ΣΗ­ΜΕΙΩ­ΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕ­ΡΙ­ΒΑΛ­ΛΟΝ ≈ ΚΑ­ΤΑ­ΓΡΑ­ΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙ­ΚΑΙ­ΡΟ­ΤΗ­ΤΑ ή ΠΕ­ΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥ­ΤΗΝ

Ιός & παν­δη­μία της λο­γο­τε­χνί­ας

τον και­ρό του εξ απο­στά­σε­ως έρω­τα

Όλα έχουν αλ­λά­ξει. Πώς όμως γί­νε­ται αυ­τό αντι­λη­πτό, αν επί­σης όλοι έχουν αλ­λά­ξει; Ποια εί­ναι, αν υπάρ­χει, η δια­φο­ρά με­τα­ξύ πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και φα­ντα­σί­ας; Κλω­τσιές αντι­κα­τέ­στη­σαν μπου­νιές. Εξέ­λι­παν οι χει­ρο­δι­κί­ες. Τα χει­ρο­φι­λή­μα­τα εί­χαν ήδη κα­ταρ­γη­θεί. Αγκώ­νες αντα­γω­νί­ζο­νταν σε αγω­νί­ες. Κά­θε χει­ρο­νο­μία πα­ρά­νο­μη. Οι χει­ρα­ψί­ες έγι­ναν πο­δα­ψί­ες. Πο­δω­να­κτι­κές οι χει­ρω­να­κτι­κές ερ­γα­σί­ες. Μπά­σκετ, τέ­νις, μπι­λιάρ­δο, όλα τα αθλή­μα­τα παί­ζο­νταν με τα πό­δια. Έτσι έπαι­ζαν και οι βιρ­τουό­ζοι βιο­λί ή πιά­νο. Χω­ρίς χει­ρο­κρο­τή­μα­τα. Άδειες αί­θου­σες. Απα­γο­ρευ­τι­κά για συ­νε­στιά­σεις. Από τα σχο­λεία έλει­παν οι μα­θη­τές. Τα ιδρύ­μα­τα εί­χαν αδειά­σει. Το αό­ρα­το πό­δι του Άνταμ Σμιθ στις αγο­ρές πα­ρα­πα­τού­σε. Κα­νείς δεν έπια­νε χει­ρο­λα­βές ή χει­ρα­πο­σκευ­ές. Δεν χρεια­ζό­ταν χει­ρό­φρε­νο σε ακί­νη­τα μέ­σα με­τα­φο­ράς. Τα χε­ρού­λια εί­χαν αφαι­ρε­θεί. Κα­νείς δεν έρι­χνε χει­ρο­βομ­βί­δες.
Συ­νε­χώς κα­τα­στρέ­φο­νται χει­ρό­γρα­φα. Αδιά­βα­στες πά­νε οι ευ­χές και σε αχει­ρο­ποί­η­τες κάρ­τες ακό­μη. Απα­γο­ρεύ­ε­ται η εί­σο­δος σε δια­χει­ρι­στές. Όσες πόρ­τες δεν εί­ναι αρ­κε­τά έξυ­πνες για να ανοί­γουν ακού­γο­ντας «άνοι­ξε», τις γκρε­μί­ζουν. Άχρη­στα τα χει­ρι­στή­ρια. Δεν υπάρ­χει χει­ρα­γώ­γη­ση ού­τε χει­ρα­φέ­τη­ση. Μο­νο­με­λείς πλέ­ον συμ­μο­ρί­ες πυρ­πο­λούν χει­ρο­τε­χνί­ες. Κα­τα­διώ­κουν χει­ρουρ­γούς και χει­ρο­μά­ντες. Έχουν απα­γο­ρευ­τεί τα ονό­μα­τα πό­λε­ων όπως Χι­ρό­να και Χι­ρο­σί­μα. Οι χή­ρες πα­ντρεύ­ο­νται. Οι χοί­ροι ξα­να­γί­νο­νται τα αρ­σε­νι­κά ζώα που εί­χε με­τα­μορ­φώ­σει η Κίρ­κη. Οι χερ­σό­νη­σοι ανα­δι­πλώ­νο­νται σε πιο χέρ­σες εκτά­σεις. Συν Αθη­νά και πό­δα κί­νει, λέ­νε όσοι δεν προ­σβλέ­πουν στην Αχε­ρου­σία. Μη χει­ρό­τε­ρα, λέ­νε όλοι.


Δεν εί­ναι από σύμ­πτω­ση

Η Ryoko Sékiguchi (Χρο­νι­κό κα­τα­στρο­φής, Άγρα 2015) αρ­χί­ζει το ημε­ρο­λό­γιο στις 10 Μαρ­τί­ου 2011 πα­ρα­μο­νή της τρι­πλής κα­τα­στρο­φής –σει­σμός, τσου­νά­μι, πυ­ρη­νι­κό ατύ­χη­μα– στη Φου­κου­σί­μα της Ια­πω­νί­ας. Χρο­νι­κό που επέ­φε­ρε βα­θιά εσω­τε­ρι­κή ανα­τρο­πή στη συγ­γρα­φέα που ζού­σε από το 1997 –σε από­στα­ση– στο Πα­ρί­σι.
Ξα­να­πιά­νου­με το βι­βλίο που κά­τι μας «θυ­μί­ζει». Τρί­τη 10 Μαρ­τί­ου 2020 αρ­χί­ζουν τα πρώ­τα μέ­τρα απο­κλει­σμού για την παν­δη­μία με αφορ­μή τον Covid-19 στην Ελ­λά­δα. Το χρο­νι­κό της και το χρο­νι­κό μας ρέ­ουν εν πα­ραλ­λή­λω. Στις 10 Μαρ­τί­ου η συγ­γρα­φέ­ας εί­χε τε­λειώ­σει με­τά­φρα­ση με τί­τλο Άλ­λες ζω­ές από την δι­κή μου. Το «έρ­γο» αυ­τό θα ζή­σου­με με­τά τις 10 Μαρ­τί­ου στην Ελ­λά­δα όπου πα­ρα­κο­λου­θού­με τη ζωή να εξε­λίσ­σε­ται σαν με­γά­λο ρε­ά­λι­τυ σό­ου όπου όλα δια­μεί­βο­νται μέ­σα από οθό­νες, που απο­κλεί­ουν την ζωή εκτός του γυα­λιού.
Ένας φί­λος της πα­ραγ­γέλ­νει στις 10 Μαρ­τί­ου, λί­γες ώρες πριν το συμ­βάν να του φέ­ρει ένα μα­ντή­λι Ερ­μές όταν πά­ει στο Τό­κιο. Η από­λυ­τη μα­ταιό­τη­τα μπρο­στά στο επερ­χό­με­νο.. Σε λί­γες ώρες η συγ­γρα­φέ­ας βλέ­πει στο facebook την εί­δη­ση για ένα σει­σμό. Τα ηλε­κτρο­νι­κά μέ­σα δί­νουν και παίρ­νουν. Twitter, Facebook, NHK, διο­γκώ­νο­νται σαν κύ­μα όπως και στην Ελ­λά­δα. Οι ει­δή­σεις φτά­νουν θραυ­σμα­τι­κά. Σει­σμός, τσου­νά­μι ανη­συ­χία για τους πυ­ρη­νι­κούς σταθ­μούς.

«Όταν το ξα­να­σκέ­φτο­μαι η πλειο­νό­τη­τα των Ια­πώ­νων πί­στε­ψαν ότι εί­χαν να κά­νουν με μία κα­τα­στρο­φή του τύ­που που εί­χαν βιώ­σει. Όμως πο­τέ δεν εί­ναι το ίδιο. Και τού­τη τη φο­ρά φο­βά­μαι ότι αυ­τό εί­ναι πιο αλή­θεια πα­ρά πο­τέ». Κά­πως έτσι υπο­τί­μη­σαν τον Covid-19, πι­στεύ­ο­ντας ότι εί­ναι μια παν­δη­μία σαν όλες τις άλ­λες. Δεν εί­χα­με σκε­φτεί ότι ο «νέ­ος» ιός έρ­χε­ται στις αρ­χές της τρί­της δε­κα­ε­τί­ας του 21ου αιώ­να όπου έχει κα­τα­στρα­φεί κά­θε ισορ­ρο­πία του αν­θρώ­που στη σχέ­ση του με τη φύ­ση, το κλί­μα, την τρο­φή, τα ζώα. Πά­νω απ’ό­λα έχει δια­πρα­χθεί ύβρις. Την ύβρη πλη­ρώ­νου­με σε πα­γκό­σμιο επί­πε­δο. Η Ια­πω­νία πλή­ρω­σε ήδη το τί­μη­μα.
Στα ηλε­κτρο­νι­κά μέ­σα τις επό­με­νες ημέ­ρες ει­κό­νες σε υπέρ­θε­ση. Σει­σμοί, τυ­φώ­νες, κύ­μα­τα. Για κά­ποιους απο­τε­λούν πραγ­μα­τι­κές ει­κό­νες σω­μα­τι­κής μνή­μης που θα μεί­νουν χα­ραγ­μέ­νες για πά­ντα. «Το όρα­μα της κα­τα­στρο­φής κολ­λη­μέ­νο στον αμ­φι­βλη­στροει­δή». Όρα­μα που προ­βάλ­λε­ται πά­νω σε άλ­λα πολ­λα­πλά βιώ­μα­τα σει­σμών που όπως λέ­ει η συγ­γρα­φέ­ας την ακο­λου­θούν. Σκέ­πτο­μαι το «οπτι­κό σχή­μα» του Ζακ Λα­κάν. Το εί­δω­λο αντε­στραμ­μέ­νο στον αμ­φι­βλη­στροει­δή, τις ει­κό­νες που έρ­χο­νται από οθό­νες και κι­νη­τά να επι­κα­θή­σουν σε άλ­λες προ­σω­πι­κές τραυ­μα­τι­κές πα­γω­μέ­νες ει­κό­νες διο­γκώ­νο­ντας τον φό­βο. Από­στα­ση. Εκεί έξω υπάρ­χει η Φύ­ση, ο Άλ­λος, το Σώ­μα, το Υπο­κεί­με­νο που στέ­κε­ται απέ­να­ντι στα πράγ­μα­τα ανα­λαμ­βά­νο­ντας την επι­θυ­μία του.

«Γεν­νή­θη­κα δι­καιού­με­νη εξαρ­χής να με θε­ω­ρώ υπο­κεί­με­νο του λό­γου». Σε ένα πα­γκό­σμιο σκη­νι­κό όπου κά­πως βλέ­πουν όλοι την Ια­πω­νία από το 1970, η ίδια παίρ­νει την από­στα­σή της τα­ξι­δεύ­ο­ντας και απο­κτά υπο­κει­με­νι­κό βλέμ­μα και λό­γο. Πε­ρι­γρα­φή κο­ντά σε αυ­τή του Υπο­κει­μέ­νου του Ασυ­νει­δή­του που παίρ­νει από­στα­ση από το Cogito της φι­λο­σο­φί­ας διά­φα­νο ως προς τον εαυ­τό του. Η ίδια η γρα­φή της, θραυ­σμα­τι­κή, με πί­σω μπρος στο χρό­νο και διαρ­κή ανα­φο­ρά στο τυ­χαίο που «συ­μπέ­φτει» με τις διαι­σθή­σεις και τις κι­νή­σεις της εί­ναι πο­λύ κο­ντά σε μία βα­θιά σχέ­ση με τον εαυ­τό, το ασυ­νεί­δη­το, την ποι­η­τι­κό­τη­τα. Εξάλ­λου η ανα­φο­ρά της σε Ιά­πω­νες ποι­η­τές συ­νε­χής.
Στο αμ­φι­θέ­α­τρο του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Πα­ρί­σι 4 κό­σμος έχει μα­ζευ­τεί για ανά­γνω­ση ποί­η­σης από τον Ιά­πω­να ποι­η­τή Τα­τσού­χι­κο Ισιι. Επι­κρα­τεί αλ­λό­κο­τη ατμό­σφαι­ρα. Ο Ισιι έχει ήδη γρά­ψει πριν το συμ­βάν ένα τρί­πτυ­χο με τί­τλο «Αναγ­γε­λία στην Αν­θρω­πό­τη­τα» και ξε­κι­νά ως εξής: «Η μέ­ρα που η θά­λασ­σα αφρί­ζει και η γη δο­νεί­ται»…Οι συγ­γρα­φείς και οι καλ­λι­τέ­χνες εί­ναι να απο­ρεί κα­νείς, γρά­φει, που οι δη­μιουρ­γί­ες τους, η σκέ­ψη τους προη­γού­νται ή συ­μπί­πτουν με μία κα­τα­στρο­φή. Η ίδια ανέ­βα­σε οnline ένα ηχη­τι­κό κομ­μά­τι με τί­τλο Πα­ρα­μο­νή την πα­ρα­μο­νή της κα­τα­στρο­φής. Και ένα χρό­νο πριν τε­λεί­ω­σε ένα κεί­με­νο με τί­τλο «Η πα­ρα­μο­νή». Αυ­τή η ανα­ρώ­τη­ση για το πί­σω μπρος στο χρό­νο, το πριν και το με­τά μιας κα­τα­στρο­φής, την «σύμ­πτω­ση» δί­νει τον τί­τλο.
sastre από το ιτα­λι­κό disastro «Κά­τω από ένα κα­κό άστρο»

23 Μαρ­τί­ου: Εί­ναι ακό­μη αδύ­να­το να με­τρη­θούν οι νε­κροί
25 Μαρ­τί­ου: Με­θυ­σμέ­νος δεί­χνει Για­πω­νέ­ζα «Η ρα­διε­νερ­γή»..
26 Μαρ­τί­ου: Θια­σώ­τες και ενά­ντιοι στην πυ­ρη­νι­κή ενέρ­γεια
27 Μαρ­τί­ου: Οι με­τα­σει­σμοί συ­νε­χί­ζο­νται
30 Μαρ­τί­ου: Δια­τα­γή εκ­κέ­νω­σης της πό­λης

