Χάρτης 85 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2026
https://www.hartismag.gr/hartis-85/poiisi-kai-pezografia/vikhas-neirikis-aitiologhias
Άρχισε με έναν σύντομο βήχα, έναν ξερόβηχα. Δεν έδωσε σημασία. Όταν ο βήχας έγινε πιο συχνός και πιο έντονος, ο άντρας της, ψάλτης στην τοπική ενορία, δεν μπορούσε να κάνει πρόβες στους ψαλμούς, δεν μπορούσε να πιάσει τον σωστό τόνο. Της είπε να πάει να το κοιτάξει. Ο γιατρός έγραψε εξετάσεις. Ο βήχας της ήταν νευρικής αιτιολογίας.
Όταν έμπαινε στην κουζίνα, της ερχόταν εμετός. Προσπαθούσε κάτι μεγάλο να βγάλει, να ελευθερωθεί από ένα βάρος που της καθόταν στο στομάχι. Δεν τα κατάφερνε. Την έπιασε νευρική ανορεξία, σταμάτησε να μαγειρεύει. Σιχαινόταν το λάδι στα χέρια της, τα αυγά να της γλιστρούν και να πέφτουν στο πάτωμα, να σφουγγαρίζει κρόκους μετά. Το ταψί άρχισε να γίνεται βαρύ, οι κατσαρόλες ασήκωτες. Ξανά για εξετάσεις. Της βρήκαν δυσανεξία σε όλες τις τροφές. Ακόμη κι όταν δεν έτρωγε τίποτα, ένιωθε βαρυστομαχιά.
Εκείνος πεινούσε συνεχώς. Την έβλεπε που πάλευε στην κουζίνα χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Θύμωνε. Της έλεγε λόγια πικρά, εκείνη όμως τα κατάπινε, αν και με κάποια δυσκολία. Στον ύπνο της πάντα το ίδιο όνειρο. Την τάιζε βιαστικά μέσα σε ένα κλουβί δίνοντάς της μεγάλες μπουκιές πίσω από τα κάγκελα. Κόντευε να πνιγεί, του δάγκωνε το χέρι.
Το μεσημέρι ο ιεροψάλτης παράγγελνε απ’ έξω, ντελίβερι. Αυτή δεν έτρωγε τίποτα. Η πίτσα ήταν καμένη, η μπριζόλα σκληρή, το ιμάμ δεν είχε λάδι, η κρέμα του παστίτσιου ήταν λεπτή. Κατάπινε με το ζόρι λίγο ψωμί. Εκείνος έτρωγε στα γρήγορα και τη δική της μερίδα και έπεφτε για ύπνο. Στην κρεβατοκάμαρα, δίπλα στα εικονίσματα, η φωτογραφία της μάνας του παρακολουθούσε.
Σήμερα ξύπνησε νωρίς το απόγευμα, έπρεπε να κάνει πρόβα στους ψαλμούς. Ετοιμαζόταν για την αυριανή αρτοκλασία. Εκείνη ξερνούσε το ψωμί στο μπάνιο. Πάντα με κλειστή πόρτα, όπως της είχε πει, για να μην ακούγεται, όταν αυτός ψέλνει. Μπερδεύεται. Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν… Αυτή, πάλι, δεν πείνασε ποτέ.
Όταν τελείωσε η αρτοκλασία και γύρισαν σπίτι, εκείνος έφαγε δύο μεγάλα κομμάτια άρτου, που έπαιρνε πάντα δικαιωματικά σε μια νάιλον σακούλα, έφαγε και το δικό της. Του άρεσε πολύ, έτσι με τη ζάχαρη από πάνω. Το βράδυ κανόνισε να πάει σε ταβέρνα με τους άλλους ψάλτες και τις γυναίκες τους. Αυτή δεν ένιωθε καλά, ήταν εξαντλημένη, θα έμενε σπίτι. Δεν της είπε τίποτα, μόνο κούνησε το κεφάλι του κι έκλεισε την πόρτα. Καλύτερα να μη λέει τίποτα. Ακόμη και όταν τη φώναζε κάτι να της πει, το όνομά της γινόταν στρατιωτικό παράγγελμα: Αλτ, Καίτη !
Στην ταβέρνα έπεσε με τα μούτρα στο φαγητό. Έφαγε πολύ, θα έτρωγε άλλο τόσο. Γύρισε αργά, έπεσε κατευθείαν για ύπνο. Όλη τη νύχτα ήταν ανήσυχος, τον ένιωθε να στριφογυρίζει στα σκεπάσματα. Τα ξημερώματα, ἀπεδήμησεν εἰς Κύριον, δίνοντάς της μια γερή κλωτσιά.
Στην κηδεία παρών και ο δεσπότης. Ο επικήδειος που εκφωνεί, ακούγεται από τα μεγάφωνα έξω, παντού. Αἰωνία σου ἡ μνήμη, ἀξιομακάριστε καὶ ἀείμνηστε ἀδελφὲ ἡμῶν. Εκείνη αρχίζει πάλι τους εμετούς μέσα στην εκκλησία. Τα μαύρα ρούχα της λερώνονται. Προσπαθεί να συγκρατηθεί. Στην αρχή βάζει το χέρι στα χείλη, ύστερα κλείνει το στόμα της με το άσπρο μαντηλάκι, ανοίγει την τσάντα και χώνει μέσα το κεφάλι της να κρυφτεί να μην την βλέπουν. Τίποτα δεν μπορεί να την σταματήσει τώρα. Στην αρχή βγάζει βλαστήμιες και τα λόγια που είχε καταπιεί όλα αυτά τα χρόνια, μετά και το όνομά της, Αλτ, Καίτη!
Αρχίζει να κάνει σπασμούς. Το εκκλησίασμα υποχωρεί τρομαγμένο προς την έξοδο. Στο τέλος, βγάζει εκείνο το μεγάλο που την τυραννούσε στο στομάχι. Τη φωτογραφία του γάμου της μαζί με το τεράστιο σκρίνιο από μαόνι της πεθεράς της.
Όλα αυτά τα χρόνια ήθελε να το δώσει στον παλιατζή, είχε πιάσει σαράκι, αργά ή γρήγορα θα πήγαινε σε όλα τα έπιπλα. Όμως εκείνος δεν την άφηνε, ήταν το μοναδικό πράγμα που είχε από τη μαμά του. Αυτό πρέπει να το χωνέψεις μια και καλή, της έλεγε.
Δεν το χώνεψε, το ξέρασε, του έδωσε τον τελευταῖον ἀσπασμόν.
Άρχισε να πεινάει.