Σχέ­διο του Άγ­γε­λου Πε­φά­νη



Κά­θε επο­χή έχει τις ασυ­ναρ­τη­σί­ες της. Στην Ιστο­ρία δύο πό­λε­ων, ο Ντί­κενς το το­νί­ζει αυ­τό στους βι­κτω­ρια­νούς ανα­γνώ­στες του, δη­λώ­νο­ντας πως τον 18ο αιώ­να, τον αιώ­να της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης, οι συν­θή­κες ήταν τό­σο πε­ρί­πλο­κες όσο φαι­νό­ταν και το 1859: «Ήταν οι κα­λύ­τε­ρες επο­χές, ήταν οι χει­ρό­τε­ρες επο­χές, ήταν η επο­χή της πί­στης, ήταν η επο­χή της απι­στί­ας, ήταν η επο­χή του φω­τός, ήταν η επο­χή του σκό­τους, ήταν η άνοι­ξη της ελ­πί­δας, ήταν ο χει­μώ­νας της από­γνω­σης». Αυ­τές οι γραμ­μές του Ντί­κενς ισχύ­ουν ακό­μη και σή­με­ρα: εί­μα­στε πιο ενη­με­ρω­μέ­νοι από πο­τέ και πιο ανε­νη­μέ­ρω­τοι από πο­τέ, πιο συν­δε­δε­μέ­νοι από πο­τέ και πιο απο­μο­νω­μέ­νοι από πο­τέ, αγνο­ού­με την ηθι­κή και ταυ­τό­χρο­να πει­σμα­τι­κά ηθι­κο­λο­γού­με.
Μή­πως έχει ανα­τρα­πεί ο κό­σμος; Έχει γί­νει η πο­λι­τι­κή αρι­στε­ρά πιο που­ρι­τα­νι­κή από τη δε­ξιά; Οι επι­κλή­σεις της ηθι­κής αγνό­τη­τας, που κά­πο­τε συν­δέ­ο­νταν με τους συ­ντη­ρη­τι­κούς, απο­τε­λούν όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο πε­δίο των προ­ο­δευ­τι­κών, ενώ αντί­θε­τα η δε­ξιά, που πα­ρα­δο­σια­κά η πο­λι­τι­κή της πει­θώ συν­δέ­ε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο με το “ηθι­κό”, έχει πά­ρει μια πιο ελευ­θε­ρια­κή θέ­ση! Υπό μία ορι­σμέ­νη οπτι­κή γω­νία πά­ντως, εί­ναι λο­γι­κό ο προ­ο­δευ­τι­κός λό­γος να κά­νει έκ­κλη­ση στην ηθι­κή: Εάν η αρι­στε­ρά ελ­πί­ζει να ξε­πε­ρά­σει τον ατο­μι­κι­σμό για να δη­μιουρ­γή­σει αι­σθή­μα­τα αλ­λη­λεγ­γύ­ης, πρέ­πει να κά­νει έκ­κλη­ση σε ηθι­κά επι­χει­ρή­μα­τα που ευ­νο­ούν τη συ­μπό­νια, τη συ­μπά­θεια και την αλ­λη­λεγ­γύη και το κα­θο­λι­κό δι­καί­ω­μα να ικα­νο­ποιού­νται οι βα­σι­κές ανά­γκες και να ζού­με μια αξιο­πρε­πή ζωή· εξ ου και η ανα­πό­φευ­κτη ηθι­κή της αρι­στε­ράς.
Ωστό­σο, από τη μια πλευ­ρά, η ανά­γκη να τε­θεί τέ­λος σε ορι­σμέ­νες στά­σεις και συ­μπε­ρι­φο­ρές δι­καιο­λο­γεί έναν βαθ­μό ηθι­κο­λο­γι­κής ορ­γής. Από την άλ­λη πλευ­ρά, στον πυ­ρε­τό της συ­ζή­τη­σης, συ­χνά χά­νου­με τα μά­τια μας από την ευ­ρύ­τε­ρη ει­κό­να. Σαν ει­ρω­νι­κή κω­μω­δία. Το να εί­σαι ηθι­κο­λό­γος δεν εί­ναι το ίδιο πράγ­μα με το να εί­σαι ηθι­κός. Το ηθι­κό άτο­μο υπο­βάλ­λει τη ζωή του σε κρι­τή­ρια του κα­λού και του κα­κού, τα οποία υπερ­βαί­νουν τις δι­κές του ικα­νο­ποι­ή­σεις ή απο­λαύ­σεις. Ο ηθι­κο­λό­γος εί­ναι αυ­τός που χαί­ρε­ται για τις υπο­τι­θέ­με­νες κα­κί­ες ή τα ηθι­κά ελατ­τώ­μα­τα των άλ­λων. Στο βι­βλίο του, De Cive , που εκ­δό­θη­κε στα Λα­τι­νι­κά το 1642, ο Χο­μπς γρά­φει: «Επει­δή όλη η χα­ρά και η ευ­χα­ρί­στη­ση της καρ­διάς έγκει­ται στο να μπο­ρεί κα­νείς να συ­γκρί­νει τον εαυ­τό του ευ­νοϊ­κά με τους άλ­λους και να σχη­μα­τί­σει υψη­λή γνώ­μη για τον εαυ­τό του, οι άν­δρες δεν μπο­ρούν να απο­φύ­γουν με­ρι­κές φο­ρές να δεί­χνουν μί­σος και πε­ρι­φρό­νη­ση ο ένας για τον άλ­λον».
Το δια­δί­κτυο και τα μέ­σα κοι­νω­νι­κής δι­κτύ­ω­σης απο­τε­λούν ση­μα­ντι­κό πα­ρά­γο­ντα για την κα­τα­νό­η­ση του φαι­νο­μέ­νου. Με τα μέ­σα κοι­νω­νι­κής δι­κτύ­ω­σης, οι άν­θρω­ποι προ­σπα­θούν να τρα­βή­ξουν την προ­σο­χή και δεν υπάρ­χει κα­λύ­τε­ρος τρό­πος να το κά­νουν αυ­τό από το να ασκούν ατο­μι­κι­στι­κή επι­δει­ξιο­μα­νία με το να επι­κρί­νουν ηθι­κά τους άλ­λους. Μια με­λέ­τη από το Πα­νε­πι­στή­μιο της Νέ­ας Υόρ­κης που ανα­λύ­ει πε­ρισ­σό­τε­ρα από μι­σό εκα­τομ­μύ­ριο μη­νύ­μα­τα στο Twitter δεί­χνει ότι οι δη­λώ­σεις με συ­ναι­σθη­μα­τι­κό ή ηθι­κό πε­ριε­χό­με­νο τεί­νουν να εξα­πλώ­νο­νται τα­χύ­τε­ρα από άλ­λα εί­δη αναρ­τή­σε­ων. Τα μη­νύ­μα­τα που εμπνέ­ουν ευ­νοϊ­κές απα­ντή­σεις μέ­σα στην κοι­νω­νι­κή ή ιδε­ο­λο­γι­κή ομά­δα κά­ποιου και την απόρ­ρι­ψη από την πλευ­ρά άλ­λων ομά­δων, εί­ναι τα εί­δη των αναρ­τή­σε­ων που τεί­νουν να γί­νο­νται viral. Και φυ­σι­κά, οι αλ­γό­ριθ­μοι που διέ­πουν το Twitter και άλ­λες πλατ­φόρ­μες προ­ω­θούν την ορα­τό­τη­τα αυ­τού του εί­δους των μη­νυ­μά­των: ο θυ­μός εί­ναι η βά­ση της επι­χεί­ρη­σης! Επο­μέ­νως, το φαι­νό­με­νο της ηθι­κής υπερ­τρο­φί­ας συν­δέ­ε­ται στε­νά με τα μέ­σα κοι­νω­νι­κής δι­κτύ­ω­σης. Εξά­πα­ντος, θα πρέ­πει να γί­νει η διά­κρι­ση ανά­με­σα στην ηθι­κή ως αντα­νά­κλα­ση των απο­δε­κτών, κα­νο­νι­στι­κών αξιών και στην ηθι­κή ως τι­μω­ρη­τι­κό ηθι­κι­σμό, ο οποί­ος χρη­σι­μο­ποιεί­ται για να δυ­σφη­μή­σει έναν αντί­πα­λο. Ο υπερ­βο­λι­κός ηθι­κι­σμός συν­δέ­ε­ται στε­νά με την υπερ­βο­λι­κή έμ­φα­ση στο άτο­μο και το υπο­κει­με­νι­κό. Αυ­τό το φαι­νό­με­νο σχε­τί­ζε­ται με τον με­τα­σχη­μα­τι­σμό της μα­ζι­κής κοι­νω­νί­ας: Τον 20ο αιώ­να, οι μά­ζες ενώ­θη­καν σω­μα­τι­κά για να δεί­ξουν τη δύ­να­μή τους. Σή­με­ρα, οι μά­ζες έχουν εξα­το­μι­κευ­τεί και δεν γί­νο­νται αντι­λη­πτές ως ισχυ­ρές στον δη­μό­σιο χώ­ρο, αλ­λά μάλ­λον στον ιδιω­τι­κό χώ­ρο. Όμως υφί­στα­ται ένας επι­πλέ­ον πα­ρά­γο­ντας που εμπο­δί­ζει την κα­τα­νό­η­σή μας: η έλ­λει­ψη πλαι­σί­ου, δια­με­σο­λά­βη­σης και, κυ­ρί­ως, χρό­νου. Η ανταλ­λα­γή ιδε­ών και ηθι­κής κρι­τι­κής πε­ριο­ρί­ζε­ται σε λί­γες γραμ­μές που ο ανα­γνώ­στης κα­τα­να­λώ­νει γρή­γο­ρα και ερ­μη­νεύ­ει κυ­ριο­λε­κτι­κά. Αυ­τός εί­ναι ο λό­γος για τον οποίο η ει­ρω­νεία — η ρη­το­ρι­κή τε­χνι­κή που συ­νί­στα­ται στο να πει κα­νείς το αντί­θε­το από αυ­τό που θέ­λει να εκ­φρά­σει, εκ­φρά­ζο­ντας την αντί­φα­ση με κά­ποια λέ­ξη ή χει­ρο­νο­μία — έχει πα­ρακ­μά­σει στον δη­μό­σιο λό­γο. Έτσι, κά­ποιος που χρη­σι­μο­ποιεί το πραγ­μα­τι­κό του όνο­μα στο Δια­δί­κτυο δεν θα θέ­λει να φαί­νε­ται αναί­σθη­τος σε ηθι­κά επι­χει­ρή­μα­τα· αλ­λά δεν ισχύ­ει απα­ραί­τη­τα το ίδιο για τους αν­θρώ­πους με ανώ­νυ­μους λο­γα­ρια­σμούς, όπου τα κρι­τή­ρια ευ­θυ­γράμ­μι­σης φαί­νο­νται πε­ρισ­σό­τε­ρο συν­δε­δε­μέ­να με ιδε­ο­λο­γι­κές στά­σεις αντι­πα­ρά­θε­σης, και όπου ει­δι­κά οι ηθι­κές εκτι­μή­σεις θε­ω­ρού­νται αφε­λείς, μη ρε­α­λι­στι­κές κα­θώς αγνο­ούν την αν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση. Όλοι θέ­λουν να συν­δέ­σουν το όνο­μά τους με οποια­δή­πο­τε ηθι­κή στά­ση διευ­κο­λύ­νει την ανα­γνώ­ρι­ση από την ομά­δα τους. Εί­ναι σαν να επι­στρέ­φου­με στον φυ­λε­τι­σμό. Δε­δο­μέ­νου ότι κα­νείς δεν ξέ­ρει ή δεν εν­δια­φέ­ρε­ται να προσ­διο­ρί­σει πραγ­μα­τι­κά τι εί­ναι κα­λό και τι εί­ναι κα­κό, ο κό­σμος γύ­ρω μας χω­ρί­ζε­ται σε κα­λές και κα­κές ομά­δες: όλοι προ­σπα­θούν να ταυ­τι­στούν με τους κα­λύ­τε­ρους και προ­φα­νώς χρειά­ζο­νται εύ­κο­λες συ­ντα­γές για να ξε­χω­ρί­σουν τους ομοϊ­δε­ά­τες από τους ξέ­νους , για να μπο­ρούν να αδελ­φο­ποι­η­θούν με κά­ποιους και να δαι­μο­νο­ποι­ή­σουν τους άλ­λους. Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, η δια­δι­κτυα­κή δια­σταύ­ρω­ση των χει­ρο­κρο­τη­μά­των και των ηθι­κών κα­τη­γο­ριών δεν τη­ρεί συ­νή­θως τη φι­λο­σο­φι­κή συλ­λο­γι­στι­κή και τα νη­φά­λια πραγ­μα­το­λο­γι­κά επι­χει­ρή­μα­τα. Αυ­τή εί­ναι η επο­χή των συ­ναι­σθη­μά­των και των συν­θη­μά­των. Αφε­νός, όταν αρ­χί­ζεις να χρη­σι­μο­ποιείς τη λο­γι­κή, δεν εί­ναι τό­σο εύ­κο­λο να στα­μα­τή­σεις: το ένα επι­χεί­ρη­μα οδη­γεί σε άλ­λο, μπο­ρείς να βρεις κά­ποιον που να εκλο­γι­κεύ­ει κα­λύ­τε­ρα και στον οποίο δεν έχεις άλ­λη επι­λο­γή από το να υπο­κύ­ψεις. Αφε­τέ­ρου, στη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή ζωή, κά­θε άτο­μο εί­ναι ο υπέρ­τα­τος και αδιά­ψευ­στος κρι­τής: κα­νείς δεν μπο­ρεί να αμ­φι­σβη­τή­σει τα συ­ναι­σθή­μα­τά σου και, αν κά­ποιος απορ­ρί­ψει ή αντι­πα­θή­σει αυ­τό που νιώ­θεις, μπο­ρείς να τον κά­νεις θύ­μα της συ­ναι­σθη­μα­τι­κής σου εκ­δί­κη­σης. Αυ­τό τι έχει ως απο­τέ­λε­σμα; Στον δη­μό­σιο χώ­ρο της σύγ­χρο­νης δη­μο­κρα­τί­ας, η κοι­νω­νι­κή θα­να­τι­κή ποι­νή επι­τυγ­χά­νε­ται μέ­σω της μέ­γι­στης διά­δο­σης του κα­τη­γο­ρη­τη­ρί­ου. Αυ­τό ισχύ­ει για τα μέ­σα κοι­νω­νι­κής δι­κτύ­ω­σης, μα και για το δια­δί­κτυο εν γέ­νει.
Γε­γο­νός εί­ναι πως σε πολ­λα­πλά κοι­νω­νι­κά πει­ρά­μα­τα έχει πα­ρα­τη­ρη­θεί το εξής: ένα άτο­μο τεί­νει να τι­μω­ρεί πε­ρισ­σό­τε­ρο το άλ­λο εάν υπάρ­χουν άλ­λοι άν­θρω­ποι που πα­ρα­κο­λου­θούν. Και σή­με­ρα, όντως όλοι πα­ρα­κο­λου­θού­με στα μέ­σα κοι­νω­νι­κής δι­κτύ­ω­σης να συ­ντε­λεί­ται ένα λιν­τσά­ρι­σμα, μια και η επι­θυ­μία κά­ποιου να επι­βε­βαιώ­σει τις θέ­σεις, τις προ­κα­τα­λή­ψεις, τις αξιο­λο­γή­σεις ή τις πε­ποι­θή­σεις του, τον κά­νει να χρη­σι­μο­ποιεί όλα τα όπλα που έχει στη διά­θε­σή του προ­κει­μέ­νου να βλά­ψει τον αντί­πα­λό του. Τα μέ­σα κοι­νω­νι­κής δι­κτύ­ω­σης σαν ένας κα­θρέ­φτης αντι­κα­το­πτρί­ζει τον πραγ­μα­τι­κό μας εαυ­τό· το γε­γο­νός ότι κά­ποιος προ­τι­μά την ανω­νυ­μία από το όνο­μά του εί­ναι ένας από αυ­τούς τους κα­θρέ­φτες. Συ­νε­πά­γε­ται την εγκα­τά­λει­ψη της ευ­θύ­νης, που εί­ναι το στοί­χη­μα της ανη­θι­κό­τη­τας. Μέ­σω αυ­τής της από­κρυ­ψης, κά­ποιος εξου­σιο­δο­τεί την ώθη­ση να απε­λευ­θε­ρω­θεί από τον εαυ­τό του. Το απο­τέ­λε­σμα εί­ναι μια ασυμ­με­τρία που μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει πολ­λά βά­σα­να εν εί­δει κα­κού.