Ιε­ρώ­νυ­μος Μπος, «Κό­λα­ση» (λε­πτο­μέ­ρεια)· με­τά το 1490. Φλω­ρε­ντία, Δου­κι­κό Ανά­κτο­ρο


Όμως ο τό­πος που τον πε­λε­κούν και που τον καί­νε σαν το πεύ­κο, και τον βλέ­πεις
εί­τε στο σκο­τει­νό βα­γό­νι, χω­ρίς νε­ρό, σπα­σμέ­να τζά­μια, νύ­χτες και νύ­χτες
εί­τε στο πυ­ρω­μέ­νο πλοίο που θα βου­λιά­ξει κα­θώς το δεί­χνουν οι στα­τι­στι­κές,
ετού­τα ρί­ζω­σαν μες στο μυα­λό και δεν αλ­λά­ζουν
ετού­τα φύ­τε­ψαν ει­κό­νες ίδιες με τα δέ­ντρα εκεί­να
που ρί­χνουν τα κλω­νά­ρια τους μες στα παρ­θέ­να δά­ση
κι αυ­τά καρ­φώ­νο­νται στο χώ­μα και ξα­να­φυ­τρώ­νουν∙
ρί­χνουν κλω­νά­ρια και ξα­να­φυ­τρώ­νουν δρα­σκε­λώ­ντας
λεύ­γες και λεύ­γες∙
ένα παρ­θέ­νο δά­σος σκο­τω­μέ­νων φί­λων το μυα­λό μας.
Κι α σου μι­λώ με πα­ρα­μύ­θια και πα­ρα­βο­λές
εί­ναι για­τί τ’ ακούς γλυ­κό­τε­ρα, κι η φρί­κη
δεν κου­βε­ντιά­ζε­ται για­τί εί­ναι ζω­ντα­νή
για­τί εί­ναι αμί­λη­τη και προ­χω­ρά­ει∙
Στά­ζει τη μέ­ρα στά­ζει στον ύπνο
μνη­σι­πή­μων πό­νος.

[ «Τελευταίος Σταθμός» (1944) Απόσπασμα ]