Από τις Ειδήσεις των οχτώ μέχρι τον άλλον αιώνα

Eικονογράφηση από το «Tractatus de herbis» (περ. 1440)
Eικονογράφηση από το «Tractatus de herbis» (περ. 1440)

Φώτης Α. Σταθόπουλος, «Νηστεία του χρόνου», εκδ. Μελάνι

Η Νη­στεία του Χρό­νου εί­ναι η πρώ­τη ολο­κλη­ρω­μέ­νη ποι­η­τι­κή κα­τά­θε­ση του Φώ­τη Α. Στα­θό­που­λου, και σί­γου­ρα μια κα­τά­θε­ση ώρι­μη και συ­μπα­γής. Απο­τε­λεί­ται από 19 ποι­ή­μα­τα, στην πλειο­ψη­φία τους ολι­γό­στι­χα, μι­κρό­στι­χα και ιδιο­τύ­πως λυ­ρι­κά. Ο ανα­γνώ­στης δια­κρί­νει σ’ αυ­τά κά­τι σα­χτου­ρι­κό, που εντο­πί­ζε­ται κυ­ρί­ως στην επι­λο­γή συ­γκε­κρι­μέ­νων συμ­βό­λων και στην ονει­ρι­κή –ενί­ο­τε εφιαλ­τι­κή- ει­κο­νο­ποι­ία. Πα­ράλ­λη­λα με τον Σα­χτού­ρη όμως, μέ­σα στα ποι­ή­μα­τα της συλ­λο­γής, εμ­φι­λο­χω­ρεί τό­σο ο Ελύ­της, με την αγά­πη του για το με­σο­γεια­κό το­πίο, τη με­τα­φυ­σι­κή του ορ­μή και την προ­σή­λω­σή του στη λαϊ­κή ζωή, όσο και ο Σε­φέ­ρης, με τη σκο­τει­νή του μα­τιά που βα­θαί­νει ως την ιστο­ρι­κή υπαρ­ξια­κή ανα­ζή­τη­ση. Όλοι αυ­τοί οι από­η­χοι αφο­μοιώ­νο­νται και συ­νε­νώ­νο­νται αρ­μο­νι­κά μέ­σα στη φω­νή του Στα­θό­που­λου, δη­μιουρ­γώ­ντας ένα ποι­η­τι­κό σύ­νο­λο συ­νε­κτι­κό και κα­λο­χτι­σμέ­νο.
Δο­μι­κός αρ­μός αυ­τού του συ­νό­λου εί­ναι ο Χρό­νος: ο κυ­κλι­κός χρό­νος (της ημέ­ρας και των επο­χών), ο γραμ­μι­κός χρό­νος (της ζω­ής και της ιστο­ρί­ας), ο εσω­τε­ρι­κός χρό­νος (του ονεί­ρου και της αν­θρώ­πι­νης ψυ­χής) και ο άχρο­νος χρό­νος (του επέ­κει­να). Τέσ­σε­ρις εκ­δο­χές χρό­νου δη­λα­δή: δύο προσ­διο­ρί­σι­μες και άλ­λες δύο εν μέ­ρει ή εν όλω απροσ­διό­ρι­στες. Στο πα­ρά­θε­μα που ανοί­γει το βι­βλίο, ο ποι­η­τής -εκτο­πι­σμέ­νος μύ­στης ενός συ­μπα­ντι­κού μυ­στη­ρί­ου- αφού με­τα­λαμ­βάν[ει] την ακί­νη­τη θλί­ψη των άστρων, επα­να­το­πο­θε­τεί εαυ­τόν στη ροή του Χρό­νου. Φρο­ντί­ζει πά­ντως να δια­κρί­νει αυ­στη­ρά τον συμ­βα­τι­κά τα­ξι­νο­μη­μέ­νο χρό­νο των άλ­λων αν­θρώ­πων από τον δι­κό του προ­σω­πι­κό χρό­νο που πα­ρα­μέ­νει ασα­φής και απροσ­διό­ρι­στος: «εσείς θα επι­στρέ­ψε­τε στις Ει­δή­σεις των οχτώ/ κι εγώ στον άλ­λον αιώ­να».
Στο πρώ­το ποί­η­μα του βι­βλί­ου [«Απο­λο­γία»] ο ποι­η­τής πα­ρεμ­βαί­νει ενερ­γά στον εγκό­σμιο χρό­νο, διευ­κο­λύ­νο­ντας την κί­νη­ση της σε­λή­νης: «όλη νύ­χτα πά­λευα ν’ απε­λευ­θε­ρώ­σω το φεγ­γά­ρι/ απ’ τα κλα­διά μιας λε­μο­νιάς», γρά­φει. Τε­λι­κά τα κα­τα­φέρ­νει. Η σε­λή­νη συ­νε­χί­ζει προ­φα­νώς την ου­ρά­νια πο­ρεία της, και το εγκό­σμιο ρο­λόι ξα­να­τί­θε­ται σε λει­τουρ­γία. Το νό­η­μα εί­ναι σα­φές: ο Χρό­νος δεν κυ­λά ερή­μην μας, αλ­λά με τη σύ­μπρα­ξή μας. Εμείς τον δια­μορ­φώ­νου­με, με τις πρά­ξεις μας, και άρα φέ­ρου­με ακέ­ραια την ευ­θύ­νη για όσα συμ­βαί­νουν μέ­σα στην επι­κρά­τειά του. Οι πρά­ξεις, όμως, συ­νε­πά­γο­νται ευ­θύ­νη και πι­θα­νώς ενο­χή. Ο ποι­η­τής –ως άν­θρω­πος και ως δη­μιουρ­γός– ανα­λαμ­βά­νει την ευ­θύ­νη και επω­μί­ζε­ται την ενο­χή: «Ένο­χος» απά­ντη­σα, «για ό,τι συμ­βεί από ’δω και πέ­ρα».
Στα­μα­τώ για λί­γο στη λέ­ξη «ένο­χος». Λέ­ξη με σα­φές νο­μι­κό βά­ρος. Αλ­λά όχι μό­νο. Η λέ­ξη πα­ρα­πέ­μπει ευ­θέ­ως και σε ένα βί­ω­μα τυ­πι­κά και ου­σια­στι­κά χρι­στια­νι­κό. Αυ­τό δεν πρέ­πει να το προ­σπε­ρά­σου­με. Στα ποι­ή­μα­τα της πα­ρού­σας συλ­λο­γής, άλ­λω­στε, η χρι­στια­νι­κό­τη­τα, και δη η ορ­θό­δο­ξη χρι­στια­νι­κό­τη­τα, έχει εξέ­χου­σα θέ­ση. Δεν εί­ναι μό­νο η πα­ρου­σία προ­σώ­πων και γε­γο­νό­των της χρι­στια­νι­κής ιστο­ρί­ας, οι συ­χνές ανα­φο­ρές σε λει­τουρ­γι­κά και τε­λε­τουρ­γι­κά σχή­μα­τα της ορ­θό­δο­ξης πί­στης, τα στοι­χεία της χρι­στια­νι­κής κο­σμο­λο­γί­ας, η ανά­δει­ξη της σχέ­σης ανά­με­σα στη θρη­σκεία και στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα των αν­θρώ­πων, και τα πολ­λά θραύ­σμα­τα της εκ­κλη­σια­στι­κής γλώσ­σας που εν­σω­μα­τώ­νο­νται στον ποι­η­τι­κό λό­γο του Στα­θό­που­λου. Το πιο κύ­ριο και το πιο καί­ριο εί­ναι η χρι­στια­νι­κή κο­σμο­α­ντί­λη­ψη που δια­περ­νά σχε­δόν τα πά­ντα.
Ξα­να­πιά­νω το νή­μα από ’κει που το εί­χα αφή­σει. Στο ποί­η­μα «Ο Εκα­τό­νταρ­χος Απο­κοι­μή­θη­κε Ήσυ­χα Δί­πλα Στο Μνή­μα» το θέ­μα του Χρό­νου επα­νέρ­χε­ται, αλ­λά με τρό­πο ευ­διά­κρι­τα βι­βλι­κό. Εδώ ο ποι­η­τής ξε­κι­νά την αφή­γη­σή του από έναν ανώ­νυ­μο σταθ­μό του με­τρό, και μπαί­νο­ντας στο συρ­μό, βιώ­νει μια συμ­βο­λι­κή (και αυ­στη­ρά εσω­τε­ρι­κή) εμπει­ρία θα­νά­του: «Η πόρ­τα σφρα­γί­στη­κε μπρο­στά μου με θό­ρυ­βο κι έμει­να με το πα­ρά­πο­νο ενός νε­κρού, όταν τον σκε­πά­ζουν τα χώ­μα­τα», γρά­φει. Μια μι­κρή νέ­κυια δια­μεί­βε­ται εκεί στον Κά­τω Κό­σμο του υπό­γειου σι­δη­ρο­δρό­μου, όπου όλα εί­ναι βυ­θι­σμέ­να σε άχρο­νο σκο­τά­δι, ώσπου κά­ποια στιγ­μή ο συρ­μός φτά­νει στον επό­με­νο σταθ­μό και η πόρ­τα ανοί­γει. Ο ποι­η­τής μπο­ρεί πια να βγει από τον με­ταλ­λι­κό του τά­φο στο φως. Λί­γο πριν βγει όμως, απευ­θύ­νε­ται ως άλ­λος Ιη­σούς ή και Ιω­νάς, στους συ­νε­πι­βά­τες του, θέ­λο­ντας να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τη δι­κή του Κά­θο­δο εις Άδην, για να νοη­μα­το­δο­τή­σει το δι­κό τους βίο, τον δι­κό τους επί­γειο χρό­νο: «Εμπρός, βγεί­τε έξω λοι­πόν –φώ­να­ξα– ίσως εί­ναι η τε­λευ­ταία σας ευ­και­ρία!». Και τό­τε ο χώ­ρος απο­κτά όνο­μα, ακρι­βώς για­τί ο χρό­νος απέ­κτη­σε νό­η­μα: Η επι­γρα­φή στο μάρ­μα­ρο έγρα­φε:/ «Συγ­γρού – Φιξ».
Ο Χρό­νος μέ­σα στα ποι­ή­μα­τα του Στα­θό­που­λου –όπως ήδη ανα­φέρ­θη­κε– ακο­λου­θεί συ­χνά τη χρι­στια­νι­κή κο­σμο­α­ντί­λη­ψη. Ση­μειώ­νω εδώ ότι, σύμ­φω­να με το ιου­δαϊ­κό και χρι­στια­νι­κό δόγ­μα, ο Θε­ός της Βί­βλου, μο­λο­νό­τι άχρο­νος ο ίδιος, ει­σβάλ­λει κα­τά και­ρούς στο χρό­νο της αν­θρώ­πι­νης ιστο­ρί­ας, δη­μιουρ­γώ­ντας κά­θε­τες το­μές. Στο ποί­η­μα «Το Θείο Δρά­μα» γί­νε­ται λό­γος για δύο τέ­τοιες το­μές (η μία σχε­τί­ζε­ται με τον Ισα­άκ και η δεύ­τε­ρη με τον Ιη­σού). Στην πρώ­τη το­μή δο­κι­μά­ζε­ται ένας θνη­τός πα­τέ­ρας (Αβρα­άμ) ενώ στη δεύ­τε­ρη ο αθά­να­τος Πα­τήρ της Αγί­ας Τριά­δας. Κομ­βι­κό όμως ρό­λο, όσον αφο­ρά αυ­τήν ακρι­βώς τη δια­πλο­κή του εν­θά­δε με το επέ­κει­να και του αν­θρώ­πι­νου χρό­νου με τον θεϊ­κό, δια­δρα­μα­τί­ζουν στην πα­ρού­σα συλ­λο­γή δύο άλ­λα ποι­ή­μα­τα: το ένα τι­τλο­φο­ρεί­ται «Προ­ε­τοι­μα­σία» και το άλ­λο «Αντί Επι­λό­γου». Οι τί­τλοι προ­δια­θέ­τουν: η «Προ­ε­τοι­μα­σία», ένα από τα πρώ­τα ποι­ή­μα­τα της συλ­λο­γής πα­ρα­πέ­μπει σε ένα ξε­κί­νη­μα, ενώ το «Αντί Επι­λό­γου», προ­τε­λευ­ταίο ποί­η­μα του βι­βλί­ου, σε μια κα­τά­λη­ξη. Τα δύο αυ­τά ποι­ή­μα­τα πρέ­πει να δια­βα­στούν ως αρ­χή και τέ­λος της ίδιας πο­ρεί­ας. Στο πρώ­το ποί­η­μα (που εμπε­ριέ­χει σα­φείς και εσκεμ­μέ­νες ανα­φο­ρές στον «Ελεγ­κτή» του Σα­χτού­ρη) ο ποι­η­τής, «κλη­ρο­νό­μος που­λιών» και «συ­νή­γο­ρος των άστρων», ξε­κι­νά μια προ­σπά­θεια να φτιά­ξει την Άνοι­ξη, ενώ στο άλ­λο ποί­η­μα ομο­λο­γεί απο­γοη­τευ­μέ­νος ότι απέ­τυ­χε: «η Άνοι­ξη χα­μέ­νη υπό­θε­ση», γρά­φει. Η απο­τυ­χία του αυ­τή μά­λι­στα συ­μπλη­ρώ­νε­ται από εσχα­το­λο­γι­κές ει­κό­νες κα­τα­στρο­φής. Πα­ρ’ όλα αυ­τά το ποί­η­μα (και κα­τ’ ου­σί­αν το ίδιο το βι­βλίο) τε­λειώ­νει λυ­τρω­τι­κά: «Σ’ αυ­τή τη γη τη δύ­σκο­λη,/ απ’ τη σκι­σμέ­νη στέρ­να/ θα υψω­θούν ένα πρωί/ νι­κη­τή­ρια τα χα­μο­μή­λια». Η Άνοι­ξη θα φτά­σει τε­λι­κά, αλ­λά μάλ­λον χά­ρη σε κά­ποια θεία οι­κο­νο­μία, όπως ακρι­βώς φτά­νει η Βα­σι­λεία των Ου­ρα­νών στα χρι­στια­νι­κά εσχα­το­λο­γι­κά κεί­με­να. Και όλα αυ­τά το­πο­θε­τού­νται σε ένα αό­ρι­στο μέλ­λον: τό­τε το μι­κρό χα­μο­μή­λι θα υπε­ρι­σχύ­σει ή (για να μι­λή­σου­με στη γλώσ­σα του Ευαγ­γε­λί­ου) οι έσχα­τοι έσο­νται πρώ­τοι. Σ’ αυ­τήν την ακα­θό­ρι­στη μελ­λο­ντι­κή επο­χή ο αν­θρώ­πι­νος χρό­νος τε­λειώ­νει και τε­λειώ­νε­ται, έχου­με δη­λα­δή ένα Τέ­λος της Ιστο­ρί­ας, σύμ­φω­νο όχι προς τον Φου­κου­γιά­μα αλ­λά προς το βι­βλίο της Απο­κα­λύ­ψε­ως. Μια ανώ­τε­ρη δι­καιο­σύ­νη μοιά­ζει να ει­σβάλ­λει στον κο­σμι­κό χω­ρο­χρό­νο, για να τον ανα­δο­μή­σει και να τον ολο­κλη­ρώ­σει. Η χρι­στια­νι­κή τε­λε­ο­λο­γία θριαμ­βεύ­ει.

Ο Χρό­νος εμπλέ­κε­ται και σε άλ­λα ποι­ή­μα­τα της συλ­λο­γής χω­ρίς να έχει πά­ντα μια ομοί­ως εξέ­χου­σα θέ­ση. Συ­χνά δεν λει­τουρ­γεί ως θε­μα­τι­κό κέ­ντρο αλ­λά ως απλός άξο­νας πά­νω στον οποίο τα­ξι­νο­μού­νται θέ­μα­τα και γε­γο­νό­τα. Στο ποί­η­μα «Προ­φά­σεις», ας πού­με, ο νυ­χτε­ρι­νός χρό­νος πε­ρι­κλεί­ει τη θαυ­μα­τουρ­γία ενώ η έλευ­ση της μέ­ρας την απο­θαυ­μα­το­ποί­η­ση. Στο ποί­η­μα «Ανα­τρο­πή» ο Χρό­νος -με την απρό­βλε­πτη ροή του- ανα­τρέ­πει προσ­δο­κί­ες και αν­θρώ­πι­να σχέ­δια. Στην εξαι­ρε­τι­κή «Ιστο­ρία Ενός Ελαιώ­να» διε­ρευ­νά­ται κυ­ρί­ως η σχέ­ση τέ­χνης και κό­σμου ή μάλ­λον τέ­χνης και ζω­ής: η τέ­χνη ζω­ντα­νεύ­ει τμη­μα­τι­κά, και ο καλ­λι­τέ­χνης γί­νε­ται συν τω χρό­νω καλ­λι­τέ­χνη­μά. Υπάρ­χει τέ­λος και ένας κύ­κλος ποι­η­μά­των που έχουν μια υπο­δό­ρια σχέ­ση με το Χρό­νο: τα ποι­ή­μα­τα αυ­τά κα­λύ­πτουν χω­ρο­τα­ξι­κά όλο σχε­δόν το δεύ­τε­ρο ήμι­συ της συλ­λο­γής, και εί­ναι στην πλειο­ψη­φία τους ποι­ή­μα­τα θα­νά­του: συ­χνά μά­λι­στα ανα­φέ­ρο­νται και αφιε­ρώ­νο­νται σε αγα­πη­μέ­νους νε­κρούς (πρω­τί­στως στον εκλι­πό­ντα πα­τέ­ρα). Το αρ­τιό­τε­ρο εξ αυ­τών εί­ναι «Ο Κουρ­δι­στής Του Πιά­νου», όπου με τρό­πο μα­ε­στρι­κό ο Στα­θό­που­λος συ­μπλέ­κει το πα­ρελ­θόν με το πα­ρόν, το πραγ­μα­τι­κό με το φα­ντα­στι­κό και το εν­θά­δε με το επέ­κει­να. Τα ποι­ή­μα­τα αυ­τά (επτά στον αριθ­μό) επι­κε­ντρώ­νο­νται σε πρό­σω­πα και γε­γο­νό­τα του πα­ρελ­θό­ντος, που στιγ­μα­τί­ζουν όμως το πα­ρόν του ποι­η­τή, και γι’ αυ­τό με­του­σιώ­νο­νται σε τέ­χνη και ξα­να­ζω­ντα­νεύ­ουν, ανοί­γο­ντας τα πα­νιά τους προς ένα άγνω­στο μέλ­λον.

Η συλ­λο­γή ολο­κλη­ρώ­νε­ται με ένα πε­ντά­στι­χο ποί­η­μα που επι­γρά­φε­ται «Εμ­φύ­λια Πά­θη» και μοιά­ζει να μας επα­να­φέ­ρει στον γραμ­μι­κό, ιστο­ρι­κό χρό­νο. (Θυ­μί­ζω ότι έχει προη­γη­θεί το εσχα­το­λο­γι­κό «Αντί Επι­λό­γου»). Το πα­ρα­θέ­τω:

Πό­σοι πό­λε­μοι
και πό­σο αί­μα
για να δια­νύ­σου­με
απ’ άκρη σ’ άκρη
ένα τρια­ντά­φυλ­λο.

Εδώ συ­μπυ­κνώ­νε­ται η ιστο­ρι­κή πο­ρεία της Ελ­λά­δας, η ιστο­ρία του κό­σμου, το μέλ­λον και των δύο. Ταυ­τό­χρο­να όμως υπο­κρύ­πτε­ται μια μυ­στι­κι­στι­κή ανα­φο­ρά στο αιώ­νιο θή­λυ, και κυ­ρί­ως μια αλ­λό­κο­τη τε­λε­ο­λο­γία που βλέ­πει το ιστο­ρι­κό γί­γνε­σθαι ως μια ακαν­θώ­δη πο­ρεία προς τη λύ­τρω­ση ή –για­τί όχι;– ως πρώ­τη ύλη για την καλ­λι­τε­χνι­κή δη­μιουρ­γία.

Το βι­βλίο ολο­κλη­ρώ­νε­ται εδώ, και επι­στρέ­φω στον τί­τλο του με διά­θε­ση ανα­στο­χα­στι­κή. Νη­στεία του χρό­νου: μια πο­λυ­σή­μα­ντη λε­κτι­κή συ­μπύ­κνω­ση που υπαι­νίσ­σε­ται άρα­γε τι; Μή­πως ότι ο Χρό­νος, σε αντί­θε­ση με το μυ­θο­λο­γι­κό του προ­σω­πείο, τον τι­τά­να Κρό­νο, απέ­χει ευ­λα­βι­κά από την τε­κνο­φα­γία, αφή­νο­ντας άκο­πα και αδά­γκω­τα τα πρό­σω­πα και τα βιώ­μα­τα μέ­σα στην αν­θρώ­πι­νη (και ιδί­ως την ποι­η­τι­κή) μνή­μη; Ή μή­πως το ακρι­βώς αντί­θε­το: ότι ο Χρό­νος δη­λα­δή τρέ­φε­ται με τη σάρ­κα μας ακό­μη και όταν φαι­νο­με­νι­κά συ­γκρα­τεί τις δια­βρω­τι­κές του ορ­μές; Δεν ξέ­ρω. Στα δι­κά μου μά­τια πά­ντως ο Χρό­νος του Στα­θό­που­λου εί­ναι ένας ιε­ρός (επι­τρέψ­τε μου το πα­ρά­δο­ξο) χώ­ρος, μέ­σα στον οποίο πρέ­πει να μπαί­νου­με δια­κρι­τι­κά, με­τρη­μέ­να, ευ­λα­βι­κά, σε­βα­στι­κά και προ­πά­ντων συ­νει­δη­τά και ενερ­γά, όπως μπαί­νου­με (ή όπως πρέ­πει να μπαί­νου­με) σε μια πε­ρί­ο­δο απο­χής και νη­στεί­ας.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΟ ΒΙ­ΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.
«Νη­στεία του xρό­νου» του Φώ­τη Α. Στα­θό­που­λου

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: