Χάρτης 51 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-51/pyxides/ekho-ekfraseis-diples-kharis-psarras-patritsia-kolaiti-ioanna-lioytsia
Επιμέλεια: Παυλίνα Μάρβιν
————
Συνομιλητής: Βασίλης Λαμπρόπουλος
Με τίτλο μια φράση της Ζωής Καρέλλη («Πορτραίτο», 1952) η παρούσα σειρά σύντομων δοκιμιακών κειμένων επιχειρεί να στρέψει την προσοχή στο πολλαπλό ερευνητικό βλέμμα σύγχρονων ποιητριών και ποιητών από την Ελλάδα που καταπιάνονται επί μακρόν όχι μόνο με το λογοτεχνικό τους έργο αλλά ταυτόχρονα με επιστήμες και άλλες τέχνες. Συγκεκριμένα, πολλά από τα βιβλία ποίησης που κυκλοφόρησαν ήδη από τις αρχές του 21ου αιώνα είναι γραμμένα από συγγραφείς που έχουν πραγματοποιήσει συστηματικές σπουδές μεγάλης ποικιλίας, σε όλο το φάσμα των επιστημών και των τεχνών. Στα κείμενα που ακολουθούν (στο παρόν και σε επόμενα τεύχη), είκοσι ποιήτριες και ποιητές μιλούν για την σχέση της επιστημονικής τους πορείας με το λογοτεχνικό τους έργο και την διαμόρφωση της ποιητικής τους πορείας.
ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΝ :
Γιάννης Δούκας, Λένια Ζαφειροπούλου, Παναγιώτης Ιωαννίδης,
Χάρης Ψαρράς, Πατρίτσια Κολαϊτη, Ιωάννα Λιούτσια,
Τώνια Τζιρίτα Ζαχαράτου, Λένα Καλλέργη, Νίκος Ερηνάκης, Ελένη Τζατζιμάκη, Πέτρος Γκολίτσης, Φοίβη Γιαννίση, Ορφέας Απέργης, Κωνσταντίνος Παπαχαράλαμπος, Ναταλία Κατσού, Όλγα Παπακώστα, Θοδωρής Χιώτης, Παναγιώτης Αρβανίτης, Άννα Γρίβα
Πρωτοδημοσίευσα ποιήματα όταν ήμουν είκοσι ετών. Η σχέση μου με τη θεωρία του δικαίου είχε ξεκινήσει λίγο νωρίτερα — στο πρώτο έτος της Νομικής, στην Αθήνα. Στα είκοσι χρόνια που έχουν περάσει από τότε γράφω ποιήματα και ασχολούμαι συστηματικά με τη θεωρία και φιλοσοφία του δικαίου. Από το 2006 που βρέθηκα στη Αγγλία για μεταπτυχιακές σπουδές μελετώ όψεις της νομικής σκέψης και της παραγωγής, ερμηνείας ή εφαρμογής κανόνων δικαίου — πρώτα ως φοιτητής και διδακτορικός ερευνητής κι έπειτα ως εργαζόμενος πανεπιστημιακός σε μια σειρά Βρετανικών πανεπιστημίων.
Σκέφτομαι δυο επιδράσεις που είχε αυτή η ζωή μου την τελευταία δεκαπενταετία πάνω στη σχέση μου με την ποίηση. Η πρώτη έχει να κάνει με το γεγονός ότι ζω σ’ έναν τόπο όπου η ομιλούμενη γλώσσα δεν είναι η γλώσσα στην οποία γράφω ποιήματα. Αν δεχτούμε πως είναι καλό η γλώσσα της ποίησης να διαφέρει κάπως από την καθημερινή γλώσσα χωρίς όμως να είναι λιγότερο φυσική από αυτήν, θα δούμε πως η ζωή ενός συγγραφέα ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν μιλούν τη δική του γλώσσα βοηθά στην καλλιέργεια τής ποίησής του. Ο λόγος είναι πως η γλώσσα της ποίησης ενός τέτοιου συγγραφέα διαφέρει αναπόφευκτα από τη γλώσσα των καθημερινών του δραστηριοτήτων αφού οι άνθρωποι που τον περιβάλουν μιλούν άλλη γλώσσα. Αυτό ισχύει, βέβαια, για όσους συνεχίζουν να γράφουν ποίηση στη μητρική τους γλώσσα παρότι ζουν σε αλλόγλωσσους τόπους, όπως συμβαίνει μ’ εμένα. Η δεύτερη επίδραση είναι πιο απλή: ένας πανεπιστημιακός ξοδεύει πολλές ώρες δουλεύοντας σε βιβλιοθήκες ή σ’ ένα ήσυχο γραφείο.Έτσι βρίσκει περισσότερο χρόνο για διάβασμα και γράψιμο έχοντας συνάμα πρόσβαση σε μεγάλο εύρος κειμένων και άλλων πηγών.
Θα σας πω και δυο λόγια για το αντικείμενο έρευνάς μου και διδασκαλίας.Κάποιες αρετές της γλώσσας των νομικών κανόνων είναι και αρετές του ποιητικού λόγου, πράγμα που κάνει ορισμένους συγγραφείς με νομική παιδεία να τις επιζητούν και στην ποίηση. Στέκομαι σε τρεις από αυτές. Η μία είναι η πυκνότητα λόγου — φράσεις επιγραμματικές και λέξεις ταιριασμένες με προσοχή ώστε να είναι πλήρεις νοήματος. Στον ποιητικό λόγο, πάντως, το νόημα μιας λέξης είναι πιο σύνθετο από το νόημα της στο σύγχρονο νομικό λόγο γιατί καλύπτει όχι μόνο την έννοια που αποδίδει η λέξη αλλά και την ηχητική, απεικονιστική και συνειρμική της λειτουργία.
Μια άλλη κοινή τους αρετή είναι η αφαιρετική έκφραση. Εννοώ την ποιότητα κειμένων φτιαγμένων με λέξεις που αναφέρονται στα πράγματα καλύπτοντας ορισμένα μόνο από τα γνωρίσματά τους, συνήθως εκείνα που υπερβαίνουν τις συγκυριακές περιστάσεις παρουσίας ενός πράγματος στον τόπο και στον χρόνο. Η αφαιρετική γραφή είναι ανθεκτική στο πέρασμα των χρόνων. Επίσης, κατορθώνει να αναφέρεται και σε πράγματα που δεν κατονομάζει ή χωνεύει στο νόημά της πράγματα που δεν είναι γνωστά με ακρίβεια στον συγγραφέα την ώρα που γράφει. Από εδώ προκύπτει και μια τρίτη κοινή αρετή του ποιητικού λόγου και ορισμένων πτυχών του νομικού λόγου: η ικανότητά τους να μιλούν αποσιωπώντας, να κάνουν, δηλαδή, την αποσιώπηση ή τη σιωπή όχημα νοήματος.
Ιδού ένα παράδοξο: ενώ το καλλιτεχνικό μου έργο έχει επηρεαστεί ελάχιστα από την φιλοσοφική και επιστημονική μου ιδιότητα, η καινοτομία του επιστημονικού και φιλοσοφικού μου Λόγου, όχι μόνο αντλεί άμεσα από την παράλληλη ιδιότητά μου ως καλλιτέχνη, αλλά, ταυτόχρονα, χρησιμοποιεί την ατυπικη σύνθεση της καλλιτεχνικής με την επιστημονική μου ταυτότητα ως εφαλτήριο για να πιλοταρει σε επίπεδο διεθνους κλίμακας ένα νεόκοπο όραμα αμφίδρομης επιδραστικότητας ανάμεσα στις τέχνες/ανθρωπιστικές σπουδές από την μια και τις επιστήμες απ' την άλλη.
Αυτό που εδώ και τέσσερις δεκαετίες αποκαλούμε "διεπιστημονικότητα ανάμεσα στις επιστήμες και τις τέχνες/ανθρωπιστικές σπουδές" στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μία άνιση σχέση μονόδρομης κατευθυντικότητας καθώς και μία, συχνά, αδέξια και ημιμαθής οικειοποίηση επιστημονικών θεωριών από στοχαστές του χώρου των τεχνών και των ανθρωπιστικών σπουδών.
Ένα σημαντικό κομμάτι της μεθοδολογικής καινοτομίας του επιστημονικού και φιλοσοφικού μου έργου είναι ακριβώς ότι θέτει τα ερείσματα για μια πραγματική και αμφίδρομη διεπιστημονικότητα. Την ίδια στιγμή, στοιχειοθετεί ένα απτό πιλοτικό παράδειγμα του πώς οι τέχνες και οι ανθρωπιστικές σπουδές μπορούν να συμβάλουν καίρια στην διαμόρφωση επιστημονικών θεωριών και του πώς η διττή ιδιότητα μου ως καλλιτέχνη-επιστήμονα είναι νευραλγικής σημασίας για το εύρος, την επιδραστικότητα και την θεωρητική ριζοσπαστικότητα της επιστημονικής μου δουλειάς. Στο αμιγώς επιστημολογικό κομμάτι της θεωρητικής μου δραστηριότητας οι παραπάνω διαπιστώσεις χρησιμοποιούνται ως χειροπιαστά επιχειρήματα υπέρ νέων μορφών συνέργειας ανάμεσα σε επιστήμονες, θεωρητικούς και καλλιτέχνες, αλλά και ως επιχειρήματα υπέρ μιας δραστικής αναδιάρθρωσης σε διεθνή κλίμακα του περιεχομένου και της σκοποθεσίας της τρέχουσας διδακτέας ύλης στην ανώτατη εκπαίδευση (τόσο στον χώρο των επιστημών όσο και σε αυτόν των τεχνών και των ανθρωπιστικών σπουδών): απώτερος στόχος αυτών των αναδιαρθρώσεων πρέπει να είναι η δημιουργία των τεχνικών προϋποθέσεων για αμφίδρομη διεπιστημονικότητα και ως εκ τούτου, των προϋποθέσεων για μία βελτιστοποιημένη Επιστήμη μέσα από την ενεργό συμβολή σε αυτήν των θεωρητικών και των καλλιτεχνών.
Οι παραπάνω θέσεις μου ως καλλιτέχνη-επιστήμονα υλοποιούνται στις υπό έκδοση φιλοσοφικές πραγματείες μου Literature and Art as Cognitive Objects (Cambridge University Press 2023) και Τhe Composite Organism (Cambridge University Press 2026) καθώς και σε έναν τετραετή ορίζοντα διεθνών διεπιστημονικών συνεργασιών από το 2023 και εξής με επιστήμονες, καλλιτέχνες και ερευνητικά κέντρα πρώτης γραμμής με τίτλο εργασίας "Ο Σύνθετος Οργανισμός"/ "Τhe Composite Organism". Αυτό το τελευταίο, εάν τελικά δεν αποφασίσω να εγκαταλείψω εντελώς τα ακαδημαϊκά και να ανοίξω ένα bistrot να φτιάχνω μεζεδάκια...
Ας ξεκινήσω με μία ερώτηση που όλοι κάνουμε ή/και δεχόμαστε όταν συστηνόμαστε σε κάποιον. «Εσύ με τι ασχολείσαι;» Εγώ, λοιπόν, ασχολούμαι με το θέατρο – με διάφορους τρόπους: ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας, θεατροπαιδαγωγός· ασχολούμαι, επίσης, με την περφόρμανς – πρακτικά και θεωρητικά, μια που αποτελεί το αντικείμενο της έρευνας που εκπονώ στο πλαίσιο της διδακτορικής μου διατριβής· και, τέλος, με την ποίηση.
Συχνά ακολουθεί μια, ακατανόητη για εμένα, ερώτηση: «ναι, αλλά ποιο προτιμάς περισσότερο;». Κανένα. Κανένα, γιατί κάθε τι που θέλω να πω έχει τον δικό του τρόπο έκφρασης, το δικό του μέσο, τη δική του γλώσσα. Κι ακόμη, η απάντηση είναι «κανένα», γιατί τα νιώθω μέσα μου αξεδιάλυτα, τα νιώθω ως συγκοινωνούντα δοχεία που το ένα τροφοδοτεί το άλλο και, αν δεν συνυπάρχουν όλα μαζί, δεν μπορεί να υπάρξει κανένα από μόνο του. Ίσως τα παραπάνω να διαβάζονται ως κλισέ εκφράσεις, γι’ αυτό σπεύδω να δώσω μερικά συγκεκριμένα παραδείγματα.
Είθισται να ζητείται από τους δημιουργούς ένα σύντομο artisticstatement (καλλιτεχνική δήλωση), με το οποίο παρουσιάζουν τον τρόπο σκέψης τους, τις θεματικές με τις οποίες καταπιάνονται στα έργα τους και τον τρόπο με τον οποίο δουλεύουν. Στη δική μου καλλιτεχνική δήλωση τα τελευταία χρόνια δεσπόζει ένας, βαρύς σαν άγκυρα για εμένα, στίχος του Μανόλη Αναγνωστάκη: «Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους» («Μιλώ»). Άλλοτε, πάλι, δίνω ονόματα σε παραστάσεις (π.χ. «Θρυμματισμένη Ανάμνηση») παραφράζοντας τους ποιητές:
Μα όταν μες στη θρυμματισμένη θύμηση αναδεύω
ερείπια, βρίσκω απόκριση βαθιά, γιατί τα μάρμαρα
κι οι πέτρες κι η ιστορία μένουν για να θυμίζουν
το πέρασμά σου ανάμεσα στην ομορφιά – απόκριση
για όσα περιμένω και δεν πήρα.
(Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, «Ερείπια της Παλμύρας»)
Άλλες φορές πάλι μεταφέρω στίχους αυτούσιους ως το μόνο στοιχείο λόγου που μπορεί να συνοδεύσει μια περφόρμανς (π.χ. το ανέκδοτο ποίημά μου «Τι (δεν) είναι μια γυναίκα», που αποτελεί μέρος της περφόρμανς Κάθε μέρα είναι μέρα της γυναίκας). Ακόμη, όμως, και κατά την κριτική ανάλυση και σύνθεση των επιμέρους θεμάτων που σχετίζονται με το θέμα του διδακτορικού μου, δηλαδή τις πολιτικές περφόρμανς στα Βαλκάνια, η ποίηση με βοηθά να σκεφτώ outofthebox, να αναγνωρίσω τους συμβολισμούς πίσω από τις δράσεις των καλλιτεχνών, καθιστώντας την εργασία μου περισσότερο δημιουργική και εύφορη.
Από την άλλη, η ενασχόλησή μου με τις παραστατικές τέχνες έχει επηρεάσει σαφώς και το περιεχόμενο των ποιημάτων μου, βλ. τα ποιήματα «Ιβάν Πετρόβιτς» και «Καμιά Ελπίδα». Παράλληλα, έχει αποτελέσει κοιτίδα έμπνευσης για τον τίτλο της τελευταίας μου ποιητικής συλλογής Ανοιχτά φωνήεντα και δαγκωμένα σύμφωνα. Η φράση αυτή δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία συνηθισμένη οδηγία που δίνεται σε μαθήματα ορθοφωνίας. Μεταφέροντάς την, όμως, σε άλλο πλαίσιο το νόημα της μεταβάλλεται και οι δυνατότητες ερμηνείας ανοίγονται μπροστά μας απεριόριστες.
Αυτό ακριβώς είναι που καταφέρνει η ποίηση, αλλά και οι παραστατικές τέχνες, εισρέοντας στις ακαδημαϊκές μου σπουδές και το αντίστροφο. Να ανανεώνω πάντα το βλέμμα μου απέναντι στα πράγματα, να προσπαθώ να τα ορίσω εκ νέου με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια, να μη θεωρώ τίποτα δεδομένο και αναμφισβήτητο. Να ψάχνω, να μελετάω, να γράφω.