Χάρτης 85 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2026
https://www.hartismag.gr/hartis-85/zwologikos-khpos/kerakia-ghia-ti-mama
Στην Αντέλ μας, το μαγικό σκυλάκι (2015-2025)
Σήμερα η μητέρα μου θα γιόρταζε τα πεντηκοστά πέμπτα γενέθλιά της. Αν ζούσε.
Η αναζήτηση της τούρτας ήταν η κατάλληλη αφορμή για να βγω από το διαμέρισμά μου, μετά από εβδομάδες. Αμφιβάλλω ότι είναι εθιμοτυπικά σωστό να σβήνεις κεριά γενεθλίων για νεκρούς, αλλά αναζητώ υπόνοιες ζωής μέσα στο θάνατο. Για αυτό φρόντισα η τούρτα να έχει γεύση φράουλα και σοκολάτα – ο αγαπημένος της συνδυασμός. Εάν οι άυλοι διατηρούν αισθήσεις, θα είναι ικανοποιημένη.
Ετοιμάζομαι να τοποθετήσω τα κεράκια, όταν συνειδητοποιώ ότι δεν τα αγόρασα ποτέ. Αναποδογυρίζω το ήδη αναποδογυρισμένο σπίτι. Τα χαρτιά έχουν καταλάβει το διαμέρισμά μου, στην οδό Τσαμαδού, και δε μπορώ να βρω τίποτα εδώ μέσα. Περιβάλλομαι από κόπιες τoυ διδακτορικού, που δε λέει να τελειώσει, του μυθιστορήματος που κανένας δε θέλει να εκδώσει, στοιβαγμένους λογαριασμούς, παλιά ημερολόγιά της που βρήκα σε μια κούτα, εξετάσεις της από τον Ευαγγελισμό, το πιστοποιητικό θανάτου της.
Μόνο παρελθόν.
Πουθενά κεράκια. Ή μέλλον.
Αποφασίζω ότι πρέπει να το κάνω σωστά.
Λίγο πριν κλείσω την πόρτα πίσω μου, παρατηρώ , για πρώτη φορά, ένα κολλημένο post it, στο ψυγείο. Πάνω τα ευγενικά γράμματά της.
«Ανεπρόκοπε γιε, μη ξεχάσεις να βγάλεις το κοτόπουλο. Σε αγαπώ».
Ωχ, δεν έβγαλα το κοτόπουλο !
Ακόμη και βαριά άρρωστη, θα νευρίαζε. Όχι ότι θα το τρώγαμε μαζί. Τον τελευταίο μήνα έμεινε μέσα στο νοσοκομείο. Τα «σε αγαπώ» είχαν ειπωθεί με όλους τους πιθανούς τρόπους. Μου παραδέχτηκε ότι η ιδέα για το άρθρο της δεν ήταν δική της – γεγονός που σήμαινε ότι το τέλος της είχε έρθει. Μια ακαδημαϊκός αστροφυσικής, με ζωή μπροστά της, δε θα το παραδεχόταν αυτό φωναχτά.
Στέκομαι σε μια γωνία της Ιπποκράτους, με το κουτί της τούρτας στα χέρια, και παρατηρώ τα γκράφιτι στους τοίχους. Η πόλη κοχλάζει. Κυρίως, λόγω της ζέστης του Ιουλίου, αλλά υποψιάζομαι ότι ο θυμός των ανθρώπων της ανεβάζει και άλλο τη θερμοκρασία. Τα Εξάρχεια είναι ένα μεγάλο εξοργισμένο κόμικ. Αυτό με κάνει να νιώθω καλύτερα. Όχι για τις καταγγελλόμενες ανεπάρκειες του ανθρώπινου είδους ή την ανικανότητά του απέναντι στο κακό. Αλλά γιατί δεν είμαι μονάχα εγώ οργισμένος. Ένας θυμωμένος ανάμεσα σε χαρούμενους ανθρώπους. Πιο αποπνικτικό και από τα ψημένα τσιμέντα.
Χαζεύω το Λόφο του Στρέφη και συνεχίζω προς την Εμμανουήλ Μπενάκη. Παρατηρώ μια φιγούρα χωμένη στον κάδο σκουπιδιών στο απέναντι πεζοδρόμιο.
«Μπριζόλα!» φωνάζει.
Δεν ξέρω τι με κάνει να σταματήσω και να τον κοιτάξω. Γρήγορα αντιλαμβάνεται την παρουσία μου και ξεπηδά από τα σκουπίδια. Ένας άντρας, με χαρακωμένο, καρβουνιασμένο πρόσωπο.
«Είδες την Μπριζόλα μου;»
Δε ξέρω τι να απαντήσω και με κοιτάει θυμωμένος.
«Δεν με ακούς; Είδες την Μπριζόλα μου; Είναι ένα μαύρο μπασταρδάκι, εδώ την είχα βρει, όταν ήταν κουταβάκι. Έφυγε και δε μπορώ να τη βρω». Με πλησιάζει επιθετικά. Μετά, ξεσπάει. Οι χαρακιές πλημμυρίζουν με δάκρυα. Παρατηρώ ότι στα χέρια του κρατάει ένα κόκκινο κομμένο λουρί. Τον πλησιάζω και στέκομαι μπροστά του.
«Δεν έχω δει το σκυλάκι σας. Συγγνώμη»
«Ήταν η μόνη μου φίλη» λέει με αναφιλητά.
Δε ξέρω τι να του πω. Προσπαθώ να θυμηθώ αν έχω δει κάποιο μαύρο σκυλί, αλλά δεν είμαι και ο πιο αξιόπιστος παρατηρητής. Τον τελευταίο καιρό βλέπω περισσότερο φαντάσματα, παρά τους δρόμους της πόλης.
Κάθεται στο πεζοδρόμιο και σκουπίζει το πρόσωπό του. «Πεινάω πολύ. Και η Μπριζόλα θα πεινάει». Κοιτάει το κουτί της τούρτας λαίμαργα.
Θα του την έδινα, αν είχα σβήσει τα κεριά. Αντί αυτού, βρίσκω πέντε ευρώ στην τσέπη μου. Τουλάχιστον, το στομάχι του θα γεμίσει.
«Να σε έχει ο Θεός καλά!». Χαμογελάει και οι χαρακιές εξαφανίζονται για λίγο. Τα μάτια του λάμπουν. Φεύγει από μπροστά μου και συνεχίζει τη δική του πορεία. Μετά από λίγο, μετατρέπεται σε μια μικροσκοπική μαύρη κουκίδα, στη μέση του δρόμου, που φωνάζει : «Μπριζόλα !»
Στρίβω στην Καλλιδρομίου, ψάχνοντας κεράκια. Τα διατηρητέα νεοκλασικά στέκουν ακμαία. Μακάρι να μπορούσα να στραγγίξω τη γνώση τους από τα τούβλα, σκέφτομαι. Έχω πολλές απορίες και λίγο χρόνο – μια τέτοια εξαγωγή θα με έσωζε.
Αφού δε γίνεται, τουλάχιστον, ας θυμόμουν ότι δεν είμαι κι εγώ φτιαγμένος από μπετόν.
Μακάρι, δηλαδή, να ήμουν. Τότε δε θα είχε σημασία ο χρόνος που χάνεται.
Όμως είμαι οργανική ύλη. Φθείρομαι με πολλούς τρόπους.
Και το συναίσθημά δεν ανακυκλώνεται.
Μπαίνω σε ένα υποφωτισμένο στενό – δεν παρατήρησα την οδό. Κάποια φωτισμένα μπαλκόνια, μπόσα νόβα, τσουγκρίσματα γυαλιού και γελαστές φωνές. Παλιές πολυκατοικίες που στεγάζουν νέες ζωές.
Συνεχίζω την αναζήτηση, όταν ο αποπνικτικός αέρας διαταράζεται από ιαχές.
«Άντε γαμήσου παλιοτραβέλι!». Ένας γύρος ανδρικών γέλιων.
Βαδίζω γρήγορα προς τα εκεί και αντικρίζω μια παρέα πέντε ατόμων, πάνω από μια πεσμένη γυναίκα. Μόλις με καταλαβαίνουν, τρέχουν μακριά. Το μέρος μυρίζει αυγό. Στο δρόμο παρατημένες χάρτινες αυγοθήκες. Στην άσφαλτο λιπαροί ασχημάτιστοι πορτοκαλί κρόκοι. Το πρόσωπο της γυναίκας, βαμμένο πορτοκαλί , φαίνεται ακόμη πιο τρομοκρατημένο. Μαζεύεται τρομαγμένη, αλλά της λέω:
«Δε θέλω να σας πειράξω. Είστε καλά;»
Της δίνω τα μαντιλάκια μου. Σκουπίζει κρόκους και δάκρυα. Ισιώνει την ξανθιά περούκα της. Τη βοηθάω να σηκωθεί.
«Ευχαριστώ» μουρμουρίζει απρόθυμα.
«Χρειάζεστε βοήθεια;»
«Απλά θέλω να πάω σπίτι μου», λέει κουρασμένα.
Μένει στην περιοχή, περίπου είκοσι λεπτά από εδώ. Συμφωνεί να τη συνοδεύσω. Επιλέγουμε κακοφωτισμένα στενά, μέθοδος επιβίωσης σύμφωνα με την κυρία Νένα - αυτό είναι το όνομά της. Σε κάποια στενά υπάρχει μουσική υπόκρουση από τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών. Σε άλλα, ακούγονται μόνο τα τακούνια της – τάκα τούκα – πάνω στην άσφαλτο.
Είναι, πάνω-κάτω, στην ηλικία της μητέρας μου. Ψηλή και ογκώδης. Και αυτή έχει ανάγκη να μιλήσει. Ο κόσμος της εμφανίζεται μπροστά μου : ορμόνες κάτω από το τραπέζι, χειρουργεία, αναμονές που κρατάνε μήνες. Τις περισσότερες ημέρες της, κυνηγάει την υπογραφή ενός ψυχίατρου.
«Πριν δούλευα σαν σύμβουλος επιχειρήσεων». Κοιτάει τον εαυτό της και γελάει πικρά. «Τώρα κομματάκι δύσκολο..»
«Μιλάτε πια με την οικογένειά σας;» τη ρωτάω.
«Όταν τους το είπα, πέταξαν τα πράγματά μου έξω από το σπίτι. Ο γιος μου είπε ότι δεν έχει πατέρα πια. Δεύτερη μάνα δε θέλει. Ίσως, εγώ τον γέμισα με μίσος»
Με κοιτάει.
«Εσύ; Έχεις καλές σχέσεις με τους γονείς σου;». Κάνει αέρα στο στέρνο της με μια τιγρέ βεντάλια.
«Η μητέρα μου πέθανε πριν από κάποιους μήνες. Τελευταίο στάδιο. Σήμερα θα είχε τα γενέθλιά της» . Της δείχνω το κουτί. «Με τον πατέρα μου σπάνια μιλάμε».
Κλείνει τη βεντάλια της και τη βάζει μέσα στην κόκκινη τσάντα της. Με αγκαλιάζει δυνατά. Οι μικροί πολυέλαιοι –―που έχει για σκουλαρίκια― γαργαλάνε το λαιμό μου.
«Γλυκό μου» μουρμουράει και μου χαϊδεύει το κεφάλι. Μένουμε αγκαλιασμένοι. Μυρίζει ακόμη από την επίθεση - μια αυγουλένια αγκαλιά. Ακόμη και έτσι , μου έλειψε η επαφή. Επιτρέπω στα δάκρυά μου να τρέξουν.
«Έχεις κάποιον άλλον;» ρωτάει.
Νεύω αρνητικά.
«Άτιμη μοναξιά» ψιθυρίζει.
Μένουμε σιωπηλοί για αρκετή ώρα.
«Τρως καλά; Είσαι πολύ αδύνατος» με ρωτάει τελικά.
Ανοίγει την τσάντα της και βγάζει ένα ροζ τάπερ. «Κάνω κάτι γεμιστά.. μούρλια. Τα πήρα για τη δουλειά , αλλά δεν τα έφαγα. Ζέστανέ τα. Όποτε θέλεις μπορώ να σου μαγειρέψω και άλλα» λέει.
Παίρνω το τάπερ και το βάζω στο σακίδιό μου.
«Ευχαριστώ» μουρμουρίζω.
Κοιτάει το κουτί με απορία.
«Και γιατί κουβαλάς την τούρτα νυχτιάτικα;»
Της εξηγώ για τα κεράκια.
«Ποιο νούμερο χρειάζεσαι;»
«Πενήντα πέντε. Μήπως έχετε;»
«Τώρα με προσβάλλεις! Πιστεύεις ότι εγώ θα είχα τίποτα πάνω από τριάντα δύο;». Γελά. «Έλα, κάτι θα κάνουμε» λέει.
Μετά από πέντε λεπτά βρισκόμαστε έξω από την πολυκατοικία της. Μου δείχνει το διαμέρισμά της στον τέταρτο. Ένα μικρό μπαλκόνι με λουλούδια και μια λευκή γάτα ξεπροβάλλει από τα κάγκελα.
«Περίμενε εδώ. Επιστρέφω.»
Σε λίγα λεπτά βγαίνει από το ασανσέρ, κρατώντας δύο κεράκια.
«Είναι μιας φίλης μου» λέει , κλείνοντας το μάτι.
Ανάβουμε τα κεράκια με τον φούξια αναπτήρα της.
Πριν προλάβω να φυσήξω, μου πιάνει τον ώμο.
«Η μαμά σου ήταν πολύ πιο τυχερή απ’ ό,τι φαντάζεσαι.»
Χαμογελάω ― χωρίς προσπάθεια. Φυσάω. Εκείνη χειροκροτεί και, μετά, κάνει το σταυρό της.
«Να ζήσουμε να θυμόμαστε την εορτάζουσα! Κηδειογενέθλια πρώτη φορά είδα!».
Με χαιρετά, με την υπόσχεση ότι θα μου μαγειρέψει.
Παίρνω το δρόμο της επιστροφής σιωπηλά.
Καθώς περπατάω, επικεντρώνομαι , για πρώτη φορά , στις ρωγμές των νεοκλασικών. Συνειδητοποιώ ότι ,τελικά, μου αρέσει που δεν είμαι φτιαγμένος από τσιμέντο. Αν ήμουν, το σπάσιμο θα ήταν παντοτινό.
Φτάνω στην Τσαμαδού και στέκομαι έξω από την πολυκατοικία μου. Δειλό φως. Η πόλη ξαναμαθαίνει τους ημερινούς της ήχους. Νιώθω λίγο πιο έτοιμος να μπω μέσα στο διαμέρισμα. Θα προσπαθήσω να καθαρίσω. Τα χέρια μου είναι λιγότερο βαριά , ίσως τώρα το σκουπόξυλο δε ζυγίζει εκατό κιλά. Πρέπει να φάω ξανά – θα βγάλω το κοτόπουλο από την κατάψυξη. Ή ,ίσως, τα γεμιστά της κυρίας Νένας.
Με την άκρη του ματιού μου, εντοπίζω μια σκιά, στα αριστερά μου. Ένα μαύρο σκυλάκι κουνάει την ουρά του και τρέχει εκστασιασμένα στο επόμενο στενό. Μια υποψία κόκκινου σκοινιού στο λαιμό του. Τη φωνάζω με το όνομά της και έρχεται διστακτικά προς το μέρος μου. Βγάζω το τάπερ με τα γεμιστά και το ακουμπάω στη ζεστή άσφαλτο. Η Μπριζόλα τρώει λαίμαργα.
Χαμογελάω ξανά.
«Να δω που θα σε κοιμίσω» της λέω , όσο γλείφει τη μουσούδα της και με κοιτάει με τα γυαλιστερά της μάτια.
Της ανοίγω την πόρτα και μπαίνει στην πολυκατοικία μου ― μάλλον ψάχνοντας για περισσότερο φαγητό.