Χάρτης 85 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2026
https://www.hartismag.gr/hartis-85/poiisi-kai-pezografia/treis-ekdokhes-tis-nykhtas
# Ι
Ακούω το τρένο που περνάει για δεύτερη φορά μέσα στη νύχτα. Τρέχει με τριακόσιες χιλιάδες χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο. Οι γραμμές είναι μακριά, αλλά όταν όλα ησυχάζουν ακούγεται ο συρτός ήχος των τροχών που κυλούν στις ράγες. Αν κλείσω τα μάτια, μπορώ να ακούσω τις συνομιλίες, ακόμα και τις ανάσες εκείνων που ταξιδεύουν. Βλέπω ό,τι βλέπουν: σκοτεινά χωριά, δυσδιάκριτα φώτα μιας κωμόπολης πνιγμένης στην ομίχλη, κυρτωμένες σκιές αντρών, αλαφιασμένα φαντάσματα γυναικών. Η ανάσα μου σχηματίζει στο τζάμι θάλασσες, λίμνες, δάση, χάρτες με προορισμούς. Κάποιοι επιβάτες σηκώνονται, φοράν τα μπουφάν τους, μαζεύουν βαλίτσες και πακέτα, κατεβαίνουν και εξαφανίζονται. Τέτοιες ώρες μού επιτρέπεται να αποδράσω μαζί τους∙ να εξαφανιστώ στο πρωινό πούσι. Στην απόδρασή μου συναντώ τον πατέρα μου, τη μάνα μου, την τρυφερή Άννα∙ την Άννα! Περπατώ μαζί τους στα χωράφια, σε σκιερές αλέες. Κατεβαίνω στα βράχια της θάλασσας για πεταλίδες, φούσκες και κόκκινους αχινούς. Βρίσκομαι σε αίθουσα αναμονής τρένων. Το τρένο με το οποίο θα ταξίδευα φεύγει χωρίς εμένα, κι εγώ περιμένω υπομονετικά το επόμενο, που φεύγει κι αυτό. Θλιμμένος ανεβαίνω στη γέφυρα του σταθμού, όπου θεόρατα γεράκια χιμούν να μου φάνε το συκώτι, άγγελοι πασχίζουν να με πάρουν μαζί τους. Ξυπνώ και δε ξέρω αν κοιμόμουν ή όχι. Μπορεί να είναι έτσι, μπορεί να χάνω τα λογικά μου. Στο άσυλο έμαθα πως τα όνειρα θέλουν προσοχή, οι σκέψεις χαλιναγώγηση.
# ΙΙ
Ξημέρωμα 17 Ιουλίου, Αγίας Μαρίνης της Μεγαλομάρτυρος, των Δαιμονίων ταπεινώσασα, βλέπω όνειρο κολασμένο. Αμαρτωλέ! με επιπλήττει η Παρθενομάρτυρα, δεν αρνήθηκες τετράκις την πονηράν επιθυμίαν. Δεν φυλακίστηκες χάριν Εκείνου∙ δεν μαστιγώθηκες αγρίως. Κρεμασμένος δεν καταξέσχισαν τας πλευράς σου με σιδερένιους όνυχας, καταστρέφοντας το κάλλος του νεανικού σώματός σου. Δεν αναμετρήθηκες με τον μαύρον Δαίμονα, εκσφενδονίζον εκ του στόματος πύρινας φλόγας της Κολάσεως.
Στον ναΐσκο της κοιλάδας των Μακεδονικών Τεμπών το εκκλησίασμα έχει αποχωρήσει. Τα φώτα των πολυελαίων έσβησαν. Επικρατεί μισοσκόταδο, σε λίγο θα πέσει η νύχτα. Κλείνω τα μάτια και Της μιλώ για όσους αδίκησα, για τους πολλούς που με αδίκησαν. Της υπενθυμίζω τα όσα λησμόνησε να πράξει, παρά την υπόσχεση, και Την μαλώνω. . Από τη χαμηλή πόρτα μπαίνει μια νέα γυναίκα με φόρεμα διάστικτο από πανσέδες, κατιφέδες και μυρωδικά γιασεμάκια. Όμοιο με κείνο που φορούσε η μάνα μου την άνοιξη. Ο ιερέας της Ωραίας Πύλης την καλεί να γονατίσει στο πρώτο σκαλοπάτι. Εκείνη βγάζει από τον λαιμό της ένα χρυσό σταυρό, τον φιλάει και τον παραδίδει. Τον χαρίζει στην Καλλιπάρθενο, σκέφτομαι. Ο ιερέας τη σκεπάζει με το επιτραχήλιο του στήθους του και λέγει: Οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν ἑαυτῷ ζῇ καὶ οὐδεὶς ἑαυτῷ ἀποθνήσκει. Ἐάν τε γὰρ ζῶμεν, τῷ Κυρίω ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τῷ Κυρίῳ ἀποθνήσκωμεν.** Ευλογεί το χρυσικό και της το επιστρέφει. Εκείνη έρχεται προς τη θέση που παραμένω ακίνητος από το πρωί. Χαϊδεύει τις λιγοστές τρίχες της κεφαλής μου: Αχ μικρό μου, μικρό μου, πόσο μεγάλωσες! απορεί. Έχω να σε δω από τότε… Μου περνάει την αλυσίδα με τον αγιασμένο σταυρό στον λαιμό και ασφαλίζει το κούμπωμα. Μη χάνεις το θάρρος σου, ψυχή μου, με ενθαρρύνει. Η κακιά αρρώστια θα χαθεί από το πνευμόνι σου, θα δεις. Ο ένας που σου αφαίρεσαν θα θρέψει απ’ την αρχή. Με σφίγγει στην αγκαλιά της που μυρίζει γιασεμί, με φυλάει τρυφερά παντού και αποχωρεί. Το πρόσωπό της έμπλεο τρυφερότητας και αγάπης, δεν πρέπει να το ξεχάσω ποτέ. Να το επαναφέρω στη μνήμη μου όσο πιο συχνά μπορώ, γιατί αυτό εντέλει είναι το πραγματικό πρόσωπο της μητέρας μου. Αυτό να κρατήσω για την υπόλοιπη σύντομη ζωή μου.
Έξω οι προσκυνητές πίνουν νερό από το αγίασμα του κήπου, νίβουν το πρόσωπο. Νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν, διαβάζω την κυκλική εγχάρακτη γραφή. Τείνω να γεμίσω τη χούφτα μου και δεν στάζει στάλα νερού. Α ρε μάνα, γιατί έφυγες πάλι; τη φωνάζω να γυρίσει πίσω. Ποιος ξέρει αν θα προλάβω να σε δω ξανά…
______________
* Κανείς από μας δεν ζει για τον εαυτό του και κανείς δεν πεθαίνει για τον εαυτό του, διότι, εάν ζούμε, ζούμε για τον Κύριο, και εάν πεθαίνομε, πεθαίνομε για τον Κύριο..
** Καινή Διαθήκη, Ρωμ. ιδ', 7 - 8
# ΙΙΙ
Επάνω στο τραπέζι βρίσκεται μια κλεψύδρα. Παρόμοια με ‘κείνη που υπήρχε στο πατρικό μου σπίτι. Η στενωπός από όπου πέφτει η άμμος είναι τόσο μικρή, που μου σφίγγει την καρδιά. Στην αρχή δεν φαίνεται καμιά αλλαγή στην επάνω κοιλότητα. Σταδιακά, όσο πέφτει η νύχτα, η στάθμη της άμμου κατεβαίνει. Ελαττώνεται σταθερά, ώσπου εξαντλείται. Ήθελα να συμβούν τόσο πολλά προτού εξαντληθεί! Και είναι τόσο πολλά εκείνα που δεν συνέβησαν. Δεν ωφελεί να το σκέφτομαι, παρά μόνο την τελευταία στιγμή, όταν ήδη είναι αργά. Αντιστρέφω την κλεψύδρα με την ελπίδα πως θα ανατραπούν τα πάντα. Από τη στιγμή που ανατρέπονται γίνομαι νέος, ωραίος και δεν με μέλει αν σε κάποιο από τα ταξίδια μου πνιγώ σε μαύρη θάλασσα, γιατί κάποτε είναι βέβαιο πως θα αναστηθώ. Στην πρώτη στροφή με περιμένουν οι επόμενες ζωές μου. Αυτές που θα είναι απείρως πιο ενδιαφέρουσες η μία από την άλλη. Στην ανάστασή μου δεν έχω κάποιον να με περιποιηθεί. Να πλένει το σώμα μου με ευωδιαστό μύρο, να μου αλλάξει το ρούχο, να μου κόψει τα νύχια, να με ντύσει στα γαμπριάτικα γιορτινά. Δεν πρέπει να βαδίσω στον επάνω κόσμο βρώμικος. Σίγουρα, αυτή τη φορά, δεν είμαι έτοιμος να πεθάνω. Αναποδογυρίζω εκ νέου την κλεψύδρα, στηλώνω επάνω της το βλέμμα, αναμένοντας