Πολύπλοκες οικογενειακές δοκιμασίες

Μαίρη Μικέ, «Δοκιμασίες. Όψεις του οικογενειακού πλέγματος στο νεοελληνικό μυθιστόρημα 1922-1974», Gutenberg 2019

Η πο­λυ­σχι­δής με­λέ­τη της Μαί­ρης Μι­κέ Δο­κι­μα­σί­ες. Όψεις του οι­κο­γε­νεια­κού πλέγ­μα­τος στο νε­ο­ελ­λη­νι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα 1922-1974 επι­κε­ντρώ­νε­ται στην απο­τύ­πω­ση της οι­κο­γέ­νειας στο νε­ο­ελ­λη­νι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα της πε­ριό­δου 1922-1974: της οι­κο­γέ­νειας ως δο­μής που βρί­σκε­ται σε άμε­ση σχέ­ση με τις εκά­στο­τε πο­λι­τι­κο­κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες, ως προ­βο­λής πε­ποι­θή­σε­ων σχε­τι­κά με την κλη­ρο­νο­μι­κή με­τα­βί­βα­ση και τη δια­δο­χή, ως πε­δί­ου συ­γκρού­σε­ων, ως χώ­ρου άσκη­σης εξου­σί­ας, ως ση­μεί­ου συ­νά­ντη­σης της ιδιω­τι­κής και της δη­μό­σιας σφαί­ρας. Το βι­βλίο απαρ­τί­ζε­ται από εκτε­νή «Ει­σα­γω­γή», έξι κε­φά­λαια –που φέ­ρουν τους τί­τλους «Το ψυ­χο­μά­χη­μα του πα­λαιού κό­σμου», «Η σα­θρή ευ­ρω­στία των αστι­κών οί­κων τη δε­κα­ε­τία του 1930», «Το γυ­ναι­κείο βλέμ­μα μιας πα­ροι­κια­κής με­γα­λο­α­στι­κής οι­κο­γέ­νειας», «Το πέ­ρα­σμα από τη (με­σο­πο­λε­μι­κή) οι­κια­κή εσω­τε­ρι­κό­τη­τα στις νέ­ες ανά­γκες», «Με­τα­πο­λε­μι­κές οι­κο­γέ­νειες σε (μυθ)ιστο­ρι­κές πε­ρι­δι­νή­σεις», «Οι­κο­γε­νεια­κές πα­ρα­μορ­φώ­σεις στα ερεί­πια της με­τεμ­φυ­λια­κής επο­χής»–, «Επι­λε­γό­με­να», βι­βλιο­γρα­φία και ευ­ρε­τή­ριο ονο­μά­των.

Λαμ­βά­νο­ντας ως ση­μείο εκ­κί­νη­σης τη λέ­ξη «δο­κι­μα­σία» με τη ση­μα­σία της «πο­λύ με­γά­λης ψυ­χι­κής και σω­μα­τι­κής τα­λαι­πω­ρί­ας», η Μι­κέ επε­ξη­γεί με ευ­κρί­νεια στην πο­λύ δια­φω­τι­στι­κή ει­σα­γω­γή του βι­βλί­ου της ότι στό­χος της εί­ναι η διε­ρεύ­νη­ση των τρό­πων με τους οποί­ους ανα­πα­ρί­στα­ται σε νε­ο­ελ­λη­νι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα της πε­ριό­δου 1922-1974 μια δι­πλή δο­κι­μα­σία με­τα­ξύ των με­λών ενός οι­κο­γε­νεια­κού πλέγ­μα­τος, δη­λα­δή τό­σο μια εν­δο­γε­νής και εσω­τε­ρι­κή δο­κι­μα­σία προ­ερ­χό­με­νη εν­δε­χο­μέ­νως από τους κόλ­πους της οι­κο­γέ­νειας όσο και μια εξω­γε­νής, «που ξε­φεύ­γει από την επι­κρά­τεια του οί­κου, αντι­με­τω­πί­ζει γε­γο­νό­τα κα­τά το μάλ­λον ή ήτ­τον κα­θο­ρι­στι­κά που υπερ­βαί­νουν τα όρια του ατο­μι­κού και του οι­κο­γε­νεια­κού βιώ­μα­τος και ως προς τις αι­τί­ες και ως προς τις επι­πτώ­σεις τους» (σ. 17). Η με­λε­τή­τρια διευ­κρι­νί­ζει εκ των προ­τέ­ρων ότι τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα που απο­τε­λούν το corpus της με­λέ­της της επι­βε­βαιώ­νουν τη δια­πί­στω­ση στην οποία προ­βαί­νει ο Άγ­γε­λος Τερ­ζά­κης στο με­τα­πο­λε­μι­κό του μυ­θι­στό­ρη­μα Μυ­στι­κή ζωή (1957) ότι «κά­θε οι­κο­γέ­νεια έχει λί­γο-πο­λύ την πλη­γή της»,[1] κα­θώς οι­κο­γέ­νειες κα­τα­τρώ­γο­νται από τις πλη­γές τους και οι ήρω­ες των έρ­γων προ­σπα­θούν να λυ­τρω­θούν από εσω­τε­ρι­κούς βρυ­κό­λα­κες. Επι­πρό­σθε­τα, υπο­γραμ­μί­ζει τη με­τα­βλη­τό­τη­τα και τη ρευ­στό­τη­τα των ορί­ων εν­νοιών όπως ιδιω­τι­κό, δη­μό­σιο, πο­λι­τι­κό και προ­α­ναγ­γέλ­λει την αντι­με­τώ­πι­σή τους ως πο­λι­τι­κά προσ­διο­ρι­σμέ­νων κα­τη­γο­ριών (σ. 21)· επι­ση­μαί­νει ότι η ιστο­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα «δεν εκλαμ­βά­νε­ται […] μό­νο ως πα­ρα­γω­γός αλ­λά και ως πα­ρά­γω­γο συ­μπε­ρι­φο­ρών, νο­ο­τρο­πιών, ιδε­ο­λο­γιών, συλ­λο­γι­κών αντι­δρά­σε­ων, αγκυ­λώ­σε­ων κ.ο.κ.» (σ. 23)· συν­δέ­ει το με­γά­λο χρο­νι­κό άνυ­σμα των εξε­τα­ζό­με­νων μυ­θι­στο­ρη­μά­των με την ποι­κι­λία των ιστο­ρι­κών χρό­νων των κει­μέ­νων, που κα­λύ­πτουν μια πε­ρί­ο­δο επτά πε­ρί­που δε­κα­ε­τιών, από την αρ­χή του ει­κο­στού αιώ­να μέ­χρι τη δι­κτα­το­ρία των συ­νταγ­μα­ταρ­χών (σ. 24). Επι­πλέ­ον, δι­καιο­λο­γεί στην επι­λο­γή της να εστια­στεί στο γραμ­μα­το­λο­γι­κό εί­δος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, επι­κα­λού­με­νη την αύ­ξη­ση της μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κής πα­ρα­γω­γής και την κυ­ριαρ­χία της εκτε­νούς αφη­γη­μα­τι­κής σύν­θε­σης λί­γο με­τά το χρο­νι­κό ση­μείο εκ­κί­νη­σης της με­λέ­της της, τη δε­κα­ε­τία του 1930, την πο­λυ­δύ­να­μη, πο­λυ­πρό­σω­πη διά­στα­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, που απο­τε­λεί μια προ­νο­μια­κή μορ­φή για την απει­κό­νι­ση μιας κι­νη­τι­κής επο­χής, τον ισχυ­ρό δε­σμό του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος με το άστυ, το οποίο ανα­λαμ­βά­νει ρό­λο προ­νο­μια­κό και δια­δρα­στι­κό. Επί­σης, θέ­τει τα κρι­τή­ρια με τα οποία επι­λέ­γει τα συ­γκε­κρι­μέ­να μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, εί­κο­σι δύο συ­νο­λι­κά της πε­ριό­δου 1922-1974, από δε­κα­τρείς συγ­γρα­φείς του λο­γο­τε­χνι­κού κα­νό­να: βρί­σκο­νται σε ένα εί­δος με­ταιχ­μί­ου, συν­δυά­ζο­ντας εν­δο­γε­νείς και εξω­γε­νείς δο­κι­μα­σί­ες, κά­ποια απο­τε­λούν «δια­γε­νε­α­κά οι­κο­γε­νεια­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα», κα­θώς πα­ρα­κο­λου­θούν δια­δο­χι­κές γε­νιές μιας οι­κο­γέ­νειας, και εκτεί­νο­νται σε πε­ρισ­σό­τε­ρους του ενός τό­μους, συν­δε­ό­με­να με το «μυ­θι­στό­ρη­μα-κύ­κλος» ή το «μυ­θι­στό­ρη­μα-πο­τα­μός». Η ει­σα­γω­γή ολο­κλη­ρώ­νε­ται με ανα­φο­ρά στα με­θο­δο­λο­γι­κά ερ­γα­λεία που πρό­κει­ται να ακο­λου­θή­σει η συγ­γρα­φέ­ας: συν­δυα­σμός ιστο­ρι­κών-γραμ­μα­το­λο­γι­κών συμ­φρα­ζο­μέ­νων και θε­ω­ρη­τι­κών προ­τά­σε­ων, εκ του σύ­νεγ­γυς ανά­γνω­ση των μυ­θι­στο­ρη­μά­των, διά­τα­ξή τους σύμ­φω­να με τον χρό­νο γρα­φής τους, συ­νε­ξέ­τα­ση πε­ρισ­σό­τε­ρων του ενός μυ­θι­στο­ρη­μά­των σε κά­θε κε­φά­λαιο –πλην του πρώ­του–, συ­μπε­ρί­λη­ψη ποι­κί­λων κει­μέ­νων των ίδιων των εξε­τα­ζό­με­νων πε­ζο­γρά­φων (δο­κί­μια, με­λέ­τες, συ­νε­ντεύ­ξεις, επι­στο­λές), κρι­τι­κές κα­τα­θέ­σεις συγ­γρα­φέ­ων για ομο­τέ­χνους τους που με­λε­τώ­νται στο βι­βλίο, χρή­ση των πρώ­των εκ­δό­σε­ων των μυ­θι­στο­ρη­μά­των, συ­γκε­ρα­σμός της ιστο­ρί­ας των ιδε­ών, της πρω­το­γε­νούς έρευ­νας, της αφη­γη­μα­το­λο­γί­ας, των σπου­δών φύ­λου και της πο­λι­τι­σμι­κής ει­κο­νο­λο­γί­ας. Μια από τις βα­σι­κές φι­λο­δο­ξί­ες της με­λέ­της, υπο­στη­ρί­ζει η συγ­γρα­φέ­ας, εί­ναι «να ρί­ξει νέο φως στα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, να προ­σφέ­ρει νέ­ες ανα­γνώ­σεις, να δει δια­φο­ρε­τι­κά συγ­γρα­φείς και κεί­με­να, μέ­σα από νέα ερω­τή­μα­τα» (σ. 41).

Αν επι­χει­ρή­σου­με μια κα­τα­λο­γο­γρά­φη­ση των έρ­γων που εξε­τά­ζει η Μι­κέ, θα δια­πι­στώ­σου­με την πα­ρου­σία δύο πε­ζο­γρά­φων των αρ­χών του ει­κο­στού αιώ­να (Κων­στα­ντί­νος Θε­ο­τό­κης, με το Οι σκλά­βοι στα δε­σμά τους, 1922· Πη­νε­λό­πη Δέλ­τα, με την τρι­λο­γία Ρω­μιο­πού­λες, γραμ­μέ­νη το διά­στη­μα 1926-1939 αλ­λά εκ­δο­μέ­νη μό­λις το 2014), τεσ­σά­ρων πε­ζο­γρά­φων της γε­νιάς του 1930 (Θα­νά­σης Πε­τσά­λης, με την τρι­λο­γία Γε­ρές και αδύ­να­μες γε­νε­ές, 1933-1935· Γιώρ­γος Θε­ο­το­κάς, με την Αρ­γώ, 1936· Άγ­γε­λος Τερ­ζά­κης, με τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα Δε­σμώ­τες, 1932, Η πα­ρακ­μή των Σκλη­ρών, 1934 και Η με­νε­ξε­δέ­νια πο­λι­τεία, 1937· Μ. Κα­ρα­γά­τσης, με τα έρ­γα Γιού­γκερ­μαν, 1938 και Τα στερ­νά του Μί­χα­λου, 1941), ενός πε­ζο­γρά­φου που βρί­σκε­ται στο με­ταίχ­μιο με­τα­ξύ με­σο­πο­λε­μι­κής και με­τα­πο­λε­μι­κής πε­ζο­γρα­φί­ας (Τά­σος Αθα­να­σιά­δης, με την τρι­λο­γία Οι Παν­θέ­οι, 1945-1961) και έξι με­τα­πο­λε­μι­κών πε­ζο­γρά­φων (Βα­σί­λης Βα­σι­λι­κός, με το μυ­θι­στό­ρη­μα Τα σι­λό, γραμ­μέ­νο το 1949 αλ­λά εκ­δο­μέ­νο το 1976· Μαρ­γα­ρί­τα Λυ­μπε­ρά­κη με το Ο άλ­λος Αλέ­ξαν­δρος, 1949· Τα­τιά­να Γκρί­τση-Μιλ­λιέξ με το …Και ιδού ίπ­πος χλω­ρός, 1963· Νί­κος Μπα­κό­λας με το Ο κή­πος των πρι­γκί­πων, 1966· Αντρέ­ας Φρα­γκιάς με το Η κα­γκε­λό­πορ­τα, 1962· Αλέ­ξαν­δρος Κο­τζιάς με το Ο γεν­ναί­ος Τη­λέ­μα­χος, 1972). Όπως δια­φαί­νε­ται και από την πα­ρα­πά­νω πα­ρά­θε­ση συγ­γρα­φέ­ων και τί­τλων, την πιο ισχυ­ρή εκ­προ­σώ­πη­ση έχει η γε­νιά του 1930, αυ­τή που επα­να­φέ­ρει δυ­να­μι­κά το μυ­θι­στό­ρη­μα στο λο­γο­τε­χνι­κό προ­σκή­νιο, δια­πρέ­πει στο μυ­θι­στό­ρη­μα του «αστι­κού ρε­α­λι­σμού»,[2] το­νί­ζο­ντας «το πρό­βλη­μα των σχέ­σε­ων μέ­σα στον οι­κο­γε­νεια­κό κύ­κλο»,[3] και δια­λέ­γε­ται με ευ­ρω­παϊ­κά ομό­λο­γα κεί­με­να: διό­λου τυ­χαία το σχε­τι­κό κε­φά­λαιο εί­ναι το εκτε­νέ­στε­ρο του βι­βλί­ου και κα­τα­λαμ­βά­νει πε­ρισ­σό­τε­ρες από εκα­τό σε­λί­δες (σ. 93-198). Επι­πλέ­ον, αξιο­πρό­σε­κτη εί­ναι η πα­ρου­σία της γυ­ναι­κεί­ας γρα­φής: σε σύ­νο­λο δε­κα­τριών πε­ζο­γρά­φων οι τρεις εί­ναι γυ­ναί­κες (Δέλ­τα, Λυ­μπε­ρά­κη, Γκρί­τση-Μιλ­λιέξ).

Σε κά­θε κε­φά­λαιο η Μι­κέ πα­ρέ­χει πο­λύ­τι­μες πλη­ρο­φο­ρί­ες για τον ιστο­ρι­κό χρό­νο αλ­λά και τον χρό­νο συγ­γρα­φής των εξε­τα­ζό­με­νων μυ­θι­στο­ρη­μά­των, εξε­τά­ζει την κρι­τι­κή υπο­δο­χή τους, πα­ρα­κο­λου­θεί τη συ­γκρό­τη­ση της πλο­κής, με­λε­τά τη σκια­γρά­φη­ση των χα­ρα­κτή­ρων, τις αφη­γη­μα­τι­κές τε­χνι­κές, την απο­τύ­πω­ση του χώ­ρου, το αι­σθη­τι­κό και ιδε­ο­λο­γι­κό πλαί­σιο του κά­θε κει­μέ­νου και επι­με­ρί­ζει το υλι­κό της σε λει­τουρ­γι­κούς και ευ­φά­ντα­στους τί­τλους,[4] που υπη­ρε­τούν τους στό­χους της έρευ­νάς της. Αξί­ζει να υπο­γραμ­μι­στεί η αυ­το­νο­μία του κά­θε κε­φα­λαί­ου, αλ­λά και το ορ­γα­νι­κό δέ­σι­μο του συ­νό­λου, η δια­σφά­λι­ση υψη­λού βαθ­μού συ­νο­χής και συ­νε­κτι­κό­τη­τας με­τα­ξύ των κε­φα­λαί­ων, με τις απα­ραί­τη­τες «γέ­φυ­ρες» που ενώ­νουν τα κε­φά­λαια με­τα­ξύ τους. Για πα­ρά­δειγ­μα, το πέ­ρα­σμα από το πρώ­το κε­φά­λαιο (που ασχο­λεί­ται με το μυ­θι­στό­ρη­μα του Θε­ο­τό­κη, όπου το οι­κο­γε­νεια­κό πλέγ­μα περ­νά μέ­σα από την κα­τάρ­ρευ­ση του αρι­στο­κρα­τι­κού οί­κου των Οφιο­μά­χων, την άνο­δο του οί­κου του αυ­το­δη­μιούρ­γη­του για­τρού Στε­ριώ­τη, εκ­προ­σώ­που της ανερ­χό­με­νης αστι­κής τά­ξης, και τον μα­ρα­σμό του οί­κου των Σω­ζό­με­νων, που δια­πνέ­ο­νται από αγά­πη για την επι­στή­μη και το σο­σια­λι­στι­κό ιδε­ώ­δες) στο δεύ­τε­ρο κε­φά­λαιο (που βά­ζει στο μι­κρο­σκό­πιο τα εμ­βλη­μα­τι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα των Πε­τσά­λη, Θε­ο­το­κά, Τερ­ζά­κη και Κα­ρα­γά­τση και θί­γει ζη­τή­μα­τα όπως η κρί­ση του θε­σμού της οι­κο­γέ­νειας, η κλη­ρο­νο­μι­κό­τη­τα, η συ­νέ­χεια των γε­νε­ών, η μέ­ρι­μνα για τη δια­σφά­λι­ση της «κα­θα­ρό­τη­τας» της τά­ξης) πραγ­μα­το­ποιεί­ται με μια πα­ρά­γρα­φο, που συ­νο­ψί­ζει με­στά το κε­φά­λαιο που ολο­κλη­ρώ­νε­ται και προ­α­ναγ­γέλ­λει το κε­φά­λαιο που έπε­ται: «Μπο­ρεί λοι­πόν στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Θε­ο­τό­κη η δύ­να­μη του χρή­μα­τος να ανα­δει­κνύ­ε­ται σε ρυθ­μι­στι­κό πα­ρά­γο­ντα ερω­τι­κών σχέ­σε­ων και κοι­νω­νι­κών εξου­σια­στι­κών μη­χα­νι­σμών και μπο­ρεί ακό­μη να πα­ρα­κο­λου­θού­με το ψυ­χο­μά­χη­μα του πα­λαιού (αρι­στο­κρα­τι­κού) κό­σμου και την ορ­μη­τι­κή ανά­δυ­ση νέ­ων δυ­νά­με­ων με δια­φο­ρε­τι­κές ιδε­ο­λο­γί­ες, συ­νή­θειες και νο­ο­τρο­πί­ες, στο κε­φά­λαιο που ακο­λου­θεί αυ­τό ακρι­βώς το νή­μα γί­νε­ται αντι­κεί­με­νο συ­στη­μα­τι­κό­τε­ρης επε­ξερ­γα­σί­ας: συν­δέ­ε­ται δη­λα­δή η ανά­πτυ­ξη του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος στα χρό­νια της δε­κα­ε­τί­ας του 1930, ώς έναν με­γά­λο βαθ­μό, μ’ αυ­τήν ακρι­βώς τη στίλ­βου­σα γε­νιά που απο­πνέ­ει τον αέ­ρα του αστι­κού φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού και κα­τα­θέ­τει του­λά­χι­στον τα πρώ­τα χρό­νια τη συ­νεί­δη­ση μιας συλ­λο­γι­κό­τη­τας, ένα αί­σθη­μα του συ­να­νή­κειν που επι­τρέ­πει την κα­τά­θε­ση των ίδιων ερω­τη­μά­των και όχι ανα­γκα­στι­κά των ίδιων απα­ντή­σε­ων» (σ. 91). Με ανά­λο­γο τρό­πο επι­χει­ρεί­ται η με­τά­βα­ση και στα υπό­λοι­πα κε­φά­λαια της μο­νο­γρα­φί­ας: στο τρί­το κε­φά­λαιο, όπου, με συν­δε­τι­κό κρί­κο τις «το­νι­κό­τη­τες σχέ­σε­ων ανά­με­σα στην πε­ρι­φέ­ρεια του πα­ροι­κια­κού Ελ­λη­νι­σμού και το μη­τρο­πο­λι­τι­κό ελ­λα­δι­κό κέ­ντρο» (σ. 198), εξε­τά­ζε­ται η πε­ρί­πτω­ση της με­ταιχ­μια­κής τρι­λο­γί­ας της Πη­νε­λό­πης Δέλ­τα Ρω­μιο­πού­λες (Το ξύ­πνη­μα, Λά­βρα, Σού­ρου­πο), στην οποία η συ­νο­χή μιας με­γα­λο­α­στι­κής οι­κο­γέ­νειας απει­λεί­ται από τον ανο­λο­κλή­ρω­το έρω­τα της ηρω­ί­δας σε μια άκρως φορ­τι­σμέ­νη ιστο­ρι­κή πε­ρί­ο­δο (1895-1920)· στο τέ­ταρ­το κε­φά­λαιο, όπου, με γέ­φυ­ρα τις συ­γκλί­σεις ανά­με­σα στους τρό­πους πρό­σλη­ψης του έθνους στις Ρω­μιο­πού­λες και στους Παν­θέ­ους, τις λει­τουρ­γί­ες που επι­τε­λεί η απα­γο­ρευ­μέ­νη ερω­τι­κή επι­θυ­μία και τις χα­ρά­ξεις δρο­μο­λο­γί­ων από τις κλει­στο­φο­βι­κές επαύ­λεις στις εντά­σεις του Δι­χα­σμού και στον Ελ­λη­νοϊ­τα­λι­κό πό­λε­μο, προ­σεγ­γί­ζε­ται το φι­λό­δο­ξο τρί­το­μο «μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό χρο­νι­κό»[5] του Τά­σου Αθα­να­σιά­δη (Η χα­ρι­σά­με­νη επο­χή, Μάρ­μω Παν­θέ­ου, Η Κερ­κό­πορ­τα), η πλέ­ον ολο­κλη­ρω­μέ­νη από­πει­ρα με­τα­φύ­τευ­σης του εί­δους «μυ­θι­στό­ρη­μα-πο­τα­μός» στην ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα· στο πέμ­πτο κε­φά­λαιο, όπου με ση­μείο το­μής την έξο­δο από την εσω­τε­ρι­κή πε­ρι­δί­νη­ση στην πιο ενερ­γή συμ­με­το­χή στο κοι­νω­νι­κό γί­γνε­σθαι και τη δια­μόρ­φω­ση νέ­ων πραγ­μα­τι­κο­τή­των και νέ­ων ανα­γκών, προ­σεγ­γί­ζο­νται τα με­τα­πο­λε­μι­κά –και, στην πλειο­ψη­φία τους, με έντο­να νε­ο­τε­ρι­κά στοι­χεία– μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του Βα­σι­λι­κού, της Λυ­μπε­ρά­κη, της Γκρί­τση-Μιλ­λιέξ και του Μπα­κό­λα, στα οποία η οι­κο­γέ­νεια δια­πλέ­κε­ται με τον μύ­θο και την Ιστο­ρία· και, τέ­λος, στο έκτο κε­φά­λαιο, με άξο­να τις με­τα­το­πί­σεις που πα­ρα­τη­ρού­νται στους χώ­ρους των οι­κο­γε­νεια­κών πλεγ­μά­των, της σχέ­σης δη­μό­σιου και ιδιω­τι­κού, των ερ­γα­σια­κών σχέ­σε­ων, από τα πρώ­τα με­τα­πο­λε­μι­κά στα με­τεμ­φυ­λια­κά χρό­νια, ανα­λύ­ο­νται τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του Φρα­γκιά και του Κο­τζιά, όπου «η οι­κο­γέ­νεια θα συμ­βα­δί­σει με την κοι­νω­νία, την κε­ντρι­κή εξου­σία, το δί­πο­λο της μνή­μης και της λή­θης, όπως και με το κα­θη­με­ρι­νό άγ­χος της ύπαρ­ξης».[6]

Στα πο­λύ χρή­σι­μα και διεισ­δυ­τι­κά «Επι­λε­γό­με­να» η με­λε­τή­τρια προ­τεί­νει πέ­ντε άξο­νες, βά­σει των οποί­ων κα­τη­γο­ριο­ποιεί τα πο­ρί­σμα­τα της έρευ­νάς της και συ­νο­ψί­ζει τις «δο­κι­μα­σί­ες» των οι­κο­γε­νειών που έχει πα­ρου­σιά­σει διε­ξο­δι­κά στα προη­γού­με­να κε­φά­λαια: «Κλη­ρο­νο­μι­κό­τη­τα και οι­κο­γε­νεια­κές αξί­ες», «Οι­κο­γέ­νεια ως με­τα­φο­ρά του έθνους», «Οι­κο­γε­νεια­κό πλέγ­μα και τα­ξι­κός πα­ρά­γο­ντας: Η οι­κο-νο­μία, ο ρό­λος του χρή­μα­τος και της ερ­γα­σί­ας», «Εμπο­δι­σμέ­νη ερω­τι­κή επι­θυ­μία και οι­κο­γε­νεια­κή δια­σά­λευ­ση», και «Σχέ­σεις ανά­με­σα στην οι­κο­γε­νεια­κή και τη δη­μό­σια σφαί­ρα». Κα­τα­λή­γει στο συ­μπέ­ρα­σμα ότι «οι συγ­γρα­φείς όχι μό­νο ενορ­χη­στρώ­νουν και προ­βάλ­λουν οι­κο­γε­νεια­κές δο­μές που δια­μορ­φώ­νουν και δια­μορ­φώ­νο­νται […] από κοι­νω­νι­κές, πο­λι­τι­κές, εθνι­κές συν­θή­κες, αντι­λαμ­βα­νό­με­νοι με δια­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους τη σχέ­ση ανά­με­σα στις ιδιω­τι­κές ζώ­νες της οι­κο­γε­νεια­κής εστί­ας και τη δη­μό­σια σφαί­ρα, αλ­λά με­τα­σχη­μα­τί­ζουν τις γρα­φές δο­κι­μά­ζο­ντας νέ­ες δια­σταυ­ρώ­σεις ανά­με­σα στην ιστο­ρι­κή ση­μα­σιο­δό­τη­ση και τη μυ­θο­πλα­σία» (σ. 442).
Η Μι­κέ «δα­μά­ζει» με με­γά­λη επι­τυ­χία το ετε­ρό­κλη­το υλι­κό των μυ­θι­στο­ρη­μά­των που χρη­σι­μο­ποιεί, βρί­σκε­ται σε μια συ­νε­χή δια­δι­κα­σία ανοι­χτού δια­λό­γου με τα κεί­με­να που εξε­τά­ζει, αξιο­ποιεί με­θο­δο­λο­γι­κά ερ­γα­λεία από ποι­κί­λους χώ­ρους και οι εκ του εγ­γύς ανα­γνώ­σεις που προ­τεί­νει εί­ναι διαυ­γείς και απο­λύ­τως τεκ­μη­ριω­μέ­νες. Το πλού­σιο, εύ­χυ­μο υλι­κό της διαρ­κώς ανα­τα­ξι­νο­μεί­ται και ανα­δια­τάσ­σε­ται, χά­ρη στα καί­ρια ερω­τή­μα­τα που θέ­τει και τις πει­στι­κές απα­ντή­σεις που η ίδια προ­σπο­ρί­ζει. Το βι­βλίο της απο­τε­λεί μια κα­λει­δο­σκο­πι­κή, πα­νο­ρα­μι­κή με­λέ­τη που πα­ρα­κο­λου­θεί εν­δε­λε­χώς τους με­τα­σχη­μα­τι­σμούς του οι­κο­γε­νεια­κού πλέγ­μα­τος, δια­τρέ­χο­ντας ένα ευ­ρύ­τα­το φά­σμα έρ­γων, συγ­γρα­φέ­ων, ρευ­μά­των, ιστο­ρι­κών γε­γο­νό­των, και δια­νοί­γει νέ­ους δρό­μους στην ερ­μη­νευ­τι­κή προ­σέγ­γι­ση μυ­θι­στο­ρη­μά­των αγα­πη­τών και αν­θε­κτι­κών στον χρό­νο· χω­ρίς πο­τέ να ξε­φεύ­γει από το αυ­στη­ρά ορ­γα­νω­μέ­νο πλαί­σιο μιας επι­στη­μο­νι­κής μο­νο­γρα­φί­ας, με εξα­ντλη­τι­κή πα­ρά­θε­ση πη­γών και εξαι­ρε­τι­κή επο­πτεία της ελ­λη­νι­κής και διε­θνούς βι­βλιο­γρα­φί­ας, κα­τορ­θώ­νει να γοη­τεύ­σει και να συ­ναρ­πά­σει τον ανα­γνώ­στη, ενώ ταυ­τό­χρο­να του δη­μιουρ­γεί την επι­θυ­μία να δια­βά­σει ή να ξα­να­δια­βά­σει τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα που εξε­τά­ζει.    

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΟ ΒΙ­ΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ:
Δο­κι­μα­σί­ες
της Μαί­ρης Μι­κέ

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: