Η μισή γέφυρα

Η ποιητική του Πάνου Τσίρου μέσα από τη συλλογή «Η μοναξιά των σκύλων», Νεφέλη 2019

Η μισή γέφυρα

Τα δι­η­γή­μα­τα του Πά­νου Τσί­ρου ξε­χω­ρί­ζουν. Ξε­χω­ρί­ζουν διό­τι δια­θέ­τουν κά­τι μο­να­δι­κά δι­κό τους, πέ­ρα από την έντο­νη συ­νο­πτι­κό­τη­τα της γρα­φής, ένα γρα­πτό ηχό­χρω­μα που τα κα­θι­στά αμέ­σως δια­κρι­τά. Δια­βά­ζεις δυο γραμ­μές και λες, αυ­τό εί­ναι Τσί­ρος. Η ιδιαι­τε­ρό­τη­τα αυ­τή, ίδιον και σή­μα κα­τα­τε­θέν των πραγ­μα­τι­κών συγ­γρα­φέ­ων, δεν εί­ναι απο­τέ­λε­σμα κα­τά­κτη­σης ενός ύφους, μο­νά­χα. Όταν ο Πά­νος Τσί­ρος εμ­φα­νί­στη­κε με την πρώ­τη του συλ­λο­γή, Φέρ­τε μου το κε­φά­λι της Μα­ρί­ας Κέν­σο­ρα, όλοι του οι ανα­γνώ­στες κα­θη­λω­θή­κα­με από το στε­γνό, λι­τό, καρ­βε­ρι­κό όπως κα­θιε­ρώ­θη­κε να απο­κα­λεί­ται, ύφος του. Πο­λύ γρή­γο­ρα το καρ­βε­ρι­κού τύ­που ύφος έγι­νε μό­δα και σή­με­ρα, αν χρη­σι­μο­ποι­ή­σεις δυο επί­θε­τα μπρο­στά από ου­σια­στι­κό, θε­ω­ρεί­σαι ξε­πε­ρα­σμέ­νος, αν όχι μέ­τριος συγ­γρα­φέ­ας. Ξε­χνά­με ότι στις δύο πρώ­τες γραμ­μές του Αβεσ­σα­λώμ Αβεσ­σα­λώμ! ο Φώ­κνερ πα­ρα­θέ­τει πέ­ντε επί­θε­τα το ένα πί­σω από το άλ­λο, για να πε­ρι­γρά­ψει ένα απο­με­σή­με­ρο.

Πα­ρό­λο τον ορυ­μα­γδό πε­ζο­γρα­φη­μά­των μι­νι­μα­λι­στι­κής γρα­φής, ο Τσί­ρος συ­νε­χί­ζει να κα­τα­θέ­τει τα δι­η­γή­μα­τά του, στο ίδιο φτα­σμέ­νο –τολ­μώ να πω– και εντε­λώς ξε­χω­ρι­στό ύφος, εξα­κο­λου­θώ­ντας να ξε­χω­ρί­ζει από τον σο­ρό. Κά­θε του συλ­λο­γή μοιά­ζει σαν συ­νέ­χεια της προη­γού­με­νης και εί­ναι πο­λύ δύ­σκο­λο να ξε­χω­ρί­σει κα­νείς χρο­νο­λο­γι­κά τα δι­η­γή­μα­τά του, τα οποία φω­τί­ζουν το ένα το άλ­λο. Υπ’ αυ­τή την έν­νοια θυ­μί­ζει τα δι­η­γή­μα­τα του Μάρ­κες, η συλ­λο­γι­κή έκ­δο­ση των οποί­ων, από τις εκ­δό­σεις Νε­φέ­λη, έδι­νε την εντύ­πω­ση ενιαί­ας συλ­λο­γής.
Γι’ αυ­τό και οι τρεις, μα­ζί με την τω­ρι­νή, συλ­λο­γές δι­η­γη­μά­των του Πά­νου Τσί­ρου, φω­τί­ζουν επί­σης η μια την άλ­λη. Δια­βά­ζο­ντας την Μο­να­ξιά των σκύ­λων κα­τα­νο­είς βα­θύ­τε­ρα το Δεν εί­ν’ έτσι, ενώ δια­βά­ζο­ντας την Κέν­σο­ρα, αντι­λαμ­βά­νε­σαι κα­λύ­τε­ρα τον τρό­πο με τον οποίο χτί­ζει ο συγ­γρα­φέ­ας την υπο­βλη­τι­κή κι ενί­ο­τε ανη­συ­χη­τι­κή, αν όχι τρο­μα­χτι­κή ατμό­σφαι­ρα των ιστο­ριών του. Δια­βά­ζο­ντας τη Μο­να­ξιά των σκύ­λων αντι­λαμ­βά­νε­σαι το υπαρ­κτι­κό βά­ρος της υπαι­νι­κτι­κής ασά­φειας των δι­η­γη­μά­των του, που συ­χνά αφή­νουν τον ανα­γνώ­στη τους με­τέ­ω­ρο, με­τά το αρ­χι­κό του ξάφ­νια­σμα, απο­φεύ­γο­ντας συ­στη­μα­τι­κά να του προ­σφέ­ρουν ένα αι­τιο­λο­γι­κό τέ­λος και μια λύ­ση της λε­πτά υφα­σμέ­νης τους πλο­κής. Τεί­νουν μάλ­λον να τον κρα­τούν αιχ­μά­λω­το στον ιστό τους, τον ιστό του Φα­λαγ­γιού, της αρά­χνης από τη πρώ­τη συλ­λο­γή.
Ο Π.Τ. δεν εν­δια­φέ­ρε­ται για την μοί­ρα ή τις πε­ρι­πέ­τειες των ηρώ­ων του, τολ­μώ δε να πω, πως δεν εν­δια­φέ­ρε­ται ού­τε για αυ­τή κα­θε­αυ­τήν την ατμό­σφαι­ρα στην οποία βυ­θί­ζει τους ήρω­ές του. Ο τα­ραγ­μέ­νος, συ­νή­θως, βί­ος των ηρώ­ων του πα­ρα­μέ­νει απα­ράλ­λα­χτος ή απλώς ακο­λου­θεί την αυ­στη­ρά δε­δο­μέ­νη τρο­χιά του, κα­τα­λή­γο­ντας στο προ­δια­γε­γραμ­μέ­νο δρά­μα, στο αδιέ­ξο­δο ή στον θά­να­το που κου­βα­λούν εξ αρ­χής μέ­σα τους. Δεν δια­βά­ζου­με τα δι­η­γή­μα­τα του Τσί­ρου διε­ρω­τώ­με­νοι τι πρό­κει­ται να συμ­βεί, για­τί ως ανα­γνώ­στες του, γνω­ρί­ζου­με πως υπό μία έν­νοια, αυ­τό που πρό­κει­ται να συμ­βεί, έχει ήδη συμ­βεί ή ορ­θό­τε­ρα έχει προ πολ­λού κρι­θεί.
Η μοί­ρα του Τά­κη στο «Ψά­ρι», όπως και του Τό­λη και της οι­κο­γέ­νειάς του, στον «Αρου­ραίο», του Θω­μά και του πα­τέ­ρα του στην «Υπη­ρε­σία φά­ρων», του θεί­ου Βαγ­γέ­λη στο «Πό­δι του Βαγ­γέ­λη», οπωσ­δή­πο­τε του Δ. στο «Δεν εί­ν’ έτσι» ή ακό­μη και της σκυ­λί­τσας Μι­νε­ζό­τα στο ομώ­νυ­μο δι­ή­γη­μα της συλ­λο­γής, εί­ναι προ πολ­λού προ­κα­θο­ρι­σμέ­νη. Ένας θε­με­λιώ­δης κα­νό­νας του δι­η­γή­μα­τος θέ­λει τους ήρω­ές του να τσα­λα­κώ­νο­νται. Θέ­λει το δι­ή­γη­μα να εί­ναι απο­τύ­πω­ση αυ­τού ακρι­βώς του τσα­λα­κώ­μα­τος, που κα­θο­ρί­ζει τη ζωή τους. Ο Πά­νος Τσί­ρος υπερ­βαί­νει αυ­τόν τον κα­νό­να, εμ­φα­νί­ζο­ντας στο προ­σκή­νιο ήρω­ες ήδη και κα­τ’ επα­νά­λη­ψη τσα­λα­κω­μέ­νους, υπερ­βαί­νο­ντας συ­νά­μα και την δια­δο­μέ­νη δια­δρο­μή μέ­χρι την κο­ρύ­φω­ση του δρά­μα­τος και την απο­τύ­πω­ση του τραύ­μα­τος.
Αυ­τό δεν ση­μαί­νει πως αδια­φο­ρεί ή απο­φεύ­γει, αλ­λά αντί­θε­τα πως επι­θυ­μεί να εμ­βα­θύ­νει στο τσα­λά­κω­μα των ηρώ­ων του. Αυ­τή η ελα­φρά με­τα­τό­πι­ση από την δρά­ση που οδη­γεί στο τραύ­μα, στον φω­τι­σμό του βά­θους του υπαρ­ξια­κού τραύ­μα­τος των ηρώ­ων, εί­ναι που κα­θι­στά ξε­χω­ρι­στά όχι μό­νο τα δι­η­γή­μα­τα του Πά­νου Τσί­ρου, αλ­λά και την φω­νή του. Γρά­φο­ντας για αν­θρώ­πους πε­ρί­που σαν κι εμάς, της αφα­νι­ζό­με­νης με­σαί­ας, μι­κρο­με­σαί­ας ή της τά­ξης των φτω­χών, στα χρό­νια της οι­κο­νο­μι­κής κρί­σης, ο Τσί­ρος δεν εν­δια­φέ­ρε­ται να μας απο­κα­λύ­ψει αυ­τό που όλοι μας βιώ­νου­με λί­γο ως πο­λύ στο πε­τσί μας.
Το δρά­μα μας εί­ναι λί­γο έως πο­λύ, κοι­νό. Όταν στον ευ­ρύ­τε­ρο της κύ­κλο κά­θε ελ­λη­νι­κή οι­κο­γέ­νεια με­τρά­ει του­λά­χι­στον έναν άνερ­γο ή κα­τε­στραμ­μέ­νο οι­κο­νο­μι­κά, δεν έχει και πο­λύ νό­η­μα να πε­ρι­γρά­ψεις αυ­τή ακρι­βώς τη δια­δι­κα­σία και τις συν­θή­κες της κα­τα­στρο­φής. Με άλ­λα λό­για η εξαι­ρε­τι­κά δη­μο­φι­λής και δια­δε­δο­μέ­νη κοι­νω­νιο­λο­γί­ζου­σα και εν πολ­λοίς δη­μο­σιο­γρα­φί­ζου­σα λο­γο­τε­χνία, δεν τον συ­γκι­νεί. Δεν ανα­ζη­τεί τα προ­φα­νή αί­τια της κρί­σης και του τσα­λα­κώ­μα­τος των συ­γκαι­ρι­νών του, ού­τε τις πο­λι­τι­κές ευ­θύ­νες ή προ­ε­κτά­σεις. Το εν­δια­φέ­ρον του εί­ναι αμι­γώς υπαρ­ξια­κό, με­τα­φυ­σι­κό, πα­ρα­φυ­σι­κό και γι’ αυ­τό πα­ντε­λώς λο­γο­τε­χνι­κό.
Κά­θε του δι­ή­γη­μα κρύ­βει, με την πιο από­λυ­τη και πλή­ρη ση­μα­σία του κρυ­ψί­μα­τος, μια του­λά­χι­στον απο­κα­λυ­πτι­κή στιγ­μή. Σε αντί­θε­ση με αυ­τό που στο δι­ή­γη­μα συ­νή­θως εν­νο­ού­με, μι­λώ­ντας για απο­φα­σι­στι­κή ή απο­κα­λυ­πτι­κή στιγ­μή, δη­λα­δή μια κο­ρύ­φω­ση του δρά­μα­τος στο μέ­σον ή κα­τά κό­ρον στο τέ­λος της ιστο­ρί­ας, ο Τσί­ρος κα­λύ­πτει τη δι­κή του με την σκο­τει­νιά ή την ομί­χλη εντός της οποί­ας εξε­λίσ­σο­νται ως επί το πλεί­στον τα δι­η­γή­μα­τά του. Πρό­κει­ται για μια πα­ρο­δι­κή στιγ­μή, ένα φαι­νο­με­νι­κά επου­σιώ­δες συμ­βάν ή μια πα­ρα­τή­ρη­ση, εντός των οποί­ων συ­μπυ­κνώ­νε­ται εν εί­δη πυ­ρη­νι­κής βόμ­βας όλο το υπαρ­ξια­κό δρά­μα του ήρωα. Ο Τσί­ρος πε­τά­ει αθό­ρυ­βα την βόμ­βα του, και πά­ει πα­ρα­κά­τω.
Στο «Πό­δι του Βαγ­γέ­λη», η απο­κα­λυ­πτι­κή στιγ­μή του ήρωα δεν εί­ναι το πα­λιό, βα­ρύ, μο­να­χι­κό του ζεϊ­μπέ­κι­κο σε αντι­πα­ρά­θε­ση με το τη­λε­ο­πτι­κό του νε­α­ρού τσι­φτε­τέλ­λη­να. Εί­ναι η στιγ­μή που ο θεί­ος Βαγ­γέ­λης μι­λά­ει για τις ανε­μό­τρα­τες, ορ­γί­ζε­ται με την ανό­η­τη πα­ρα­τή­ρη­ση του νε­α­ρού και απα­ντά­ει: «με τις ανε­μό­τρα­τες, δεν πιά­νεις ρο­φούς». Όλο το τα­ξι­κό, υπαρ­ξια­κό, γε­νε­α­λο­γι­κό χά­σμα που χω­ρί­ζει τον θείο Βαγ­γέ­λη από τον πα­ρόν του, δη­λα­δή την υπό­λοι­πη κοι­νω­νία, βρί­σκε­ται συ­μπυ­κνω­μέ­νο σε αυ­τή την μι­κρή, αθώα φαι­νο­με­νι­κά φρά­ση. Στη Μο­να­ξιά των σκύ­λων εί­ναι η φρά­ση «Έλα, με έστει­λε ο Θε­ός να σε σώ­σω», η οποία απη­χεί με όλη την τρα­γε­λα­φι­κή της ει­ρω­νεία τον προ­δια­γε­γραμ­μέ­νο χα­μό, ενώ στον «Αρου­ραίο» πρό­κει­ται για την πα­ρά­γρα­φο που πε­ρι­γρά­φει το αό­ρα­το νή­μα που εμπο­δί­ζει την Αγ­γε­λι­κού­λα, τη γά­τα με το αν­θρώ­πι­νο όνο­μα, να ακο­λου­θή­σει την οι­κο­γέ­νεια που την εί­χε πε­ρι­θάλ­ψει στην νέα της οι­κία.
Αυ­τή η απο­κο­πή από τον κα­νό­να, από το φυ­σι­κό και φυ­σιο­λο­γι­κό για την πλειο­νό­τη­τα, από το κοι­νω­νι­κό σύ­νο­λο, αν όχι από το σύ­νο­λο των ζω­ντα­νών, απο­τε­λεί ένα άλ­λο στα­θε­ρό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της δι­η­γη­μα­το­γρα­φί­ας του Πά­νου Τσί­ρου. Οι ήρω­ές του βρί­σκο­νται στις πα­ρυ­φές του κό­σμου, αν όχι της ζω­ής, ζουν μια μό­νι­μη πα­ρέκ­κλι­ση, αδυ­να­τούν να ακο­λου­θή­σουν το με­γά­λο ρεύ­μα του πλή­θους, την νέα κά­θε φο­ρά πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.
Αυ­τή η οι­κειο­θε­λώς συ­σκο­τι­σμέ­νη πύ­κνω­ση κα­τα­φέρ­νει ενί­ο­τε να ακραγ­γί­ξει με­γά­λα αβυσ­σα­λέα και απε­ρι­νό­η­τα υπαρ­κτι­κά βά­θη. Η κο­ρυ­φαία τέ­τοια στιγ­μή και σκη­νή εί­ναι αυ­τή στο «Ψά­ρι» όταν ο Τά­κης ο σα­λός τη­γα­νί­ζει πα­τά­τες, ακου­μπά­ει στο εμα­γιέ κά­λυμ­μα της κου­ζί­νας και τον τι­νά­ζει το ρεύ­μα. Πα­ρα­θέ­τω: «Πρέ­πει να υπάρ­χει διαρ­ροή», εί­πε ο Μπά­μπης. «Δεν εί­ναι αυ­τό», του απά­ντη­σε σκε­φτι­κός. Πώς δεν εί­ναι αυ­τό;» εί­πε ο Μπά­μπης. «Διαρ­ροή ρεύ­μα­τος εί­ναι, πά­νω στο εμα­γιέ της κου­ζί­νας». «Και τι να κά­νω;» ρώ­τη­σε ο Τά­κης. «Πες μου εσύ που τα ξέ­ρεις όλα».
Ο ψυ­χι­κά δια­τα­ραγ­μέ­νος Τά­κης σύμ­φω­να με την ια­τρι­κή επι­στή­μη, δεν εί­ναι απλώς ένας τρε­λός για την λο­γο­τε­χνία, αλ­λά μάλ­λον ένας σα­λός. Σαν τον Γκί­μπελ τον Σα­λό του Μπά­σε­βις Σίν­γκερ. Εί­ναι με άλ­λα λό­για, η εν­σάρ­κω­ση της ακραί­ας ευαι­σθη­σί­ας, την πιο ακραί­ας εκεί­νης αδυ­να­μί­ας που εί­ναι ανί­κα­νη να υπε­ρα­σπι­στεί τον εαυ­τό της, και να αντα­πο­κρι­θεί στις πρα­κτι­κές απαι­τή­σεις της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας. Η ακραία του όμως ευαι­σθη­σία, η πά­λη με τους δαί­μο­νες την οποία οι για­τροί ονο­μά­ζουν νευ­ρα­σθέ­νεια, όπως έλε­γε ο Κάφ­κα, η λε­πτή χορ­δή που αφου­γκρά­ζε­ται εντός του τα πα­ρα­μι­κρά σκιρ­τή­μα­τα των υλι­κών και άυ­λων πραγ­μά­των, μοιά­ζει, μας λέ­ει ο Τσί­ρος, να συλ­λαμ­βά­νει απο­χρώ­σεις του υπαρ­κτού, δη­λα­δή του αλη­θούς, απρό­σι­τες σε όλους εμάς τους υπό­λοι­πους.

Όπως όλοι οι γε­ροί και από στό­φα λο­γο­τέ­χνες, έτσι και ο Τσί­ρος αρ­νεί­ται να πε­ρι­πέ­σει στο αχα­μνό επί­πε­δο του ορ­θο­λο­γι­κού ρε­α­λι­σμού, απο­φαι­νό­με­νος υπέρ της λο­γι­κής ή της τρέ­λας, της αλή­θειας ή του ψέ­μα­τος του ήρωα του. Η πα­ρα­πά­νω σκη­νή εί­ναι κα­τ’ε­μέ απο­κα­λυ­πτι­κή ολό­κλη­ρης της ποι­η­τι­κής του δι­η­γη­μα­το­γρά­φου Πά­νου Τσί­ρου, κα­θώς μας φα­νε­ρώ­νει την υπαρ­κτι­κή στό­χευ­ση των δι­η­γη­μά­των του, που δεν εί­ναι άλ­λη από την υπαρ­ξια­κή απο­ρία.

Η αί­σθη­ση της αβε­βαιό­τη­τας, η υπαι­νι­κτι­κή ασά­φεια και το ημί­φως στο οποίο εί­ναι συ­νή­θως βυ­θι­σμέ­να τα δι­η­γή­μα­τά του, η εντε­λώς δια­κρι­τή τους ατμό­σφαι­ρα δεν εί­ναι αυ­το­σκο­πός, ού­τε κα­τ’ε­πέ­κτα­ση υφο­λο­γι­κό στο­λί­δι ή λο­γο­τε­χνι­κό σή­μα κα­τα­τε­θέν. Η ατμό­σφαι­ρα την οποία υφαί­νει με πε­ρισ­σή λε­πτό­τη­τα και λε­πτο­δου­λειά ο Πά­νος Τσί­ρος, δεν οι­κο­δο­μεί απλώς και μό­νο το εξω­τε­ρι­κό χώ­ρο ή τις κλι­μα­το­λο­γι­κές συν­θή­κες των ιστο­ριών του, αλ­λά θε­με­λιώ­νει τις ψυ­χο­λο­γι­κές και ψυ­χι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις για την ανά­πτυ­ξη των ηρώ­ων του, οι οποί­ες με τη σει­ρά τους θα φέ­ρουν τον ανα­γνώ­στη στην πο­θού­με­νη με­τέ­ω­ρη κα­τά­στα­ση της υπαρ­ξια­κής απο­ρί­ας. Στο δι­ή­γη­μα «Δεν εί­ν’ έτσι», ξε­κι­νά­ει λέ­γο­ντας ανα­φο­ρι­κά με τον Δ. τον οποί­ον γνώ­ρι­σε το 1990 στη Θεσ­σα­λο­νί­κη: «Θέ­λω να δι­η­γη­θώ την ιστο­ρία του. Αν και δεν εί­μαι σί­γου­ρος ότι πρέ­πει». Η υπαρ­ξια­κή απο­ρία την οποία εμείς κα­τα­λή­γου­με, μοιά­ζει να απο­τε­λεί τη θε­με­λιώ­δη αρ­χή των ιστο­ριών του.

Ας επα­νέλ­θου­με όμως στην ατμό­σφαι­ρα. Τα δι­η­γή­μα­τα του εξε­λίσ­σο­νται σε ένα ημί­φως, επι­κρα­τεί συ­νή­θως συν­νε­φιά, αν δεν βρέ­χει κα­ταρ­ρα­κτω­δώς ή δεν χιο­νί­ζει. Θα πε­ρι­γρά­ψει τα σκο­τει­νά σύν­νε­φα, το ψι­λό­βρο­χο ή τον σφο­δρό αέ­ρα που τα­ρα­κου­νά­ει τις τρια­ντα­φυλ­λιές. Το φως εί­ναι σχε­δόν πά­ντο­τε ηλε­κτρι­κό και θο­λό. Το φως που φω­τί­ζει τις ιστο­ρί­ες του εί­ναι με άλ­λα λό­για, το λυ­κό­φως. Μια ορια­κή πά­ντα στιγ­μή ανά­με­σα στο φως και στο σκο­τά­δι. Ακό­μα και στην έναρ­ξη του «Αρου­ραί­ου», η εναρ­κτή­ρια κα­τάρ­ρευ­ση της πα­τρι­κής οι­κί­ας συ­νο­δεύ­ε­ται από την κά­θο­δο στη πα­ρα­χω­μέ­νη γει­το­νιά, τη λε­γό­με­νη γού­βα και εν συ­νε­χεία στο μι­σο­σκό­τει­νο κρα­σο­που­λιό, το οποίο απο­δί­δει το κλί­μα και κυ­ρί­ως τον ιδιαί­τε­ρο φω­τι­σμό του δι­η­γή­μα­τος, απ’ όπου θα ξε­προ­βάλ­λει εν τέ­λει το θη­ριώ­δες τρω­κτι­κό.

Η ποι­η­τι­κή του Πά­νου Τσί­ρου ή το αρ­χι­τε­κτο­νι­κό του ζη­τού­με­νο δεν εί­ναι πα­ρά το χτί­σι­μο ενός ορί­ου, με απο­κο­ρύ­φω­μα όπως εί­δα­με την υπαρ­κτι­κή απο­ρία. Αν θα θέ­λα­με να δώ­σου­με μια ει­κό­να που να απο­δί­δει το αρ­χι­τε­κτο­νι­κό του όρα­μα, θα λέ­γα­με πως την ώρα που οι υπό­λοι­ποι συγ­γρα­φείς πα­σχί­ζουν να χτί­σουν μια γέ­φυ­ρα, ο Τσί­ρος ονει­ρεύ­ε­ται, και τε­λι­κά χτί­ζει μι­σή. Αυ­τό το μι­σό παίρ­νει άλ­λο­τε την μορ­φή του αλ­λό­κο­του, του πα­ρα­λό­γου ή του υπερ­φυ­σι­κού. Στη συ­γκε­κρι­μέ­νη συλ­λο­γή, την ορια­κή αυ­τή κα­τά­στα­ση του εν­διά­με­σου την επω­μί­ζο­νται εν πολ­λοίς τα ζώα. Χω­ρίς να εκ­πί­πτουν στον αρ­χέ­γο­νο και εύ­κο­λο αν­θρω­πο­μορ­φι­σμό, τα ζώα στη συ­γκε­κρι­μέ­νη συλ­λο­γή κρύ­βουν (ναι, το ρή­μα «κρύ­βω» και «απο­κρύ­βω» πε­ριέρ­γως φω­τί­ζει το έρ­γο του Π.Τ.) κά­τι βα­θιά αν­θρώ­πι­νο και τού­μπα­λιν. Από την γά­τα την Αγ­γε­λι­κού­λα που δεν μπο­ρεί, όπως όλοι οι ήρω­ες του Τσί­ρου, να υπερ­βεί τα αδιό­ρα­τα συ­νή­θως όρια που τους θέ­τει η ζωή, στον Τά­κη τον σα­λό, που «τρέ­μει σαν που­λί» μπρο­στά στο κόκ­κι­νο ωμό ψά­ρι, το οποίο πα­ρα­πέ­μπει στη νε­κρή φά­λαι­να των Αρ­μο­νιών του Βερ­κμάι­στερ του Μπέ­λα Ταρ ή στον ακό­μα υπερ­φυ­σι­κό­τε­ρο Μό­μπι Ντικ του Μέλ­βιλ, περ­νώ­ντας από τον θη­ριώ­δη αρου­ραίο του ομώ­νυ­μου δι­η­γή­μα­τος, ο οποί­ος απη­χεί όλη την αν­θρώ­πι­νη κτη­νω­δία και θη­ριω­δία την οποία μοιά­ζει να θαυ­μά­ζει ο Τό­λης ο φι­λο­να­ζί γιος του σου­βλα­τζή, μέ­χρι το αχα­μνό γε­ρο­ντά­κι με τα κα­τα­γά­λα­να μά­τια στην «Υπη­ρε­σία Φά­ρων» που θυ­μί­ζει ανυ­πε­ρά­σπι­στο ζω­ντα­νό ή την κα­τα­δι­κα­σμέ­νη Μι­νε­ζό­τα, η οποία ακο­λου­θεί κα­τά γράμ­μα την μοί­ρα των ηρώ­ων του Τσί­ρου, όπως του κύ­ριου Μι­λι­τά­δη στο «Magic Life» ή του κα­τα­ξιω­μέ­νου συγ­γρα­φέα και πε­θε­ρού του αφη­γη­τή στο «Τέ­λος της εκ­δρο­μής», η αν­θρω­πιά και τη κτη­νω­δία δεν απο­τε­λούν απλώς κοι­νό κτή­μα αν­θρώ­πων και ζω­ντα­νών, αλ­λά ένα ακό­μη με­ταίχ­μιο, ένα όριο όπου συ­να­ντού­νται για λί­γο άν­θρω­ποι και ζώα, στην ενα­γώ­νια ανα­ζή­τη­ση λί­γης αν­θρω­πιάς. Τα ζώα μοιά­ζουν να υπεν­θυ­μί­ζουν αυ­τό το έλ­λειμ­μα αν­θρω­πιάς, όταν δεν υπο­γραμ­μί­ζουν την πε­ρίσ­σεια της κτη­νω­δί­ας.
Όπως συμ­βαί­νει με όλους τους κα­λούς συγ­γρα­φείς, συ­χνά τα έρ­γα τους ή οι ανα­φο­ρές τους, μας προ­σφέ­ρουν και τον δι­κό τους ορι­σμό της λο­γο­τε­χνί­ας. Στην συλ­λο­γή αυ­τή, η ποι­η­τι­κή του Τσί­ρου ανα­φαί­νε­ται στο «Τέ­λος της εκ­δρο­μής», στο δι­ή­γη­μα το οποίο κα­τα­πιά­νε­ται με τη συγ­γρα­φή και τον εφιάλ­τη του συγ­γρα­φι­κού αδιε­ξό­δου. Όπως κά­θε κεί­με­νο για τη γρα­φή που σέ­βε­ται τον εαυ­τό του, το δι­ή­γη­μα αυ­τό εί­ναι μια με­λέ­τη θα­νά­του. Η απο­κα­λυ­πτι­κή φρά­ση της ποι­η­τι­κής του Πά­νου Τσί­ρου, εντο­πί­ζε­ται στο αθώο, μα πο­λυ­ε­πί­πε­δο σχό­λιο του ηλι­κιω­μέ­νου συγ­γρα­φέα που πνέ­ει και κυ­ριο­λε­κτι­κά ανα­πνέ­ει, τα λοί­σθια: «Το ωραιό­τε­ρο στις εκ­δρο­μές εί­ναι η δια­δρο­μή». Μοιά­ζει με κα­κό με­τα­κα­βα­φι­κό κλι­σέ, όμως εί­μαι σί­γου­ρος πως ο Πά­νος Τσί­ρος αντλεί όλη την ηδο­νή της γρα­φής χτί­ζο­ντας την μι­σή του γέ­φυ­ρα, αφή­νο­ντας με άλ­λα λό­για ανοι­κτή τη δια­δρο­μή. Για­τί το σκο­τει­νό της τέ­λος εί­ναι προ πολ­λού γνω­στό.
Το σκο­τει­νό όμως τέ­λος δεν στε­ρεί­ται φω­τός. Αυ­τό νο­μί­ζω πως πα­σχί­ζει, πά­λι κρυ­φί­ως, να μας πει το μό­το της συλ­λο­γής, η ευαγ­γε­λι­κή πε­ρι­κο­πή από το Κα­τά Ιω­άν­νην, «ἐγὼ φῶς εἰς τὸν κό­σμον ἐλή­λυ­θα, ἵνα πᾶς ὁ πι­στεύ­ων εἰς ἐμὲ ἐν τῇ σκο­τίᾳ μὴ μείνῃ». Με­τα­θέ­το­ντας την πε­ρι­κο­πή από το θε­ο­λο­γι­κό της πλαί­σιο, ο Τσί­ρος την με­τα­τρέ­πει σε έναν ακό­μη ορι­σμό του δι­η­γή­μα­τος. Ή μάλ­λον σε θε­με­λιώ­δη οδη­γία προ­σπέ­λα­σής του. Αν εμπι­στευ­τού­με τον συγ­γρα­φέα της και περ­πα­τή­σου­με στη μι­σή γέ­φυ­ρα που στή­νει μπρο­στά μας, αν αφε­θού­με και με­τε­ω­ρι­στού­με στο ύστα­το της όριο, ανά­με­σα σε φα­ντα­σία και πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ανά­με­σα στον κό­σμο των σα­λών και των λο­γι­κών, αν­θρώ­πων και ζώ­ων, ζω­ής και θα­νά­του, τό­τε ίσως να μας απο­κα­λυ­φθεί και το δι­κό μας άλ­λο μι­σό. Το φω­τει­νό κομ­μά­τι της γέ­φυ­ρας.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΟ ΒΙ­ΒΛΙΟ «Η μο­να­ξιά των σκύ­λων» ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: