[ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ή ΠΕΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥΤΗΝ ]
Στις 15 Σεπτεμβρίου

Αφιέρωμα στον Θανάση Βαλτινό
(Επιμέλεια Βασίλης Παπαγεωργίου)
Δύο διαχρονικά και επίκαιρα ποιήματα για την Γραικυλία
Ἐν Γραικυλίᾳ, 2025 μ.Χ.
Ξαναέφριξαν οι Βρυξελλιώτες ελεγκτές,
μέχρι κι οι εισαγγελείς τους εξανέστησαν,
για το τι απέγιναν οι νέες μα κι οι παλιές επιδοτήσεις!
Για το πώς διαμοιράστηκαν, ελέγχουν και μας απειλούν
– με τ’ άθλια τ’ αγγλικά των, οι ανελλήνιστοι:
«ὦ! παῖ καὶ παῖ Γραικύλων, παπαῖ τὰ παίρνετε»!
Τα παίρνουμε, τους λέμε, μα επί ίσοις
όροις, κανέναν δεν τον ρίξαμε, οι Γραικύλοι...
Τι όρη, τι βραχότοποι, τι ράχες, τι πισίνες,
βίλες και βιλαέτια επιδοτήσαμε,
τα πλήθος όρθια βόδια μας εκλέγουν βουλευτές,
ως και στις πιλοτές εμάς γεννοβολάν τα γίδια μας!
Έτσι διαμοιράζουμε εμείς δικαιοσύνη,
νοικοκυραίοι λήσταρχοι κι ευρώδουλες πολιτικές.
Παν να μας βγάλουν άπαντες, λέει, διεφθαρμένους,
τον κάθε Μήτσο και τον κάθε Τάκη…
Ε ναι, είμαστε διεφθαρμένοι αδιάφθοροι,
πρώην αδιάφθοροι που έχουμε διαφθαρεί
ή διεφθαρμένοι που θα γίνουμε αδιάφθοροι…
Ανακυκλώνουμε τη φτώχεια μας σε πλούτο.
Ο εισαγγελεύς του εισαγγελέως αντί
του κλέψαντος ο κλέψας, αν με πιάνεις…
Εντέλει, αν τους Βρυξελλιώτες ελεγκτές
και τους εισαγγελείς τους τους πληγώνει η Γραικυλία,
δε πα να την μετονομάσουνε σε Μυκονία;
Από Γραικύλους ας μας λεν Μυκόνους...
Νύχτα θα φύγουμε για εκεί, με καραβιές, κοπάδια,
μ’ όλους τους υπουργούς μας και τους αγροτοσυνδικαλιστές,
στους κουρασμένους απ’ τα βάρη ώμους κουβαλώντας
τους τιμημένους, τους σεπτούς πατέρες μας, τα γίδια!
(10.7.2025, καθ’ οδόν προς Μύκονον)

Ἐν Γραικυλίᾳ, 2010 μ.Χ.*
Σαν έφτασαν οι Βρυξελλιώτες ελεγκτές στην Γραικυλία,
εξέτασαν εις βάθος και καταλεπτώς το καθετί.
Φρίξανε, αν και τ’ ανέμεναν τα αίσχη, κι εξανέστησαν
τόσο απ’ τα φανερά, όσο κι απ’ τα κρυφά.
Και μόλο που, μες στον απίθανο χαμό, οι Γραικύλοι
έκαναν πώς και τι να κουκουλώσουν
τις λαμογιές, τις ανομίες και τις πομπές τους,
δεν ήταν δα μωροί ολωσδιόλου οι Βρυξελλιώτες,
δεν έχαψαν τα ψέματα, σαν τον παλιό καιρό.
Κατέφαγαν και σύλησαν τα πάντα οι Γραικύλοι.
Φούρμποι, ξερόλες και παραμυθάδες,
ακόμα διέσπειραν την φήμη, οι ανενδοίαστοι,
―πού τώρα πια οι Βρυξελλιώτες να εξαπατηθούν;―,
πως έλκουν, λέει, την καταγωγή τους από κείνη
την άμωμη, πανάρχαια φυλή των Φιλελλήνων
και πως για τούτο αξιώθηκαν να ζουν στην επαρχία αυτή.
Το πράγμα, φως φανάρι, άλλη δεν σηκώνει αναβολή.
Ήρθεν, ανυπερθέτως, ο καιρός που οι Γραικύλοι πρέπει
να φύγουν απ’ την Γραικυλία και να ξεκουμπιστούν
―κι ας σκορπιστούν στης Βρυξελλίας τους πέντε ανέμους,
καλοί για υδραυλικοί, κομμώτριες, μπορεί κι αντιγραφείς―
και να ’ρθουν να εγκατασταθούν εδώ οι Δανειμάρκοι,
παλιά φυλή ευνόμων, ευπειθών και εγκρατών Βορείων.
Έτσι κάπως διαφαίνεται μια λύσις εφικτή.
Κι όσο κι αν πεις πως είν’ αλύπητοι, δεν φταιν οι Βρυξελλιώτες.
Για σάρωμα με τα σκουπίδια η Γραικυλία κατάντησε·
του Καραμάν Αλή, του Φούσκα παρά τας οδούς,
και των ορδών του, των Αλογομούρηδων, το μέρος!
*Πρώτη δημοσίευση: περ. Η λέξη, τχ. 205, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2010, σ. 377. Οριστική δημοσίευση σε βιβλίο: Ευριπίδης Γαραντούδης, Το διπλό δίγαμμα, Κίχλη 2019, σ. 54.
Μη μετράτε πρόβατα

Η ευρωπαϊκή εισαγγελία έβαλε τέλος στην καταμέτρηση προβάτων, που δεν υπήρχαν, τα οποία έβοσκαν σε βοσκοτόπια, που επίσης δεν υπήρχαν. Σταμάτησαν οι επιδοτήσεις και οι συνέπειες για τη χώρα ήταν καταστροφικές. Διαλύθηκε η αγορά πολυτελών οχημάτων. Όσοι δεν είχαν πληρώσει τις δόσεις άρχισαν να τα εγκαταλείπουν σε ανηφόρες, από όπου κυλούσαν σε τραπεζοκαθίσματα. Σε πομπή τους τραυματίες μετέφεραν στα χέρια παρκαδόροι. Έκλεισαν οι ακριβές μπουτίκ. Μετανάστευσαν οι πλαστικοί χειρουργοί. Έξω από αλάνες για πανηγύρια με ριψοκίνδυνα λούνα παρκ χαρακίρι έκαναν μικροπωλητές, που δεν επρόκειτο να διαθέσουν τα αναλώσιμα που είχαν προμηθευτεί, καθώς χωρίς επιδόματα δεν υπήρχε χαρτζιλίκι για τα εγγόνια. Κράτη παρέλαβα, αλλά δεν ξέρω τι θα παραδώσω, δήλωσε η πρόεδρος της κοινότητας.
Εν τω μεταξύ συνεχίζονταν οι απελάσεις αιωνίων φοιτητών σε ξένα ιδρύματα, που δεν είχαν προλάβει να ανοίξουν παραρτήματα στη χώρα. Οδηγοί λεωφορείων κυνηγούσαν να σκοτώσουν συναδέλφους που τους είχαν προσπεράσει. Συρμοί και οχήματα συγκρούονταν σε ισόπεδες διαβάσεις. Χαλκομανία σε νταλίκα κατέληγαν τουρίστες σε ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα. Από μπαλκόνια ξενοδοχείων, όταν δεν έβρισκαν φαράγγι, επισκέπτες πηδούσαν. Σε συνθήκες αφόρητου καύσωνα, καμικάζι πιλότοι πυροσβεστικά αεροπλάνα κατεύθυναν στην καρδιά κάθε φωτιάς. Πολιτικοί έστελναν υπομνήματα σε επιτροπές παραπόνων. Ως ανακριβείς ελέγχονταν φήμες ότι σχεδίαζαν να απελάσουν τον εαυτό τους στη γη των προγόνων τους. Εραστές δολοφονούσαν πρώην συζύγους, που είχαν κερδίσει την επιμέλεια των παιδιών. Μετεγκαταστάσεις φορέων σε νέους χώρους είχαν μπερδέψει τους διαδηλωτές. Δεν ήξεραν πού να κατευθύνουν τις διαδηλώσεις, με αποτέλεσμα να έχει παραλύσει η πόλη. Προληπτικά η αστυνομία είχε κλείσει όλους τους σταθμούς μέσων σταθερής τροχιάς και απαγορεύσει την κίνηση τροχοφόρων. Λες και ήμασταν πρόβατα, έκανε μια κίνηση με τα χέρια του και μας έδιωξε, είπαν για μπιτσομπαρίστα στη Χαλκιδική ηλικιωμένοι με πάσο από ΚΑΠΗ για να μπουν δωρεάν. Αλλάζουν χρώμα οι γέροι και αυξάνεται ο ηλικιακός ρατσισμός.
Στις συνθήκες αυτές εξωτικές εμπειρίες σε προσωπικό επίπεδο γενικεύονται σε εθνική και διεθνή κλίμακα. Όσοι έχουν την ευχέρεια να επιβεβαιώσουν ότι η χώρα παραμένει παραθαλάσσια, θεωρούν ότι επιδοτήσεις δικαιούνται και τα προβατάκια, που σχηματίζονται στον αφρό της θάλασσας. Το χειρότερο με τη διακοπή των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων ήταν ότι έχασαν τον ύπνο τους όχι μόνο βοσκοί, τσομπανόπουλα και ποιμενάρχες. Έχασαν τον ύπνο τους και όσοι, υποφέροντας από αϋπνίες, μετρούσαν πρόβατα για να αποκοιμηθούν. Το πρόβατο απώλεσε το τεκμήριο της αθωότητας, που το χαρακτήριζε ακόμη και τις αφορολόγητα μαρτυρικές ημέρες του Πάσχα. Κανένα χρώμα δεν εθεωρείτο πια αθώο. Ιδίως το λευκό.
Έξω από ξενοδοχεία, οικοτροφεία, σταθμούς αναμονής ή οπουδήποτε αλλού θα μπορούσε να πέσει για ύπνο κανείς, «Μη μετράτε πρόβατα» συνιστούσαν μικρές και μεγαλύτερες επιγραφές. Επίσης τις έβλεπες σε αυτοκινητοδρόμους, τηλεοπτικές εκπομπές, που έπαιζαν στις βιτρίνες άδειων καταστημάτων, και σε ενδυματολογικά αξεσουάρ, όπως τα φουλάρια, με εκτυπωμένα πάνω τους συνθήματα της μόδας. Όπως όλοι γνωρίζουν, όταν δεν σε πιάνει ύπνος, αρχαία μέθοδος παραπλάνησης της κεφαλής είναι η αρίθμηση προβάτων. Πρέπει όμως να αφήνεις τα ζώα να κινούνται ελεύθερα. Αυτό προκαλεί θρομβώσεις. Δημιουργείται ανησυχία, που σε κρατά άγρυπνο. Θα υπάρχουν επιδοτήσεις για όλα τα πρόβατα που θα ονειρευτείς, αναρωτιέσαι, ή η κτηνοτροφία θα επανέλθει σε ένα σκοτεινό παρελθόν, όπου κτήνη τρέφουν κτήνη; Και τι θα συμβεί αν μια ημέρα όλα τα ζώα γίνουν χορτοφάγα και τα φυτά σαρκοβόρα; Ποιος θα πιέσει το κουμπί για να εξαφανιστούν τα αιγοπρόβατα και η χώρα να αποκοιμηθεί;
Έχω σταματήσει να κάνω προβλέψεις. Δεν ξέρω ποια επαγγέλματα θα επιβιώσουν μετά την επικράτηση της τεχνητής νοημοσύνης. Το μόνο που ξέρω είναι ότι από καιρό έχουν παύσει να υπάρχουν τα εξής πέντε επαγγέλματα: του συγγραφέα, του μεταφραστή, του επιμελητή και εκδότη, του βιβλιοθηκονόμου ή βιβλιοπώλη και του αναγνώστη.
