Χάρτης 85 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2026
https://www.hartismag.gr/hartis-85/diereynhseis/ta-omirika-epi-sti-neoelliniki-poiisi
Τα Ομηρικά Έπη στη νεοελληνική ποίηση
Ο μύθος αποτελεί ένα στοιχείο άρρηκτα συνυφασμένο με τον βίο και την ιστορία του ελληνικού έθνους. Οι Έλληνες στις σπουδαίες εκδηλώσεις του πολιτισμού τους αναφέρονται στην πολύτιμη λογοτεχνική και αισθητική κληρονομιά της μυθολογίας τους και ιδιαίτερα στα Ομηρικά Έπη. Οι νεότεροι Έλληνες ποιητές λειτουργώντας ως κοινωνοί της παράδοσης και της γλώσσας του τόπου και του χώρου καταγωγής τους, καθιστούν τα Ομηρικά Έπη βασικό θεματικό πυρήνα στο έργο τους, κάτι που η λογοτεχνική κριτική προσδιόρισε ως μυθική μέθοδο.
Η μυθική μέθοδος
Η εμφάνιση του όρου μυθική μέθοδος αναφέρεται για πρώτη φορά σε ένα σύντομο κριτικό κείμενο του Αμερικανοβρετανού ανανεωτή της αγγλοσαξονικής ποίησης T. S. Eliot για το θρυλικό μυθιστόρημα του Ιρλανδού μοντερνιστή συγγραφέα James Joyce Οδυσσέας το 1923 στο περιοδικό The Dial:
Με τη χρησιμοποίηση του μύθου (και των ανάλογων συμβόλων) και πλέκοντας μία συνεχή συναλληλία ανάμεσα στην σύγχρονη εποχή και την αρχαιότητα, ο κ. Joyce ακολουθεί μια μέθοδο που πρέπει μετά από αυτόν να ακολουθήσουν όλοι… Αντί για αφηγηματική μέθοδο, τώρα μπορούμε να χρησιμοποιούμε τη μυθική μέθοδο (Eliot, 2014: 478) .
Στην Ελλάδα ο όρος συνδέεται αρχικά με το έργο του ποιητή Γιώργου Σεφέρη, ο οποίος όχι μόνο γίνεται ο πρώτος μεταφραστής της Έρημης Χώρας (Waste Land, 1922) του Eliot στα ελληνικά, αλλά το έργο του Eliot επηρεάζει βαθιά και την δική του ποίηση αφήνοντας πίσω του το κίνημα του συμβολισμού και εισχωρώντας με ταχύτητα στο μοντερνισμό. Ο Σεφέρης (1981: 341) το 1946 εφαρμόζει την μυθική μέθοδο στο έργο του Κ. Π. Καβάφη θεωρώντας πως ο Αλεξανδρινός ποιητής την έχει εισάγει στο έργο του πριν τους Αγγλοσάξονες. Η νεοελληνική κριτική χρησιμοποίησε ευρύτατα την ορολογία αυτή. Έτσι, εκτός από τους πανθομολογούμενους κεντρικούς εκφραστές της (που είναι ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος και ο Σινόπουλος), εκδοχές «μυθικής μεθόδου» έχουν εντοπιστεί, μεταξύ άλλων, στον Κ. Καρυωτάκη και τον Κ. Ουράνη, στον Οδ. Ελύτη, στον Ν. Εγγονόπουλο, στον Νάνο Βαλαωρίτη, στον Γ. Παυλόπουλο, στον Γ. Δάλλα, στον Κυρ. Χαραλαμπίδη, σε πεζογράφους, όπως ο Ν. Καζαντζάκης, ο Στρ. Μυριβήλης και ο Στρ. Τσίρκας, ο Κ. Πολίτης, ο Στ. Ξεφλούδας, ο Ν. Μπακόλας και σε πολλούς ακόμη συγγραφείς.
Διεθνώς ο όρος χρησιμοποιείται πια σπάνια (Tziovas, 2016: 356), σε αντίθεση με την Ελλάδα. Κάποιοι μελετητές, λόγω ίσως της μακραίωνης ελληνικής ιστορίας και παράδοσης, θεωρούν πως έχει γίνει κατάχρηση του κριτικού αυτού όρου (Ricks, 1993: 198/Mackridge, 2018: 28/Vitti, 2006: 164), ωστόσο αποτελεί έναν πολύ άμεσο τρόπο σύνδεσης με το νεοφανές, τότε, λογοτεχνικό ρεύμα του μοντερνισμού και τα νέα ερωτήματα και ζητήματα που αυτό έθετε για την νεοελληνική λογοτεχνία (Καγιαλής, 2021).
Η μυθική μέθοδος και η Γενιά του ‘30
Στην Ελλάδα η μυθική μέθοδος συνδέεται κατεξοχήν με την ποιητική λογοτεχνική Γενιά του ’30, κυρίως εξαιτίας της εισαγωγής του από τον Σεφέρη. Οι εκπρόσωποι της Γενιάς του ’30, όπως είναι γνωστό, επιλέγουν ελληνοκεντρικούς θεματικούς πυρήνες και επιχειρούν να ανανεώσουν την εμπιστοσύνη τους στον ελληνικό πολιτισμό και πνεύμα μετά τις πολεμικές περιπέτειες και καταστροφές της περασμένης δεκαετίας. Ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Ρίτσος δημιουργούν μία νέα ποιητική γλώσσα και ύφος βασιζόμενοι εν πολλοίς σε πρωταρχικούς μύθους, όπως τα Ομηρικά Έπη, βαδίζοντας στον δρόμο που είχε ήδη χαράξει ο Κ. Π. Καβάφης.
Ο Καβάφης επιλέγει αρκετά συχνά στιγμιότυπα από τους ομηρικούς στίχους ως θεματικά κέντρα των αφηγηματικών ποιημάτων του. Τα περισσότερα από τα ποιήματά του αυτά προέρχονται από την πρώιμη συμβολιστική περίοδο του ποιητή στα τέλη του 19ου αιώνα είτε από τις αρχές της ρεαλιστικής του φάσης στο ξεκίνημα του 20ού αιώνα. Πρόκειται για τα ποιήματα «Πριάμου Nυκτοπορία» (1893), «Δευτέρα Oδύσσεια» (1894), «Τα άλογα του Αχιλλέως» (1896), «Τρώες» (1900), «Η κηδεία του Σαρπηδόνος» (1898, 1908), «Ιθάκη» (1910). Ο Δ. Μαρωνίτης (2007: 44) επισημαίνει πως ο τρωικός κύκλος είναι ένας από τους τρεις κύριους μυθολογικούς κύκλους που ενδιαφέρουν τον ποιητή.
Ζώντας σε μία μεταιχμιακή εποχή πολλαπλών κρίσεων, όπως η δική μας, ο Καβάφης προσπαθεί εκκινώντας από μυθικά γεγονότα να αναδείξει τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στις προαιώνιες τούτες αφηγήσεις της ανθρωπότητας και την σύγχρονη ζωή μέσα από έννοιες και ιδέες που, αν και παραμένουν αναλλοίωτες, λαμβάνουν νέες μορφές στο πέρασμα του χρόνου. Στο ποίημα Πριάμου Νυκτοπορία ο γηραιός βασιλιάς Πρίαμος έρχεται αντιμέτωπος με την απώλεια του μεγάλου του γιου και διαδόχου, Έκτορα. Το σώμα του νεαρού άνδρα βρίσκεται στα χέρια του εχθρού,, των Ελλήνων. Ο Πρίαμος πρέπει να ικετεύσει για να το πάρει πίσω και να θάψει τον γιο του με τις δέουσες τιμές. Η ικεσία δεν ταιριάζει σε έναν ηγέτη, αλλά ένας πατέρας θα έκανε τα πάντα για να μην μείνει άταφο το παιδί του:
Ο βασιλεύς κεντά, κεντά τους ίππους.
Της πεδιάδος εξυπνούν σκιαί λαιαί,
και απορούν προς τί εν τόση βία
πετά ο Δαρδανίδης προς τα πλοία
Aργείων φονικών, και Aχαιών σκαιών.
Αλλά ο βασιλεύς αυτά δεν τα προσέχει·
φθάνει το άρμα του ταχύ, ταχύ να τρέχει.
Παρόμοια είναι και η θεματική του ποιήματος Η κηδεία του Σαρπηδόνος με έναν θεό στην θέση του βασιλιά πατέρα.
Το ποίημα Τα άλογα του Αχιλλέως επικεντρώνεται στο στενό δέσιμο ενός έξυπνου ζώου, όπως το άλογο με το αφεντικό του για να αναδείξει το μεγαλείο της προσωπικότητας του Αχιλλέα, όχι μόνο ως πολεμιστή, αλλά και ως ενός ευαίσθητου ανθρώπου, ο οποίος φερόταν καλά ακόμη και στα πολεμικά του άλογα, ενώ μέχρι και την δική μας εποχή τα ζώα αντιμετωπίζονται πολλές φορές ως ασήμαντες υπάρξεις και στην καλύτερη περίπτωση ως σύμβολα κύρους και κοινωνικής δύναμης. Τα άλογα του τον αγαπούν τόσο, ώστε θρηνούν μαζί του για την απώλεια του αδελφικού του φίλου, Πάτροκλου και ο Δίας τα συμπονά. Ο τρωικός λαός στο ποίημα Τρώες
συνειδητοποιεί πως δεν έχει πια πολλές ελπίδες να νικήσει τους Έλληνες κάτω από την σιδηρά ηγεσία του Αχιλλέα, τον οποίο τρέμουν σε κάθε μάχη παραλύοντας από το φόβο. Η μοίρα των ηττημένων αποτελεί ένα θέμα πολύ επίκαιρο, δυστυχώς και σήμερα, καθώς περιστοιχιζόμαστε από συνεχιζόμενες πολεμικές συγκρούσεις στην περιοχή μας και ανά τον κόσμο. Η ανάγκη για ειρήνευση είναι άμεση και επιτακτική και η μεταχείριση των ηττημένων να χαρακτηρίζεται από ανοχή και επιείκεια.
Η εμβληματική Ιθάκη, ένα ποίημα-παραίνεση προς τους νέους και κάθε τολμηρό ναυτιλλόμενο που αποφασίζει να πραγματοποιήσει ένα ταξίδι στο άγνωστο για να συναντήσει τα όνειρά του. Η μακρά περιπλάνηση του Οδυσσέα, σύμβολο του ταξιδιού της ζωής, παρουσιάζεται ως μία πορεία γεμάτη ευτυχία, προσδοκίες, εμπόδια και διαψεύσεις. Ο ποιητής βεβαιώνει τον αναγνώστη πως κάθε ταξιδιώτης περνά από αυτά τα στάδια το ταξίδι αξίζει κάθε στιγμή:
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τί σημαίνουν.
Ο Γιώργος Σεφέρης ως εισηγητής του όρου της μυθικής μεθόδου στη νεοελληνική λογοτεχνία και κριτική αναζητά τη έμπνευση για την ποιητική του δημιουργία στην μυθική αφήγηση των Ομηρικών Επών. Επιπρόσθετα, η απώλεια του πατρογονικού τόπου καταγωγής του ποιητή, της πόλης της Σμύρνης με την Μικρασιατική Καταστροφή τον ωθεί να αναθεωρήσει την σχέση του με την ελληνική ιστορία και παράδοση, καθώς και η ίδια η χώρα προσπαθεί να ορθοποδήσει έχοντας βιώσει πολλαπλές και καταστρεπτικές ιστορικές ανατροπές.
Η περιπλάνηση τού Σεφέρη στους ομηρικούς στίχους φαίνεται να ξεκινά με το ποίημα Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο
(1940), όπου με προμετωπίδα έναν στίχο του Γάλλου αναγεννησιακού ποιητή du Bellay, ο ποιητικός αφηγητής αναλογίζεται ως άλλος Οδυσσέας το ταξίδι της επιστροφής του ομηρικού ήρωα με τις περιπέτειες και τις απώλειες των συντρόφων. Για τον ποιητή το ταξίδι της επιστροφής δεν θα απαλύνει τον πόνο της απώλειας γιατί δεν έχει πού να επιστρέψει (Georgiou, 2009: 33). Το ταξίδι είναι άσκοποι κύκλοι (Γαραντούδης & Καγιαλής, 2008: 121, 34-35) με την ελπίδα να φτάσει σε μια πατρίδα, των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, που πια δεν υπάρχει (Calotychos, 2003: 177):
Την πίκρα να βλέπεις τους συντρόφους σου καταποντισμένους μέσα στα στοιχεία, σκορπισμένους: έναν έναν.
Και πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πεθαμένους, όταν δε φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου απομέναν.
Μιλά… βλέπω ακόμη τα χέρια του που ξέραν να δοκιμάσουν αν ήταν καλά σκαλισμένη στην πλώρη η γοργόνα
να μου χαρίζουν την ακύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα στην καρδιά του χειμώνα.
Η Ελένη (1953), ένα από τα πιο γνωστά και δημοφιλή ποιήματα του Σεφέρη, από την συλλογή Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄ (τα λεγόμενα κυπριακά ποιήματα) εντάσσεται στα πλαίσια της νοσταλγίας που αισθάνεται για την χαμένη του ιδιαίτερη πατρίδα, καθώς αισθάνεται πως στην Κύπρο ξαναβρίσκει ένα μέρος όλων όσα έχασε στη Σμύρνη (Γαραντούδης & Καγιαλής, 2008: 243). Ο ποιητής βασίζεται περισσότερο στην εκδοχή της ομώνυμης ευριπίδειας τραγωδίας που αναφέρει πως η πραγματική Ελένη δεν ήταν στην Τροία, αλλά στην Αίγυπτο και στην Τροία βρισκόταν το φάσμα της και φαίνεται πως ο Τρωικός πόλεμος συνέβη για το τίποτα (Μαρωνίτης, 2007: 164-165). Ο ήρωας του ποιήματος, Τεύκρος, ταυτίζεται με τον ίδιο το Σεφέρη. Και οι δύο περιπλανιούνται ψάχνοντας να βρουν έναν νέο τόπο να ριζώσουν γνωρίζοντας πως τον έχουν χάσει εξαιτίας της ματαιότητας των πολέμων (Μπανιά, 2021: 25/Σούμα, 2020: 48):
Για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.
Ο Γιάννης Ρίτσος με φόντο το τέλος της Ναζιστικής Κατοχής και το ξέσπασμα του επώδυνου Εμφυλίου Πολέμου, την δεκαετία του ‘60 στρέφεται προς την πεζόμορφη ποίηση. Σημαντικό ρόλο έπαιξε, επίσης, η διάσπαση του ΚΚΕ στο οποίο ανήκε ιδεολογικά ο ποιητής (Ζάμπα, 2018: 108). Στην ποιητική του συλλογή Τέταρτη Διάσταση (1977) συμπεριλαμβάνονται δεκαεπτά ποιητικές συνθέσεις σε μορφή μονολόγων που γράφτηκαν από το 1956 ως το 1975 (Ζάμπα, 2018: 106). Το κύριο θέμα της συλλογής είναι ο χρόνος και η διαχείρισή του (Μπανιά, 2020: 29), η οποία, όπως σημειώνει ο Μιχάλης Μερακλής (1981: 526), μοιάζει να είναι ατομική υπόθεση στη συγκεκριμένη συλλογή. Ο Ρίτσος χρησιμοποίησε πρόσωπα της μυθολογίας, αλλά και της καθημερινότητας να μιλήσει για το χρόνο και την φθορά που προκαλεί. Ανάμεσά τους και πρόσωπα από τον ομηρικό κύκλο, όπως ο Αγαμέμνων, η Ελένη, ο Φιλοκτήτης, ο Αίας, ο Τειρεσίας.
Στον μονόλογο του Αγαμέμνονα, ο κραταιός στρατηλάτης παριστάνεται να γυρίζει από τον πόλεμο γεμάτος δόξα και τρόπαια, τα οποία δεν τον ενδιαφέρουν, καθώς επιθυμεί να γυρίσει στην οικογενειακή ζωή. Πιστεύει ότι θα βρει τα πράγματα, όπως τα άφησε και θα επιστρέψει στην παλιά, ευτυχισμένη ζωή του. Έχει κουραστεί από τον δεκαετή πόλεμο της Τροίας και αντιλαμβάνεται πλήρως την ματαιότητα του πολέμου. Έχει αρχίσει να γεράζει και δεν τον ενδιαφέρει η δόξα και η εξουσία μέσα από την προσπάθεια να επιβληθεί στους άλλους (Διαλησμάς, 1984: 50). Αποδέχεται τον θάνατο ως ένα πιθανό ενδεχόμενο και κατανοεί πως αυτή είναι η μοίρα όλων των θνητών (Μερακλής, 1980: 544). Όταν λίγο αργότερα δολοφονείται από την Κλυταιμνήστρα και τον Αίγισθο στο λουτρό, είναι έτοιμος να δεχτεί τις συνέπειες των πράξεων του (Μερακλής, 1980: 527-528, 533).
Ο μονόλογος της Ελένης παρουσιάζει την περιλάλητη ομηρική ηρωίδα σε ώριμη ηλικία να αναπολεί το παρελθόν. Η Ελένη βρίσκεται έγκλειστη στην κρεβατοκάμαρά της έχοντας ως συντροφιά της τις νεαρές δούλες της, οι οποίες φλυαρούν αδιαφορώντας για την υπαρξιακή κρίση της ηλικιωμένης κυρίας τους, κλέβοντας παράλληλα τα πολυτελή υπάρχοντά της και εκείνη δεν τους κρατά κακία:
Εγώ τις κοίταζα σα να ’μουν στο θέατρο· — καθόλου ταπείνωση ή θλίψη
ούτε αγανάκτηση — προς τί; Μονάχα επαναλάβαινα βαθιά μου:
«μια μέρα θα πεθάνουμε», ή μάλλον: «μια μέρα θα πεθάνετε» · κι αυτό
ήταν μια βέβαιη εκδίκηση και φόβος και παρηγοριά
Η Ελένη είχε μία δύσκολη και περιπετειώδη ζωή. Η γέννησή της είναι αποτέλεσμα του βιασμού της Νέμεσης από τον Δία, υιοθετήθηκε από τον Τυνδάρεω και τη Λήδα για να απαχθεί στην συνέχεια από διάφορους άνδρες μέχρι και να γίνει η αιτία του πολέμου της Τροίας. Επιθυμούσε πάνω από όλα να είναι ελεύθερη χωρίς να το καταφέρει ποτέ. Τώρα πια που συνέβησαν και είναι έτοιμη να περάσει στην απέναντι όχθη, όπως κάθε άνθρωπος στις τελευταίες του στιγμές (Γκρίτση-Μιλλιέξ, 1981: 547-555).
Ο Τάκης Σινόπουλος ανήκει στους Νεοέλληνες ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Έχει βιώσει το τραύμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, της Ναζιστικής Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου με την συντριβή της Αριστεράς, στο πλευρό της οποίας είχε ταχθεί. Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από έντονα συναισθήματα πόνου, απώλειας, φθαρτότητας και την συνεχή κατάσταση της ανθρώπινης φύσης μεταξύ ζωής και θανάτου. Ο Σινόπουλος χρησιμοποιεί καθημερινό λεξιλόγιο στην ποίησή του, ζωντανές, εικόνες, αφήγηση και συχνά το στοιχείο της θεατρικότητας (Μαρωνίτης, 2009: 24). Ο Μαρωνίτης (2009: 25) σημειώνει ότι ο ποιητής γίνεται όχι πια μόνο ο ποιητικός αφηγητής, αλλά το φερέφωνο των βασανισμένων προσώπων που πρωταγωνιστούν στην ποίησή του για να ακουστεί δυνατά η φωνή τους σε ένα κατεξοχήν άδικο κόσμο.
Ο Σινόπουλος δέχτηκε επιρροές από τον μοντερνισμό, την ποίηση του T. S. Eliot και του Σεφέρη. Στο έργο του η μυθιστορία γίνεται αφήγηση με στοιχεία ποίησης. Σημαντική είναι και η επιρροή που δέχτηκε από το κίνημα του υπερρεαλισμού.
Στην πρώτη του ποιητική συλλογή Μεταίχμιο (1951) κυριαρχεί η μορφή του μέτριου και αφελούς ομηρικού ήρωα Ελπήνορα, που σκοτώθηκε πέφτοντας από την οροφή του κοτετσιού της Κίρκης, ενώ ο Οδυσσέας και οι υπόλοιποι σύντροφοι του έφευγαν για να πραγματοποιήσει ο Οδυσσέας την κάθοδο του στον Άδη. Ο Ελπήνορας πρωταγωνιστεί σε δώδεκα ποιήματα της συλλογής καταδεικνύοντας τον συμβολισμό που ενείχε για τον ποιητή την περίοδο αυτή η μορφή του ομηρικού ήρωα.
Θα ξεχωρίσουμε δύο ποιήματα της συλλογής, το Νεκρόδειπνος για τον Ελπήνορα και Ελπήνορας 1944. Στο πρώτο ποίημα ο Σινόπουλος φαντάζεται τον Ελπήνορα τυφλό στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου τυφλό να του ζητά βοήθεια για να ξαναβρεί το φως του και τους υπόλοιπους συντρόφους του Οδυσσέα ως βουβά πρόσωπα να επιζητούν την μνημόνευσή τους:
Κουφάρι εσύ τυφλό τί θες; γοργά αποκρίσου
γιατί το χέρι μου με βιάζει το ανυπόμονο.
Τότε αποκρίθηκε ήσυχα: Φίλε θυμήσου
πριν από χρόνια αμέτρητα μ’ ετύφλωσες. Το φως
δώσε μου πίσω που στερήθηκα. Ξάφνου άστραψε
μέσα μου ο κόκκινος θυμός κι είπα: τυφλέ
χάσου απ’ τα μάτια μου πριν σε κερδίσει ο θάνατος.
[…]
Μα τότε πια η οργή κι ο σκοτεινός θυμός
μου ’πρηξαν τα ρουθούνια. Αμέτρητες μορφές
καρτέραγαν εκεί κι ασάλευτες με κοίταγαν.
Από τ’ ανοιχτά παράθυρα ο αγέρας σιγανός
με μια μουρμούρα υπόκωφη τις αύξαινε
γύρα και συνωθούντανε ακατάπαυστα στην κάμαρη.
Στο ποίημα Ελπήνορας του 1944 ο ποιητής εμπνεύστηκε τη γραφή του, όταν το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς καθόταν μια ζεστή μέρα υποφέροντας από την πείνα σε ένα παγκάκι στο Πεδίον του Άρεως αναθυμούμενος έναν παλιό του φίλο που βασάνισαν και εκτέλεσαν οι Γερμανοί. Ο Σινόπουλος το γράφει στην μνήμα του σαν ένα είδος μνημοσύνου:
Ήταν κάποιος από τη συνοδεία που τον αντίκρισε
όχι ο πιο γέροντας: Κοιτάχτε ο Ελπήνωρ πρέπει να ’ναι εκείνος.
Εστρίψαμε τα μάτια γρήγορα. Παράξενο πώς θυμηθήκαμε
αφού είχε η μνήμη ξεραθεί σαν ποταμιά το καλοκαίρι.
Ήταν αυτός ο Ελπήνωρ πράγματι στα μαύρα κυπαρίσσια
τυφλός από τον ήλιο και τους στοχασμούς
σκαλίζοντας την άμμο μ’ ακρωτηριασμένα δάχτυλα.
Ο Μανόλης Πρατικάκης και άλλοι σημαντικοί ποιητές της γενιάς του έχουν ονομαστεί από τους μελετητές ποιητές της γενιάς του ’70. Αν και ξεκίνησαν από κάποιες κοινές αρχές, οι ποιητές της γενιάς αυτής στην πορεία χάραξαν ο καθένας την δική του αυτόνομη πορεία. Έχοντας αφήσει στο παρελθόν κρίσιμες περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, βρίσκονται στο κατώφλι μίας νέας εποχής που πνέει άνεμος αισιοδοξίας και αλλαγών (Σαββίδης, 1978: 127).
Οι ποιητές αυτοί λαμβάνοντας υπόψη την ποιητική κληρονομιά και παράδοση του παρελθόντος, στέκονται με κριτική άποψη απέναντι στην εποχή τους και επιχειρούν να δημιουργήσουν την δική τους ταυτότητα. Με σχεδόν προφορικό λόγο, εκτεταμένη εικονοποιία και πεζόμορφα ποιήματα επικεντρώνονται κυρίως στο προσωπικό τους σύμπαν, τον εσωτερικό τους κόσμο και τις υπαρξιακές τους αναζητήσεις. Επηρεάζονται από την pop κουλτούρα της εποχής και συμπλέουν με το μεταπολιτευτικό πνεύμα, το οποίο ευνοεί την ατομική ευημερία, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και το άνοιγμα της κοινωνίας σε πρωτόφαντα κινήματα (Παπαγεωργίου, 1989: 64, 68-69/Beaton, 1996: 334-335/Χατζηβασιλείου, 2012).
«Άτιτλο ποίημα» (2006). Ο Πρατικάκης αναφέρεται στον Ελπήνορα σε ένα άτιτλο ποίημα από την συλλογή του Ο μεγάλος ξενώνας (2006).
Αρκετά χρόνια μετά το υπεραισιόδοξο κλίμα της Μεταπολίτευσης, η Ελλάδα, όπως ολόκληρος ο πλανήτης, έχει παραδοθεί στους ιλιγγιώδεις, φρενήρεις ρυθμούς της τεχνολογίας και της οικονομικής ανάπτυξης. Η σύγχυση στην οποία έχει περιπέσει η ανθρωπότητα δίνεται ξεκάθαρα με τους πρώτους στίχους:
Χλομοί και αδύναμοι σαν τον Ελπήνορα λίγο πριν πέσει
Να τσακιστεί μέσα στο σπίτι, ήτοι από αγιάτρευτον
ασκίτη• ψυχή δ’ αυτού ερεβόσδε βεβήκει.
Η επαναφορά στην μνήμη της σκηνής, όπου ο Ελπήνορας πέφτει από την στέγη που είχε αποκοιμηθεί, σε συνδυασμό με την παράθεση της ομηρικής φράσης επιτείνει την αίσθηση της παρακμής και του ολέθρου προς τον οποίο βαδίζει ο σύγχρονος κόσμος. Η ολιγωρία και η ελαφρότητα, χαρακτηριστικά του μέσου ανθρώπου της εποχής μας, δεν μπορεί παρά να τον οδηγήσουν σε έρεβος, παρόμοιο με εκείνο στο οποίο βυθίστηκε ο Ελπήνορας πέφτοντας από την σκεπή, το σκοτάδι του θανάτου.
Ο σύγχρονος άνθρωπος ζει και βιώνει μία ψευδαισθητική πραγματικότητα, το αδύναμο κέλυφος της οποίας τον ωθεί στην αναζήτηση καταστρεπτικών απολαύσεων, όπως οι ναρκωτικές ουσίες προκειμένου να αντέξει τους γρήγορους, απάνθρωπους ρυθμούς της εποχής που τον απορροφούν σαν τους συρμούς του μετρό με το παλάτι της Κίρκης μετατρέπεται σε έπαυλη θανάτου:
[…]
Μες στους καπνούς δες φτάνει
μας πλευρίζει κιόλας σκοτεινός μαγνήτης,
του θανάτου το οτομοτρίς
― μας ρουφάει δυο και τρεις…
Ο Πρατικάκης σε όλο τον Μεγάλο ξενώνα (2006) συνομιλεί με έργα σπουδαίων δημιουργών. Η συνομιλία του με τον Όμηρο καταδεικνύει την ανάγκη να επανεφεύρει ο άνθρωπος τον εαυτό του επιστρέφοντας στις κλασικές ηθικές αξίες που τον βοήθησαν να σταθεί στα πόδια του μέσα σε χιλιετίες ιστορικής πορείας. Το μεγάλο όραμα, που ονειρεύτηκε η ανθρωπότητα πέρα από οποιαδήποτε σύνδεση με το παρελθόν και τις ρίζες, δεν μπορεί να υπάρξει. Ο Ελπήνορας πρέπει να ταφεί κατά το παράγγελμα και των προγενέστερων ποιητών. Οι καιροί δεν συγχωρούν νεανικές πράξεις τρέλας και ανευθυνότητας, όσο και αν θα το θέλαμε.
Συμπεράσματα-Επίλογος
Τα ομηρικά έπη και η μυθολογία τους αποτελούν έναν αμετάβλητο και κύριο τόπο έμπνευσης για τους Νεοέλληνες ποιητές στο πέρασμα του χρόνου. Οι αφηγήσεις του Ομήρου λειτουργούν ως σύμβολα και μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης και δημιουργίας σε διαφορετικές εποχές και συνθήκες. Ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος και ο Σινόπουλος χρησιμοποιούν τα προσωπεία των ομηρικών μύθων για να αναλογιστούν πάνω στις κρίσιμες περιστάσεις του 20ού αιώνα που βρέθηκαν να ζουν και να υπενθυμίσουν στους συμπατριώτες τους την ανάγκη ανάληψης δράσης για την διάσωση του έθνους και παράλληλα, το εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης με την επιτακτικότητα οι άνθρωποι να είναι αλληλέγγυοι και ανεκτικοί μεταξύ τους για την αποφυγή μελλοντικών πολέμων και θηριωδιών. Ο Τάκης Σινόπουλος ξεχωρίζει για την ηθική του υποχρέωση να μνημονεύει τους νεκρούς συντρόφους του και να εφιστά την προσοχή των ανθρώπων στις πραγματικά σημαντικές αξίες της ζωής. Ο Μανόλης Πρατικάκης ζώντας σε ειρηνικούς καιρούς καυτηριάζει την παρακμή και την νωθρότητα του σύγχρονου ανθρώπου. Κλείνοντας θα μπορούσαμε να πούμε πως τα δεινά των ανθρώπων είναι πάντα τα ίδια και η πρωτεϊκότητα των Ομηρικών Επών ποτέ δεν θα πάψει να μεταμορφώνεται στο διηνεκές της ποιητικής δημιουργίας.
Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
Calotychos, V. (2003). Modern Greece: A cultural poetics. Oxford: Berg.
Γαραντούδης, Ε., Καγιαλής, Τ. (2008). Ο Σεφέρης για νέους αναγνώστες. Ίκαρος.
Διαλησμάς, Σ. (1999): Εισαγωγή στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, Επικαιρότητα
Georgiou, H. (2009). Ο μύθος της επιστροφής στη νεοελληνική ποίηση του 20ού αιώνα. Αδημοσίευτη διπλωματική εργασία. Μόντρεαλ: Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ
Γκρίτση-Μιλλιέξ, Τ. (1981). Η Ελένη του Γιάννη Ρίτσου. Στο Α. Μακρυνικόλα (επιμ.), Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο. Κέδρος.
Eliot, T. S. (2014). The complete prose of T.S. Eliot. τόμ.2. The perfect critic, 1919-1926
(επιμ. A. Cuda, R. Schuchard). Baltimore: Johns Hopkins University Press.
Ζάμπα, Α. (2018). Αρχαίοι Έλληνες και νέοι ελληνικοί μύθοι: η περίπτωση του Ορέστη στο Γιάννη Ρίτσο. Αδημοσίευτη διπλωματική εργασία. ΕΚΠΑ.
Κ. Π. Καβάφης (1999). Άπαντα ποιητικά, Ύψιλον.
Καγιαλής, Τ. (2021). Ο μύθος της «μυθικής μεθόδου»: Μια φιλολογική ανασκαφή. Σύγκριση, 30, 1–23 Ανακτήθηκε στις 20/05/2024: https://doi.org/10.12681/compa... class="f-smaller">Μαρωνίτης, Δ. Ν. (2007). Γιώργος Σεφέρης-Μελετήματα, Πατάκης.
Μαρωνίτης, Δ. Ν. (2009). «Τάκης Σινόπουλος- Μελετήματα». Στο Τάκης Σινόπουλος, Μίλτος Σαχτούρης :Μελετήματα.
Μερακλής, Μ.Γ. [1981]. «Η Τέταρτη Διάσταση του Γιάννη Ρίτσου, μια πρώτη προσέγγιση». Στο Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο (σσ. 517-544), Κέδρος.
Mackridge, P. (2018). «Από Κρίση σε Κρίση: Η ελληνική μεσοπολεμική λογοτεχνία και εμείς». Στο Ε. Κουτριάνου και Έ. Φιλοκύπρου (επιμ.), Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας; Αναζητήσεις και αγωνίες των ελλήνων λογοτεχνών του Μεσοπολέμου (1918-1939). Διεθνές Συνέδριο προς τιμήν του PeterMackridge, Καλαμάτα 18-19 Μαΐου 2017 (σσ. 17-29), Νεφέλη.
Μπανιά, Χ. (2021). Η χρήση του μύθου από τους ποιητές Σεφέρη, Ρίτσο και Ελύτη. Αδημοσίευτη διπλωματική εργασία. Λευκωσία: Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Πρατικάκης, Μ. (2006). Ο μεγάλος ξενώνας, Μεταίχμιο.
Ricks, D. (1993). Η σκιά του Ομήρου. Δοκίμιο για τη νεοελληνική ποίηση (1821-1940) (μτφρ. Α. Παρίση), Καρδαμίτσα.
Ρίτσος, Γ. (1972). Η Ελένη. Κέδρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Ρίτσος. [1972] (2009). Ποιήματα ΣΤ΄: Τέταρτη διάσταση (1956–1972) (25η έκδ.), Κέδρος.
Σεφέρης, Γ. (1981). Δοκιμές, Ίκαρος.
Σεφέρης, Γ. (2014). Ποιήματα, Ίκαρος.
Σινόπουλος, Τ. (1951). Μεταίχμιο. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Τάκης Σινόπουλος. 1976. Συλλογή Ι (1951–1964), Ερμής.
Σούμα, Μ. (2020). Κλασικές επιδράσεις και υπαρξιακό βίωμα στο Γιώργο Σεφέρη ― Το πρόσωπο των Ατρειδών και η ποιητική ανάπλαση της Ιστορίας από το «Μυθιστόρημα» στα «Τρία κρυφά ποιήματα». Κοινό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Δημιουργική Γραφή». Αθήνα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής.
Tziovas, D. (2016). «Between tradition and appropriation: mythical method and politics in the poetry of George Seferis and Yannis Ritsos». Classical Receptions Journal, 9(3), 350-378.
Vitti, M. (2006). Γραφείο με θέα. Άρθρα και ομιλίες, εργογραφία με αυτοβιογραφικό σχόλιο, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.