Χάρτης 85 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2026
https://www.hartismag.gr/hartis-85/dokimio/ghia-tin-poiisi-kai-tin-apolaisi-poi-antloyme-apo-tin-omorfia-tis-fysis
______________
H
Μαίρη Γούλστονκραφτ (Mary
Wollstonecraft, 1759-1797) ήταν βρετανίδα φιλόσοφος και συγγραφέας. Ασχολήθηκε με ζητήματα ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας και διατύπωσε ριζοσπαστικές ιδέες σχετικά με την κοινωνική θέση των γυναικών ασκώντας μεγάλη επιρροή στη διαμόρφωση του φεμινιστικού κινήματος σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι ευρέως γνωστή για το δοκίμιο της «Η αναγνώριση των δικαιωμάτων της γυναίκας» (1792), ενώ οι απόψεις της για την έννοια της φαντασίας είχαν αντίκτυπο στο κίνημα του Ρομαντισμού. Στο δοκίμιο «Για την ποίηση» εμφανίζονται ιδέες και έννοιες, οι οποίες απασχόλησαν την φιλοσοφία του 18ου αιώνα (πχ. η επίδραση της φύσης, το Γούστο, το Υψηλό και το Γραφικό/picturesque).
Στη σημερινή κοινωνία, η προτίμηση για τις βουκολικές σκηνές εμφανίζεται συχνά ως επίπλαστο συναίσθημα περισσότερο εμπνευσμένο από την ποίηση και τα μυθιστορήματα, παρά από την πραγματική αντίληψη για τις ομορφιές της φύσης. Καθώς, όμως, είναι τεκμήριο του εκλεπτυσμένου γούστου να επαινεί κανείς τις απολαύσεις που προσφέρει η ύπαιθρος, το θέμα είναι ανεξάντλητο. Εγείρει ωστόσο το ερώτημα, αν αυτή η ρομαντική μορφή έκφρασης επιδρά στην συμπεριφορά εκείνων, οι οποίοι αποχωρούν για ένα χρονικό διάστημα από τις συνωστισμένες πόλεις όπου ανατράφηκαν.
Κατέληξα στις απόψεις τούτες, επειδή παρατήρησα, όποτε διέμενα στην εξοχή για λίγο ή πολύ καιρό, τον τρόπο με τον οποίο μερικοί άνθρωποι μοιάζουν να σκέφτονται για την φύση κοιτάζοντάς την. Σκούπισα με τα βήματά μου την πρωινή πάχνη, αλλά ενώ περπατούσα πάνω στο άσπιλο χορτάρι, αναρωτήθηκα αν, σε τόσο ευχάριστες περιστάσεις, επιτρεπόταν να ανατείλει ο ήλιος μες στη μοναχική μεγαλοπρέπειά του, καθώς μόνο τα δικά μου μάτια χαιρετούσαν τις ακτίνες που όλα τα ομορφαίνουν. Οι βραδινοί ιστοί απλώνονταν ακόμη στο περίφρακτο από θάμνους μονοπάτι, εκτός κι αν κάποιος άνθρωπος του μόχθου, είχε ενοχλήσει το νεραϊδένιο κατασκεύασμα, καθώς πήγαινε στη δουλειά με βήμα αργό.
Επειδή πολλές φορές μου δόθηκε η ευκαιρία να κάνω την ίδια παρατήρηση, έφτασα να επιδιώξω, σε έναν από τους μοναχικούς μου περιπάτους, να ανιχνεύσω την αιτία, κι έτσι να θέσω το ερώτημα γιατί η ποίηση, η οποία γράφτηκε όταν η κοινωνία ήταν στα σπάργανα ακόμη, είναι και η φυσικότερη· κάτι που, για να μιλήσω με ακρίβεια (διότι η λέξη «φυσικός» είναι πολύ αόριστη), σημαίνει απλά ότι είναι η μεταγραφή των άμεσων αισθήσεων, σε όλη τους την πρωτογενή αγριότητα και απλότητα, όταν η φαντασία, αφυπνισμένη από τη θέαση ενδιαφερόντων αντικειμένων, τίθεται πλέον ενεργά σε λειτουργία. Σε τέτοιες στιγμές, η ευαισθησία παρέχει γοργά παρομοιώσεις, και τα αγνά πνεύματα συνδυάζουν εικόνες που αναδύονται αυθόρμητα, χωρίς να είναι αναγκαίο να ερευνηθεί ψυχρά η λογική ή η μνήμη, μέχρις ότου οι επίπονες προσπάθειες της κρίσης αποκλείσουν τα παρόντα αισθήματα και μετριάσουν τη φλόγα του ενθουσιασμού.
Η έκφραση ενός δραστήριου νου, θα μας φανερώσει πόσο πολύ η νόηση έχει διευρυνθεί μέσω της σκέψης και έχει ενισχυθεί μέσω της γνώσης. Ο πλούτος του εδάφους ίσα που διακρίνεται στην επιφάνεια. Ομοίως και τα αποτελέσματα του βαθέος στοχασμού συχνά αναμεμειγμένου με την παιχνιδιάρικη χάρη των ονειροπολήσεων του ποιητή, ενσωματώνεται ομαλά με τις εξάρσεις του ζωώδους πνεύματος, όταν το λεπτά διαμορφωμένο νεύρο πάλλεται έντονα από έκσταση, ή όταν, γαληνεμένο από γλυκιά μελαγχολία, γεννά με μια ευχάριστη νωχέλεια τον παρατεταμένο αναστεναγμό και θρέφει το δάκρυ που αργοκυλά.
Ο ποιητής[1] με τα δυνατά αισθήματα, μας δίνει μόνο μια εικόνα του μυαλού του όταν ήταν πράγματι μόνος, συνδιαλεγόταν με τον εαυτό του και κατέγραφε την εντύπωση που η φύση άφησε στον ίδιο. Αν, κατά την ιερή αυτή στιγμή, η ιδέα ενός αποθανόντος φίλου ή κάποια τρυφερή ανάμνηση, όταν η ψυχή ήταν τόσο ζωντανή μες στην τρυφερότητα, εισβάλει απρόσμενα στις σκέψεις του, η θλίψη δημιουργείται αβίαστα, αλλά εκφράζεται ποιητικά- ποιος μπορεί να μην συμπάσχει;
Στον άνθρωπο η αγάπη οδηγεί στην αφοσίωση – σπουδαίες και υψηλές[2] εικόνες χτυπούν την φαντασία – ο Θεός γίνεται ορατός σε κάθε σύννεφο που πλέει στον ουρανό και καταφθάνει από τα ομιχλώδη βουνά για να λάβει τον πιο ευγενή φόρο τιμής ενός πλάσματος ευφυούς - την εξύμνηση. Πόσο ιερή είναι η στιγμή όταν όλα τα συναισθήματα και οι αναμνήσεις ξεθωριάζουν εμπρός στον υψηλό θαυμασμό, όταν η σοφία και η φιλευσπλαχνία του Θεού εμπνέει, όταν λατρεύεται όχι σε ναό από χέρια φτιαγμένο, κι ο κόσμος μοιάζει να περιέχει μόνον τον νου που δημιουργεί και τον νου που τον συλλογίζεται! Αυτές δεν είναι οι αδύναμες αντιδράσεις μιας τελετουργικής πίστης, ούτε χρειάζεται ο ποιητής προκειμένου να τις εκφράσει κάποιου άλλου ποιητή τη συμβολή: [διότι] η καρδιά εντός του καίει και μιλά τη γλώσσα της αλήθειας και της φύσης με ακαταμάχητη ενέργεια.
Παρατηρούνται, βέβαια, ανισότητες στις εκφράσεις του και μια φαντασία λιγότερο δραστήρια με περισσότερο γούστο, θα δημιουργούσε με μεγαλύτερη κομψότητα και ομοιογένεια. Παρόλα αυτά, καθώς τα αποσπάσματα μαλακώνουν ή σβήνουν κατά τις ψυχρότερες στιγμές του στοχασμού, η νόηση ικανοποιείται εις βάρος εκείνων τον ακούσιων αισθήσεων, οι οποίες, όπως οι ωραίες αποχρώσεις του ουρανού το δειλινό, είναι τόσο φευγαλέες που μεταμορφώνονται μέσα σε νέες μορφές πριν να μπορέσουν να αναλυθούν. Διότι με όση ευφράδεια κι αν καυχιόμαστε για τη λογική μας, ο άνθρωπος πρέπει να νιώθει συχνά ευχαρίστηση χωρίς να δύναται να εξηγήσει το γιατί, αλλιώς τα αμβλυμμένα του αισθήματα δεν είναι φτιαγμένα για να απολαμβάνουν τις ομορφιές που προσφέρει η φύση, η ποίηση ή οποιαδήποτε από τις τέχνες της μίμησης.
Η εικονογραφία των αρχαίων φαίνεται να έχει προέλθει με φυσικότητα από τα αντικείμενα του περιβάλλοντος και τη μυθολογία τους. Όταν ένας ήρωας μεταφέρεται από το ένα μέρος στο άλλο, διασχίζοντας ερημιές δίχως μονοπάτι, υπάρχει άλλο όχημα πιο φυσικό από τα χνουδωτά σύννεφα που συχνά ο ποιητής ατένιζε κι ευχόταν μη-συνειδητά να τα μετατρέψει σε άρμα του; Άλλοτε πάλι, όταν η φύση μοιάζει να παρουσιάζει εμπόδια σχεδόν σε κάθε βήμα της προόδου του, όταν το μπερδεμένο δάσος και το βουνό το απόκρημνο σαν φράγμα ορθώνονται κι ο νους ποθεί να [τα] ξεπεράσει με υπερφυσική βοήθεια: μια παρεμβατική θεότητα, που περπατά στα κύματα και κυβερνά την καταιγίδα, [μια καταιγίδα] που γίνεται αισθητή με όλη της τη σφοδρότητα στις πρώτες προσπάθειες καλλιέργειας μιας χώρας, θα λάβει, από την παθιασμένη φαντασία, «έναν τόπο και ένα όνομα».[3]
Θα αποτελούσε φιλοσοφικό ερώτημα και θα έριχνε λίγο φως στην ιστορία του ανθρώπινου μυαλού, το να ιχνηλατήσουμε, όσο το επιτρέπουν οι πληροφορίες που έχουμε, τα αυθόρμητα αισθήματα και τις ιδέες που παρήγαγαν οι εικόνες που τώρα πια συχνά μοιάζουν αφύσικες διότι είναι απόμακρες και αηδιαστικές, αφού δουλοπρεπώς αντιγράφηκαν από τους ποιητές, των οποίων η νοοτροπία και οι απόψεις για τη φύση θα έπρεπε να διαφέρουν. Αν και η νόηση σπάνια διακόπτει τη ροή των παρόντων αισθημάτων, χωρίς να διαλύσει τα χαρούμενα σύννεφα που αγκαλιάζει η φαντασία, αλλά, σιωπηλά προσδίδει χρώμα σε όλη την έκφρασή τους·και το όνειρο τελειώνει, όταν η αλήθεια βάναυσα παραβιάζεται, ή όταν εισάγονται εικόνες διαλεγμένες από βιβλία κι όχι από τοπικά ήθη ή λαϊκές προκαταλήψεις.
Σε ένα προηγμένο πολιτισμικά περιβάλλον, ο ποιητής είναι περισσότερο ένα πλάσμα της τέχνης, παρά της φύσης. Τα βιβλία που διαβάζει κατά την νεαρή ηλικία, γίνονται το θερμοκήπιο στο οποίο παράγονται οι καρποί της τέχνης, ωραίοι στα μάτια του κοινού, αν και στερούνται αληθινού χρώματος και γεύσης. Οι εικόνες του δεν αναδύονται από τις αισθήσεις, αλλά αντιγράφονται, όπως στα έργα των ζωγράφων που, όταν απεικονίζουν τους σύγχρονούς τους, άνδρες και γυναίκες, αντιγράφουν τα αρχαία γλυπτά. Αναγνωρίζουμε ότι τα χαρακτηριστικά είναι κομψά και οι αναλογίες ορθές, όμως είναι άνθρωποι από πέτρα, φιγούρες άψυχες, οι οποίες ποτέ δεν μεταφέρουν στο μυαλό την ιδέα μιας προσωπογραφίας ζωγραφισμένης εκ του φυσικού, όπου η ψυχή δίνει πνεύμα και ομοιογένεια στο σύνολο. Της φαντασίας τα μεταξένια τα φτερά τσακίζονται από τους κανόνες και η λαχτάρα για κομψότητα στο ύφος, προκαλεί μια προσήλωση στις λέξεις, ασύμβατη με τις υψηλές και παθιασμένες σκέψεις.
Ένα αγόρι με ικανότητες, το οποίο, στο σχολείο, έχει διδαχθεί τη δομή του έμμετρου λόγου και, κατά την ανάγνωση ιδιοφυιών έργων, ένιωσε την επιθυμία να τα μιμηθεί και να συνθέσει ρίμες, μπορεί με την εξάσκηση, να παραγάγει χαριτωμένους στίχους, κι ακόμη να γίνει αυτό που συχνά ορίζεται ως «κομψός ποιητής». Παρόλα αυτά, οι αναγνώστες, δίχως να ξέρουν πού να βρουν το λάθος [στα ποιήματα του], να μην επιδεικνύουν θερμό ενδιαφέρον. Στα έργα του ποιητών που εστιάζουν στα συναισθήματα τους, βρίσκουν κραυγαλέα λάθη και τις ίδιες ακριβώς εικόνες που προσβάλουν το γούστο των σύγχρονών τους, ωστόσο δεν μοιάζουν παιδαριώδεις ή ξένες με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. –Γιατί;- Επειδή στον συγγραφέα δεν φαίνονται έτσι.
Μπορεί να ακούγεται παράδοξο, αφού παρατηρήσαμε ότι εκείνα τα έργα στερούνται ζωντάνιας, όταν είναι απλώς προϊόντα μίμησης, όπου η λογική έχει βίαια κατευθύνει, αν όχι σβήσει, τη φλόγα της φαντασίας, να υποστηρίξουμε ότι, αν και η ιδιοφυΐα δεν είναι παρά μια άλλη λέξη για την εκλεπτυσμένη ευαισθησία, οι πρώτοι παρατηρητές της φύσης, οι αληθινοί ποιητές, άσκησαν τη λογική τους πολύ περισσότερο από τους μιμητές τους. Την άσκησαν, όμως, με σκοπό τη διάκριση, ενώ οι θαυμαστές τους ήταν απασχολημένοι να δανείζονται συναισθήματα και να βάζουν λέξεις στη σειρά.
Τα αγόρια που έλαβαν κλασική εκπαίδευση, φόρτωσαν τη μνήμη τους με λέξεις, και ίσως δεν κατανόησαν ποτέ πραγματικά τις αντίστοιχες ιδέες. Για να τεκμηριώσω αυτόν τον ισχυρισμό, πρέπει να παρατηρήσω, ότι έχω γνωρίσει πολλούς νέους που θα μπορούσαν γράψουν υποφερτά ομαλούς στίχους και να δέσουν επίθετα όμορφα μεταξύ τους, αλλά την ίδια στιγμή τα θέματα των κειμένων τους φανερώνουν τη στειρότητα του μυαλού τους και πόσο επιδερμική πρέπει να ήταν η καλλιέργειά που έλαβε η νόηση τους.
Ξέρω ότι, ο Δρ. Τζόνσον[4] έχει δώσει έναν ορισμό της ιδιοφυίας, ο οποίος θα μπορούσε να ανατρέψει τον συλλογισμό μου, αν οφείλω να το παραδεχτώ. [Ο Τζόνσον] φαντάζεται ότι ένας δυνατός νους, που κατά τύχη οδηγήθηκε σε έναν συγκεκριμένο τομέα μελέτης και στον οποίο διαπρέπει, είναι ιδιοφυία.[5] Χωρίς να σταματήσουμε για να διερευνήσουμε τις αιτίες που δημιουργήσαν αυτήν την ευτυχή δύναμη του μυαλού, η εμπειρία φαίνεται να αποδεικνύει, ότι τα μυαλά εκείνα που εμφανίζονται ως τα πιο δραστήρια, είναι αυτά που επεδίωξαν τη μελέτη, αφότου η φύση ανακάλυψε μια κλίση. Διότι θα ήταν παράλογο να υποθέσουμε ότι η ελάχιστη εντύπωση που ασκήθηκε στις αδύναμες ικανότητες ενός αγοριού είναι εντολή της φύσης και δεν [μπορεί] να εξαλειφθεί από μιαν ακόλουθη εντύπωση ή απρόσμενη δυσκολία. Στην πραγματικότητα, ο Δρ. Τζόνσον, φαίνεται να έχει την ίδια άποψη (πόσο επίμονα δεν θα το διερευνήσω τώρα), ειδικά όταν παρατηρεί ότι «ο Τόμσον[6] κοίταξε τη φύση μέσα από τα μάτια που εκείνη δίνει μονάχα σ’ έναν ποιητή».
Όμως, αν και θα πρέπει να επιτρέπεται τα βιβλία να μπορούν να φτιάξουν μερικούς ποιητές, φοβάμαι [όμως], ότι δεν θα είναι ποτέ οι ποιητές που νανουρίζουν τις έγνοιες και τις αποκοιμίζουν ή που μας ωθούν στον θαυμασμό. Μπορεί να μεταδίδουν το γούστο και να εξωραΐζουν τη γλώσσα, αλλά τείνω στο συμπέρασμα ότι σπάνια εγείρουν τα πάθη ή γιατρεύουν την καρδιά.
Για να επιστρέψω στο πρώτο θέμα της συζήτησης, ο λόγος για τον οποίο οι περισσότεροι άνθρωποι ενδιαφέρονται για μια σκηνή που περιγράφεται από έναν ποιητή, παρά από μια άποψη της φύσης, πιθανώς προκύπτει από την έλλειψη της ζωντανής φαντασίας. O ποιητής συλλαμβάνει την προοπτική και αφού επιλέξει το πιο γραφικό[7] κομμάτι στην κάμερά[8]
του, η κρίση κατευθύνεται και ολόκληρη η ορμή της νωθρής ικανότητας στρέφεται προς τα αντικείμενα που ξυπνούσαν τα πιο έντονα συναισθήματα στην καρδιά του ποιητή. Ως συνέπεια, ο αναγνώστης νιώθει την γεμάτη ζωή περιγραφή παρόλο που δεν ήταν ικανός να διαμορφώσει μια πρώτη εντύπωση από τις διεργασίες του δικού του νου.