ΠΑΡΕΜΦΕΡΗ
Εκκλησιάζουσες της θάλασσας

Στις αδιόρθωτες επί παντός καιρού συν-κολυμβήτριές μου
Ακτή Dovile, Θεσσαλονίκη, στη Σοφούλη. Πλαγίως αριστερά τα παραδοσιακά γλυκά του Χατζή. Μία λεκάνη κλειστής θάλασσας, μία αποξεχασμένη κοιλιά γης, γεμάτη σπουργίτια, αιγαιόγλαρους, πέντε πάπιες και ένα ζευγάρι κορμοράνων πάνω σε ένα σιδερένιο στύλο μέσα στη θάλασσα, όπου στέκονται εναλλάξ (ένας ψαρεύει, ο άλλος κάθεται), ένα ζωντανό γλυπτό μοναδικής ομορφιάς στο θαλασσινό τοπίο. Και το ανθρώπινο δυναμικό, ως επί το πλείστον γυναίκες, ποικίλης καταγωγής και μοίρας. Άνθρωποι ομολογουμένως ή όχι κατατρεγμένοι, με τον άλφα ή βήτα τρόπο χαρισματικοί, ευγενείς αστοί, καλλιτέχνες ανόθευτοι, πρόσφυγες από στραγγαλισμένες χώρες, άστεγοι ίσως, ρομά, γελαστοί πάντα. Παρατημένοι και παραιτημένοι, όχι ξεπεσμένοι, στοργικοί μεταξύ τους, ανοιχτοί στο ξένο και στο παράξενο, φιλάνθρωποι και φιλόζωοι. Αναξιοπαθούντες με αξίες. Έχουν τη χάρη της αυτοθεραπείας. Ας τους ξέχασε ο καιρός, η ιστορία, η πατρίδα, υπαρκτή πλέον ή μη∙ τους θυμάται η θάλασσα. Κολυμπούν κάθε μέρα, καλοκαίρι και χειμώνα, τον νήδυμο ύπνο της θαλάσσιας μήτρας, κολυμπούν και φαντάζονται.
Στη μαγική αυτή θάλασσα όπου τόσα έμβια κυριαρχούν – σύμφωνα με νόμους της φύσης, ποτέ της πολιτικής – δεσπόζουν οι «εκκλησιάζουσες της θάλασσας». Κυρίες από εξήντα έως ογδόντα ετών, με ανθηρή τη νιότη του παρωχημένου χρόνου, σκαλισμένη στο δέρμα-βλέμμα, όχι σαν ρυτίδα, απόσταγμα της έκφρασης από χιλιάδες συγκινήσεις, φωτίζοντας μάτια αλαμπή και λαμπερά ωστόσο, με την ακηλίδωτη περηφάνια του χωνεμένου βιώματος: ο υπερσυντέλικος της ηλικίας αμείωτα δοξαστικός. Τα μεσημέρια συναθροίζονται στο βάθος της θάλασσας και κουβεντιάζουν για κάποιο πάντα σημαντικό νέο, που δίχως αυτό ο κόσμος σταματά. Εκ βαθέων συζητήσεις αυτοσχέδιες, όχι μάταιες, όχι ναρκισσιστικές, φίλτρα μιας αστείρευτης νεότητας, πάνω στο νυν και στο αεί. Μυστικά ανασύρονται, συνταγές γαργαλιστικές, πικάντικες ιστορίες, λάθη, μικρές επαναστάσεις, μια απερίγραπτη ευωχία. Όλα λέγονται μεταξύ τους και αυτομάτως διορθώνονται∙ κι αυτά που καταβύθισε η ζωή, είναι γραμμένα στα κύματα και επιπλέουν γύρω τους σαν προκλητικές ευκαιρίες. Ξέρουν πως ό,τι δεν γιατρεύει η θάλασσα, δεν γιατρεύεται – κι αυτές είναι οι ίδιες θάλασσες.
Όμως, οι «εκκλησιάζουσες της θάλασσας» κρύβουν κάτω από το δέρμα-βλέμμα μια τεφροδόχο με τη σποδό των χαμένων ονείρων τους.
Μια μεγάλη υποσημείωση στο «Ταξίδι του μέλιτος» του Πανουσόπουλου

Μου έλεγε πρόσφατα ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος πως κάποτε είχε έρθει στην Αθήνα ένας Γάλλος, νομίζω, μεγάλος διεθνής παραγωγός του κινηματογράφου, τότε που ο Γιώργος ο Πανουσόπουλος είχε ετοιμάσει το σενάριο για την «Κάθοδο των Μυρίων» του Ξενοφώντα κι η ταινία θα χρειαζόταν διεθνές χρήμα, πριν φτάσει στην Αμερική και στο Χόλιγουντ και πριν, τελικά, το σχέδιο ναυαγήσει.
Και ζήτησε να δει αυτός ο παραγωγός ταινίες ελληνικές, του Πανουσόπουλου, του Τσεμπερόπουλου, του Περάκη, για να καταλάβει πράγματα, να δει πού βρισκόμασταν, πού βρίσκονταν αυτοί οι τρεις καλοί μας με τα έργα τους.
Και είδε. Με προσοχή. Πολλά. Με τον Τσεμπερόπουλο δίπλα του να του μεταφράζει, να τον κατατοπίζει επιπλέον. Κι ύστερα, αποφάνθηκε: «Καλές ταινίες. Όλες. Αλλά από όλα, μόνο η δουλειά εκείνου του συνθέτη στο «Ταξίδι του μέλιτος» είναι χωρίς συζήτηση τέλεια, μεγάλων διεθνών προδιαγραφών, για το παγκόσμιο κοινό αμέσως».
Εννοούσε τον Χατζιδάκι, δηλαδή.
(Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ στιγμές )
Kαπνός, ποτό, φαγητό & άλλα σημεία στίξης

Τσιγάρα, ατμοί, που επιβεβαιώνουν ότι υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά, προϊόντα νικοτίνης ή υποκατάστατα, νερό, αλκοόλ, καφές, ροφήματα, μεζέδες, τάπας, σνακ, μπινελίκια συνωθούνται στον ίδιο κατάλογο. Πρόκειται για αναλώσιμα σημεία στίξης. Με επίκεντρο τη φωλιά της ομιλίας, το στόμα, διευκολύνουν λιπαίνοντας τις κινήσεις του σώματος, που δράση και αδράνεια διεκδικούν καθημερινά. Όσοι εναρμονίζοντας τη σημειολογία της λίπανσης υπερβάλλουν, καταλήγουν νικοτινομανείς, αλκοολικοί ή παχύσαρκοι. Η λαιμαργία ανακηρύσσεται μητέρα θανάσιμων αμαρτημάτων. Καπνούς εκπνέοντας, ο καπνιστής προειδοποιεί για επόμενο κεφάλαιο. Κάθε κείμενο συνιστά μετοχή του ρήματος κείμαι σε όσα στα όρθια συμβαίνουν. Ενθάδε κείται λόγος επιτάφιος.
Τώρα όλα φαίνονται καθαρά. Μετά το χειρουργείο. Δεν καπνίζω. Δεν πίνω αλκοόλ. Καταναλώνω μικρές ποσότητες φαγητού. Ούτε καφέ δεν έπινα στην αρχή. Γι’ αυτό είναι δύσκολο να συγκεντρωθώ, καθώς τις κινήσεις δεν γρασάρουν τα εν λόγω σημεία στίξης. Όλα εμφανίζονται προκαθορισμένα. Οξύμετρο για παλμούς και οξυγόνο. Θερμόμετρο για τον πυρετό. Ζυγαριά. Είχα να ζυγιστώ από τότε που πέθανε ο πατέρας μου. Εκείνος ήταν τυπικός στις μετρήσεις. Βρήκα και το πιεσόμετρο της θείας μου. Μετρά την ποίηση, την πείραζα. Για πεζογραφία, θα φέρω άλλη συσκευή, της έλεγα. Τηρούμε όμως τις υποσχέσεις στους νεκρούς;
Το ότι φαγητό, ποτό, τσιγάρο αποτελούν σημεία στίξης δεν αντιλαμβάνονται όσοι υποβαθμίζουν την επίδρασή τους, νομίζοντας ότι άρνηση και νηστεία αναστρέφουν ανθρώπινες προτιμήσεις. Το τι πράγματι συμβαίνει συνοψίζεται σε ακραίες περιπτώσεις. Τους πιο αχόρταγους έχει περιγράψει ο Κάφκα, που από ασιτία πέθανε σε σανατόριο έξω από τη Βιέννη. Δεν είχαν αναπτυχθεί εναλλακτικές μορφές σίτισης. Στην ασιτία επικεντρώνεται η ιστορία με τίτλο «Ένας καλλιτέχνης της πείνας», την οποία είχε δημοσιεύσει δύο χρόνια νωρίτερα, το 1922. Πενήντα εννέα χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, που κοριτσάκι έφερε τη γιαγιά μου στη Θεσσαλονίκη, οπισθόφυλλο στη συλλογή Η άλλη γλώσσα (Ύψιλον 1981) είχα βάλει το κείμενο του Κάφκα που ακολουθεί.
Oι αχόρταγοι
Οι πιο αχόρταγοι άνθρωποι είναι ορισμένοι ασκητές, που κηρύσσουν απεργία πείνας σε όλα τα επίπεδα της ζωής και θέλουν με αυτόν τον τρόπο να πετύχουν ταυτόχρονα τα εξής:
1. Μια φωνή θα πει: Αρκετά, έχεις νηστέψει αρκετά, τώρα μπορείς να φας όπως και οι άλλοι και αυτό δεν θα σου καταλογιστεί σαν να τρως.
2. Η ίδια φωνή ταυτόχρονα θα πει: Για τόσον καιρό τώρα έχεις νηστέψει με καταναγκασμό, από τώρα και ύστερα θα νηστεύεις με απόλαυση, θα είναι πιο γλυκό από φαγητό (ταυτόχρονα όμως επίσης στην πραγματικότητα θα τρως).
3. Η ίδια φωνή ταυτόχρονα θα πει: Έχεις κατακτήσει τον κόσμο, σε αποδεσμεύω από αυτόν, από το φαγητό και από τη νηστεία (ταυτόχρονα όμως και θα νηστεύεις και θα τρως).
Επιπρόσθετα έρχεται μια άλλη ακατάπαυστη φωνή που ανέκαθεν λέει: Αν και δεν νηστεύεις εντελώς, όμως έχεις την καλή θέληση και αυτό αρκεί.
Τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με την καλή θέληση ή απληστία των ασκητών, αν εξαιρεθεί η καλή θέληση και απληστία των συγγραφέων. Κείμενα προκύπτουν ό,τι και αν συμβεί. Από την απληστία αυτή τρέφονται οι αναγνώστες. Παραμένει όμως η απορία για το αν υπάρχει άλλη επιλογή πέραν εκείνης των ασκητών, που απέχουν από το φαγητό ενώ ταυτόχρονα τρώνε.
Το κείμενο για τους αχόρταγους προέρχεται από μεταφράσεις μου της περιόδου 70-71. Νωρίτερα στο Σαν Φρανσίσκο είχα ανακαλύψει τον Μπόρχες, που ήταν άγνωστος στην Ελλάδα. Της ανακάλυψης προηγήθηκαν Εκατό χρόνια μοναξιάς, που το 1970 μετέφρασε στα αγγλικά ο Γκρέγκορι Ραμπάσα. Ως κρυπτογράφος είχε υπηρετήσει στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. «Ο Κάφκα και οι πρόδρομοί του», ένα μωροδοκίμιο του Μπόρχες, μας έσωσε από το άγχος της επίδρασης, που διακινούσε ο Χάρολντ Μπλουμ. Προτεραιότητα πήραν παρωδίες της ψυχανάλυσης, όπως η Συνείδηση του Ζήνωνα, αγαπημένο βιβλίο του Τζέιμς Τζόις. Τα κεφάλαια του μυθιστορήματος του Ίταλο Σβέβο αποτελούν εξομολογήσεις, που αναλυόμενος έχει εμπιστευθεί στον ψυχαναλυτή του, ο οποίος εκδικητικά τις δημοσιεύει όταν διακόπτεται η ανάλυση. Το κεφάλαιο για το «τελευταίο τσιγάρο» καταγράφει γιατί ένα πιο τελευταίο ακολουθεί πάντοτε το τελευταίο τσιγάρο.
Δεν είναι περίεργο να θεωρείς ότι δεν καπνίζεις ενώ καπνίζεις. Αν αυτή τη στιγμή δεν καπνίζω, είναι γιατί δεν ξέρω σε ποιο τσιγάρο να σταματήσω, αν αρχίσω. Ακολουθώντας τους ειρμούς της διαλεκτικής, ένας τρόπος να μην καπνίζεις είναι παριστάνοντας ότι καπνίζεις. Κατοχυρώνεται αντιστροφή. Αν ο ασκούμενος δεν αποφεύγει τις ηδονές, ο ηδονοκρατούμενος μπορεί στην άσκηση να επιδοθεί. Κανείς βολονταριστής δεν υπερβαίνει τα εσκαμμένα της ειμαρμένης. Από αδιέξοδες καταστάσεις δεν σε βγάζουν οι σκέψεις. Δεν υπάρχει ανέξοδος έξοδος. Πάνω κάτω μία είναι η οδός. Και είναι άνω κάτω. Στρέφομαι στο πλάσμα, που εξ απαλών μεταλλικών ονύχων χαϊδεύει τις συνάψεις του εγκεφάλου μου. Νομίζω ότι χαμογελά.
Σκέφτομαι, μου λέει. Άρα υπάρχεις.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Στο τασάκι της η καθεμία, λέξεις περί νικοτίνης πρέπει κάποτε μαζί να πάρουν φωτιά. Κανόνες που επιβάλλουν τοπολογίες καπνίσματος συνεπάγονται περιστολή θρησκευτικών ελευθεριών, στον βαθμό που ο καπνός αποτελεί ιερό φυτό των αυτοχθόνων, εξηγούσα όταν ήμουν σε νομική διάθεση στον Καναδά. Επιπλέον, σε συνθήκες ακραίου ψύχους, επέλεγα να μένω σε διαμερίσματα με μπαλκόνι, όπου μπορούσαν να βγουν οι επισκέπτες μου, αν ήθελαν, όταν κάπνιζα.
– Η γενιά των εβδομήκοντα | Φρέαρ
Φερλινγκέτι & Μπόρχες / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης
Σημειώσεις για τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες – του Γιώργου Χουλιάρα – frear
(Ο Κάφκα και η μη πληρότητα της λογοτεχνίας) Aσιτία / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης
Δεν μιλώ, όταν γράφω, στο ημερολόγιο του σώματος / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης