Αναπαράσταση της ομηρικής «Ασπίδας του Αχιλλέα»


του Α.Κ.


Ήμασταν μια μεγάλη παρέα στο νότιο μέρος του νησιού. Τους προλάβαμε να συγκεντρώνονται για μεσημεριανό φαγητό στην απομακρυσμένη ταβέρνα πάνω στο κύμα, επιστρέφοντας από τις ιστοσανίδες, υδρόφιλο άθλημα, που πρόσφατα είχαμε ανακαλύψει.
Θα φάμε και μετά θα πάμε για παγωτό, που δεν έχει εδώ, έλεγε η γυναίκα του Αχιλλέα στα τρία κοριτσάκια τους, που γκρίνιαζαν ότι θέλουν ξυλάκι. Το πιο μικρό σχεδόν έκλαιγε. Κανείς δεν φαινόταν να συμμερίζεται την αγωνία των παιδιών. Όλοι συμφωνούσαν ότι το παγωτό έπεται. Δεν προηγείται του φαγητού. Εδώ δεν έχει ξυλάκι. Μόνο ξύλο, χαριτολογώντας τροχοδρόμησε μία απειλή η πιο αυστηρή από τις μητέρες στην παρέα.
Ήμασταν πολλά άτομα, όπως έχω πει. Πήρε ώρα να βρεθούν καθίσματα για όλους και να αρχίσουν οι παραγγελίες. Όταν πια ήμασταν καθισμένοι, χωρίς να έχουμε αντιληφθεί ότι έλειπε, είδαμε να έρχεται από το μίνι μάρκετ στην άλλη άκρη του όρμου ο Αχιλλέας. Κρατούσε μια σακούλα, από την οποία έβγαλε τρία παγωτά ξυλάκια και τα έδωσε στα παιδιά. Θυμήθηκα, είπε, απολογούμενος στη γυναίκα του και τους υπόλοιπους, πώς ήταν να είσαι παιδί. Να θέλεις κάτι πάρα πολύ και να μη σου το δίνουν.
Υποθέτω ότι κανείς άλλος δεν θυμάται την ιστορία. Η ζωή έχει δυσκολίες. Θα γινόταν δυσκολότερη, αν θυμόμασταν όσα καλά έχουν συμβεί. Η λήθη μάς προστατεύει. Πρόκειται για έναν μηχανισμό άμυνας, που βοηθά να ξεχάσουμε καλές στιγμές. Η άμυνα αυτή ονομάζεται ασπίδα του Αχιλλέα. Είναι αποτελεσματική όλες τις εποχές, εκτός από το καλοκαίρι, όταν πολλά άτομα φορούν πέδιλα και σανδάλια με τη φτέρνα έξω.