Με τον Κώ­στα Μη­τρό­που­λο τον με­γά­λο γε­λοιο­γρά­φο δεν εί­χα­με μι­λή­σει πο­τέ από κο­ντά. Κα­μιά φο­ρά ίσως μό­νο ένα γεια να εί­χα­με ανταλ­λά­ξει στο Saloon, στο θυ­γα­τρι­κό του Μα­γε­μέ­νου Αυ­λού κέ­ντρο, το κά­τω από το σπί­τι μου σχε­δόν, στη Σε­μέ­λης, στην Αλ­κμά­νος, στη Δη­μη­τρέσ­σα, στον Κί­τρι­νο Σκί­ου­ρο δί­πλα. Εί­χε πρό­σφα­τα πε­θά­νει ο κοι­νός μας φί­λος, ο εξαί­ρε­τος Γιώρ­γος Πη­λι­χός, ο πο­λυ­πράγ­μων και συ­γκι­νη­τι­κός, ο συ­γκι­νη­μέ­νος.
Χτύ­πη­σε το τη­λέ­φω­νό μου πρωί.
—Ο κύ­ριος Κα­κί­σης;
—Ναι.
—Εί­μαι ο Κώ­στας Μη­τρό­που­λος, που εί­χα­με κι οι δυο αγα­πη­μέ­νο μας φί­λο τον Γιώρ­γο τον Πη­λι­χό.
—Ναι, κύ­ριε Μη­τρό­που­λε.
—Ξέ­ρε­τε για­τί σας πή­ρα, κύ­ριε Κα­κί­ση; Κά­θε πρωί, εδώ και και­ρό, επι­κοι­νω­νού­σα­με με τον Γιώρ­γο και λέ­γα­με κα­νέ­να ανέκ­δο­το ο ένας στον άλ­λον. Τώ­ρα μου λεί­πει. Να σας πω ένα ανέκ­δο­το που έμα­θα σή­με­ρα σ’ εσάς αντί για ’κεί­νον, στη μνή­μη του;

Δεν το θυ­μά­μαι το ανέκ­δο­το. Θυ­μά­μαι όμως τη γλυ­κιά αυ­τή στιγ­μή και τον Γιώρ­γο τον Πη­λι­χό τον φί­λο μου ακό­μα κι έτσι: όχι μό­νο από τα κοι­νά μας δια­βά­σμα­τα, όχι μό­νο από την όπε­ρα που αγα­πού­σα­με αμ­φό­τε­ροι, όχι μό­νο από τη γεν­ναιο­δω­ρία του προς εμέ­να.
Αλ­λά κι από αυ­τό το πρω­ι­νό. Κι από τον Κώ­στα Μη­τρό­που­λο.