Άλλωστε, μπορεί να παρατηρηθεί ακόμη, ότι τα μεγάλα μυαλά συγκινούνται μόνο από ισχυρές αναπαραστάσεις. Για να διεγερθούν οι αδιάφοροι, τα αντικείμενα θα πρέπει να παρουσιάζονται υπολογισμένα ώστε να παράγουν θυελλώδη συναισθήματα. Οι άυλες γραφικές μορφές τις οποίες ένας σκεπτόμενος άνθρωπος θωρεί και συχνά ακολουθεί με ζέση έως ότου τον κοροϊδέψει μια φευγαλέα ματιά σε μια τελειότητα ανέφικτη, φαίνονται σε εκείνους σαν ελαφροί ατμοί ενός ονειροπόλου θαυμαστή που παραιτείται από την ουσία για την σκιά. Δεν αναζητούν τη ψυχαγωγία εντός τους, σπανίως στρέφονται στον εαυτό τα μάτια τους. Ως συνέπεια τα συναισθήματά τους, αν και μερικές φορές φλογερά, είναι πάντα παροδικά και οι καλύτερες αντιλήψεις που διακρίνουν τον άνθρωπο του αυθεντικού γούστου, δεν γίνονται αισθητές, ούτε κάνουν την ελάχιστη εντύπωση ώστε να μην εγείρουν σχεδόν καμία ευχάριστη αίσθηση. Προκαλεί, λοιπόν, έκπληξη ότι συχνά παραμελούνται, ακόμη κι από εκείνους που ευχαριστούνται από τις ίδιες τις εικόνες που συγκεντρώνονται από τον ποιητή;
Αλλά και αυτή η πολυάριθμη τάξη ξεπερνιέται από τους πνευματώδεις, που, ανυπόμονοι να φανούν ότι έχουν πνεύμα και γούστο, δεν αφήνουν στη λογική ή τα συναισθήματά τους καμία ελευθερία. Διότι αντί να καλλιεργήσουν τις ικανότητές τους και να αναλογιστούν τις πράξεις τους, είναι απασχολημένοι να συλλέγουν προκαταλήψεις και είναι προκαταβολικά αποφασισμένοι να θαυμάζουν ό,τι η ετυμηγορία του χρόνου ανακηρύσσει ως άριστο, όχι για να αποθηκεύσουν μια πηγή ψυχαγωγίας για τον εαυτό τους, αλλά για να μπορούν να ομιλούν.
Αυτοί οι ισχυρισμοί θα βοηθήσουν τον αναγνώστη να ιχνηλατήσει κάποιους από τους λόγους που οι ομορφιές της φύσης δεν γίνονται αισθητές αναγκαστικά, όταν ο πολιτισμός ή, μάλλον, η πολυτέλεια, έχουν κάνει αξιοσημείωτες προόδους – εκείνες οι ήρεμες αισθήσεις δεν είναι επαρκώς ζωντανές ώστε να λειτουργήσουν ως ξεκούραση για τον ηδονιστή ή ακόμη και για τον μετριοπαθή κυνηγό τεχνητών απολαύσεων. Στη σημερινή κατάσταση της κοινωνίας, η νόηση πρέπει να επαναφέρει τα συναισθήματα στη φύση ή πρέπει η ευαισθησία να έχει τέτοια έμφυτη δύναμη, ώστε περισσότερο να οξύνεται παρά να καταστρέφεται από τις έντονες δοκιμασίες του πάθους.
Το ότι τα πιο πολύτιμα πράγματα είναι εκτεθειμένα στη μεγαλύτερη διαστροφή είναι τόσο κοινότοπο όσο και αληθινό· γιατί η ίδια ευαισθησία, ή η οξύτητα των αισθήσεων, που κάνει έναν άνθρωπο να απολαμβάνει τα γαλήνια τοπία της φύσης, όταν, όχι η λογική αλλά η αίσθηση προσφέρει την απόλαυση, συχνά μετατρέπει τον άνθρωπο αυτόν σε ακόλαστο, οδηγώντας τον να διαλέξει την αισθησιακή ταραχή του έρωτα, εξευγενισμένη ελαφρώς μέσω του συναισθήματος, από τις ήρεμες χαρές της τρυφερής φιλίας, στις οποίες η λογική, αναμειγνύοντας πεποιθήσεις που προσφέρουν γαλήνη, ψιθυρίζει πως η ικανοποίηση, όχι η ευτυχία, είναι της αρετής η ανταμοιβή στον κόσμο τούτο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑΣ