Χάρτης 85 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2026
https://www.hartismag.gr/hartis-85/klimakes/den-mporei-na-ti-dei
Έρχονται πιο κοντα και ο Στάθης μπορεί να διακρίνει τo πέτο του προϊσταμένου του, του Φωτιάδη, που προσπάθησε να τινάξει στάχτες και λερώθηκε. Κάνει κρύο και το μικρό μαγαζάκι με τα σάντουιτς είναι γεμάτο από συναδέλφους, με πράσινες και λευκές μπλούζες. Στο σπίτι ―θα γυρίσει μετά τις τέσσερις το απόγευμα― η θέρμανση έχει ν’ανάψει από πέρυσι. Αλλά έτσι κι αλλιώς κοιμάται στο σπίτι της Τασίας. Τουλάχιστον στην εφημερία έχει καλοριφέρ. Δεν πάει ούτε μήνας που έφεραν στα επείγοντα τους Κούρδους με τα ραμμένα στόματα, καταδικασμένους ήδη: όταν ο απεργός πείνας περάσει ένα συγκεκριμένο όριο, ζωτικά όργανα έχουν καταστραφεί, λένε, τέρμα, είναι καταδικασμένος.
Πληρώνει και δεύτερο τσάι. Ίσως, αν ζούσε η μητέρα του, να του πλήρωνε το πετρέλαιο της θέρμανσης. Πιο πολύ για τα βιβλία, μην και καταστραφούν από την υγρασία. Γιατί κατά τ΄άλλα, με μια κουβέρτα και γερό ντύσιμο, το σπίτι είναι ανεκτό. Έπειτα, τι να πεις για το χωριό Λυγιά; Η τωρινή ταλαιπωρία είναι μηδαμινή μπρος στο αγροτικό: μέχρι και αγελάδα είχε ξεγεννήσει στη Λυγιά! Τότε βέβαια ήταν είκοσι οκτώ, αλλά και τώρα ―κυρίως τώρα― ο Στάθης νιώθει νέος και ακμαίος, αυτό που θα ‘λεγε κανείς πετυχημένος, παρά τις συνεχείς περικοπές στον μισθό του. Να κάνεις τη δουλειά που σπούδασες, που από παιδί ονειρευόσουν, να είσαι ακμαίος σ’ όλα τα επίπεδα. Ωραίο πράγμα! Να έχεις μια γυναίκα σαν την Τασία, που γνωρίζει το ακέραιο του χαρακτήρα σου και που γουστάρει το γυμνό κορμί σου. Τίποτε να μην φοβάσαι, τίποτε να μην σε αποσπά. Παρά τις δυσκολίες, να είσαι συνεπής και γοητευτικός, μετρημένος κι ελεγχόμενος.
Και καλλιεργημένος, βεβαίως. Οι γιατροί, λένε οι στατιστικές των εκδοτικών οίκων, είναι οι καλύτεροι αναγνώστες λογοτεχνίας. Ίσως γιατί γνωρίζουν από κοντά τον ανθρώπινο πόνο. Μπορεί και γιατί εκ των πραγμάτων έχουν συνηθίσει να ξεχωρίζουν το σημαντικό από το επουσιώδες. Ακούει γύρω του τις ανούσιες συζητήσεις κι εκείνος μπορεί αμέσως να διακρίνει το σημαντικό, αυτό είναι αναμφισβήτητο. Kαι, βέβαια, το σημαντικό είναι η Τασία. Σκέφτεται τους γυμνούς γλουτούς της και τεντώνεται, με μιαν ηδονική ανατριχίλα στη σπονδυλική στήλη.
Φασαρία γύρω, γιατί εισβάλλουν τρεις νεαρές νοσοκόμες, αποκλειστικές, είναι ώρα επισκεπτηρίου και οι θάλαμοι τιγκάρουν από συγγενείς. Ευκαιρία να πιούν καφέ. Χτυπάει το μπίπερ του και η γραμματέας τού λέει ότι μια νέα γυναίκα τον ψάχνει. Το όνομά της; Μάλιστα. Χάνει το χρώμα του και η καρδιά του χτυπά δυνατά. Με χαμηλή φωνή ο Στάθης λέει να της πουν ότι είναι απασχολημένος και πετάει το μπίπερ στην τσέπη του. Σύνελθε, λέει μέσα του. Προσπαθεί να εκλογικεύσει τον φόβο και τη ντροπή που τον πλημμυρίζουν για μια φευγαλέα στιγμή. Γρήγορα ξαναβρίσκει τον ειρμό των σκέψεών του κι ανασυγκροτείται. Δεν είναι ότι δεν θέλει να μοιραστεί τη χαρά αυτής της γυναίκας, να δει τον θαυμασμό και την επιβεβαίωση στο βλέμμα της. Άλλος είναι ο λόγος που δεν θέλει να τη δει.
*
Τον πατέρα αυτής της γυναίκας τον είχαν φέρει το προηγούμενο βράδυ, σε κακή κατάσταση. Πρέπει κάποιος να πει στους τραυματιοφορείς ότι οι άνθρωποι δεν είναι σακιά, να τους πετούν έτσι στο φορείο. Είπαν πάλι τη λέξη «καταδικασμένος» αλλά πάλι, ο Στάθης σκέφτηκε ποτέ δεν ξέρεις. Ποτέ δεν ξέρεις, και ξεκίνησε να του κάνει τεχνητές αναπνοές. Βέβαια τα νεφρά του παππού ήταν σε άθλια κατάσταση, αφού εδώ είχαμε αρχόμενο πνευμονικό οίδημα. Τον έβαλε στη μηχανική υποστήριξη, αρχικά, γιατί τα επείγοντα ήταν άλλα. Ο παππούς να κοιτά το κενό, απέναντι, έναν τοίχο με λευκά τετράγωνα το ένα μέσα στ’άλλο. Δίπλα, η κουρτίνα να του διακόπτει την οπτική επαφή. Σκέφτηκε: τι να σκέφτεται άραγε; Και μετά, στην εφημερία του, το πάλευε όλη τη νύχτα, και τα ξημερώματα τα κατάφερε. Ήδη ο παππούς βρίσκεται σε δωμάτιο, κανονικά, με ορούς, και πλάι η κόρη του παίρνει τη φρυγανιά του και τη βουτάει, με τρεμάμενο χέρι, στο αποβουτυρωμένο ζεστό γάλα.
Ο Φωτιάδης, απέναντι, τελειώνει τον καφέ του και αρχίζει να κουμπώνεται. Πολύ θα ήθελε να διηγηθεί στον Φωτιάδη, περήφανος, τον χθεσινοβραδινό ιατρικό του θρίαμβο. Και πως δεν πρέπει ποτέ να λέμε «καταδικασμένος». Θα ανέβαινε, όχι μόνο στην εκτίμηση του προϊσταμένου του, αλλά και στην εκτίμηση όλων. Αυτές, άλλωστε, τις ηθικές ικανοποιήσεις δεν είναι που αποζητά κανείς από την πρώτη του μέρα στην ενεργή Ιατρική; Γι’ αυτές δεν έχει αναπτύξει ολόκληρο επαγγελματικό κώδικα τιμής; Δεν είναι θέμα. Αλλά δεν λέει κουβέντα. Όχι γιατί ντρέπεται ― υπό άλλες συνθήκες θα το καυχιόταν. Αλλά εγείρεται μέσα του η περηφάνεια και θέλει να πάει να κρυφτεί στο γραφείο του. Ά, πα πα! Άλλοι ας το κάνουν. Ο Φωτιάδης ας το κάνει. Που το κάνει, έτσι κι αλλιώς. Όχι, δεν είναι η κούραση και το ξενύχτι. Άλλος είναι ο λόγος που δεν θέλει να το πει.
*
Ο παππούς πρέπει να είχε Άγιο χθες το βράδυ. Όμως η σωτηρία του ―γιατί φτηνά τη γλίτωσε― οφείλεται κατά ενενήντα τα εκατό στη δική του ικανότητα, αφοσίωση, επινοητικότητα. Όχι, όχι: να μην δίνει τόση έμφαση σε αυτάρεσκες σκέψεις, γιατί αυτό είναι καθήκον του γιατρού. Αυτολογοκρίνεται, τώρα, κατεβάζοντας με μεγάλες γουλιές το τσάι από το πλαστικό ποτηράκι. Είναι αυτονόητο γι΄αυτόν και για τους ανθρώπους που εκτιμά πως ο γιατρός ποτέ, μα ποτέ δεν δέχεται φακελάκι. Ούτε ως «δώρο»! Που, στο κάτω-κάτω, δώρο είναι στις πλείστες των περιπτώσεων. Όταν έχει γίνει η σωστή διάγνωση, έχει δοθεί η σωστή θεραπεία, ο ασθενής έχει την καλύτερη των μεταχειρίσεων, ο συγγενής είναι ευγνώμων, ε, ναι, τότε δεν πρόκειται για χρηματισμό, είναι όντως ένα δώρο. «Κάτι να πιείτε στην υγειά του!». Ανατριχιάζει, όμως, μόνο που το σκέφτεται. «Είναι υποχρέωσή μου, κυρία μου». Με το κεφάλι ψηλά, συμφωνεί όλος ο κύκλος του σ’ αυτό. Γιατροί και μη. Είναι ζήτημα αρχής: ο ακρογωνιαίος λίθος της επαγγελματικής ηθικής του Στάθη. Συμφωνούν όλοι: ο γιατρός, ο υπάλληλος της δημόσιας υπηρεσίας, ο δάσκαλος, όλοι, οφείλουν να εξυπηρετούν τον πολίτη. Είναι, δε, και ζήτημα αξιοπρεπείας. Άς τρέχουν οι λογαριασμοί, ας μην φτάνουν τα χρήματα ούτε για τα απολύτως απαραίτητα, ας μην είναι μισθοί για επιστήμονα αυτοί. Σαχλαμάρες. Το κάθε τι στη θέση του, το κάθε τι στην ώρα του. Ποιος θα κρίνει αν το ένα πράγμα είναι ηθικό και το άλλο ανήθικο, αν όχι ο ίδιος; Τα ηθικής τάξεως ζητήματα πρέπει κανείς να τα έχει λυμένα ευθύς εξαρχής, ώστε να ξέρει και πού ανήκει. Ταξικά, όσο και υπαρξιακά. Εν τέλει, ακόμη κι η αισθητική του πράγματος έχει να κάνει με αυτήν την καθόλα αξιοπρεπή συναλλαγή. Τι όμορφο, όμως, να ξέρεις πως ο άλλος περιμένει από σένα τη σωτηρία, την ανακούφιση, τη συμπαράσταση. Η Τασία γι’ αυτό τον θαυμάζει.
Πρέπει να πάει να δει τον παππού, είναι υποχρέωσή του. Θα πάει αργότερα, μόνος, όχι στην καθιερωμένη επίσκεψη με τα άλλα γιατρουδάκια, τα ασκούμενα. Θα πάει μόνος του ― τα δικά τους τα συγχαρητήρια έτσι κι αλλιώς θα ‘ρθούν στην ώρα τους. Προς το παρόν τον απασχολεί ο υψηλός στόχος. Κι άντε να εξηγείς στον πρώτο τυχόντα. Αηδίες. Μέρος του υψηλού χαρακτήρος του στόχου σου πρέπει να είναι και ο λακωνισμός. Κοφτά λόγια και σταράτα, όχι παρλάτες, όχι εξυπνακίστικο ύφος και υπεροψία. Που ακόμη κι αν έρχεται σαν κύμα η έπαρση, με μια κατραπακιά τη συμμαζεύεις. Η μοίρα η ανθρώπινη είναι εκδικητική, δεν ξέρεις πώς και πού και σε τι κατάσταση θα βρεθείς την αμέσως επόμενη στιγμή. Είσαι πνευματικός άνθρωπος και πρέπει να γνωρίζεις σε βάθος το ειρωνικό χαμόγελο της μοίρας. Στο κάτω-κάτω σού είναι κι εύκολο, ξέρεις την ανθρώπινη ανατομία, τι λεπτή κλωστή μας χωρίζει όλους από τον θάνατο, ξέρεις πόσο απλό είναι να περάσει κανείς στην αντιπέρα όχθη.
*
Θυμάται τώρα, μια φρικτή ιστορία από ένα χαλακικό1 έργο του 13ου αιώνα:2 συνέβη στον Ραβίνο Αμνών, τον σπουδαιότερο της γενιάς του, πλούσιο, εμφανίσιμο και με υψηλή καταγωγή, που του ζήτησαν οι αξιωματούχοι της χριστιανικής επισκοπής να ασπασθεί την πίστη τους, αλλά αυτός αρνήθηκε. Όταν, μετά από πολλές αρνήσεις, τον συνέλαβαν, είπε: «Θέλω να σκεφτώ αυτό το θέμα για τρεις ημέρες». Κι αυτό το είπε μόνο και μόνο για να τους καθυστερήσει, γιατί αμέσως τον κατέκλυσε η ενοχή μήπως και αμφέβαλε για τον λόγο του Θεού. Πήγε σπίτι, αλλά δεν μπορούσε να φάει ούτε να πιει, τόσο που κυριολεκτικά αρρώστησε. Όλοι οι φίλοι και η οικογένειά του ήρθαν να τον παρηγορήσουν, αλλ’ αυτός δεν ήθελε να παρηγορηθεί, λέγοντας «Θα ακολουθήσω τα λόγια μου μέχρι έναν θλιβερό θάνατο», και έκλαιγε πικρά.
Την τρίτη μέρα, καθώς καθόταν μέσα στον πόνο και την ανησυχία, ο επίσκοπος έστειλε να τον καλέσουν, αλλά ο Αμνών είπε «Δεν θα πάω». Ο επίσκοπος έστειλε πολυάριθμους και διακεκριμένους αγγελιοφόρους, κι αυτός πάλι αρνήθηκε να πάει. Τότε ο επίσκοπος διέταξε να τον φέρουν αμέσως με τη βία, και όταν τον έφεραν του είπε: «Γιατί καθυστέρησες να μου απαντήσεις και να εκπληρώσεις το αίτημά μου;», και ο Αμνών απάντησε: «Ας μείνω άλαλος, γιατί η γλώσσα που σου είπε ψέματα αξίζει να κοπεί».
Τότε ο σκληρός επίσκοπος είπε: «Δεν θα κόψω τη γλώσσα που μίλησε τόσο καλά, αλλά θα κόψω εκείνα τα πόδια που δεν κατάφεραν να σε φέρουν σε μένα την ώρα που είχε οριστεί, και θα ακρωτηριάσω το υπόλοιπο σώμα σου». Και του έκοψε τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών του, άρθρωση προς άρθρωση, και μετά από κάθε τομή ρωτούσε στρεφόμενος προς τη μεριά του: «Θα μεταστραφεί τώρα ο Αμνών στην πίστη μας;», αλλά ο Αμνών πάντα απαντούσε συγκρατώντας τις κραυγές της οδύνης του: «Όχι».
Όταν τελικά αυτό ολοκληρώθηκε, ο επίσκοπος διέταξε να τον τοποθετήσουν σε μια ασπίδα, με τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών του δίπλα του, και να τον μεταφέρουν σπίτι. Εκείνος παρακάλεσε τους δικούς του να τον μεταφέρουν στη Συναγωγή με τα διατηρημένα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών του και να τον τοποθετήσουν δίπλα στον ψάλτη. Όταν ο ψάλτης έφτασε, ο Αμνών του είπε δυνατά, Ουβ'χεν λ'χα τα'αλεχ κ'ντούσα, δηλαδή, «Έχω αγιάσει το όνομά σου για το μεγαλείο και την ενότητά σου». Και μετά είπε Ουν'τανέχ τοκέφ κ'ντουσάτ χαγιόμ, και απήγγειλε ένα ολόκληρο ποίημα. Και μόλις τελείωσε, έσβησε κι εξαφανίστηκε από αυτόν τον κόσμο μπροστά στα μάτια τους. Τρεις ημέρες αφότου μεταφέρθηκε στην Ουράνια Ακαδημία, εμφανίστηκε σε όραμα στον Ραβίνο Καλώνυμο μπεν Ραβίνο Μεσουλάμ και του δίδαξε το ποίημα Ουν'τανέχ τοκέφ κ'ντουσάτ χαγιόμ, παραγγέλλοντάς του να το διανείμει σε όλη την εβραϊκή διασπορά, για να παραμείνει ες αεί ως μνημείο και ως κληρονομιά της δικής του, θεόπνευστης καταδίκης.
*
Ο Στάθης νιώθει περήφανος που είναι συνεπής στις αρχές του, γι’ αυτό και το τσάι κατεβαίνει σαν μπάλσαμο μέσα του. Αυτόν τον χθεσινό παππούλη τον είχαν για καταδικασμένο. Κι όμως, ο παππούς τη γλίτωσε, και χρωστάει τη ζωή του στη δική του πείρα και στη δική του δεξιότητα. Ή μάλλον, και πάλι όχι: τη χρωστά στην καλή του τύχη, στον Θεό, σε κάποιον άλλον τέλος πάντων. Γιατί τι άλλο είναι ο γιατρός, παρά ένα όργανο στα χέρια της θεάς Τύχης; Όταν ο εντολοδόχος της θεϊκής βούλησης λειτουργεί όπως πρέπει, όλα πάνε κατ΄ευχήν. Εκτός πια αν το καντηλάκι τελειώνει. Όμως, δεν είναι Θεός ο γιατρός ν’ αποφανθεί. Ούτε κανείς πρέπει να νιώθει ευγνώμων απέναντι στον γιατρό, μόνο και μόνο επειδή κάνει το καθήκον του.
Το συμπέρασμα είναι πως ο άνθρωπος δεν ήταν καταδικασμένος, τέρμα και τελείωσε! Να ζήσει, αυτό ήταν προς το παρόν το μερτικό που του αντιστοιχεί. Δεν ήρθε η ώρα να τελειώσει το κομμάτι του, χαλάλι ο άνθρωπος, τώρα απολαμβάνει τη φροντίδα της κόρης του. Και τη φροντίδα τη δική του, μια ζωή πλήρωνε το ταμείο του για τα γεράματα, δεν το δικαιούται αυτό; Φυσικά και το δικαιούται.
Ο Φωτιάδης κλείνει το μάτι στον Στάθη. Πάω πάλι στο μαγγανοπήγαδο! του λέει κοινότοπα και χάνεται στην είσοδο του νοσοκομείου. Κάνει κι εκείνος να σηκωθεί, βγαίνει στον κρύο αέρα και παίρνει βαθειά εισπνοή, μετά περνά με δυσκολία ανάμεσα από τις νοσοκόμες που φλυαρούν. Βαδίζει αφηρημένος στο πίσω γκαράζ, αυτό που οδηγεί στη φυσούνα των εξωτερικών ιατρείων, και παραλίγο να πέσει πάνω σ’ ένα νοσοκομειακό αυτοκίνητο. Μετά από δυο λεπτά μπαίνει στο γραφειάκι του.
Είναι τελείως μόνος. Ρίχνει μια ματιά στο ντοσιέ με τα ραντεβού. Ευτυχώς δεν είναι πολλά, νυστάζει κιόλας λίγο από την ένταση της περασμένης νύχτας. Ένα γλυκό κύμα νάρκης διατρέχει τη ραχοκοκαλιά του, σε συνδυασμό με αυτό που λέμε «μέτωπο καθαρό», αυτή είναι η κυρίαρχη αίσθησή του όπως απλώνει τα πόδια στην περιστρεφόμενη καρέκλα και κοιτάζει το ταβάνι.
Θα ολοκληρώσει την υπηρεσία του και μετά το απανωτό οκτάωρο θα πάρει το λεωφορείο. Όταν φτάσει στο σπίτι, θα φτιάξει χυλοπίτες με λίγο κρέας που έχει περισσέψει. Θα τελειώσει τον Γκόγκολ. Ίσως και να κοιμηθεί λιγάκι. Μετά θα ετοιμαστεί για να βρεθεί με την Τασία. Κάπου φτηνά, κανένα ταβερνάκι μάλλον. Μετά, θα πάνε μαζί στο διαμέρισμά της.
Η Τασία θα μπει στο λουτρό. Θα μπει μαζί της και θα την αγγίξει κάτω απ’ το καυτό νερό. Θα της σκουπίσει τα μαλλιά και θα τη φιλήσει πίσω απ’το αριστερό αυτί, μέσα στους καυτούς υδρατμούς. Η Τασία θα βγει απ’ τη μπανιέρα, θα κουκουλωθεί με την πετσέτα κάτω από τα σκεπάσματα. Ο Στάθης θα περιμένει λίγο. Και η Τασία θα τον φωνάξει, με φωνή αισθησιακή, στο κρεβάτι.
Εκείνη τη στιγμή ακούγεται η πόρτα.
Θεέ μου να μην είναι εκείνη. Kάνε να έχει ρωτήσει αν είναι μέσα ο γιατρός και να της έχουν πει πως δεν είναι. Δεν είναι μέσα και δεν θα τον βρείτε, κυρία μου. Γιατί δεν μπορεί να σας δει!
Δεν μπορώ, κυρία μου, να σας δω, κι ας ήταν ο άνθρωπός σας καταδικασμένος από όλους, κι ας διέψευσα εγώ την καταδίκη με την ευσυνειδησία μου.
Για άλλον λόγο δεν μπορώ να σας δω. ¨Οχι γιατί δεν μοιράζομαι τη χαρά σας, όχι γιατί δεν επιθυμώ να πιω ένα ποτηράκι στην υγεία του πατέρα σας.
Δεν μπορώ να σας δω να μου απλώνετε το χέρι με το φακελάκι, γιατί...
...θα μπω στον πειρασμό να το πάρω.
1. Η Χαλάκα (εβραϊκά: הֲלָכָה) είναι το συλλογικό σώμα των εβραϊκών θρησκευτικών νόμων που προέρχονται από τη γραπτή και την προφορική Τορά. Η Χαλάκα βασίζεται σε βιβλικές εντολές, μεταγενέστερους ταλμουδικούς και ραβινικούς νόμους, και τα έθιμα και τις παραδόσεις που συγκεντρώθηκαν σε πολλά βιβλία, όπως το Σουλχάν Αρούχ. Η Χαλάκα μεταφράζεται συχνά ως «εβραϊκός νόμος», αν και μια πιο κυριολεκτική μετάφραση μπορεί να είναι «ο τρόπος συμπεριφοράς» ή «ο τρόπος περπατήματος». Η λέξη προέρχεται από τη ρίζα που σημαίνει «να συμπεριφέρομαι» (επίσης «να πηγαίνω» ή «να περπατώ»). Η Χαλάκα όχι μόνο καθοδηγεί θρησκευτικές πρακτικές και πεποιθήσεις, αλλά καθοδηγεί επίσης πολλές πτυχές της καθημερινής ζωής.
2. Το έργο λέγεται Or Zarua (Τόμος II 276:1) και αποδίδεται στον Εφραίμ της Βόννης, ένα συλλέκτη εβραϊκών μαρτυρολογίων, που πέθανε περίπου το 1200 [Nulman, Macy, Encyclopedia of Jewish Prayer (1993, NJ, Jason Aronson) s.v. Unetaneh Tokef, σ. 332· The Orot Sephardic Rosh Hashahhah Mahazor (1996, NJ, Orot Inc.) σ. 512· The Orot Sephardic Yom Kippur Mahazor (1997, NJ, Orot Inc.) σ. 1089· Jewish Encyclopedia (1901-1916) τόμ. 1, σσ. 525-526, s.v. Amnon of Mayence.]