Χάρτης 81 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-81/diereynhseis/odighies-ghia-mia-proseghghisi-sta-proskommata-toi-aleksioi-maina
Συμπληρώνονται τέσσερα χρόνια από τότε που ο ποιητής Αλέξιος Μάινας κατέθεσε την πνευματική του συγκομιδή αυτή, μια ποιητική σύνθεση υψηλών απαιτήσεων, με τον αξιοπρόσεχτο και δυσκολομνημόνευτο τίτλο: «Προσκόμματα και ποιμαντικές λύσεις για την κατάβαση της αγέλης στον κάμπο σε περίπτωση αντάρας» (εκδ. Μικρή Άρκτος 2021).
Το βιβλίο έτυχε από επιμέρους ποιητές, κριτικούς και δημοσιογράφους πολλών θετικών προσεγγίσεων-σχολιασμών. Αναφέρω περιληπτικά, σχεδόν επιγραμματικά, μερικές προτάσεις ορισμένων από όσους κατέθεσαν γραπτώς την άποψή τους:
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ: «…μια “απώλεια” ακαθόριστη και ένας ζόφος για μια καλά κρυμμένη επερχόμενη λύπη, προσφέρει μιαν άλλη, σπουδαιότερη ποιότητα…»
ΜΑΡΙΑ ΤΟΠΑΛΗ: «…Ο Αλέξιος Μάινας συνεχίζει σταθερά τον καλό αγώνα στην κόψη του ξυραφιού. Η ποίησή του μιλάει για όλα και με όλους τους τρόπους. Είναι φιλοσοφική και ερωτική, μεταμοντέρνα με παραδοσιακά στοιχεία, ενδιαφέρουσα στη διάπλαση της γλώσσας και στη συνεχή δοκιμασία των δυνατοτήτων της, δραματική χωρίς να απεμπολεί ένα κάπως πικρό χιούμορ.…»
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ: «…Ο Α.Μ. θα μπορούσε να γίνει ένας από τους ραφείς ενός καινούργιου πολιτισμικού κοστουμιού που θα ταιριάζει καλύτερα στα διαφωτιστικά ιδεώδη μας και θα συμβάλλει δραστικά στην αναγέννηση που ευελπιστούμε…»
ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ: «...Σίγουρα ο Μάινας έχει εξελίξει και διευρύνει κατά πολύ την τεχνική του, όπως και τη θεματική του. Δοκιμάζει δε επιτυχώς το εύρος της φωνής του, σε όλο και πιο δύσκολες, απαιτητικές κλίμακες…»
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ: «...Ο ποιητής πετυχαίνει μια στόχευση διττή. Αφενός να τεχνουργήσει ποιήματα που δεν αρνούνται ή δεν κρύβουν την καλλιτεχνική τους υπόσταση, τη δημιουργία τους δηλαδή πάνω στη βάση της εμπνευσμένης σύλληψης και απόδοσης, αφετέρου δε να τους δώσει ένα νέο περιεχόμενο και έναν νέο προσανατολισμό …»
ΛΙΝΑ ΦΥΤΙΛΗ: «…Ο Μάινας επιμένει να γράφει ποιήματα με την αρετή της αφαίρεσης, “μικρά παράπονα γι’ αυτά που δεν αλλάζουν” (…) Ο ποιητικός κόσμος του Μάινα μοιάζει με έναν “καλπασμό αθόρυβων πετάλων”, μέσα στις αλλαγές που επιφέρει ο χρόνος…»
ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ: «…Ο Α.Μ. επινοεί και αναπτύσσει νέες τεχνικές, και όσο κι αν ποικίλλει η γραφή του, φέρει την –για σύνθετους λόγους– πάντα αναγνωρίσιμη ιδιοφωνία του…»
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΟΥΖΗΣ: «…Η ποίηση του Α.Μ. βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη και κάθε εξελικτική βαθμίδα της ξαφνιάζει πολύ θετικά…»
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΠΑΠΑΣΤΑΘΗ: «…Ο μύθος τον οποίο αφηγούνται οι ποιητικές Πράξεις [ενότητες του βιβλίου] βασίζεται στην προαιώνια υπαρξιακή αγωνία του Ανθρώπου για το εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης…»
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΒΟΥΤΣΙΝΑΣ: «…Μιλάει για σοβαρά πράγματα, με τρόπο λυρικό αλλά χωρίς μελοδραματισμούς, ενώ επιστρατεύει ιδιαίτερα συχνά μαύρο ή καυστικό χιούμορ και ειρωνεία…»
ΑΓΑΘΗ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ: «…Η ποιητική σύνθεση αναπτύσσεται σαν θεατρικό έργο, το οποίο αναδιπλώνει βήμα-βήμα τους κραδασμούς που προκαλεί η αδιέξοδη πραγματικότητα…»
Αντιλαμβάνομαι ότι είναι αδόκιμος τρόπος να επιχειρείς την προσέγγιση ενός ποιητικού έργου σημειώνοντας ακροθιγώς τι έγραψαν άλλοι γι’ αυτό. Δεδομένου όμως ότι το βιβλίο προσέλκυσε ήδη το ενδιαφέρον, και πάνω από είκοσι άτομα εκφράστηκαν γραπτώς και μάλιστα χωρίς κανείς να καταθέσει αρνητική κρίση, έχει τη σημασία του για τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη.
Περί τίνος πρόκειται;
Πρόκειται για ένα εγχείρημα 144 σελίδων – αρκετά εκτεταμένο, δηλαδή, για βιβλίο ποίησης, συγκριτικά με την τρέχουσα ημεδαπή παραγωγή. Η έκταση του βιβλίου μπορεί να αποδοθεί και στο ότι πρόκειται για συνθετική ποιητική δημιουργία. Ο Κώστας Βούλγαρης επισημαίνει ότι η ποίηση του Μάινα είναι αυτόχρημα συνθετική – επειδή η ματιά του είναι μπροντελική και διαμετρικά αντίθετη από την κυρίαρχη εκδοχή της ποίησης που γράφεται από τη Γενιά του ’70 και μετά. Σημειώνει ακόμα ότι όλες οι κορυφώσεις της νεοελληνικής ποίησης έχουν να παρουσιάσουν συνθετικά έργα.
Με λίγο διαφορετική οπτική η Μαρία Τοπάλη σημειώνει στο κείμενό της ότι το πνεύμα των ημερών δεν σηκώνει εύκολα υψηλή στόχευση στις τέχνες και στην ποίηση. Από την άλλη, η ποίηση και η τέχνη χρειάζονται όσο τίποτε τη μακρά πνοή για να συνεχίσουν να υπάρχουν… Κι ότι ο Μάινας συνεχίζει τον καλό αγώνα στην κόψη του ξυραφιού.
Τι είναι λοιπόν το βιβλίο του Α.Μ., που κάποιοι ομότεχνοί του προσπάθησαν να το προσεγγίσουν και να μιλήσουν, οι περισσότεροι όμως το αντιπαρήλθαν τηρώντας σιγήν ιχθύος. Και κυρίως όσοι απονέμουν εύσημα και αξιολογικές κονκάρδες. Καλό θα ήταν να γνωρίζουν επαρκώς το συγχρονικό τοπίο για να είναι σεβαστές και αρκούντως αιτιολογημένες οι επιλογές-βραβεύσεις τους… Το βιβλίο αυτό δεν έτυχε καμίας διάκρισης, ούτε καν αναφοράς σε μακριές και βραχείες λίστες της υποτιθέμενης αξιολόγησης, είτε της ιδιωτικής πρωτοβουλίας είτε της δημόσιας ευθύνης. Μα θα μου πείτε πρέπει, σώνει και καλά, να διακρίνεται κάθε φιλόδοξος εραστής της λογοτεχνίας ή και δραστήριος γραφιάς-ποιητής; Φυσικά και όχι, απλώς παρατηρείται ένα σοβαρό ζήτημα αξιολογικών κριτηρίων σε όλα τα επίπεδα. Να σημειωθεί ότι ο Μάινας έκλεισε τριάντα χρόνια από τις πρώτες του δημοσιεύσεις, με ήδη εκατοντάδες δημοσιευμένα ποιήματα και δοκίμια. Όμως, η προβληματική αυτή που μόλις έθιξα δεν σχετίζεται με τις προθέσεις του παρόντος κειμένου.
Για το βιβλίο των 144 σελίδων με τον μακροσκελή και δύσκολο τίτλο, με τα πολλά εισαγωγικά παραθέματα, γίνεται λόγος στο παρόν κείμενο. Για ένα βιβλίο που σε μια επάλληλη ανάγνωση μπορεί να θεωρηθεί και θεατρικό έργο σε πέντε πράξεις, όσες και οι ενότητές του. Ένα βιβλίο με αρκετούς νεολογισμούς ή αυξημένης σπανιότητας λέξεις, που εντάσσονται όμως φρόνιμα και πλουτίζουν το ποιητικό αποτέλεσμα. Που η κάθε ανάγνωσή του σε οδηγεί κάπου ή σου αποκαλύπτει ένα νέο επίπεδο προσέγγισης, αισθητικό, νοηματικό, γλωσσικό, ακόμα και ρυθμικού-προσωδιακού χαρακτήρα, χάρη στα κρυφά ή και εμφανή στιχοποιητικά στοιχεία του, τα καινοτόμα στο συγκείμενο της ελληνικής ποίησης, όπως διεξοδικά παρουσιάζει για το βιβλίο αυτό, αλλά και την πρώτη συλλογή του Μάινα, ο Αποστόλης Ηλιόπουλος. Ας δούμε πιο συγκεκριμένα και ομαδοποιημένα ορισμένα χαρακτηριστικά του βιβλίου:
Σχέση με το θέατρο
Ο Μάινας δεν αντιστέκεται «στον πειρασμό να δοκιμάσει περάσματα και οσμωτικά πειράματα», όπως ο ίδιος σχολίασε, «με κάποια άλλη τέχνη». Κι ενώ δηλώνει πως η φωτογραφία τον ενδιαφέρει δημιουργικά, θεωρεί ότι «η πιθανή διάδραση φωτογραφίας και λογοτεχνικής γραφής είναι εξωτερική και κάπως βάναυση, καθότι γίνονται ανταγωνιστικές μεταξύ τους ως προς την προσοχή, την οπτικοποίηση και τους συνειρμούς του θεατή-αναγνώστη». Θεωρεί δε τη σχέση με το θέατρο πιο φυσική. Στο εν λόγω βιβλίο ο Μάινας προτείνει στον αναγνώστη «μια συνθετική ανάγνωση σε μια ενιαία δραματική δομή». «Η δυνατότητα εναρμόνισης του υλικού σε σταθερούς νοηματικούς άξονες» θεωρεί ότι «λειτουργεί ως δραματουργία». «Η συνθήκη της πανδημίας, του εγκλεισμού και αποκλεισμού από τον κοινωνικό συγχρωτισμό δημιούργησε τις προϋποθέσεις που απαιτεί το δράμα επί σκηνής. Σκηνή είναι –στο βιβλίο– το δωμάτιο, που, για κάποιες εβδομάδες, την περίοδο του εγκλεισμού, ήταν τα όρια του κόσμου μας. Η συνθήκη αυτή έχει πολλές ομοιότητες με την τραγωδία».
Ο συνολικός μύθος του βιβλίου αφορά την ευθραυστότητα της ζωής, που ξεδιπλώνεται στις πέντε πράξεις μιας θεατρικής παράστασης που αποδίδεται εδώ ποιητικά. Ο ποιητής θέλει, με όλους τους τρόπους, να καταδείξει ότι η ιστορικού χαρακτήρα κρίση της πανδημίας και του εγκλεισμού είναι ένα πεπρωμένο που καραδοκεί στις ρωγμές του χρόνου και της ιστορίας, και θα επανέρχεται με πολλούς μοιραίους τρόπους ή μορφές, χωρίς τη συμμετοχή και ευθύνη του –μεμονωμένου ειδικά– ανθρώπου-πολίτη. Η συμφορά είναι πεπρωμένο, μοίρα. «Η φυσική κατάσταση ενός εύθραυστου πράγματος είναι να ’ναι σπασμένο», γράφει ο Απ. Ηλιόπουλος.
Το βιβλίο του Α.Μ. συνδιαλέγεται με χαρακτηριστικά της ρομαντικής ποίησης και του μοντερνισμού, με έναν λυρισμό απ’ την ανάποδη. Έχει αφήσει την παρατήρηση και τη φαντασία να ξεχύνεται σε καταστάσεις μιας απρόβλεπτης, αλλά ιστορικά επαναλαμβανόμενης δυστοπίας. Μια ποίηση πλημμυρισμένη από μια λυρική, μετρική, γλωσσική φαντασμαγορία της δυστοπίας. Ένα πολλαπλώς και πολλαχώς καλοεξοπλισμένο εγώ αναμειγνύει με επιδεξιότητα φαντασία, λεκτικά-ρητορικά σχήματα και αισθητικά ρεύματα αφήνοντάς μας ενεούς.
Η ανάγνωση του βιβλίου προϋποθέτει, απαιτεί και οδηγεί σε εκ νέου ανάγνωση. Η προσπέλαση του βάθους του ποιήματος θέλει επίμονη αναγνωστική προσπάθεια. Ο Μάινας σημειώνει σε συνέντευξή του στον συντάκτη του παρόντος για το περιοδικό Καρυοθραύστις: «Από τις επιμέρους ενότητες και τις συναρτήσεις μοτίβων, σκέψεων, εικόνων κ.λπ., όπως στο θέατρο με τη σκηνική αλληλουχία του, αναδύεται –ως ατμόσφαιρα, ως συνέργεια ή συμφωνικό νόημα, ως υπαρξιακό σχόλιο και κοσμοείδωλο– κάτι μεγαλύτερο από το απλό άθροισμα των μερών-ποιημάτων. Σκοπός και κριτήριο επιτυχίας τής εν λόγω πτυχής του συγγραφικού εγχειρήματος είναι τέτοια φαινόμενα ανάδυσης στη συνείδηση του επαρκούς αναγνώστη». Και συνεχίζει στην ίδια συνέντευξη: «Ξέρω, ζητώ πολλά. Αλλά προσπαθώ και πολλά, με απίστευτα μεθοδική-αυστηρή επιμέλεια μηνών και ετών για κάθε βιβλίο». Υπάρχει ένα ζητούμενο, λοιπόν, ως προϋπόθεση ιχνηλασίας του βάθους στην ποίηση του Α.Μ., ο επαρκής αναγνώστης – κι ο ευρών αμειφθήσεται. Όχι ότι δεν υπάρχουν, αλλά είναι μάλλον λίγοι σε μια τέχνη που… (το ρήμα εδώ τίθεται κατά το δοκούν).
Σε κείμενο του Κωστή Παπαγιώργη για την έκδοση του Σύσσημον (εκδ. Ίνδικτος 2006) του προσφάτως εκδημήσαντος Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Lifo το 2007 (και περιέχεται στον τόμο Στα βιβλία των άλλων, εκδ. Καστανιώτη 2020) ο Κωστής Παπαγιώργης στη σ. 71 σημειώνει: «Λένε από παλιά ότι αν κάποιος τα βάλει με όλους, πρέπει να είναι ή θύμα ή ποιητής», και συνεχίζει: «Σαράφηδες και σκάρτα σαραφιάτικα κλείνουν τον ορίζοντα, προσφέρουν μαλακό προσκέφαλο, κουβαλούν μεγάλη αρμάθα με κλειδιά για να διαφυλάξουν τα κολονάτα τους». Τα κολονάτα λοιπόν και τα κλειδιά είναι το θέμα. Μια και αναφέρθηκα στο Σύσσημον, αυτό το έπος της παρακμής των εξακοσίων πενήντα σελίδων, να σημειωθεί ότι είναι ένα έργο που ελάχιστα απασχόλησε τον λογοτεχνικό κανόνα – αλλά ίσως θα είναι από τα λίγα έργα που θα εκπροσωπούν την εποχή μας, στο μέλλον.
Οι προμετωπίδες ως «αισθητικές προεγέρσεις»
Ένα από τα χαρακτηριστικά της συλλογής, που αποτελεί ταυτοτικό στοιχείο του μέχρι τώρα ποιητικού λόγου του Μάινα –δεδομένου ότι και στις προηγούμενες συλλογές και σε όλες τις παράπλευρες δημοσιεύσεις του σε περιοδικά ακολουθεί την ίδια τακτική– είναι οι προμετωπίδες-μότο στην αρχή των επιμέρους ποιημάτων, που αποτελούν πάντοτε δικό του νέο στίχο ή δίστιχο, γραμμένο για τις ανάγκες του εκάστοτε ποιήματος. Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι τα μότο αυτά είναι ένα είδος οδοδεικτών που καθοδηγούν την πρόσληψη, ή προειδοποιητικές σημάνσεις προς τον αναγνώστη. Ο Μάινας αποδέχεται αυτές τις υποθέσεις, προχωρεί όμως και πιο πέρα. Θεωρεί –μεταξύ άλλων σημείων που αναπτύσσει σχετικά– ότι αυτά τα μότο-στίχοι είναι «αισθητικές προεγέρσεις». «Ο εγκέφαλός μας χρειάζεται συνήθως λίγη ώρα για να “ζεσταθεί” αναγνωστικά για την ποιητική πρόσληψη και να μπορέσει να απολαύσει όντως αισθητικά το ποίημα. Με τον τίτλο και το μότο, που και τα δύο αποτελούν κατά κανόνα λοξές ματιές στο κυρίως corpus του ποιήματος, “προετοιμάζω” τον εγκέφαλο και του θυμίζω τον τρόπο που πρέπει (θα ήταν αισθητικά γόνιμο) να προσλάβει τους στίχους». Ένας επιπρόσθετος λόγος είναι ότι έτσι «ανοίγω το ποίημα για τρίτες και τέταρτες αναγνώσεις επέκεινα του προφανούς», τονίζει ο ποιητής.
Ας κατατεθεί όμως και η άποψη ότι το βιβλίο ενδέχεται να περιέχει υπερβολική ποιητική πληροφορία, με κίνδυνο να μείνει αχώνευτη από τον (ανυπόμονο ειδικά) αναγνώστη. Με το πρωτότυπο μότο σε κάθε ποίημα, τα διπλά εισαγωγικά παραθέματα από τη δυτική μεταφυσική και ποιητική παράδοση, τα κρυφά ή φανερά διακειμενικά στοιχεία, τον πλούτο των σχημάτων και ρητορικών παιχνιδιών του. Έτσι, για τον μη επαρκή αναγνώστη αυξάνεται ο βαθμός δυσκολίας στην προσέγγιση-ερμηνεία. Θα μπορούσαμε, ίσως, να κάνουμε έναν κάποιον μερικό παραλληλισμό με την ταινία «Megalopolis», την πιο φιλόδοξη και μεγαλεπήβολη σκηνοθετική κατάθεση του εμβληματικού σκηνοθέτη Φράνσις Φορντ Κόπολα.
Τα μέρη, οι πράξεις
Το βιβλίο αποτελείται από δύο μέρη. Το «Πρώτο μέρος: Θεωρία», με υπότιτλο «Η κληρονομική ενοχή». Το «Δεύτερο μέρος: Πράξη», με πέντε Πράξεις. Κάθε ενότητα έχει δύο εισαγωγικά παραθέματα ως μότο, προερχόμενα από έργα της δυτικής παράδοσης. Στο «Πρώτο μέρος: Θεωρία» το πρώτο τσιτάτο-μότο είναι του Γερμανού συγγραφέα Φρήντριχ Χέμπελ (Friedrich Hebbel, 1813-1863), γνωστού για το υπαρξιακό-φιλοσοφικό περιεχόμενο των έργων του. Είναι το εξής: «Ο κόσμος είναι η πτώση του Θεού». Με αυτήν τη φράση μεταφυσικής φόρτισης ο Μάινας μάς κλείνει το μάτι και στην ουσία μάς οδηγεί στην ατραπό του, στον τρόπο που ενδείκνυται να σκεφτούμε προσεγγίζοντας το βιβλίο. Αν, δε, συνδυαστεί με τον τίτλο «Η κληρονομική ενοχή», τότε η υποβαλλόμενη-επιθυμητή αναγνωστική διαδρομή φωτίζεται καλύτερα. Η φράση «Ο κόσμος είναι η πτώση του Θεού» παραπέμπει και συνοψίζει την τραγικότητα και την ευθραυστότητα της ζωής – είναι η φράση που προσδιορίζει τις αναζητήσεις του ποιητή στο σύνολο του βιβλίου. Η εκ της Βιβλικής Γενέσεως «κληρονομική ενοχή» σημαίνει ότι η τραγικότητα της ύπαρξης υφίσταται εκ των πραγμάτων (by default), το δε υποκείμενο δεν ευθύνεται για αυτήν την πτώση.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου, η «Θεωρία», συνιστά το στήσιμο των σκηνικών της θεατρικής παράστασης που θα ακολουθήσει. Είναι γνωστό από τον κινηματογράφο και το θέατρο ότι αρκετοί σκηνοθέτες σκιτσάρουν τις σκηνές (storyboarding) στο ντεκουπάζ των σεναρίων (αντιπροσωπευτικό παράδειγμα ο Χίτσκοκ που όλες τις σκηνές των ταινιών του τις είχε αναλυτικά σκιτσαρισμένες). Στο πρώτο ποίημα της συλλογής ο ποιητής σχεδιάζει, τρόπον τινά, τον σκηνικό χώρο, εξ ου και ο τίτλος του πρώτου ποιήματος: «Σκίτσο με όσα έμειναν». Είναι ευνόητο ότι το «όσα έμειναν» υπονοεί ότι προϋπήρξε ένα μοιραίο γεγονός, μια φθίση-φθορά ή καταστροφή, ακόμα κι αν είναι η πτώση του κόσμου, που σύμφωνα με τον Χέμπελ είναι η πτώση του Θεού.
Ας έχουμε κατά νου ότι ο Αλέξιος Μάινας είναι Ελληνογερμανός και οι σπουδές του αφορούν και τη φιλοσοφία. Ο Φρίντριχ Χέμπελ, εξαιρετικά γνωστός στους της γερμανικής παιδείας μετέχοντες, είναι από τους κύριους εκφραστές του «Παντραγικισμού» (Pantragismus), που ως κοσμοθεωρία ή στάση γραφής βλέπει το σύνολο της ύπαρξης –τον άνθρωπο, την ιστορία, τη φύση εν γένει, ακόμα και το θείο– μέσα από τον φακό της τραγικότητας.
Το δεύτερο ποίημα του πρώτου μέρους έχει τον τίτλο «Επιστροφή στην Παγγαία». Η Παγγαία ήταν η υπερήπειρος που προϋπήρξε, 335 εκατομμύρια χρόνια πριν, και σταδιακά άρχισε να διασπάται σχηματίζοντας τις σημερινές ηπείρους. Ο πρώτος στίχος του ποιήματος λέει, σ. 14: «Αν υπήρξε κάτι / κατέπλευσε άδειο». Και ο τελευταίος στίχος: «Το άδειο είχε πάρει πια τη θέση / του κενού». Η προαναφερθείσα πτώση-έκπτωση συνεχίζεται για να οριστεί αυτός ο σκηνικός χώρος πάνω στον οποίο θέλει να «χτίσει», να εικονοποιήσει ο ποιητής. Μια πτώση που το μέγεθός της μας επαναφέρει στην προϊστορική Παγγαία. Το άδειο, αυτό που δεν έχει πλέον υλικό περιεχόμενο, είχε πάρει τη θέση του κενού. Το κενό δεν περιέχει τίποτα – απουσία ύλης, απουσία ύπαρξης. Η αποκαθήλωση-ξεπεσμός σε απόλυτα οριακές εκφάνσεις. Σε ολόκληρο το πρώτο μέρος στήνεται το σκηνικό μιας ακαθόριστης απειλής, απλώνεται ένα αίσθημα ερήμωσης και εκτοπισμού. Αυτό που δίνεται πολύτροπα, αλληγορικά, είναι το δυστοπικό σκηνικό της Πτώσης, χωρίς όμως την ευθύνη της εμπλοκής του ίδιου του υποκειμένου, χωρίς την ενοχή της φημολογούμενης ελευθερίας του.
Στη σ. 16 γράφει: «Κάτι κινήθηκε λοξά / πάνω απ’ τα καλάμια. / Κοιτώντας δυτικά μάντευες στον χάλκινο ουρανό / πως ερχόταν το τέλος». Στη σ. 17: «Επικράτησε και εδώ το αόρατο. / Αλλά αραίωσε κι άλλο. / Ανυπάρχτηκε». Ανυπάρχτηκε, μια ανύπαρκτη λέξη που επινόησε ο ποιητής για να υποστηρίξει το ποιητικό ζητούμενο-νοούμενο. Μια εύστροφη, εξαιρετικά εύστοχη λεκτική επινόηση, από αυτές που επαναφέρουν και δίνουν πραγματικό περιεχόμενο στην έννοια του ποιητή-γλωσσοπλάστη. Δεν αποτελεί τη μοναδική λεξιπλασία-επινόηση στο βιβλίο. Στη σ. 19 το ρήμα «κατωθείται» (κάτω+ωθείται), στη σ. 21 ο νεολογισμός «απομύθιο». Το μεν επιμύθιο προέρχεται από το επί+μύθος, εννοώντας ένα είδος καταφατικού ηθικού διδάγματος-συμπεράσματος, η δε επινόηση του Μάινα «απομύθιο», από το από+μύθος, είναι ένα είδος ματαίωσης και αρνητικού συμπερασμού, που δεν αποτελεί οδηγία ζωής αλλά αποφατικό προϊόν της απομυθοποίησης των αφηγημάτων. Είναι ένα είδος τραγικής παρωδίας της ευκολίας των πίστεων και συνολικών βεβαιοτήτων, πράγμα που είναι, εν προκειμένω, και η ουσία του ποιήματος. «Άστοργο χέρι της ανάγκης, γράψε. (…) Μια ματαίωση ήσουν μια ζωή» (σ. 21), και παρακάτω, κλείνοντας το ποίημα: «Αυτά γνωρίζω για τις αυταπάτες».
Γλωσσικά ευρήματα-επινοήματα είναι και οι λέξεις «κρυοπώλης» (που μάλλον εννοεί τον πλανόδιο παγοπώλη, σ. 22), «ολωσδιότελα» (μια επιτατική σύνθεση από τις λέξεις «ολωσδιόλου» και «ολότελα», σ. 27), «ανδρανάθεμα» (το αξιοκατάρατο αρσενικό, ο αναθεματισμένος άντρας, σ. 97), «καρδιάλικο» (το άλικο του αίματος/της καρδιάς, σ. 111). Υπάρχουν βέβαια και κάποιες υπαρκτές-δόκιμες αλλά σχετικά σπάνιες λέξεις, όπως π.χ. «καταξεριάς» (ο λίβας), «αψύλλιαστα» (μη έχοντας ψυλλιαστεί κάτι, ανυποψίαστα), «ακατάνυκτα» (χωρίς κατάνυξη).
Όλα στο πρώτο μέρος γράφονται για να υπηρετήσουν τη σύλληψη της «κληρονομικής ενοχής»: της τραγικότητας του ανθρώπου και της μονίμως επαπειλούμενης συνθήκης του. Ένα είδος μεταφυσικού DNA που κληρονόμησε ως ανθρωπολογική σταθερά για την οποία δεν ευθύνεται. Η αναθεώρηση/άρση του φταιξίματος του ανθρώπου για την πτώση ως ταλανισμό αναιρεί τις υπεραπαισιόδοξες και μηδενιστικές οπτικές, αποτελώντας ένα είδος έμμεσης φιλοσοφικής υπεράσπισης του ανθρώπου.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου, που αφορά τη «θεωρία», είναι δυσανάλογα μικρό (σ. 11-30) σε σχέση με το δεύτερο μέρος, που αφορά τον τρόπο που πραγματώνεται-συγκεκριμενοποιείται στο ατομικό, οικογενειακό και κοινωνικό πεπρωμένο, δηλαδή τις απτές εξαργυρώσεις της αόριστης μεταφυσικής απειλής και του ταλανισμού εν τω κόσμω (σ. 31-138). Εκτυλίσσεται σε πέντε Πράξεις. Στο πρώτο μέρος εντοπίζονται τα «κλειδιά» και οι συμβολισμοί που επιτρέπουν την ουσιαστική καταβύθιση στο αφήγημα του Μάινα. Κατά τη γνώμη μου, εάν δεν γίνει αντιληπτό ότι ο τίτλος του πρώτου μέρους, «Η κληρονομική ενοχή», σχετίζεται με τη βιβλική-παλαιοδιαθηκική παράδοση, τότε παραμένει δύσκολη η πλήρης κατανόηση των δοκιμασιών του βιβλίου στην ιστορικό-κοινωνική και την προσωπική διάσταση, όπως ξεδιπλώνονται – παρότι υπάρχουν βέβαια και άλλα παράλληλα αναγνωστικά επίπεδα.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ: ΠΡΑΞΗ
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, με τις πέντε Πράξεις, επιχειρείται ακριβώς η ανάπτυξη όσων διατυπώθηκαν θεωρητικά-υπαινικτικά στο πρώτο μέρος: συγκεκριμενοποιείται η αόριστη-γενικευμένη απειλή και εισβάλλει-αποτυπώνεται η μεταπτωτική συνθήκη ως απώλεια, ως πόνος και ως μοναξιά στο ατομικό και στο οικογενειακό πεπρωμένο.
Στην ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ η τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης γίνεται άμεσα απτή. Ο ποιητής μάς οδηγεί ευθύς εξαρχής στη μέγιστη δυνατή Απώλεια, τον απότομο-αιφνιδιαστικό χαμό του παιδιού, που κορυφώνει τη σφοδρότητα: Δεν νοείται πιο ακραία τραγωδία από τον θάνατο του παιδιού για τον γονέα του. Στο πρώτο ποίημα της σ. 35 με τον τίτλο «Το σκότος των φακών» διαβάζουμε:
Εκεί που κρέμεται / απ’ την ταράτσα στον ακάλυπτο (…) τον βρήκαμε.
Στη σ. 38, απόσπασμα απ’ το υπέροχο ποίημα «Το Horch του Σπάικ» (που αναφέρεται στο αχρηστευμένο παιδικό ποδήλατο – Horch ήταν η πρώτη ονομασία της εταιρείας Audi): «Θα θυμάται για πάντα η τάξη του πως ήταν ζωηρός / πως θάφτηκε και δεν τον ξαναείδαν».
Στη σ. 40 το τραγικό ποίημα του ταλανισμού της μητέρας, «Το κερί», έχει υπότιτλο-μότο: «Αργότερα θα πήγαινε να ψάξει». Το αναφέρω για να καταδειχτεί η λειτουργία του πρωτότυπου-πρωτόγραπτου κάθε φορά μότο ως αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο της τριμερούς οργάνωσης των ποιημάτων του Μάινα, για λόγους αισθητικής προέγερσης και πυροδότησης συνειρμών: «Η μάνα λένε σκούπιζε και κάτω απ’ το κρεβάτι / γιατί δεν ήξερε από πού θα ’ρθεί ο γιος».
Ή στο ποίημα της σ. 59 με τίτλο «Για ένα παιδί της γειτονιάς που πέθανε το ’85», με το λιτό-δωρικό, το ελάχιστο δίστιχο: «Θύμιο, / δεν παίξαμε ποτέ μαζί».
Σχεδόν τριάντα σελίδες όπου η απώλεια, η οικογενειακή συμφορά, ο θρήνος κυριαρχούν σε τραγικές περιπτώσεις απώλειας τέκνων. Εξαιρετικά λεκτικά σχήματα, διακριτικές και εύστοχες μεταφορές για την απόδοση και τον χειρισμό ενός τόσο ευαίσθητου θέματος.
Στη ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ του δεύτερου μέρους, όπου «εφαρμόζεται» παραδειγματικά η θεωρία, το στοιχείο της επικαιρότητας-συγχρονίας εισέρχεται στο κάδρο της ποιητικής αφήγησης. Η κοινωνική αποστασιοποίηση και τα άλλα παρεπόμενα της περιόδου, ως αποτέλεσμα της απομόνωσης και του εγκλεισμού λόγω της πανδημίας του covid έχει τον λόγο. Ο ποιητής επιχειρεί με ιδιαίτερα πρωτότυπες και εύστοχες εικόνες να αποδώσει τις πρωτόγνωρες για μας συνθήκες που προέκυψαν στην περίοδο του εγκλεισμού λόγω του κορονοϊού. Στίχοι όπως η αρχή του ποιήματος «Προσωπογραφία χωρίς στόμα» (σ. 65) είναι ένα είδος αντιπροσωπευτικού ορισμού της συνθήκης του εγκλεισμού: «Όλα συμβαίνουν μακριά. / Ακόμα κι η εγγύτητα». Ή σε επόμενο στίχο: «Νύχτες με σβησμένο φως. / Ψυχές με ποδοπατημένα ημίψηλα, / πολίτες πίσω απ’ τις κουρτίνες».
Στην ΤΡΙΤΗ ΠΡΑΞΗ του δεύτερου μέρους η απάνθρωπη περίοδος της απομόνωσης λόγω πανδημίας (που δεν κατονομάζεται ως τέτοια, η αφορμή θα μπορούσε να είναι και άλλη) συνεχίζεται. Η αδιανόητη κοινωνική αποστασιοποίηση, που αφορά το κοινωνικό σώμα ως σκηνικός χώρος, εμπλουτίζεται. Στο οπτικό πεδίο εισέρχεται και το βασικό κύτταρο της κοινωνίας, η νέα οικογένεια. Όλα και όλες οι αντοχές δοκιμάζονται, όπως με ξεχωριστό τρόπο διατυπώνεται. Στη σ. 83, π.χ., όπου ξεκινάει η ενότητα, αποδίδεται με παιγνιώδη και εξαιρετικά εύγλωττο τρόπο η κατάσταση της καραντίνας. Παρουσιάζω την αρχή από «Τα πρωτόκολλα της αφής» ολόκληρη, για να αναδειχτεί η χρησιμότητα και η λειτουργία του μότο: «Όλα περνούν μα δεν περνάει η ώρα».
(Ανάμεσα στην Καλαχάρι και το μπάνιο)
Αμμόλοφοι μέχρι του φεγγίτες.
Σαλόνια
με θαμμένους γείτονες.
Στη δε σ. 84:
Τα κεφάλια μας
στο κάδρο του νερού
σαν νούφαρα.
Στη σ. 87:
Έξοδος απ’ το χαράκωμα
για ρίψη σακούλας.
Και το υπέροχο ποίημα της σ. 88 με τον μεταμοντέρνο τίτλο και τον –σε σημεία– πρόδηλο-παιγνιώδη δεκαπεντασύλλαβο:
Ύμνος στο Tide
Θα βγω να σε κοιτώ, Συρία,
ένα πρωί στο Πέραμα
ή στο πάρκινγκ.
Ω Μάρθες κάποιας μεσαυλής
σας βλέπω απ’ το κατώφλι –
τα επιδέξια χέρια σας
χώνονται στο στρογγυλό νερό
της λεκάνης
πιέζοντας
τις βαμβακερές σας γροθιές
στις αντρικές
κάλτσες.
Στη σ. 90 ένα πεσιμιστικό ποίημα, αφιερωμένο στις γενιές της κρίσης, ίσως ειδικά στους επόμενους, τους Millennials και τη λεγόμενη Γενιά Z:
Το πράγμα πάει απ’ το χειρότερο στο κάκιστο.
Νιάτα λυγισμένα απ’ την ανία.
Ψηλά το κεφάλι! Το αύριο
θα σας γονατίσει κι άλλο.
Στη σ. 96 ένα σημείο εμβληματικό, θα έλεγα, όλου του βιβλίου:
Ήττα κι η νίκη, Πολυνείκη.
Με τόσο τοίχο
ακόμα κι η αγάπη μας
θα γίνει Βερολίνο.
Και στη σ. 101 το σαρκαστικό και αντιπροσωπευτικό ποίημα «Τιτιβικυβισμός», της τρίτης Πράξης, που αφορά ολόκληρη τις οικογενειακές συνθήκες νέων ζευγαριών τον καιρό της πανδημίας:
Παρκέ με δυο μωρά και νάρκες.
Παιδιά κι αυτά του Οιδίποδα. (…)
Ιδού το κατακάθι της πατρότητας:
Καμπίσιοι σκύμνοι φαγανοί
στη σαβάνα της Τετάρτης.
Το Σύνταγμα τι κάνει για τη φύση
της γυναίκας…
Ένα επίσης ξεχωριστό και ενδιαφέρον στοιχείο του βιβλίου είναι τα φανερά ή αφανή προσωδιακά στοιχεία. Σπαστοί δεκαπεντασύλλαβοι αφθονούν στο βιβλίο.
Στη σ. 70:
Δε μου χωράνε ολόκληρες
στη γλώσσα οι ιδέες.
Στη σ. 103:
Ω πάθος κι αποθύμηση
του περασμένου κόσμου. (Ένα δίστιχο που συνδιαλέγεται με τους Ρομαντικούς μας ποιητές.)
Στην ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΡΑΞΗ ο Α.Μ. εισέρχεται στην Ιστορία αναφερόμενος μεταξύ άλλων σε πολύ γνωστές, διεθνώς, περιπτώσεις αδιεξόδου και αυτοκτονίας γνωστών ποιητών ή φιλοσόφων. Κι αυτό στο πλαίσιο της τραγικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης ως κόκκινης κλωστής που συνδέει όλες της ενότητες του βιβλίου. Ο όλεθρος, η οδύνη/τα δεινά, η τραγικότητα ως «κληρονομημένη ενοχή» είναι μια ανθρωπολογική συνθήκη για τον Μάινα, όπως έχουμε αναφέρει, και ευκρινώς ξεδιπλώνεται-χαρτογραφείται στο σύνολο του βιβλίου – δεν προέρχεται όμως από απόφαση ή βούληση του υποκειμένου. Ο ποιητής επιλέγει εδώ να μελετήσει-φωτίσει το είδος της τραγικότητας στην οποία ο άνθρωπος δεν φταίει. Για τον λόγο αυτό εμπλουτίζει με τα ατομικά πεπρωμένα αυτόχειρων όπως ο Τσέλαν, η Τσβετάγιεβα, ο Βαν Γκογκ. Και απαντάει με στίχους για την Ντίκινσον (σ. 120): «Υπήρξες δίχως ταίρι. Παρηγορήσου ότι υπήρξες. / Σε σένα δόθηκε φτερό – παράτα το μαχαίρι».
Στην ποίηση του Μάινα η τραγικότητα δεν αφορά τόσο την ανθρώπινη συμπεριφορά όσο τη φύση-οντολογία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος οφείλει να συμβάλλει θετικά στην κοινωνική-πολιτισμική εξέλιξή του, στην καλλιτεχνική και φιλοσοφική ωρίμανσή του, έστω και αν η απόρθητη ματαιότητα καραδοκεί.
Η ΠΕΜΠΤΗ ΠΡΑΞΗ, τελευταία του βιβλίου, έχει τίτλο: «Έξοδος στη λωρίδα του Μέμπιους». Τα αφηρημένα μαθηματικά που κρύβονται στη λωρίδα του Μέμπιους (Möbius strip) και που σήμερα εφαρμόζονται μεταξύ άλλων στη βιομηχανία, στη νανοτεχνολογία και στην αστρονομία σχετικά με τη δομή και το σχήμα του σύμπαντος, επικαλείται ο Α.Μ., θέλοντας να μας ψιθυρίσει ότι η σκληρή φάση της πανδημίας και ο εγκλεισμός τέλειωσε μεν προσώρας, αλλά θα επανέλθει στη ζωή μας – όπως η αινιγματική κίνηση στη λωρίδα του Μέμπιους. Η τραγικότητα κι η συμφορά, ένεκα των νόμων της εγκόσμιας υπόστασης των έμψυχων, θα ξαναεισβάλλουν στη ζωή μας πολλαπλά, ίσως με άλλες μορφές, ως σεισμοί, πλημμύρες, ξηρασίες, πόλεμοι, λιμοί, αστεροειδείς και άλλες ζοφερές καταστάσεις. Εμμέσως, λοιπόν, γίνεται λόγος για ένα νομοτελειακό πρόβλημα, τρόπον τινά για ένα κατασκευαστικό λάθος της ανθρώπινης μοίρας, για τη μεταφυσική διάσταση της ευθραυστότητας-ευαλωτότητας, για την οποία δεν φταίει ούτε το άτομο ούτε η κοινωνία – κι ας είναι αμαθής και αδέξια στην αντιμετώπισή τους. Στο παρόν βιβλίο του Μάινα δεν ασκείται πρωτίστως πολιτική κριτική (όπως στο «Το ξυράφι του Όκαμ»), πιο πολύ κατατίθεται η στοργική-ουμανιστική μελαγχολία για τη μονίμως πανταχόθεν επαπειλούμενη ευ-τυχία του ανθρώπου. Πρόκειται, εντέλει, για ένα είδος θεοδικίας.
Στην τελευταία Πράξη αυτή, η απειλή προσώρας «ξεφούσκωσε», όπως διαλύονται τα στρατοκούμουλους (αραιές μάζες από σύννεφα ψηλά στην ατμόσφαιρα) «πάνω απ’ τις φυτείες σπαραγγιών και πάχνης / μεταξύ Βαρσοβίας και Βέροιας». Η έξοδος απ’ το κακό κι η ομαλοποίηση της κοινωνικής ζωής μετά τον εγκλεισμό είναι ένα είδος θεατρικού πρελούδιου των επόμενων δεινών, της συμφοράς που δεν φαίνεται ακόμα. Στη λωρίδα του Μέμπιους δεν υπάρχει ποτέ διαφυγή. Η τελευταία Πράξη είναι η «έξοδος», λοιπόν, από κάπου που δεν υπάρχει έξοδος.
Στο έξοχο ποίημα της σ. 137 ο ποιητής εξηγεί κλείνοντας:
Ό,τι κατατέθηκε λοιπόν
είναι ένα είδος αφαίρεσης –
η λεγόμενη ποίηση.
Είναι το θαύμα του ψέματος χωρίς ανειλικρίνεια.
Το θαύμα τού να βγαίνει ένα καρφί
απ’ το πόδι.
Τώρα θα πρηστεί λιγάκι.
Επίλογος
Το ερώτημα μ’ αυτήν την ποιητική συλλογή είναι αν ο Μάινας υπακούοντας «στο θαύμα του ψέματος χωρίς ανειλικρίνεια», έβγαλε «το καρφί απ’ το πόδι» ή το έχωσε πιο βαθιά. Και στις δυο περιπτώσεις θα πρηστεί το πόδι.
Ο ποιητής με το υψηλών απαιτήσεων βιβλίο του «Προσκόμματα…», το μάλλον και υψηλών προσδοκιών-στοχεύσεων, κάνει μια ενδιαφέρουσα, ευφυή και δύσκολη προσποίηση και στον εαυτό του και στον αναγνώστη. Το πρώτο παράθεμα που επικαλείται στο βιβλίο ως συνολική προμετωπίδα του, είναι του Λατίνου ποιητή σαρκαστικών επιγραμμάτων Μαρτιάλη (40-104 μ.Χ.). Ο Μάινας, γνωρίζοντας κι ένα άλλο επίγραμμά του, με το οποίο θα κλείσω εδώ, φαίνεται να προβληματίστηκε και μάλλον να μονολόγησε χαμηλόφωνα: «Καλά είμαστε κι έτσι, ας κάνω εγώ σωστά τη δουλειά μου και βλέπουμε…» Και ορθά σκέφτηκε, γιατί, όπως γράφει και ο Μαρτιάλης, «αν όντως η φήμη έρχεται μόνο μετά θάνατον, δεν βιάζομαι καθόλου να την αποκτήσω».