Φωτ. Jan Svankmajer

Από μα­κριά φαι­νό­ταν μό­νο τα ζυ­γω­μα­τι­κά του εχθρού μου, όλα τα άλ­λα ήταν δυσ­διά­κρι­τα, θο­λά και μαύ­ρα, μια μαύ­ρη σκιά, κά­τι που θύ­μι­ζε φι­γού­ρα από το μαύ­ρο θέ­α­τρο της Πρά­γας, από­κο­σμο άγαλ­μα της Τσαν Τσαν. Το γε­γο­νός αυ­τό με γέ­μι­σε,  γι᾽ ακό­μη μια φο­ρά, ερω­τή­μα­τα και απο­ρί­ες, παρ΄ όλα αυ­τά έκα­να δι­στα­κτι­κά, αλ­λά στα­θε­ρά βή­μα­τα προς τα εμπρός.
Ήταν σκε­πα­σμέ­νος και φαι­νό­ταν μό­νο τα ζυ­γω­μα­τι­κά του προ­σώ­που του; Ήταν μό­νο ένα ζευ­γά­ρι ζυ­γω­μα­τι­κά κι όλο το άλ­λο σώ­μα ήταν άυ­λο ή ήταν μαύ­ρο σαν πίσ­σα; Ήταν χω­μέ­νος βα­θιά μέ­σα στη γη κι αυ­τό που έβλε­πα ήταν μό­νο ένα μέ­ρος από το κε­φά­λι του ή ήταν τό­σο τε­ρα­τώ­δης, ένα πε­λώ­ριο κρα­νίο με σώ­μα κά­τι­σχνο, σχε­δόν ανύ­παρ­κτο;
Μου πέ­ρα­σε ακό­μη από τη σκέ­ψη, ότι μπο­ρεί να ήταν από χρό­νια νε­κρός και το μό­νο που πα­ρέ­με­νε αναλ­λοί­ω­το πά­νω του —για λό­γο που δεν μπο­ρού­σα να κα­τα­νο­ή­σω— ήταν τα ζυ­γω­μα­τι­κά του προ­σώ­που του. Προ­χω­ρού­σα αρ­γά, πά­ντα προς τα εμπρός και όσο σί­μω­να, τό­σο με­γα­λύ­τε­ρα γι­νό­ταν τα ερω­τή­μα­τα και το άγ­χος μου μην και τον προ­κα­λέ­σω άθε­λά μου και τό­τε, αλ­λοί­μο­νο, δεν θα με έσω­ζε τί­πο­τε. Κι άλ­λες φο­ρές εί­χα επι­χει­ρή­σει να πάω κα­τα­πά­νω του και βρέ­θη­κα δι­πλω­μέ­νος στα δυο πριν προ­λά­βω καν να τον πλη­σιά­σω, τέ­τοια ήταν η δύ­να­μή του ή αυ­τό που εξέ­πε­μπε, αυ­τό που ένιω­θα τέ­λος πά­ντων, μια πλή­ρη αδυ­να­μία να ανα­με­τρη­θώ μα­ζί του.
Αυ­τή τη φο­ρά όμως ήμουν απο­φα­σι­σμέ­νος και σαν πιο έμπει­ρος, λει­τούρ­γη­σα στρα­τη­γι­κά, κά­νο­ντας με­γά­λους κύ­κλους γύ­ρω από το στό­χο μου, αδιά­φο­ρα και ανά­λα­φρα, πό­τε έρ­πο­ντας και πό­τε τρέ­χο­ντας, μα μι­κραί­νο­ντας συ­νε­χώς την από­στα­ση ανά­με­σά μας, πά­ντα όμως, από όποια γω­νία και αν τον κοι­τού­σα έβλε­πα την ίδια ει­κό­να, δυο ζυ­γω­μα­τι­κά κι όλο το άλ­λο σώ­μα μαύ­ρο, πράγ­μα που σή­μαι­νε ότι ήταν ζω­ντα­νός και πα­ρα­κο­λου­θού­σε με ακρί­βεια κά­θε μου κί­νη­ση. Ξαφ­νι­κά όρ­μη­σα κα­τα­πά­νω του και με όση δύ­να­μη εί­χα έπια­σα από τις άκρες τα δυο ζυ­γω­μα­τι­κά με τα χέ­ρια μου και τα τρά­βη­ξα το ένα αρι­στε­ρά και το άλ­λο δε­ξιά με σκο­πό να τα ξε­κό­ψω, να δια­λύ­σω το κρα­νίο του. Τό­τε ένιω­σα έναν ισχυ­ρό, αβά­στα­χτο πό­νο στο πρό­σω­πό μου, πράγ­μα που μ΄ έκα­νε να στα­μα­τή­σω, να υπο­χω­ρή­σω, βέ­βαιος ότι ο εχθρός μου από στιγ­μή σε στιγ­μή θα με εκ­δι­κιό­ταν γι᾽ αυ­τή μου την επί­θε­ση. Ακο­λού­θη­σε μια μαρ­τυ­ρι­κή σιω­πή κι όταν άνοι­ξα τα μά­τια εί­δα μπρο­στά μου ένα τζι­τζί­κι νε­ο­γέν­νη­το, αν και ήταν προ­χω­ρη­μέ­νο κα­λο­καί­ρι, να σκά­ει από τον εξω­σκε­λε­τό του που εί­χε ανοί­ξει στα δυο.