Τε­λειώ­νο­ντας και τυ­πι­κά το θέ­ρος, η κυ­ρία Μελ­πο­μέ­νη, χή­ρα πα­λαιού βου­λευ­τή, έγει­ρε προς τους φθι­νο­πω­ρι­νούς μή­νες, μια και το φως του κα­λο­και­ρι­νού ήλιου μό­νο κα­κό έκα­νε στη σκέ­ψη... Έγει­ρε, με την ελ­πί­δα πως θα μπο­ρού­σε να ανα­πο­λεί με ηρε­μία και από­λαυ­ση τα νε­α­νι­κά της χρό­νια, τρο­χο­δρο­μώ­ντας άφο­βα στις ρυ­τί­δες του προ­σώ­που της και στην ανα­πό­φευ­κτη χα­λά­ρω­ση της επι­δερ­μί­δας πε­ρί την κοι­λια­κή χώ­ρα και τους μη­ρούς. Η ανα­πό­λη­ση αυ­τή, ωστό­σο, την έβγα­ζε συ­νε­χώς εκτός τρο­χιάς, μια και οι δε­κά­δες πρώ­ην ερα­στές της, κά­θε τό­σο, πό­τε ο ένας και πό­τε ο άλ­λος, λες και ήταν σταθ­μάρ­χες, άλ­λα­ζαν τα κλει­διά των γραμ­μών και συ­νε­πώς και την κα­τεύ­θυν­ση του συρ­μού της νο­σταλ­γί­ας, με φα­νε­ρό τον κίν­δυ­νο να τρα­κά­ρει άθε­λά της, κά­ποια στιγ­μή, με τον –από χρό­νων– απο­θα­νό­ντα σύ­ζυ­γό της. Φο­βού­με­νη για τη μοι­ραία αυ­τή πρό­σκρου­ση και την απο­κά­λυ­ψη των μυ­στι­κών της, πράγ­μα που θα εί­χε ως συ­νέ­πεια ο κά­πο­τε ήρε­μος αυ­τός άν­θρω­πος να ανα­λά­βει δρά­ση με­τα­θα­νά­τια, ως δρά­κου­λας ή ως απλό φά­ντα­σμα, η κυ­ρία Μελ­πο­μέ­νη, υπό τη δια­φαι­νό­με­νη απει­λή, διέ­κο­ψε τις νο­σταλ­γι­κές πε­ρι­η­γή­σεις και αν και η ηλι­κία της, σύμ­φω­να με τα ισχύ­ο­ντα, δεν επέ­τρε­πε νυ­χτε­ρι­νές βόλ­τες σε μυ­στή­ρια στέ­κια, αυ­τή επέ­λε­ξε να ανα­ζη­τά νε­α­νι­κή συ­ντρο­φιά πα­ρά να ανα­πο­λεί (κιν­δυ­νεύ­ο­ντας) τα πε­ρα­σμέ­να.