.
Θ' ανέβαινε το πρώτο το Σκαλί.
Με τη σιγουριά της αφάνειας
του τελευταίου.
Ήξερε γιατί ανέβαινε.
Να σώσει τα Ερείπια.
Με το συντέχνασμα
Ορέξεων κρυφίων, και χοϊκών νυγμών.
Στην άρνηση της βούλησης,
έβαλε τις αισθήσεις να ποντάρουν.
Ήταν έμπειρη πια.
Ο πόνος δεν πονούσε.
Ήξερε πώς το Δείπνο να ευτρεπίσει.
Αρχή φόρμας
Τέλος φόρμας