Χάρτης 55 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-55/pyxides/mikri-klimaka-dimosthenis-aghrafiwtis-aris-anaghnostopoilos-ioilita-iliopoyloi-athina-papadaki
¤¦ H στήλη αυτή προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής, μια μουσική ή μια φωτογραφία. Στόχος της στήλης είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής μικρομυθοπλασίας.
——————
Στους τέσσερις συγγραφείς αυτού του τεύχους έχει δοθεί η φράση: «στο χώμα», με την επιπλέον προτροπή να χρησιμοποιηθεί εν κρυπτώ.
Ξένος
Το νέο υπερσύγχρονο (αυτοματοποιημένο τρένο και χωρίς μηχανοδηγό) «Τόκιο-Τσουκούμπα: 45 χιλ.» σταματάει και στη μικρή πόλη Μορίγια. Το Τόκιο με 40 εκ. κατοίκους, η Τσουκούμπα με 300 χιλ. κατοίκους, πόλη της επιστήμης, της τεχνολογίας και της καινοτομίας. Στο Τόκιο ο ταξιδιώτης νιώθει ξένος λόγω της κλίμακας της μεγαλούπολης, ενώ στην Τσουκούμπα λόγω των αποχρώσεων επιστημονικής φαντασίας σε όλα τα αρχιτεκτονήματα.
Η Μορίγια βρίσκεται στην περιφέρεια αυτής της πόλης του παρόντος και κυρίως του μέλλοντος με 68 χιλ. κατοίκους. Το παλιό σχολείο της έχει μετατραπεί σε καλλιτεχνικό κέντρο και για μερικές μέρες στεγάζει το NIPAF (Nippon International Performance Art Festival: Διεθνές Ιαπωνικό Φεστιβάλ για την Επιτελεστική Τέχνη).
Μετά το καθάρισμα - συγύρισμα του κέντρου από όλους τους συμμετέχοντες και μετά από το κοινό μάθημα - σεμινάριο αποφάσισα να κάνω μια βόλτα στις άκρες της Μορίγιας. Διέσχισα δρομάκια με τους πέτρινους τοίχους και τους ιδιότυπους γιαπωνέζικους κήπους, κινήθηκα κατά μήκος των χωραφιών. Δε συνάντησα κανέναν κάτοικο εκείνο το απόγευμα. Μόνο μια γηραιά κυρία σκυμμένη στο χωράφι όπου καλλιεργούσε τα καυτερά, νόστιμα ραπάνια της Ιαπωνίας. Όταν ξαναγύρισα στο πολιτιστικό κέντρο, ο υπεύθυνος του Φεστιβάλ με περίμενε στην είσοδο του κτιρίου και με πολλή αγωνία τρέχει προς το μέρος μου και με πληροφορεί ότι κάποιο πουλάκι τραγούδησε έναν παράξενο σκοπό. Εννοούσε ότι κάποιος ή κάποια κάτοικος του χωριού είδε έναν ξένο να τριγυρνάει στον ανοικτό χώρο, πράγμα σπάνιο σ’ αυτά τα μέρη, και ειδοποίησε την αστυνομία και η αστυνομία την υπηρεσία πληροφοριών και αντικατασκοπίας, σχεδόν θεωρήθηκε ότι πρόκειται για εισβολή εξωγήινων ή αλλοδαπών.
Δέκα λεπτών κάδιο
Οι πλάκες της πλατείας βράζουν κάτω από τα παπούτσια μου, τις νιώθω σαν μια επικίνδυνη θάλασσα. Οι πατούσες μου είναι γυάλινες, γλιστράνε, με αναστατώνουν. Kρατώ το χέρι του, με το δικό μου υψωμένο. Προχωράμε ανάμεσα στους λιγνούς φοίνικες ένα αποκοιμισμένο μεσημέρι του Ιούλη. Κανένα μαγαζί δεν είναι ανοιχτό να μας δεχτεί στα σκοτεινά δευτερόλεπτα που τα μάτια πολεμούν να προσαρμοστούν. Παλεύουμε με τη λαύρα, εκείνος μέσα στο συνηθισμένο του γκρι κοστούμι, που μοιάζει φτιαγμένο από χαρτί και στάχτη, κι εγώ σε μια άβολη παιδική φόρμα που αφήνει τα γόνατά μου εκτεθειμένα στην κάψα του ήλιου. Ύστερα, είναι μια παύση που μεσολαβεί κι εγώ τον βλέπω να απομακρύνεται προς το μουσείο, αφήνοντάς με μόνο μου με τον νοτιά, με το ζαχαρωτό να κολλάει στην παλάμη μου. Ώσπου γυρνά, νιώθοντας την απορία μου ίσως, και μου λέει «να θυμάσαι, να με φωνάζεις. Στο ’χω μάθει εκείνο το τραγούδι που πάει κάπως έτσι». Γυρνά την πλάτη και χάνεται σαν αντικατοπτρισμός στην ατμόσφαιρα που τρέμει. Στα αυτιά μου ακόμα η μελωδία και το γέλιο του, όταν του υποσχέθηκα «θα σε φωνάξω. Εσύ, πού θα είσαι;» Εκείνο το γέλιο, η λεπτή ευθυμία του, όταν μου απάντησε «εγώ, τότε θα είμαι σκόνη».
Πρόσεχε
Οι «μανόλιες, εκείνες οι μικρές μες τ’ άλλα φυτώρια, έχουν σημασία». Έλεγε σιγανά, σαν για να μην τον ακούσουν, αυτός ο περαστικός κηπουρός της Τετάρτης· μα κανείς δεν έδινε σημασία και όλοι φεύγαν από το φορτηγάκι του βαστώντας καμιά τριανταφυλλιά εκατόφυλλη ή και αγιόκλημα για το βράδυ.
«Το βράδυ;» αναρωτήθηκε η μαμά. Και άρχισε να ποτίζει τις νεραγκούλες στο περβάζι της κουζίνας. Είχε ένα ποτιστήρι τσίγκινο, μικρό. Η κάθε στάλα το νερό έκανε κι από ένα πέταλο μετάξινο να ξεκολλά και ν’ ανεβαίνει στον αέρα. Αν φυσούσε, τότε συνέχιζε ώρα πολύ να ίπταται, μονόπτερο σαν τι ευχές που κάνουμε κι ας μην καν τις ακούμε.
«Όμως θα φτάσουνε τις άκρες άκρες των μεγάλων αστεριών, που μέλει να πεθάνουν». Είπε, χωμένη στο κρεβάτι της, δύο Τετάρτες πιο μετά, σαν κούκλα που γέρασε απ’ τα πολλά χαϊδέματα και μοναχά το πάντοτε παιδί που έπαιζε τη μαμά της, τώρα και πάλι την προσέχει…
— Ήρθε ο κηπουρός;
—Έφυγε πριν λίγο, μαμά. Μ’ ακούς ;
— Σσστ… Πρόσεχε πού πατάς, μη σπάσεις τον αέρα και χαθούν στα σύννεφα τα λόγια.
— Ποια λόγια;
— Σσστ… Εκείνο το αγκάθι του Χριστού, το πότισες;
— Δε θέλει άλλο νερό.
Κι ως την επόμενη Τετάρτη θέριεψε, πέρασε τις μικρές μανόλιες, πιάστηκε από τα κάγκελα του κρεβατιού, απ’ του ουρανού το γείσο, από της νύχτας το βαρύ παλτό. Ανάσες άρρυθμες, κοφτές κι ύστερα σαν νερό αθέατο που ηχεί μες το πηγάδι, μπλαβί, βαθαίνοντας τον πόνο.
— Πρόσε…
— Δεν σ’ ακούω μαμά, τι λες;
— Πρόσεχε!
— Τι λες;
— Πρόσεχε…τον στόχο.
— Μα…
Οπτασία
Στο ’ χω μάλλον ξαναπεί ψιθυριστά το μυστικό για την παρθένα άοπλη ζωή. Φιλοξενεί και ζουν ειρηνικά εκεί όλα τα είδη ζώων, καθώς και κάθε μορφή βλάστηση από την ζούγκλα μέχρι το χαμομήλι. Έκταση χωρίς ανθρώπους, σπίτια, πολιτείες. Ό,τι βλάσφημο πατήσει πάνω, γίνεται κονιορτός. Κάποια φορά ως υπνοβάτης, λέω μήπως και δω το φως.
Εσύ;