Το ηχη­τι­κό κομ­μά­τι η Πα­ρα­μο­νή που δη­μιούρ­γη­σε με τον μου­σι­κο­συν­θέ­τη Εντί Λα­ντουάρ εί­χε αφορ­μή μια κα­τα­στρο­φή που έγι­νε στην Βο­στώ­νη 15 Ια­νουα­ρί­ου του 1919. Στις 15 Μαρ­τί­ου ήταν η πα­ρα­μο­νή του πυ­ρη­νι­κού ατυ­χή­μα­τος στη Φου­κου­σί­μα. Η 11η Μαρ­τί­ου 2011 συ­νη­χεί με την 11η Σε­πτεμ­βρί­ου στην Αμε­ρι­κή. Η Φου­κου­σί­μα και η Χι­ρο­σί­μα, η Φου­κου­σί­μα και το Τσερ­νο­μπίλ, η προ­φη­τι­κή ται­νία Όνει­ρα του Κου­ρο­σά­βα με το τε­λευ­ταίο όνει­ρο στον από­η­χο ενός πο­λύ­χρω­μου κύ­μα­τος ρα­διε­νέρ­γειας που δεν επι­τρέ­πει στους αν­θρώ­πους να ζή­σουν και το αό­ρα­το ιι­κό φορ­τίο που έχει συ­γκλο­νί­σει τον πλα­νή­τη τον Μάρ­τιο του 2020. Έναν πλα­νή­τη ασφυ­κτι­κά πιε­σμέ­νο, βια­σμέ­νο, εγκα­τα­λε­λειμ­μέ­νο. Το χρο­νι­κό τε­λειώ­νει 30 Απρι­λί­ου όριο ανα­φο­ράς για τους πε­ριο­ρι­σμούς μας... Δεν εί­ναι από σύμ­πτω­ση.

Το θε­ρα­πευ­τή­ριο



Από τη μέ­ρα που έγι­νε γνω­στό το θέ­μα με τον ιό δεν αντα­μώ­σα­με ξα­νά σαν οι­κο­γέ­νεια. Όλοι κά­να­με ότι εί­χα­με δου­λειές, τη­λε­φω­νιό­μα­σταν που και που (όλα κα­λά; Κα­λά) κι όταν κα­νέ­νας έλε­γε «θα πε­ρά­σω από το σπί­τι να σε δω», βρί­σκα­με πά­ντα μια δι­καιο­λο­γία για να μην έρ­θει. Ακό­μη και στην αυ­λή όταν συ­να­ντιό­μα­σταν απο­φεύ­γα­με κά­θε επα­φή με­τα­ξύ μας, χτυ­πιό­μα­σταν με αγκω­νιές και γρο­θιές, δη­λώ­νο­ντας την αγά­πη μας.
Να φα­ντα­στεί­τε ότι στα γε­νέ­θλια της μι­κρής μου ανι­ψιάς δεν πή­γε κα­νείς με­γά­λος. Της για­γιάς, που επέ­με­νε ντε και κα­λά να πά­ει, της κου­μπώ­σα­με ένα Ζά­ναξ των 2 mgr και την πή­ρε ο ύπνος στον κα­να­πέ. Στη μι­κρή κά­να­με δώ­ρο δέ­κα μι­κρά ροζ πλα­στι­κά μπου­κα­λά­κια, με αυ­το­κόλ­λη­τα της Μπάρ­μπυ, 100 ml το κα­θέ­να γε­μά­τα με οι­νό­πνευ­μα 60%. Τα αφή­σα­με στην πόρ­τα της τυ­λιγ­μέ­να με μια όμορ­φη κόκ­κι­νη εορ­τα­στι­κή κορ­δέ­λα. Ακού­γα­με τα μι­κρά που τρα­γου­δού­σαν και χό­ρευαν και τρέ­μα­με για τους ιούς που θα μας κου­βα­λή­σουν. Μέ­χρι να φύ­γουν ξε­ρο­στα­λιά­σα­με πί­σω από τις εξώ­πορ­τες με τις σκού­πες και τα απο­λυ­μα­ντι­κά ανά χεί­ρας για να κα­θα­ρί­σου­με όσο γι­νό­ταν γρη­γο­ρό­τε­ρα το κλι­μα­κο­στά­σιο πριν φυ­τρώ­σουν οι ιοί στα μάρ­μα­ρα και κλεί­σουν την έξο­δο.
Όλα άλ­λα­ξαν όταν μά­θα­με ότι ο ιός δεν ζει σε θερ­μο­κρα­σία πά­νω από 25 βαθ­μούς και ότι ο ήλιος και τα ζε­στά ρο­φή­μα­τα κά­νουν κα­λό. Συ­γκε­ντρω­θή­κα­με σαν οι­κο­γέ­νεια, (επι­τέ­λους!) στην τα­ρά­τσα, πα­ρέα με δυο γριές γει­τό­νισ­σες, φί­λες της μά­νας μου και κα­θί­σα­με, με τις μά­σκες φο­ρε­μέ­νες, κα­τά­φα­τσα στον με­ση­με­ρια­νό κυ­ρια­κά­τι­κο ήλιο. Βγά­λα­με πα­πού­τσια, κάλ­τσες, ανε­βά­σα­με πα­ντε­λό­νια,   ο ξά­δερ­φος μου –χρό­νια στα γυ­μνα­στή­ρια– πέ­τα­ξε και το φα­νε­λά­κι, η θειά μου η Στέλ­λα κό­ντε­ψε να μεί­νει με το σώ­βρα­κο, ένα μα­κρύ πορ­το­κα­λί βαμ­βα­κε­ρό σώ­βρα­κο ίδιο χρώ­μα με το σπί­τι της στην Κέρ­κυ­ρα και οι φί­λες της μά­νας μου ανέ­βα­σαν χω­ρίς ντρο­πή τα φου­στά­νια μέ­χρι πά­νω. Μό­νο ο Τί­τος, ο ανι­ψιός μου, εξο­ρί­στη­κε στον κή­πο, εί­χε βλέ­πε­τε γυ­ρί­σει πρό­σφα­τα από τη Γαλ­λία και τον εί­χα­με σε κα­ρα­ντί­να. Πα­ρό­λο που επέ­με­νε ο έρ­μος ότι ήταν μια χα­ρά, ότι πέ­ρα­σαν οι δε­κα­τέσ­σε­ρις μέ­ρες, κα­νείς μας δεν τον εμπι­στευό­ταν ακό­μη, μι­λού­σα­με όμως όλοι μα­ζί του με το τη­λέ­φω­νο σε ανοι­χτή ακρό­α­ση για μην αι­σθά­νε­ται μό­νος.
Οι γεί­το­νες στην αρ­χή από­ρη­σαν που μας εί­δαν σε αυ­τή την κα­τά­στα­ση (λες και ήμα­σταν τρό­φι­μοι από κά­ποια ψυ­χια­τρι­κή δο­μή), αλ­λά όταν έμα­θαν για τις θε­ρα­πευ­τι­κές ιδιό­τη­τες του ήλιου, ξα­μο­λή­θη­καν και αυ­τοί. Όσοι εί­χαν προ­σή­λια μπαλ­κό­νια απλώ­θη­καν για τα κα­λά κι άλ­λοι κρε­μά­στη­καν στα πα­ρά­θυ­ρα, ξε­περ­νώ­ντας ανα­στο­λές, αντα­πο­κρι­νό­με­νοι άμε­σα στη θε­ρα­πεία. Γέ­μι­σαν τα μπαλ­κό­νια με μι­σό­γυ­μνα σώ­μα­τα, χέ­ρια και πό­δια κα­τά­λευ­κα, σαν άσπρα με­ταλ­λαγ­μέ­να   σκου­λή­κια φαι­νό­ταν από μα­κριά. Εξαί­ρε­ση η Τζί­να, που εμ­φα­νί­στη­κε στο μπαλ­κό­νι του πέμ­πτου ορό­φου με το μπι­κί­νι, προ­κα­λώ­ντας ανα­βρα­σμό, έντα­ση και χα­ρά σε όλο το θε­ρα­πευ­τή­ριο.
Το απο­με­σή­με­ρο πια εί­χα­με βρά­σει κυ­ριο­λε­κτι­κά, εί­χα­με γί­νει όλοι σκέ­τα παν­τζά­ρια, μας χτύ­πη­σε ο ήλιος του Μάρ­τη κα­τα­κέ­φα­λα και πή­ρα­με από ένα ανα­βρά­ζον δι­σκίο ντε­πόν maximum. Πριν απο­συρ­θού­με ο κα­θέ­νας στο σπί­τι του η ανι­ψιά μου που εί­ναι χρό­νια διοι­κη­τι­κός υπάλ­λη­λος στο νο­σο­κο­μείο και ξέ­ρει κα­λά άπα­ντα τα ια­τρι­κά (κα­λύ­τε­ρα από για­τρός) φό­ρε­σε γά­ντια και μοί­ρα­σε με την ανά­λο­γη επι­ση­μό­τη­τα σε όλους μας, ένα ανα­βρά­ζον δι­σκίο βι­τα­μί­νης C 1000 mgr, ένα κα­ψά­κιο βι­τα­μί­νης D 1mgr, ένα ανα­βρά­ζον δι­σκίο εχι­νά­κε­ας 150 mgr, ένα δι­σκίο Lysopaine για στο­μα­το­φα­ρυγ­γι­κή αντι­ση­ψία, ένα ανα­βρά­ζον δι­σκίο μα­γνή­σιου 300 mgr και ένα δι­σκίο με­λα­το­νί­νης 2mgr. Τα τρία τε­λευ­ταία θα τα παίρ­νε­τε μια ώρα πριν τον ύπνο, διευ­κρί­νι­σε ,όλα τα άλ­λα κα­τά τη διάρ­κεια της μέ­ρας, για έναν μή­να και βλέ­που­με…

2 Στιγ­μα­τό­το­ποι (χω­ρίς αρίθ­μη­ση)

«Το φι­λί» του Νι­κη­φό­ρου Λύ­τρα (πριν το 1878. Εθνι­κή Πι­να­κο­θή­κη). Στην πα­ραλ­λα­γή δε­ξιά, το αγό­ρι που φι­λά­ει το κο­ρί­τσι έχει εξα­φα­νι­στεί και το κο­ρί­τσι απλώς ... πε­ρι­μέ­νει


Βό­ρεια προ­ά­στια, Αθή­να

Δύ­σκο­λη… Ζω­τι­κής ση­μα­σί­ας, όμως, (νο­μί­ζω…), η αδιά­λει­πτη ενη­μέ­ρω­ση για τους νέ­ους και ανα­νε­ού­με­νους απο­κλει­σμούς και απα­γο­ρεύ­σεις. Ήμουν, βλέ­πε­τε, και στρα­βά­δι ακό­μα: μό­λις πριν λί­γες ώρες εί­χα φτά­σει σε τού­τη εδώ τη χώ­ρα προ­ερ­χό­με­νος από μιαν άλ­λη χώ­ρα. Λι­γό­τε­ρο ανε­πτυγ­μέ­νη. Δη­λα­δή με λι­γό­τε­ρα δη­λω­μέ­να κρού­σμα­τα και θα­νά­τους. Λι­γό­τε­ρα από ό,τι εδώ, υπο­τί­θε­ται. (Στις φτω­χές χώ­ρες τα πολ­λά κρού­σμα­τα εί­ναι πο­λυ­τέ­λεια, εδώ και οι πλού­σιες τα τσι­γκου­νεύ­ο­νται). Δη­λα­δή λι­γό­τε­ρο φό­βο. Λι­γό­τε­ρες μά­σκες, λι­γό­τε­ρα πρέ­πει.
Δια­βά­ζω λοι­πόν αμέ­σως το νέο μή­νυ­μα στο κι­νη­τό:
– «Τι θα κά­νεις τώ­ρα;» γρά­φει ένα γνω­στός, τον οποίο εί­χα ενη­με­ρώ­σει τη­λε­φω­νι­κά πριν λί­γη ώρα για την άφι­ξή μου στην πα­τρί­δα.
– «Θα πάω για ένα πο­τό», απα­ντώ.
– «Δεν άκου­σες τα μέ­τρα; Δεν έχεις ΑΕ μου φαί­νε­ται!».
– «Ναι, δεν έχω Ανώ­νυ­μη Εται­ρία. Μια μι­κρή Ομόρ­ρυθ­μη έχω, με πολ­λές αρ­ρυθ­μί­ες τώ­ρα τε­λευ­ταία».
– «Ατο­μι­κή Ευ­θύ­νη δεν έχεις!». Και το έκλει­σε.
–  (;)

Σου­ρού­πω­νε στο με­τα­ξύ. Ψι­λό­βρε­χε. Βλέ­πω αφώ­τι­στη μια φω­τει­νή επι­γρα­φή: «Mille baci». Μι­σά­νοι­χτη πόρ­τα, μι­σό­φω­το. Φω­λιά. Μπαί­νω δι­στα­κτι­κά, με μια ανε­ξή­γη­τη αί­σθη­ση φό­βου. (Τι το ‘θε­λαν οι ευ­λο­γη­μέ­νοι αυ­τό το ιτα­λι­κό όνο­μα! Ιτα­λία, η φω­λιά του ιού). Τρεις κι ο κού­κος, ερη­μιά στο μπαρ. Η μπαρ­γού­μαν με κοι­τά­ζει κα­χύ­πο­πτα. Κα­τευ­θύ­νο­μαι προς την μπαρ­γού­μαν, πα­ραγ­γέλ­νω.
Κοι­τά­ζω γύ­ρω μου: Ένας νε­α­ρός σ’ ένα τρα­πέ­ζι. Ωραία γκρι­ζο­γά­λα­να μά­τια. Μια κο­πέ­λα στο δι­πλα­νό του τρα­πέ­ζι. Ωραία πρά­σι­να μά­τια. Κοι­τά­ζο­νται. Κά­θο­μαι, με μια πε­ρί­ερ­γη φό­βου, σ’ ένα τρα­πέ­ζι. Πο­λύ κο­ντά στην εί­σο­δο. (Κα­λού κα­κού). Τo πο­τό μου φθά­νει αμέ­σως. Η σερ­βι­τό­ρα ζη­τά να πλη­ρω­θεί αμέ­σως. (Κα­λού κα­κού;). Πλη­ρώ­νω.

Ο νε­α­ρός ση­κώ­νε­ται ξαφ­νι­κά και πά­ει στο τρα­πέ­ζι της κο­πέ­λας. Κά­τι της ζη­τά­ει, δεν μπο­ρώ να ακού­σω. Ανα­πτή­ρα; (Θυ­μή­θη­κα την πα­λιά απα­γό­ρευ­ση). Θα πά­ει έξω; Θα πά­νε έξω; Η κο­πέ­λα τού δί­νει ένα πλα­στι­κό μπου­κα­λά­κι. (Λα­γνεία τέ­χνας κα­τερ­γά­ζε­ται, σκέ­φτο­μαι). Κα­θα­ρί­ζει τα χέ­ρια του με υγρό από το μπου­κα­λά­κι. Κά­τι λέ­νε με­τα­ξύ τους, δεν μπο­ρώ να ακού­σω. Ο νε­α­ρός κά­θε­ται στο τρα­πέ­ζι της. Απέ­να­ντί της. Φλυα­ρούν σι­γα­νά. Σε μια στιγ­μή βγά­ζουν σχε­δόν ταυ­τό­χρο­να τις μά­σκες. Ση­κώ­νο­νται όρ­θιοι. Στά­ση ανυ­πό­μο­νης προ­σμο­νής. Πε­ρι­μέ­νω να δω το φι­λί -ωραία. Ο νε­α­ρός βά­ζει απο­φα­σι­στι­κά το χέ­ρι στην τσέ­πη και βγά­ζει ένα μα­ντι­λά­κι. Της το δί­νει. Παίρ­νει και αυ­τός ένα. Κα­θα­ρί­ζουν επι­με­λώς τα χεί­λη τους, τις μύ­τες τους, τις μού­ρες του. Με παίρ­νει η μυ­ρω­διά του οι­νο­πνεύ­μα­τος. Από­το­μα. Σαν μια ξαφ­νι­κή μπά­τσα.

Ξαφ­νι­κά ένας θό­ρυ­βος: Δυο μπά­τσοι μπαί­νουν φου­ριό­ζοι στο μα­γα­ζί. Απο­πνέ­ουν μια αδιό­ρα­τη αί­σθη­ση φό­βου. Κα­τευ­θύ­νο­νται προς την μπαρ­γού­μαν. Προ­λα­βαί­νω και φεύ­γω απα­ρα­τή­ρη­τος. (Κα­λού κα­κού!).

*

Σε πολ­λές πό­λεις, όχι σε όλες (ακό­μα)

Ανοι­ξιά­τι­κη λια­κά­δα. Στε­γνώ­νει στο πα­γκά­κι με­τά την πρω­ι­νή βρο­χή. Κα­πνί­ζει. Ο αστυ­νο­μι­κός τον πλη­σιά­ζει.
–  Έχε­τε άδεια με­τα­κί­νη­σης;
–  …
–  Δεν επι­τρέ­πε­ται να κυ­κλο­φο­ρεί κα­νείς έξω χω­ρίς άδεια. Μέ­νου­με σπί­τι, δεν το ξέ­ρε­τε;
–  …
–  Πη­γαί­νε­τε αμέ­σως σπί­τι σας. Πού μέ­νε­τε;
–  Εδώ μέ­νω.
Εί­πε. Και έδει­ξε αφη­ρη­μέ­να τα στρω­σί­δια πά­νω στα χαρ­τό­κου­τα, κά­τω από τη μαρ­κί­ζα.

Το όρ­γα­νο τον κοί­τα­ξε με ζή­λεια και τρυ­φε­ρό­τη­τα.

Μνη­μεία



Οι γά­τες και τα που­λιά ήταν πα­ντού. Οι άν­θρω­ποι λί­γοι και πέ­θαι­ναν. Η κα­μπά­να μέ­τρη­σε έξι στους δύο μή­νες που ήμουν εκεί. Οι γά­τες όλο και αυ­ξά­νο­νταν. Μό­λις τάι­σα τις πρώ­τες τρείς στάλ­θη­κε σή­μα σε όλες. Έφε­ραν τα κα­λο­και­ρι­νά μω­ρά τους και τα ανοι­ξιά­τι­κα που ήδη εί­χαν γεν­νή­σει άλ­λα δι­κά τους. Τα που­λιά δεν τις φο­βού­νταν, όπως έδει­χνε ο πλη­θυ­σμός τους.
Με­τά από πέ­ντε χρό­νια χει­μώ­να, ακο­λου­θώ­ντας τον από το βό­ρειο στο νό­τιο ημι­σφαί­ριο, γύ­ρι­σα και πά­λι για κα­λο­καί­ρι στην Ελ­λά­δα. ΄Ετσι βρέ­θη­κα στο χω­ριό. Θεσ­σα­λο­νί­κη, Μελ­βούρ­νη, Σαν Φραν­σί­σκο, Βο­στώ­νη, με σύ­ντο­μες πε­ριό­δους σε πό­λεις τεσ­σά­ρων ηπεί­ρων, ήταν πό­λεις που έζη­σα και ζώ. Το σπί­τι στο χω­ριό ήταν το μό­νο στα­θε­ρό στην πε­ρι­πα­τη­τι­κή ζωή μου. Μι­κρή περ­νού­σα τα κα­λο­καί­ρια και τις γιορ­τές εκεί. Αρ­γό­τε­ρα, εκεί ήταν που χα­νό­μουν μα­κριά από όλα και όλους για να ξα­να­βρώ τον δρό­μο.
Αυ­τό έψα­χνα και αυ­τή τη φο­ρά. Όταν ο πα­τέ­ρας μου πέ­θα­νε δεν πή­γα στους αντί­πο­δες το κα­λο­καί­ρι για χει­μώ­να. Έπει­σα την μη­τέ­ρα μου νάρ­θει στην Ελ­λά­δα. Ήταν η πρώ­τη φο­ρά μό­νη της στο πρώ­το σπί­τι που έφτια­ξαν μα­ζί. Το τε­λευ­ταίο τους το αγό­ρα­σαν κρυ­φά πριν χρό­νια. Πά­με να δού­με το και­νού­ριο μας ακί­νη­το, εί­παν γε­λώ­ντας στον αδελ­φό μου και μέ­να που εί­μα­σταν εκεί για Χρι­στού­γεν­να όπως κά­θε χρό­νο. Όταν πλη­σιά­σα­με το νε­κρο­τα­φείο κα­τα­λά­βα­με τι ήθε­λαν να μας δεί­ξουν. Κα­λά που ήταν έτοι­μο, μας εί­πε η εται­ρεία κη­δειών, για­τί η κα­τα­σκευή μνη­μεί­ου θέ­λει του­λά­χι­στον έξι μή­νες. Εμείς εί­μα­σταν ευ­γνώ­μο­νες που δεν θα βλέ­πα­με χώ­μα. Ο λευ­κός γρα­νί­της μας κά­λυ­πτε και μας και βο­ή­θη­σε να εν­σω­μα­τώ­σου­με την αλή­θεια της απου­σί­ας του. Αυ­τός δεν εί­ναι ο ρό­λος των μνη­μεί­ων εξάλ­λου, να κα­λύ­πτουν ωμές αλή­θειες με σύμ­βο­λα;
Αυ­τή ήταν η αλή­θεια του χω­ριού για μέ­να, ότι εί­ναι μνη­μείο, σύμ­βο­λο στα­θε­ρό­τη­τας και συ­νέ­χειας που πο­τέ δεν εί­χα. Το σπί­τι, τα έπι­πλα, που ήταν μια εκλε­κτι­κή συλ­λο­γή δειγ­μά­των από όλα μας τα σπί­τια, τα ρού­χα, ξε­χα­σμέ­να ή αφη­μέ­να εκεί για το επό­με­νο κα­λο­καί­ρι, τα βι­βλία, από το αγα­πη­μέ­νο μου μι­κρή μέ­χρι το τε­λευ­ταίο μου αγα­πη­μέ­νο την τε­λευ­ταία φο­ρά που ήμουν εκεί, σχε­δόν όλα μέ­σα στο σπί­τι ήταν από κά­που αλ­λού. Οι γά­τες το κα­τά­λα­βαν, για αυ­τό έρ­χο­νταν να γί­νουν του σπι­τιού και να τις προ­σθέ­σω στη συλ­λο­γή συμ­βό­λων ζω­ής του.
Δεν ξέ­ρω αν θα κα­τα­φέ­ρω να γυ­ρί­σω. Με­τά από φθι­νό­πω­ρο στο Λος Άν­τζε­λες και στη Σε­ούλ, βρέ­θη­κα Μελ­βούρ­νη, όπου ήταν κα­λο­καί­ρι, και ενώ ετοι­μα­ζό­μουν να επι­στρέ­ψω σπί­τι μου στη Βο­στώ­νη έκλει­σαν οι πτή­σεις εξαι­τί­ας ενός ιού που ίσως εί­ναι το τέ­λειο σύμ­βο­λο του τέ­λους. Μας κα­λύ­πτει όλους. Τρο­φο­δο­τεί τις φο­βί­ες μας αλ­λά και μας απο­κα­λύ­πτει τις αλή­θειες στα σύμ­βο­λα ζω­ής της ζω­ής μας. Αν γυ­ρί­σω, δεν ξέ­ρω αν θα γνω­ρί­σω το σπί­τι μου.

[ Μελ­βούρ­νη, Μάρ­της 2020 ]

Η πα­νώ­λη του κυρ Ζα­χα­ρία


Ο δε κυρ Ζα­χα­ρί­ας του πο­τέ Χρι­στο­δού­λου πο­ρευ­θείς και αυ­τός με­τ' ου πο­λύ χά­ριν της συ­νή­θους πε­ρι­η­γή­σε­ως εις τα Δερ­βε­νο­χώ­ρια και εις Κού­λου­ρην έν­θα επώ­λη­σεν πά­σαν την πραμ­μά­τειαν εξό­χως επω­φε­λώς, επέ­στρε­ψεν εις Αθή­νας με τον γάι­δα­ρόν του, ένα ζεύ­γος ορ­νί­θων και τρεις δα­μι­ζά­νας ερυ­θρού οί­νου αντί άρ­του, κο­μί­ζων το αγώ­γι­μον της πα­νώ­λης χω­ρίς να το ηξεύ­ρη τι­νάς, διό­τι επή­γαν και οι προ­ε­στώ­τες και άλ­λοι των χρι­στια­νών κα­τά την συ­νή­θειαν και τον εχαι­ρέ­τη­σαν, απο­λαμ­βά­νο­ντες την φι­λο­ξε­νί­αν αυ­τού και της συ­ζύ­γου του μέ­χρι πρω­ί­ας. Την ακό­λου­θον ημέ­ραν ηγέρ­θη της κλί­νης του πε­ρί την ανα­το­λήν και έψη­σεν την με­σημ­βρί­αν το ζεύ­γος ορ­νί­θων, το οποί­ον απή­λαυ­σε ομού με­τά του τρε­φό­με­νου με πλού­σιον σα­νόν γαϊ­δά­ρου του, πε­ρί την δύ­σην όμως του ηλί­ου ησθέ­νη­σε και κα­τε­κλί­θη. Την τρί­την ημέ­ραν απέ­θα­νεν υπό πα­νώ­λης ως εμαρ­τύ­ρη­σεν η κυ­ρά Θε­ο­δώ­ρα η μα­μή εις τον ιε­ρέα της Πα­να­γί­ας Γλυ­κο­φι­λού­σης πα­τέ­ρα Γρη­γό­ριον, τον λε­γό­με­νον Γουρ­λο­μά­την. Τον έθα­ψεν ο μόρ­της λε­γό­με­νος Λα­λές, εξελ­θών του κα­πη­λεί­ου του κυρ Γε­ρα­σί­μου, εις το οποί­ον επα­νήλ­θεν ίνα πί­ει εις μνή­μην του μα­κα­ρί­τη και κα­τα­θέ­σει το γρό­σι που εί­χεν λά­βει δια την τα­φήν. Και εκεί απέ­θα­νεν πε­ρί το με­σο­νύ­κτιον, πλη­γείς στο δο­ξα­πα­τρί υπό της πα­νώ­λης. Κα­νέ­νας άλ­λος δεν εκτυ­πή­θη υπό της νό­σου εις το ύστε­ρον και ο γάι­δα­ρος επω­λή­θη εις τον κυρ Μα­νιό, επει­δή ο γάι­δα­ρος εγνώ­ρι­ζεν τον δρό­μο προς τα Δερ­βε­νο­χώ­ρια και την Κού­λου­ρην, όπου ο κυρ Μα­νιός του πο­τέ Σο­φία Σο­λω­μό­ντος έμε­λε να με­τα­βεί εμπο­ρευό­με­νος ξε­ρά κου­κιά και άλ­λα του νοι­κο­κυ­ριού. Πριν όμως του θα­νά­του του κυρ Ζα­χα­ρί­ου εί­χεν απο­θά­νει αιφ­νι­δί­ως ο Διο­νύ­σιος του γραμ­μα­τι­κού κυρ Αγ­γε­λά­κη ο υιός, όπου ήλ­θεν μα­ζί με τον κυρ Ζα­χα­ρί­αν από την Κού­λου­ρην, κα­κεί­θεν εγέ­νε­το το πράγ­μα γνω­στόν. Εις τους 1741 όπου εγέ­νε­το μέ­γας χει­μών εν Αθή­ναις. Το αυ­τώ έτει συ­νέ­βη και μέ­γα θα­να­τι­κόν, πα­νώ­λης τοιαύ­τη, η λε­γό­με­νη «του Ζα­χα­ρία», ως μη δύ­να­σθαι τους ζώ­ντας θά­πτειν του θνή­σκο­ντας. Έρ­ρι­πτον γαρ αυ­τούς εις την θά­λασ­σαν και αι ακταί των αι­για­λών επλη­ρού­ντο νε­κρών σω­μά­των. Μαρ­τυ­ρώ εγώ Φι­λό­θε­ος του πο­τέ Αβα­ρία, σή­με­ρα του Αγί­ου Τρύ­φω­νος, έτος σω­τή­ριον 1742.

Στρα­τής Χα­βια­ράς: σε­νά­ριο μιας ζω­ής (1935-2020)

«Θα ήθε­λα χει­ρό­γρα­φους λί­γους στί­χους και την υπο­γρα­φή σου», εί­πε, όταν τη­λε­φώ­νη­σε τη­λε­φώ­νη­σε από τη Βο­στώ­νη, «στη σε­λί­δα από ρυ­ζό­χαρ­το που στέλ­νω, με πα­ρά­κλη­ση να την επι­στρέ­ψεις αμέ­σως». Αυ­τό ήταν εύ­κο­λο, κα­θώς έμε­να στη Νέα Υόρ­κη. Εξή­γη­σε τι ορ­γά­νω­νε χω­ρίς να το ξέ­ρει ο Στρα­τής. Θα έδε­νε σε βι­βλίο τις σε­λί­δες που συ­γκέ­ντρω­νε από φί­λους, οι οποί­οι εί­χαν δια­βά­σει στην Αί­θου­σα Ποί­η­σης στη Βι­βλιο­θή­κη Λα­μόντ του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Χάρ­βαρντ. Υπεύ­θυ­νος της Αί­θου­σας Ποί­η­σης ήταν ο Στρα­τής Χα­βια­ράς, που επρό­κει­το να απο­χω­ρή­σει. «Και πώς θα πα­ρα­μεί­νει έκ­πλη­ξη πριν του δώ­σεις το βι­βλίο;», ρώ­τη­σα. «Εί­ναι απλό», απά­ντη­σε. Εί­χε ζη­τή­σει από τον ίδιο τον Στρα­τή να κλεί­σει την αί­θου­σα για μια εκ­δή­λω­ση για την ποί­η­ση του Σαίξ­πηρ, στην οποία θα μι­λού­σαν και οι δύο. «Άρα θα εί­μα­στε κα­λο­ντυ­μέ­νοι», πρό­σθε­σε. Θα μι­λού­σαν και άλ­λοι από το Χάρ­βαρντ, που κρυ­φά γνώ­ρι­ζαν ότι η εκ­δή­λω­ση ήταν προς τι­μήν του Στρα­τή.
Δεν μπο­ρού­σα να εί­μαι πα­ρών, αλ­λά την ίδια ιστο­ρία άκου­σα και από τους δύο. Ο Στρα­τής μπή­κε και κα­τευ­θύν­θη­κε προς το τρα­πέ­ζι των ομι­λη­τών. Ποιο ήταν το θέ­μα το έμα­θε όταν πή­ρε τον λό­γο ο Σέι­μους Χή­νυ, που εξή­γη­σε στο πυ­κνό ακρο­α­τή­ριο, όπου σχε­δόν όλοι πια το ήξε­ραν, ότι η εκ­δή­λω­ση ήταν προς τι­μήν του Χα­βια­ρά, έβγα­λε το βι­βλίο όπου εί­χε συ­γκε­ντρώ­σει και δέ­σει τις σε­λί­δες από ρυ­ζό­χαρ­το και το έδω­σε στον τι­μώ­με­νο. Δεν ξέ­ρω όμως πό­σο μι­κρή ή με­γά­λη αί­θου­σα θα γέ­μι­ζαν τα άτο­μα στην Ελ­λά­δα που γνω­ρί­ζουν ότι ο Στρα­τής Χα­βια­ράς ήταν από τους ελά­χι­στους Έλ­λη­νες, που στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και όχι στη φα­ντα­σία τους εί­χαν προ­σω­πι­κές σχέ­σεις με σπου­δαί­ους ξέ­νους συγ­γρα­φείς.
Η ζωή του Χα­βια­ρά συ­νι­στά σε­νά­ριο ται­νί­ας. Γεν­νή­θη­κε στη Νέα Κίο της Αρ­γο­λί­δας από μι­κρα­σια­τι­κής κα­τα­γω­γής γο­νείς. Το 1944 εκτέ­λε­σαν τον πα­τέ­ρα του για αντι­στα­σια­κή δρά­ση, ενώ η μη­τέ­ρα του εκτο­πί­στη­κε σε στρα­τό­πε­δο συ­γκέ­ντρω­σης στη Γερ­μα­νία. Οι αρ­χές κα­το­χής κα­τε­δά­φι­σαν το σπί­τι τους. Τε­λειώ­νο­ντας το δη­μο­τι­κό άρ­χι­σε να ερ­γά­ζε­ται ως οι­κο­δό­μος στην Αθή­να και σε δη­μό­σια έρ­γα στην επαρ­χία. Το 1957 γνώ­ρι­σε τον Κί­μω­να Φράιερ, που τον κά­λε­σε στην Αμε­ρι­κή. Δα­κτυ­λο­γρα­φού­σε το αρ­χείο αλ­λη­λο­γρα­φί­ας με τον Κα­ζαν­τζά­κη. Με­τέ­φρα­ζε στα ελ­λη­νι­κά και εκ­φω­νού­σε στη «Φω­νή της Αμε­ρι­κής» ομι­λί­ες του Φράιερ. Βοη­θού­σε στη με­τά­φρα­ση της «Ασκη­τι­κής» και της «Οδύσ­σειας». Γνώ­ρι­σε τον Άρ­θουρ Μί­λερ, τον Τέ­νε­σι Γουί­λιαμς και άλ­λους. Πα­ράλ­λη­λα σπού­δα­ζε μη­χα­νο­λο­γι­κό σχέ­διο στη Νέα Υόρ­κη και αρ­γό­τε­ρα, όταν έφυ­γε σε συγ­γε­νείς του στη Βιρ­τζί­νια, όπου γνώ­ρι­σε τον Ουί­λιαμ Φώ­κνερ, σχε­δια­σμό μη­χα­νών, ενώ τα βρά­δια δού­λευε σερ­βι­τό­ρος.
Ο δρα­μα­τι­κός μο­νό­λο­γος «Το σκου­ρια­σμέ­νο καρ­φί» δη­μο­σιεύ­τη­κε το 1959 στην Και­νού­ρια επο­χή του Γιάν­νη Γου­δέ­λη. Το 1961 επέ­στρε­ψε στην Ελ­λά­δα. Γνώ­ρι­σε την Κα­τε­ρί­να Πλασ­σα­ρά και τα­ξί­δε­ψαν στην Ευ­ρώ­πη. Η κυ­ρία με την πυ­ξί­δα, η πρώ­τη ποι­η­τι­κή του συλ­λο­γή, εκ­δό­θη­κε το 1963, ενώ ερ­γα­ζό­ταν ως μη­χα­νι­κός στην κα­τα­σκευή του φράγ­μα­τος στον Αχε­λώο. Δυο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα ακο­λού­θη­σε το Βε­ρο­λί­νο από τις εκ­δό­σεις Φέ­ξη. Το 1967 έφυ­γαν για τις Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες, έχο­ντας πα­ντρευ­τεί με την αρ­χι­τέ­κτο­να Γκέιλ Φλυν, που γνώ­ρι­σε στα γρα­φεία, όπου εί­χε βρει δου­λειά ως σχε­δια­στής, της εται­ρεί­ας του Γκρό­πιους, που σχε­δί­α­σε την αμε­ρι­κα­νι­κή πρε­σβεία στην Αθή­να. Πριν φύ­γουν εκ­δό­θη­κε Η νύ­χτα του Ξυ­λο­πό­δα­ρου, η τρί­τη του συλ­λο­γή, αντί­τυ­πα της οποί­ας κα­τα­σχέ­θη­καν από τη στρα­τιω­τι­κή δι­κτα­το­ρία, ενώ η Νε­κρο­φά­νεια, η τε­λευ­ταία του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή στα ελ­λη­νι­κά, κυ­κλο­φό­ρη­σε από τον Κέ­δρο το 1972.
Πο­λύ δρα­στή­ριος στον αντι­δι­κτα­το­ρι­κό αγώ­να και υπεύ­θυ­νος του πε­ριο­δι­κού Eleutheria, στο Κέ­μπριτζ της Μα­σα­χου­σέ­της ξε­κί­νη­σε από χα­μη­λό­βαθ­μη δου­λειά, εξυ­πη­ρε­τώ­ντας ανα­γνώ­στες, στο συ­γκρό­τη­μα βι­βλιο­θη­κών του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Χάρ­βαρντ, ενώ πα­ρα­κο­λου­θού­σε νυ­χτε­ρι­νά μα­θή­μα­τα λο­γο­τε­χνί­ας. Μέ­σω του εξ απο­στά­σε­ως προ­γράμ­μα­τος του Κο­λε­γί­ου Γκο­ντάρ, όπου ολο­κλή­ρω­σε με­τα­πτυ­χια­κό, γνώ­ρι­σε σπου­δαί­ους πε­ζο­γρά­φους όπως ο Ρέι­μοντ Κάρ­βερ και ο Ρό­μπερτ Κού­βερ. Το 1973 απο­φά­σι­σε να γρά­φει στα αγ­γλι­κά. Άρ­χι­σε να δη­μο­σιεύ­ει σε αμε­ρι­κα­νι­κά λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά. Χώ­ρι­σαν με τη γυ­ναί­κα του. Δύο φο­ρές διέ­σχι­σε τον πο­τα­μό: Crossing the River Twice λε­γό­ταν η πρώ­τη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του στα αγ­γλι­κά, που κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1976, έτος που άρ­χι­σαν να ζουν μα­ζί με τη με­τέ­πει­τα διευ­θύ­ντρια βι­βλιο­θη­κών του Χάρ­βαρντ Χέ­δερ Κό­ουλ. Έπει­τα από χρό­νια πα­ντρεύ­τη­καν ικα­νο­ποιώ­ντας επι­θυ­μία της κό­ρης τους Ηλέ­κτρας.
Από το 1974, έως τη συ­ντα­ξιο­δό­τη­σή του το 2000, ήταν υπεύ­θυ­νος της Αί­θου­σας Ποί­η­σης του Χάρ­βαρντ (Woodberry Poetry Room). Σε αυ­τό το «μέ­ρος για την ποί­η­ση», όπως το χα­ρα­κτή­ρι­σε ο Φιν­λαν­δός αρ­χι­τέ­κτο­νας Άλ­βαρ Άαλ­το, που το εί­χε σχε­διά­σει, σε αυ­τό το «τε­ρά­στιο δω­μά­τιο», όπως το απο­κα­λού­σε ο e e cummings, ο Στρα­τής Χα­βια­ράς διορ­γά­νω­νε ανα­γνώ­σεις, ομι­λί­ες, συ­να­ντή­σεις. Πρό­κει­ται για μια βι­βλιο­θή­κη σύγ­χρο­νης ποί­η­σης, που δια­θέ­τει συλ­λο­γή σπά­νιων εκ­δό­σε­ων και ηχη­τι­κών ντο­κου­μέ­ντων. Πρό­κει­ται για μια μο­να­δι­κή «βι­βλιο­θή­κη φω­νών», από το 1933, από ανα­γνώ­σεις ποι­η­τών στα αγ­γλι­κά, κά­ποιοι από τους οποί­ους για πρώ­τη φο­ρά άκου­σαν τη δι­κή τους φω­νή στις ηχο­γρα­φή­σεις αυ­τές, αλ­λά και σε άλ­λες γλώσ­σες. Ο Χα­βια­ράς δη­μιούρ­γη­σε συλ­λο­γή ηχο­γρα­φή­σε­ων και στα ελ­λη­νι­κά. Επί­σης υπήρ­ξε συ­νι­δρυ­τής λο­γο­τε­χνι­κών πε­ριο­δι­κών, έχο­ντας ξε­κι­νή­σει το 1971 με το χει­ρό­δε­το Arion's Dolphin και συ­νε­χί­ζο­ντας το 1986 με το πε­ριο­δι­κό Erato, που με­τε­ξε­λί­χθη­κε στο Harvard Review.

Διε­θνή ανα­γνώ­ρι­ση κέρ­δι­σαν δύο μυ­θι­στο­ρή­μα­τά του στα αγ­γλι­κά, που με­τα­φρά­στη­καν σε πολ­λές γλώσ­σες: When the Tree Sings το 1979 («Όταν τρα­γου­δού­σαν τα δέ­ντρα», Ερ­μής 1980) – το οποίο αρ­θρο­γρά­φος του Guardian πε­ριέ­λα­βε στα δέ­κα πιο ση­μα­ντι­κά πο­λι­τι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του 20ού αιώ­να – και The Heroic Age το 1984 («Τα ηρω­ι­κά χρό­νια», Κα­στα­νιώ­της 1999). Το 2000 κυ­κλο­φό­ρη­σε στις ΗΠΑ η συλ­λο­γή με ποι­ή­μα­τα σε πρό­ζα Millennial Afterlives: A Retrospective. Τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα Άχνα (2014) και Πορ­φυ­ρό και μαύ­ρο νή­μα (2007), σε με­τά­φρα­ση Ρέ­να Χατ­χούτ το δεύ­τε­ρο, κυ­κλο­φό­ρη­σαν από τον Κέ­δρο. Επί­σης με­τέ­φρα­σε Κα­βά­φη στα αγ­γλι­κά, Χή­νυ και Σί­μικ στα ελ­λη­νι­κά. Επέ­στρε­ψε στην Ελ­λά­δα, όπου η δρά­ση του εί­ναι πο­λύ πιο γνω­στή. Συ­νέ­χι­σε να δι­δά­σκει σε ερ­γα­στή­ρια δη­μιουρ­γι­κής γρα­φής, συ­γκε­ντρώ­νο­ντας την αγά­πη των μα­θη­τών του. Κη­δεύ­τη­κε στη γε­νέ­τει­ρά του, όπως ήταν η επι­θυ­μία του.

Τι απέ­γι­νε το αυ­το­σχέ­διο βι­βλίο που έδω­σε ο Σέι­μους Χή­νυ στον Στρα­τή Χα­βια­ρά, μπο­ρεί να ρω­τή­σε­τε. Κι εγώ εί­χα ρω­τή­σει τον Στρα­τή. «Ήταν τό­σο ωραίο, που το χά­ρι­σα στη βι­βλιο­θή­κη», εί­πε.