Χάρτης 85 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2026
https://www.hartismag.gr/hartis-85/biblia/kripswnes-ghia-polemo-den-tha-iparkhoin

Με τούτο το βιβλίο, ο Χρήστος Σιορίκης, μας δίνει ένα εγχειρίδιο του ποιητικού του εγώ σε φαινομενικά απλή γλώσσα, ελλειπτικό όμως και λακωνικό. Δεν το κάνει, όπως μου φαίνεται για να εξάρει τον ποιητή ως μεγάλο, ερεθιστικό αίνιγμα. Ελλειπτικός παραμένει, αισθάνομαι, γιατί πάνω απ’ όλα τον ενδιαφέρει μέσα στον σημερινό πολύ φανερό, στον επιδεικτικά ολοφάνερο κόσμο μας, να διαφυλάξει ό,τι αντέχει να παραμείνει καινούργιο, φρέσκο ή και ανεξήγητο. Και ιδού με ποια μέσα το επιχειρεί:
Ο αφηγητής αυτού του βιβλίου δεν φοβάται να πει, έστω και με τα λίγα απλά του λόγια, ότι είναι ο ποιητής όπως τον θέλησε και τον διαμόρφωσε σιγά-σιγά η προσωποπαγής τέχνη της νεωτερικότητας: Είναι ο παρατηρητής που τάχα παρακολουθεί σιωπηρά τον κόσμο των ανθρώπων να σφάλλει, να φυτοζωεί και να αυτοκαταστρέφεται, τον παρακολουθεί τάχα σιωπηρά αλλά φυλάει το σχόλιό του για το τέλος. Είναι παρατηρητής μελαγχολικός αλλά και παιγνιώδης. Κρατά στα χέρια το παιχνίδι ως πρόσβαση στο κλειστό φρούριο της υπερβατικής ζωής των παιδιών. Ως όπλο ενάντια στον ενήλικο κόσμο που απαρνείται έτσι άσκεφτα τη μαγεία ή απλώς την αφήνει να του γλιστρήσει από τα χέρια μόνο και μόνο επειδή είναι πολυάσχολος. Και στο ποια χώρα είμαι ο ποιητής επικαλείται τη φύση. Αρχικά ως παράδειγμα διαχρονικής παραδείσιας αδιαφορίας:
Κάποιοι
έχουν κάνει την ανατολική πλαγιά
εστία πολέμου
Και τον ποταμό
σύνορο
ξεχνώντας πως
το βουνό έχει ερωτευτεί τη θάλασσα
κι ότι ο ποταμός
είναι το γράμμα που της στέλνει
Ύστερα την επικαλείται ως σύμμαχο για την ζωή που επιθυμεί. Η επιθυμία του είναι σεμνή. Δεν του χρειάζεται απαραίτητα το υπερβατικό, μόνο κάτι λίγο πιο ευρύχωρο από την πραγματικότητα:
Στην υγρασία της νύχτας
επιζούν τα θυμάρια
Και χωρίς θαύμα
Ο Χρήστος Σιορίκης δεν φοβάται και το κλασικό προφίλ του ποιητή αναχωρητή, ξέρει όμως ότι είναι όπλο παρωχημένο. Και έτσι το σπέρνει εδώ κι εκεί τεχνηέντως σε μικρές δόσεις:
Στα βουνά πληθαίνουν
οι εντολές που θέλω να υπακούσω
Αλλού ο ποιητής αναθέτει την παραδοσιακή ποιητική χαιρεκακία του στη φύση. Εκείνη τώρα με τη μεγάλη φωνή της αναλαμβάνει να χλευάσει την ανθρωπότητα για όσα δεν μπορεί να αποφύγει ούτε να κρύψει. Εξάλλου οι λογοτέχνες πάντα αυτό θεωρούν πιο γελοίο πάνω στον άνθρωπο: το ότι συνεχώς κάτι θέλει να κρύψει. Και μάλιστα φαντάζεται ότι τα καταφέρνει.
Ο Καύκασος υποχωρεί
Αρκετά στάθηκα όρθιος
Τώρα θα γίνω πέτρινη πεδιάδα
Με λίγο χώμα πού και πού
Θα σας βγάλω την ψυχή στις καλλιέργειες
Εμπόδιο για τους ανέμους δεν θα υπάρχει
Ούτε κρυψώνες για πόλεμο
Θα είστε ολοφάνεροι
Όπως θέλω εγώ
Τούτος ο ποιητής πάντως δεν παριστάνει πως είναι κάποιος άλλος. Ούτε ασπάζεται λατρευτικά τον αναχωρητισμό. Το ομολογεί ότι η απουσία του άλλου αφήνει μέσα του κενό. Και το ότι το κάλλος της φύσης δεν είναι εργαλείο για να ζήσεις.
Το σώμα φεύγει
και μένει ο ορίζοντας
Ευρύς και άχρηστος
Και όμορφος στη δύση
σου δείχνει τόπο
μα όχι δρόμο
Πολύ ξεχωριστές είναι οι στιγμές όπου ο ποιητής κάνει μια τρίπλα με την πατροπαράδοτη ποιητική νοσταλγία. Αυτήν που λοξοκοιτά προς τη δεξαμενή των παραμυθιών. Προς τον στυλιζαρισμένο και ρομαντικοποιημένο Μεσαίωνα. Εκεί ο ποιητής ρίχνει μεν γοητευμένος μια ματιά, ύστερα όμως κλείνει πίσω του την πόρτα και μάλλον μας λέει να μην μπούμε εκεί μέσα:
Ο βασιλιάς
κληροδοτεί στον γιο του την αναβολή
Είναι ο πρίγκιπας που κρύβεται
μέχρι να σταματήσει το αίμα
στην πίσω πλευρά του παλατιού
Εγώ δεν μοιάζω σ' αυτόν τον πρίγκιπα
Θέλω οι γονείς μου να με δουν
τη στιγμή της πληγής
Πάντως αυτό το βιβλίο ποτέ δεν απαρνείται εντελώς τις παραδοσιακές ιδιότητες του ποιητή. Αφήνει μόνο να πλανάται ένα υπομειδιών ερώτημα, για το αν πρόκειται για αρετές ή κουσούρια. Εκείνος πάντως, έστω και με αυτοειρωνική διάθεση, παραμένει σθεναρός σύμμαχος της αγριότητας και του ανεξέλεγκτου. Και η ειρωνεία τον σώζει από την αυταρέσκεια που σέρνουν πίσω τους τα υψηλά σπορ:
Στη συκιά μου από κάτω
το φίδι σέρνεται
Θειάφι δεν ρίχνω
Δεν θα εξημερώσω εγώ την άνοιξη
Με όλη του την ευγενή τάση για τα υψηλά σπορ, ο ποιητής αυτός ξέρει πως είναι άνθρωπος του σήμερα και χαμογελά με αυτή τη σκέψη. Ξέρει πως ζει σε έναν κόσμο όπου είμαστε πολλοί, στριμωγμένοι και ίσοι. Και μέσα στο κατάμεστο λεωφορείο δεν χάνει την ευκαιρία για μια ακόμα αναγωγή:
απ’ το μυαλό μου περνά η σκέψη πως
πως Άνταμ είναι το όνομα του οδηγού
Και πέφτουν οι παλμοί μου ελπίζοντας
πως μας οδηγεί στη δουλειά
ένας πρωτόπλαστος
Και μια που φτάσαμε στα βιβλικά μοτίβα: Τον ποιητή τον ελκύει και το λεπτοφυές αίνιγμα. Δεν είναι ο πρώτος που αντί να γονατίζει μπροστά στον Ιησού, στέκει απέναντί του σε κάποια απόσταση και τον κοιτά σαν ελλειπτικό συναρπαστικό γρίφο. Και μαντεύει ένα πλήθος από μειδιάματα πίσω από τις σοβαρές ευαγγελικές αφηγήσεις. Όπως στο ποίημα
ἀγαπᾷς με πλεῖον τούτων; (Ιωαν. 21, 15)
Να είσαι στην ακτή
να είσαι ο φίλος του Πέτρου
να πέφτει για σένα στη θάλασσα
για να ’ρθει σε σένα πιο γρήγορα
Στην ακτή να στάζει η θάλασσα
και να μην ξέρεις
Εξάλλου ο ποιητής ξέρει πως πριν από αιώνες, τον ποιητή τον εφηύραν ως υποκατάστατο για την σιωπή του Θεού. Για το άφθορο αλλά και άκαρδο κάλλος της φύσης που δεν μας απευθύνεται.
το φεγγάρι σπάει στο νερό
δεν αρκεί ο Θεός
και πρέπει να γίνεις εσύ
ο πατέρας του ήχου
Σε τούτο το βιβλίο, ο ποιητής ζει με φροντίδα και ανεμελιά μαζί. Γνωρίζει την ευγενή καταγωγή του αθλήματος, χωρίς να της παραδίνει σημασία. Και κινείται σβέλτα μέσα στην κατοικημένη έρημο της πόλης, μεριμνώντας να μην του στεγνώσει ο κόσμος. Να μην του ξεραθούν τελείως τα δάκρυα χαράς και έκπληξης για το πρωτόγνωρο. Και να μην χάσει πρόωρα την ευλυγισία του παιδιού που καταφέρνει συνεχώς να χώνει έστω ένα μικρό παιχνίδι μέσα στις χαραμάδες του πραγματικού.