Σημειώσεις από το περιβάλλον
[ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ή ΠΕΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥΤΗΝ ]

_________

Στο εξώφυλλο:

Γουσταύος Ντορέ: σκηνή από την «Κόλαση» του Δάντη

Γιώργος Γραμματικάκης (1939-2023)

Ο Γιώργος. Η πίπα του. Το καπελάκι του. Το παιχνιδιάρικο βλέμμα του. Το κοφτό του γέλιο, το λίγο ειρωνικό και το πολύ καλόκαρδο. Η τόλμη του. «Τα όπλα είναι κατά βάθος το όπλο των δειλών και όχι της ανδρείας». Βγήκε και μίλησε στην Κρήτη γι’ αυτό το ζήτημα, έκανε ολόκληρη εκστρατεία… Ο ορθολογισμός του. Η νηφαλιότητα. Η αγάπη για τη θάλασσα. Διέσχιζε πολλά χιλιόμετρα για να βρεθεί στην παραλία που αγαπούσε: ο Νότος, το Λιβυκό, τα χρώματά του, η αύρα του. Ο Γιώργος και οι άνθρωποι. Σε κάτι κατσάβραχα, σε κάτι δρόμους αδιέξοδους, «εεε, περάστε να σασε κεράσουμε μια τσικουδιά!» Τον έβλεπαν μέσα απ’ τ’ αυτοκίνητο που οδηγούσε και τον καλούσαν με ενθουσιασμό στην παρέα τους. Δεν μπορούσες άλλωστε να περπατήσεις πλάι του, τον σταματούσαν σε κάθε βήμα. Κι αυτός πάντα με το γελάκι του, το κοφτό, το λίγο ειρωνικό, το λίγο φιλάρεσκο και απέραντα καλό.

Ο Γιώργος ο πρύτανης. Προσιτός, οικείος, δίκαιος. Ο εναντίον των «συγγραμμάτων», εκείνος που έθιξε το μέγα ταμπού και τα ισχυρά συμφέροντα. Ο Γιώργος ο εκλαϊκευτής, ο γητευτής της Βερενίκης. Ο Γιώργος που ήθελε να φάει στην τάδε ορεινή ταβέρνα επειδή είχε μια γαλανομάτα σερβιτόρα κι ας ήταν το φαΐ χάλια. Ο Γιώργος ο φιλέταιρος, ο έτοιμος πάντα για νέες γνωριμίες, για νέες φιλίες, που ξενυχτούσε μες στη γοητεία μιας καινούργιας συντροφιάς. Ο Γιώργος ο Ευρωπαίος, με την παγκόσμια ματιά. Ο Γιώργος που τολμούσες να του αντιμιλήσεις και ποτέ δεν θιγόταν. Ο Γιώργος που εντέλει τού τα συγχωρούσες τα κάποια (πολιτικά) κορδελάκια του. Ήθελε να είναι πανταχού παρών; Μα το άξιζε! Αυτός και η ποιητική του ευαισθησία. Αυτός και η γλωσσική του ευαισθησία. «Τι ωραίο διήγημα το “Όνειρο στο κύμα”!»: σε κοίταζε ονειροπόλα. Και «Μην γράφεις “η αναποφασιστικότητά του” – είναι μακρινάρι».

Ο Γιώργος και η Εύα του, Εύα και Πηνελόπη ταυτόχρονα, σταθερή αξία. Ο Γιώργος και ο –πώς αλλιώς;–  Οδυσσέας του, και η Μαρία του, κρυφά, ζεστά καμάρια. Νύχτες στο Ατσιπόπουλο, κάτω απ’ τ’ αστέρια, γουλιά-γουλιά το κρασάκι, ένα βουνό τηγανητές πατάτες, κι η πίπα πάντα πλάι.

Ο Γιώργος Γραμματικάκης, το καπελάκι του, η πίπα του, μια φιγούρα αγαπητή στο μέγα πανελλήνιο. Και στην καρδιά του πάντα θα μείνει.

Λουίζ Γκλικ (1943-2023)

Στο Πανδαιμόνιον – και όχι στο Πάνθεον – της ποίησης θα προτιμούσαν να λογαριάζονται, νομίζω, οι πιο αιχμηροί δημιουργοί. Ιδίως αν πέρασαν μια εποχή στην κόλαση. Πρόκειται για κατεύθυνση προς την οποία κινήθηκε η Λουίζ Γκλικ (Louise Glück), με εμβληματική αναγνώριση από Σουηδούς, πριν ο καρκίνος αναλάβει τη μεταφορά της στα καταλύματα της Περσεφόνης. «Το πλεονέκτημα της ποίησης έναντι της ζωής είναι ότι η ποίηση, αν είναι αρκετά αιχμηρή, μπορεί να διαρκέσει», έχει πει η Νεοϋορκέζα ποιήτρια, που ανανέωσε τη μυθουργία αλέθοντας ιστορίες της Αμερικής σε μυλόπετρες και μηλόλιθους της ελληνικής μυθολογίας. Στην Ελλάδα πάντως για όσους διεισδυτικά ασχολούνται με τη χώρα επιεικώς λέμε ότι δεν κάνουν μόνον αυτό, ενώ τρέχουν τα σάλια για όσους την κολακεύουν. Προφανώς κάποια γράμματα φαίνονται ψιλά σε εκείνους που ανορθογραφούν τα ψηλά, αν και εξίσου πιθανό είναι να έχει υποκαταστήσει η πλήξη της αρχαιοπληξίας το τραύμα.

Λουίζ Γκλικ: όταν ξεκινούσε


Η Γκλικ άρχισε να διαβάζει πολύ μικρή. Ήδη της διάβαζαν ελληνικούς μύθους και παραμύθια του Οζ. Για να αποκοιμηθούν, ο πατέρας διάβαζε στις κόρες του την ιστορία της Ιωάννας της Λορένης, που ήταν αναλφάβητη, παραλείποντας τον θάνατό της στην πυρά. Τις δίδαξε επίσης πώς να γράφουν βιβλία. Τα κορίτσια επινοούσαν ιστορίες, που ο πατέρας τους κατέγραφε σε χαρτιά κομμένα σε τετράγωνα, που δίπλωναν ώστε να γίνουν σελίδες, με συγκεκριμένο αριθμό λέξεων η κάθε μία, όπου υπήρχε χώρος να ζωγραφίσουν. Ένα παιδικό καλοκαίρι η οικογένεια το πέρασε στο Παρίσι, όπου πήγαν όταν ο πατέρας τους αρνήθηκε να αρχίσει ψυχανάλυση μετά την αυτοκτονία της αδελφής του, γεγονός τότε άγνωστο στα παιδιά. Πριν τελειώσει το γυμνάσιο, η Γκλικ ξεκίνησε για επτά χρόνια ψυχανάλυση. Έτσι μπόρεσε να παρακολουθήσει εργαστήρια ποίησης, όταν άρχισε να ελέγχει τις επιπτώσεις ακραίας νευρικής ανορεξίας. Πήρε πέντε χρόνια να γράψει την πρώτη της συλλογή, που είχε ξεκινήσει στα δεκαοχτώ. Το χειρόγραφο απορρίφθηκε 28 φορές πριν γίνει δεκτό, αναφέρει στο βιογραφικό της για το βραβείο Νομπέλ.
Η Ελλάδα ζει, είχε πει στο τέλος μιας συζήτησης χαριτολογώντας, υποθέτω, σε ένα απροσδόκητο πάρτι στη Νέα Υόρκη. Ασφαλώς στο χέρι μας είναι να τη διαψεύσουμε. Η μετάφραση του ποιήματός της Ο μύθος της αιωνιότητας αναδημοσιεύτηκε, από τον Χάρτη, στον τόμο «Έγραψαν για Αυτήν» (Ελευσίς Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, 2023). Ακολουθεί σε μετάφραση το ποίημα «Aboriginal Landscape», που φιλοξενήθηκε στο Poetry (Δεκ. 2013), λογοτεχνικό περιοδικό στο οποίο είχε κάνει την πρώτη της δημοσίευση σε ηλικία 22 ετών, μετά την αρχική εμφάνισή της στο περιοδικό Mademoiselle.


Αυτόχθονο τοπίο

Πατάς πάνω στον πατέρα σου, είπε η μητέρα μου,
και πράγματι στεκόμουν ακριβώς στο κέντρο
ενός στρώματος από γρασίδι, κομμένου τόσο περίτεχνα που θα μπορούσε
να είναι ο τάφος του πατέρα μου, αν και πέτρα να το λέει δεν υπήρχε.

Πατάς πάνω στον πατέρα σου, επανέλαβε,
πιο δυνατά αυτή τη φορά, που άρχισε να γίνεται περίεργο,
γιατί και εκείνη είχε πεθάνει· ακόμη και ο γιατρός το είχε παραδεχθεί.

Μετακινήθηκα λίγο προς το πλάι, εκεί
που ο πατέρας μου τελείωνε και η μητέρα μου άρχιζε.

Το κοιμητήριο ήταν σιωπηλό. Ο άνεμος φυσούσε στα δέντρα·
άκουγα, πολύ αχνά, ήχους από κλάματα αρκετές σειρές πιο πέρα
και πιο μακριά ένα σκυλί που θρηνούσε.

Στο τέλος οι ήχοι αυτοί υποχώρησαν. Έκανα τη σκέψη
πως δεν θυμόμουν να με έχουν φέρει με αυτοκίνητο εδώ,
σε αυτό που τώρα φαινόταν κοιμητήριο, αν και μπορούσε να είναι
κοιμητήριο στο μυαλό μου μόνο· ίσως ήταν πάρκο ή, αν όχι πάρκο,
ένας κήπος ή πέργκολα, αρωματισμένη, τώρα αντιλήφθηκα, από τριαντάφυλλα –
τον αέρα γεμίζοντας η γλυκύτητα της ζωής, douceur de vivre,
όπως λέγεται. Κάποια στιγμή,

μου πέρασε από το μυαλό πως ήμουν μόνη.
Πού είχαν πάει οι άλλες,
οι ξαδέλφες και η αδελφή μου, η Κέιτλιν και η Άμπιγκειλ;

Τώρα πια το φως ξεθώριαζε. Πού ήταν το αμάξι
που θα περίμενε να μας πάει σπίτι;

Άρχισα τότε να ψάχνω κάποια εναλλακτική λύση. Ένιωσα
μια ανυπομονησία να μεγαλώνει μέσα μου, σχεδόν ανησυχία, θα έλεγα.
Τελικά, σε απόσταση, διέκρινα ένα μικρό τρένο,
σταματημένο έμοιαζε πίσω από κάτι φυλλωσιές, με τον ελεγκτή
να τεντώνεται στο άνοιγμα μιας πόρτας, καπνίζοντας ένα τσιγάρο.

Μη με ξεχάσετε, φώναξα, τρέχοντας τώρα
πάνω από πολλά τμήματα γης, πολλές μητέρες και πατέρες –

Μη με ξεχάσετε, φώναξα, όταν επιτέλους τον έφτασα.
Κυρία μου, είπε, δείχνοντας τις ράγες,
ασφαλώς αντιλαμβάνεστε αυτό είναι το τέλος, οι ράγες δεν προχωρούν.
Οι λέξεις του ήταν σκληρές, τα μάτια του όμως ήταν ευγενικά·
αυτό με ενθάρρυνε να υπερασπιστώ περισσότερο τη θέση μου.
Μα πάνε πίσω, είπα, και σχολίασα
την αντοχή τους, λες και προορίζονταν για πολλές τέτοιες επιστροφές.

Ξέρετε, είπε, η δουλειά μας είναι δύσκολη: αντιμετωπίζουμε
πολλή θλίψη και απογοήτευση.
Με κοίταξε με αυξανόμενη ειλικρίνεια.
Ήμουν κάποτε όπως εσείς, πρόσθεσε, ερωτευμένος με την ταραχή.

Τώρα μιλούσα όπως σε έναν παλιό φίλο:
Και εσύ, είπα, μια και ήταν ελεύθερος να φύγει,
δεν επιθυμείς να πας στο σπίτι σου,
να δεις την πόλη πάλι;

Αυτό είναι το σπίτι μου, είπε.
Η πόλη – η πόλη είναι εκεί που εξαφανίζομαι.



ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

9+2 ποιήματα / Λουίζ Γκλικ - Χάρτης (hartismag.gr)
Ο θρίαμβος του Αχιλλέα & Ένας μύθος αφοσίωσης / Λουίζ Γκλικ - Χάρτης (hartismag.gr)


Bλ. επίσης: https://www.hartismag.gr/harti...

Το δίκιο της Κάλλας και του αηδονιού

Δεν άρεσε στον πατέρα μου η όπερα. Όποτε άκουγε στο ραδιόφωνο τότε, μάλλον τον ενοχλούσε, αφύσικη πολύ τού φαινόταν, καθόλου δεν μπορούσε να την καταλάβει.
Ένα απόγευμα, γυρίζοντας από το σχολείο, τον βρήκα να ακούει όπερα, την Κάλλας στο μεγάλο ραδιόφωνο, στη μέση του καθιστικού που είχαν τότε τα σπίτια μας.
Τρέχανε τα μάτια του.

—Μπαμπά; Εσύ δεν μου ’λεγες..
—Ναι. Αλλά αυτή είναι αηδόνι, μου είπε.

Τότε, το αηδόνι για την Κάλλας το πήρα για απλώς υπερθετικό βαθμό περιγραφής τής φωνής της. Αρκετά χρόνια μετά άκουσα κι εγώ αηδόνι προσεκτικά, όπως θ’ άκουγε κι ο πατέρας μου στο Βαριμπόπι, το χωριό του, στην Κυπαρισσία. Κατάλαβα το εύρος του κελαηδήματός του, το γιατί υπερέχει από τα πουλιά όλα.
Ο πατέρας μου, δηλαδή, έκανε και μια τεχνική παρατήρηση, σκέφτηκα, έναν ακριβή, πέραν της γοητείας των δύο ήχων, παραλληλισμό.

(Δεν θυμάμαι ποιος μου είχε πει κι αυτή την άλλη μικρή ιστορία: μια Αθηναία, φεύγοντας από το νησί που παραθέριζε ένα φθινόπωρο, χάρισε μια κασέτα μαγνητοφώνου με την Κάλλας, λέει, σ’ έναν φίλο της ψαρά, ντόπιο.

—Άκουσέ την, να μου πεις τη γνώμη σου όταν ξανά 'ρθω, τoυ είπε.

Το επόμενο καλοκαίρι που γύρισε τον ρώτησε:

—Την άκουσες;
—Ναι, είπε αυτός.
—Και;
—Να σου πω. Αυτή, τελικά, δίκιο έχει που φωνάζει.)

(Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ Στιγμές )

Γιον Φόσε (Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας 2023)

Σκίτσο Νikias Elmehed


Στις 15 Νοεμβρίου

Αφιέρωμα στον
ΝΙΚΟ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

(Συντονισμός: Νίκος Χρυσός)