Ξόρκι για να σκοτώσεις μια οχιά

Ξόρκι για να σκοτώσεις μια οχιά

Σενσεμαγιά

Μαγιόμπε-μπόμπε-μαγιομπέ!
Μαγιόμπε-μπόμπε-μαγιομπέ!
Μαγιόμπε-μπόμπε-μαγιομπέ!

Η οχιά έχει δυο γυάλινα μάτια,
να ‘τη η οχιά, φιδογυρίζει στο ραβδί·
με τα γυάλινα μάτια της, στο ραβδί,
με τα γυάλινα μάτια.

Η οχιά περπατά χωρίς πόδια·
η οχιά τρυπώνει στο χορτάρι·
περπατώντας τρυπώνει στο χορτάρι,
περπατώντας χωρίς πόδια.

Μαγιόμπε-μπόμπε-μαγιομπέ!
Μαγιόμπε-μπόμπε-μαγιομπέ!
Μαγιόμπε-μπόμπε-μαγιομπέ!

Χτύπα τη με το πελέκι να πεθάνει:
χτύπα τη!
Μην τη χτυπήσεις με το πόδι, θα σε δαγκάνει,
όχι με το πόδι, θα το σκάσει!

Σενσεμαγιά,* η οχιά,
σενσεμαγιά.
Σενσεμαγιά, με τα μάτια της,
σενσεμαγιά.
Σενσεμαγιά, με τη γλώσσα της,
σενσεμαγιά.
Σενσεμαγιά, με το στόμα της,
σενσεμαγιά.

Η πεθαμένη οχιά δεν μπορεί να φάει·
η πεθαμένη οχιά δεν μπορεί να πιει·
δεν μπορεί να σφυράει,
δεν μπορεί να δει.
Η πεθαμένη οχιά δεν μπορεί να περπατήσει·
η πεθαμένη οχιά δεν μπορεί να ορμήσει·
δεν μπορεί να ανασάνει,
δεν μπορεί να δαγκάνει.
Μαγιόμπε-μπόμπε-μαγιομπέ!
Σενσεμαγιά, η οχιά…

Μαγιόμπε-μπόμπε-μαγιομπέ!
Σενσεμαγιά, δεν σαλεύει…
Μαγιόμπε-μπόμπε-μαγιομπέ!
Σενσεμαγιά, η οχιά…
Μαγιόμπε-μπόμπε-μαγιομπέ!
Σενσεμαγιά, είναι νεκρή!

(1934)


* Αφρικανική θεότητα με μορφή φιδιού


Ξόρκι για να σκοτώσεις μια οχιά

Λί­γα λό­για για το Sensemayá

Αυ­τό το κα­θη­λω­τι­κό ποί­η­μα εί­ναι γραμ­μέ­νο το 1934 από τον Κου­βα­νό ποι­η­τή Νι­κο­λάς Γκι­γιέν. Ανα­πα­ρά­γο­ντας την αφρο­κου­βα­νι­κή διά­λε­κτο και τους ρυθ­μούς της Κα­ραϊ­βι­κής μάς με­τα­φέ­ρει στις μέ­ρες του καρ­να­βα­λιού. Το καρ­να­βά­λι απο­τε­λεί μια ανά­σα για τους αφρο­κου­βα­νούς αγρό­τες που δου­λεύ­ουν στις φυ­τεί­ες, μια ρωγ­μή στην «κα­νο­νι­κό­τη­τα» μιας κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας σε ένα από τα σκλη­ρό­τε­ρα κα­θε­στώ­τα σκλα­βιάς. Τού­τη η πα­ρα­φω­νία στην πα­γιω­μέ­νη ρου­τί­να στε­ρή­σε­ων και αθλιό­τη­τας εί­ναι ταυ­τό­χρο­να μια έκ­φρα­ση αντί­δρα­σης και ελευ­θε­ρί­ας. Μέ­σα από την πα­ρα­ζά­λη των εορ­τα­στι­κών τε­λε­τουρ­γι­κών οι άν­θρω­ποι αυ­τοί βρί­σκουν για λί­γο την ταυ­τό­τη­τά τους. Έτσι το Σεν­σε­μα­γιά εί­ναι μια αλ­λη­γο­ρι­κή επω­δή που θα ξορ­κί­σει το κα­κό (το φί­δι) που για τον ποι­η­τή δεν εί­ναι άλ­λο από την αποι­κιο­κρα­τία και τον ιμπε­ρια­λι­σμό εκεί­νης της επο­χής.
Η μο­να­δι­κή ατμό­σφαι­ρα πρω­το­γο­νι­σμού και μα­γεί­ας κα­τα­φέρ­νει να μας ανα­στα­τώ­σει, η μου­σι­κό­τη­τα και η κυ­κλι­κή επα­νά­λη­ψη των στί­χων ζω­ντα­νεύ­ουν μπρο­στά μας τους τε­λε­τουρ­γι­κούς χο­ρούς των Αντιλ­λών. Συ­γκλο­νί­ζει η τε­λευ­ταία στρο­φή όπου δυο φω­νές ενώ­νουν τις δυ­νά­μεις τους για να κα­τα­βά­λουν το κα­κό.

Το ποί­η­μα ενέ­πνευ­σε τον Με­ξι­κά­νο συν­θέ­τη Σιλ­βέ­στρε Ρε­βου­έλ­τας (1899-1940) να γρά­ψει το 1938 το δη­μο­φι­λές ορ­χη­στρι­κό κομ­μά­τι «Σεν­σε­μα­γιά».

Ξόρκι για να σκοτώσεις μια οχιά

Ο Κου­βα­νός Νι­κο­λάς Γκι­γιέν (Nicolás Guillén, 1902-1990) εί­ναι ένας από τους ση­μα­ντι­κό­τε­ρους ισπα­νό­φω­νους ποι­η­τές και εθνι­κός ποι­η­τής της Κού­βας. Εξί­σου ση­μα­ντι­κή ήταν η ακτι­βι­στι­κή και πο­λι­τι­κή του δρά­ση, γε­γο­νός που αντι­κα­το­πτρί­ζε­ται στους στί­χους του. Εϊ­χε προ­τα­θεί για το βρα­βείο Νο­μπέλ και έχει με­τα­φρα­στεί σε δε­κά­δες γλώσ­σες. Μά­λι­στα στην Ελ­λά­δα πρώ­τος ο Ρί­τσος μάς γνώ­ρι­σε την ποί­η­σή του. Προ­ερ­χό­με­νος ο ίδιος από αφρο­κου­βα­νι­κή οι­κο­γέ­νεια, έδει­ξε με­γά­λο εν­δια­φέ­ρον για τις αφρι­κά­νι­κες πα­ρα­δό­σεις, το οποίο αντα­να­κλά­ται στο έρ­γο του. Με τους στί­χους του κα­τα­φέρ­νει να απο­στά­ξει την ου­σία αυ­τών των πα­ρα­δό­σε­ων, προ­σπα­θώ­ντας να ορί­σει την κου­βα­νι­κή ταυ­τό­τη­τα. Τα τε­λευ­ταία χρό­νια έρ­γα του έχουν με­τα­φρα­στεί στα ελ­λη­νι­κά από τους Μπά­μπη Ζα­φει­ρά­το, Χάι­με Σβαρτ και Άν­να Κα­ρά­πα (ΠΗ­ΓΗ: Βι­βλιο­νέτ).

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: