Ο Γιώρ­γος. Η πί­πα του. Το κα­πε­λά­κι του. Το παι­χνι­διά­ρι­κο βλέμ­μα του. Το κο­φτό του γέ­λιο, το λί­γο ει­ρω­νι­κό και το πο­λύ κα­λό­καρ­δο. Η τόλ­μη του. «Τα όπλα εί­ναι κα­τά βά­θος το όπλο των δει­λών και όχι της αν­δρεί­ας». Βγή­κε και μί­λη­σε στην Κρή­τη γι’ αυ­τό το ζή­τη­μα, έκα­νε ολό­κλη­ρη εκ­στρα­τεία… Ο ορ­θο­λο­γι­σμός του. Η νη­φα­λιό­τη­τα. Η αγά­πη για τη θά­λασ­σα. Διέ­σχι­ζε πολ­λά χι­λιό­με­τρα για να βρε­θεί στην πα­ρα­λία που αγα­πού­σε: ο Νό­τος, το Λι­βυ­κό, τα χρώ­μα­τά του, η αύ­ρα του. Ο Γιώρ­γος και οι άν­θρω­ποι. Σε κά­τι κα­τσά­βρα­χα, σε κά­τι δρό­μους αδιέ­ξο­δους, «εεε, πε­ρά­στε να σα­σε κε­ρά­σου­με μια τσι­κου­διά!» Τον έβλε­παν μέ­σα απ’ τ’ αυ­το­κί­νη­το που οδη­γού­σε και τον κα­λού­σαν με εν­θου­σια­σμό στην πα­ρέα τους. Δεν μπο­ρού­σες άλ­λω­στε να περ­πα­τή­σεις πλάι του, τον στα­μα­τού­σαν σε κά­θε βή­μα. Κι αυ­τός πά­ντα με το γε­λά­κι του, το κο­φτό, το λί­γο ει­ρω­νι­κό, το λί­γο φι­λά­ρε­σκο και απέ­ρα­ντα κα­λό.

Ο Γιώρ­γος ο πρύ­τα­νης. Προ­σι­τός, οι­κεί­ος, δί­καιος. Ο ενα­ντί­ον των «συγ­γραμ­μά­των», εκεί­νος που έθι­ξε το μέ­γα τα­μπού και τα ισχυ­ρά συμ­φέ­ρο­ντα. Ο Γιώρ­γος ο εκλαϊ­κευ­τής, ο γη­τευ­τής της Βε­ρε­νί­κης. Ο Γιώρ­γος που ήθε­λε να φά­ει στην τά­δε ορει­νή τα­βέρ­να επει­δή εί­χε μια γα­λα­νο­μά­τα σερ­βι­τό­ρα κι ας ήταν το φαΐ χά­λια. Ο Γιώρ­γος ο φι­λέ­ται­ρος, ο έτοι­μος πά­ντα για νέ­ες γνω­ρι­μί­ες, για νέ­ες φι­λί­ες, που ξε­νυ­χτού­σε μες στη γοη­τεία μιας και­νούρ­γιας συ­ντρο­φιάς. Ο Γιώρ­γος ο Ευ­ρω­παί­ος, με την πα­γκό­σμια μα­τιά. Ο Γιώρ­γος που τολ­μού­σες να του αντι­μι­λή­σεις και πο­τέ δεν θι­γό­ταν. Ο Γιώρ­γος που εντέ­λει τού τα συγ­χω­ρού­σες τα κά­ποια (πο­λι­τι­κά) κορ­δε­λά­κια του. Ήθε­λε να εί­ναι πα­ντα­χού πα­ρών; Μα το άξι­ζε! Αυ­τός και η ποι­η­τι­κή του ευαι­σθη­σία. Αυ­τός και η γλωσ­σι­κή του ευαι­σθη­σία. «Τι ωραίο δι­ή­γη­μα το “Όνει­ρο στο κύ­μα”!»: σε κοί­τα­ζε ονει­ρο­πό­λα. Και «Μην γρά­φεις “η ανα­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τά του” – εί­ναι μα­κρι­νά­ρι».

Ο Γιώρ­γος και η Εύα του, Εύα και Πη­νε­λό­πη ταυ­τό­χρο­να, στα­θε­ρή αξία. Ο Γιώρ­γος και ο –πώς αλ­λιώς;–  Οδυσ­σέ­ας του, και η Μα­ρία του, κρυ­φά, ζε­στά κα­μά­ρια. Νύ­χτες στο Ατσι­πό­που­λο, κά­τω απ’ τ’ αστέ­ρια, γου­λιά-γου­λιά το κρα­σά­κι, ένα βου­νό τη­γα­νη­τές πα­τά­τες, κι η πί­πα πά­ντα πλάι.

Ο Γιώρ­γος Γραμ­μα­τι­κά­κης, το κα­πε­λά­κι του, η πί­πα του, μια φι­γού­ρα αγα­πη­τή στο μέ­γα πα­νελ­λή­νιο. Και στην καρ­διά του πά­ντα θα μεί­νει.