Από τη μέ­ρα που έγι­νε γνω­στό το θέ­μα με τον ιό δεν αντα­μώ­σα­με ξα­νά σαν οι­κο­γέ­νεια. Όλοι κά­να­με ότι εί­χα­με δου­λειές, τη­λε­φω­νιό­μα­σταν που και που (όλα κα­λά; Κα­λά) κι όταν κα­νέ­νας έλε­γε «θα πε­ρά­σω από το σπί­τι να σε δω», βρί­σκα­με πά­ντα μια δι­καιο­λο­γία για να μην έρ­θει. Ακό­μη και στην αυ­λή όταν συ­να­ντιό­μα­σταν απο­φεύ­γα­με κά­θε επα­φή με­τα­ξύ μας, χτυ­πιό­μα­σταν με αγκω­νιές και γρο­θιές, δη­λώ­νο­ντας την αγά­πη μας.
Να φα­ντα­στεί­τε ότι στα γε­νέ­θλια της μι­κρής μου ανι­ψιάς δεν πή­γε κα­νείς με­γά­λος. Της για­γιάς, που επέ­με­νε ντε και κα­λά να πά­ει, της κου­μπώ­σα­με ένα Ζά­ναξ των 2 mgr και την πή­ρε ο ύπνος στον κα­να­πέ. Στη μι­κρή κά­να­με δώ­ρο δέ­κα μι­κρά ροζ πλα­στι­κά μπου­κα­λά­κια, με αυ­το­κόλ­λη­τα της Μπάρ­μπυ, 100 ml το κα­θέ­να γε­μά­τα με οι­νό­πνευ­μα 60%. Τα αφή­σα­με στην πόρ­τα της τυ­λιγ­μέ­να με μια όμορ­φη κόκ­κι­νη εορ­τα­στι­κή κορ­δέ­λα. Ακού­γα­με τα μι­κρά που τρα­γου­δού­σαν και χό­ρευαν και τρέ­μα­με για τους ιούς που θα μας κου­βα­λή­σουν. Μέ­χρι να φύ­γουν ξε­ρο­στα­λιά­σα­με πί­σω από τις εξώ­πορ­τες με τις σκού­πες και τα απο­λυ­μα­ντι­κά ανά χεί­ρας για να κα­θα­ρί­σου­με όσο γι­νό­ταν γρη­γο­ρό­τε­ρα το κλι­μα­κο­στά­σιο πριν φυ­τρώ­σουν οι ιοί στα μάρ­μα­ρα και κλεί­σουν την έξο­δο.
Όλα άλ­λα­ξαν όταν μά­θα­με ότι ο ιός δεν ζει σε θερ­μο­κρα­σία πά­νω από 25 βαθ­μούς και ότι ο ήλιος και τα ζε­στά ρο­φή­μα­τα κά­νουν κα­λό. Συ­γκε­ντρω­θή­κα­με σαν οι­κο­γέ­νεια, (επι­τέ­λους!) στην τα­ρά­τσα, πα­ρέα με δυο γριές γει­τό­νισ­σες, φί­λες της μά­νας μου και κα­θί­σα­με, με τις μά­σκες φο­ρε­μέ­νες, κα­τά­φα­τσα στον με­ση­με­ρια­νό κυ­ρια­κά­τι­κο ήλιο. Βγά­λα­με πα­πού­τσια, κάλ­τσες, ανε­βά­σα­με πα­ντε­λό­νια,   ο ξά­δερ­φος μου –χρό­νια στα γυ­μνα­στή­ρια– πέ­τα­ξε και το φα­νε­λά­κι, η θειά μου η Στέλ­λα κό­ντε­ψε να μεί­νει με το σώ­βρα­κο, ένα μα­κρύ πορ­το­κα­λί βαμ­βα­κε­ρό σώ­βρα­κο ίδιο χρώ­μα με το σπί­τι της στην Κέρ­κυ­ρα και οι φί­λες της μά­νας μου ανέ­βα­σαν χω­ρίς ντρο­πή τα φου­στά­νια μέ­χρι πά­νω. Μό­νο ο Τί­τος, ο ανι­ψιός μου, εξο­ρί­στη­κε στον κή­πο, εί­χε βλέ­πε­τε γυ­ρί­σει πρό­σφα­τα από τη Γαλ­λία και τον εί­χα­με σε κα­ρα­ντί­να. Πα­ρό­λο που επέ­με­νε ο έρ­μος ότι ήταν μια χα­ρά, ότι πέ­ρα­σαν οι δε­κα­τέσ­σε­ρις μέ­ρες, κα­νείς μας δεν τον εμπι­στευό­ταν ακό­μη, μι­λού­σα­με όμως όλοι μα­ζί του με το τη­λέ­φω­νο σε ανοι­χτή ακρό­α­ση για μην αι­σθά­νε­ται μό­νος.
Οι γεί­το­νες στην αρ­χή από­ρη­σαν που μας εί­δαν σε αυ­τή την κα­τά­στα­ση (λες και ήμα­σταν τρό­φι­μοι από κά­ποια ψυ­χια­τρι­κή δο­μή), αλ­λά όταν έμα­θαν για τις θε­ρα­πευ­τι­κές ιδιό­τη­τες του ήλιου, ξα­μο­λή­θη­καν και αυ­τοί. Όσοι εί­χαν προ­σή­λια μπαλ­κό­νια απλώ­θη­καν για τα κα­λά κι άλ­λοι κρε­μά­στη­καν στα πα­ρά­θυ­ρα, ξε­περ­νώ­ντας ανα­στο­λές, αντα­πο­κρι­νό­με­νοι άμε­σα στη θε­ρα­πεία. Γέ­μι­σαν τα μπαλ­κό­νια με μι­σό­γυ­μνα σώ­μα­τα, χέ­ρια και πό­δια κα­τά­λευ­κα, σαν άσπρα με­ταλ­λαγ­μέ­να   σκου­λή­κια φαι­νό­ταν από μα­κριά. Εξαί­ρε­ση η Τζί­να, που εμ­φα­νί­στη­κε στο μπαλ­κό­νι του πέμ­πτου ορό­φου με το μπι­κί­νι, προ­κα­λώ­ντας ανα­βρα­σμό, έντα­ση και χα­ρά σε όλο το θε­ρα­πευ­τή­ριο.
Το απο­με­σή­με­ρο πια εί­χα­με βρά­σει κυ­ριο­λε­κτι­κά, εί­χα­με γί­νει όλοι σκέ­τα παν­τζά­ρια, μας χτύ­πη­σε ο ήλιος του Μάρ­τη κα­τα­κέ­φα­λα και πή­ρα­με από ένα ανα­βρά­ζον δι­σκίο ντε­πόν maximum. Πριν απο­συρ­θού­με ο κα­θέ­νας στο σπί­τι του η ανι­ψιά μου που εί­ναι χρό­νια διοι­κη­τι­κός υπάλ­λη­λος στο νο­σο­κο­μείο και ξέ­ρει κα­λά άπα­ντα τα ια­τρι­κά (κα­λύ­τε­ρα από για­τρός) φό­ρε­σε γά­ντια και μοί­ρα­σε με την ανά­λο­γη επι­ση­μό­τη­τα σε όλους μας, ένα ανα­βρά­ζον δι­σκίο βι­τα­μί­νης C 1000 mgr, ένα κα­ψά­κιο βι­τα­μί­νης D 1mgr, ένα ανα­βρά­ζον δι­σκίο εχι­νά­κε­ας 150 mgr, ένα δι­σκίο Lysopaine για στο­μα­το­φα­ρυγ­γι­κή αντι­ση­ψία, ένα ανα­βρά­ζον δι­σκίο μα­γνή­σιου 300 mgr και ένα δι­σκίο με­λα­το­νί­νης 2mgr. Τα τρία τε­λευ­ταία θα τα παίρ­νε­τε μια ώρα πριν τον ύπνο, διευ­κρί­νι­σε ,όλα τα άλ­λα κα­τά τη διάρ­κεια της μέ­ρας, για έναν μή­να και βλέ­που­με…