Ξηλώνουν τις αναμνήσεις μας πάνω από αυτή την πόλη, ραφή τη ραφή
Στην κορυφή το μονόκυκλο, ισορροπεί, κάνει πετάλι, σταματάει, τεντώνει τα χέρια, ξαναρχίζει, κάτι εκσφενδονίζει
Δεν ήταν της Φύσης το φαινόμενο που τον θάμπωσε, παρά η διστακτική επαναφορά μιας ευκαιρίας απαλλαγής από την εξουσία του
Δύο ποιήματα
Παραλίγο να μετρήσει και τις πετσέτες: μία δύο τρεις. Αλλά κρατήθηκε. Κάνει ζέστη
Επειδή τα ποιήματα / γίνονται βραδυφλεγή / καθώς ετοιμάζουν / ήρεμα / τις εκρήξεις
(Ποιήματα που υπαγορεύτηκαν από φάσματα αθωότητας)
«Ευχαριστώ», λέει και χαμογελάει για πρώτη φορά. Το πιο σπαραξικάρδια θλιμμένο χαμόγελο που έχω δει
Κατά τα λοιπά... διαβιούμε υπό την σκιά του
Υπάρχουν άνθρωποι, που αποφεύγουν τη δοκιμασία της αγκαλιάς, χωρίς καθόλου να περνούν την βάσανο της έγκαιρης αποσύνδεσης
ενώ τα δάχτυλά σου δορυφόροι / πολιορκούσαν κορμιά / και χάιδευαν κεφάλια / από τον παγωμένο βορρά / ως τη νήσο Ράπα Νούι
Mα μένει πάντα ανάσα υπόκωφου ρυθμού / Σα ραψωδία βροχερής κι αέρινης ημέρας
η νύχτα δεν θα μας έπνιγε στο φως
Το εκκωφαντικό φρενάρισμα έκανε τους κατοίκους στα κοντινά σπίτια να ορμήσουν στις εξώπορτες
Μήπως οι χρωματιστές λάμπες που τρεμόπαιζαν δίπλα στις οθόνες με τα διαγράμματα;