Άσκηση Βίας

Ήταν και­νούρ­γιοι ασθε­νείς, το μό­νο που ήξε­ρα ήταν το όνο­μά τους, Όλ­σον. Σας πα­ρα­κα­λώ κα­τε­βεί­τε όσο πιο γρή­γο­ρα μπο­ρεί­τε, η κό­ρη μου εί­ναι πο­λύ άρ­ρω­στη.
Με το που έφτα­σα συ­νά­ντη­σα την μη­τέ­ρα, μια εύ­σω­μη τρο­μο­κρα­τη­μέ­νη γυ­ναί­κα που άστρα­φτε από κα­θα­ριό­τη­τα η οποία μ’ ένα ύφος σαν να ζη­τού­σε συγ­γνώ­μη απλώς εί­πε, Ο για­τρός εί­στε; και μ’ έβα­λε μέ­σα. Στο βά­θος, πρό­σθε­σε. Να ζη­τή­σου­με συγ­γνώ­μη, για­τρέ, την έχου­με στην κου­ζί­να που έχει ζέ­στη. Έχει πολ­λή υγρα­σία εδώ.
Το παι­δί ήταν ντυ­μέ­νο σαν κρεμ­μύ­δι και κα­θό­ταν στην αγκα­λιά του πα­τέ­ρα της κο­ντά στο τρα­πέ­ζι της κου­ζί­νας. Αυ­τός προ­σπά­θη­σε να ση­κω­θεί, αλ­λά του έγνε­ψα να μην μπει στον κό­πο, έβγα­λα το παλ­τό μου και άρ­χι­σα να εξε­τά­ζω τα πράγ­μα­τα απ’ την αρ­χή. Κα­τα­λά­βαι­να τον εκνευ­ρι­σμό τους, κα­θώς με κοί­τα­γαν δύ­σπι­στοι απ’ την κορ­φή μέ­χρι τα νύ­χια. Όπως γί­νε­ται πά­ντα, δεν θα μου έλε­γαν τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο από τα απο­λύ­τως απα­ραί­τη­τα, εγώ ήμουν αυ­τός που έπρε­πε να τους πω, άλ­λω­στε, αυ­τός ήταν κι ο λό­γος που επέν­δυαν επά­νω μου τα τρία τους δο­λά­ρια.
Το παι­δί εί­χε στυ­λώ­σει επά­νω μου τα μά­τια του, ψυ­χρά, στα­θε­ρά και ανέκ­φρα­στα. Δεν κου­νή­θη­κε και έμοια­ζε συ­γκρα­τη­μέ­νο, ένα ασυ­νή­θι­στα γοη­τευ­τι­κό τό­σο δα πραγ­μα­τά­κι, που φαι­νό­ταν δυ­να­τό σαν δα­μά­λι. Το πρό­σω­πό της ήταν ξα­ναμ­μέ­νο, ανέ­πνεε γρή­γο­ρα και κα­τά­λα­βα ότι εί­χε ψη­λό πυ­ρε­τό. Εί­χε υπέ­ρο­χα, πυ­κνά ξαν­θά μαλ­λιά. Ένα από αυ­τά τα παι­διά των πε­ριο­δι­κών, που τα βλέ­πεις να ανα­πα­ρά­γο­νται συ­νέ­χεια στις δια­φη­μί­σεις και στα φω­το­γρα­φι­κά έν­θε­τα των κυ­ρια­κά­τι­κων εφη­με­ρί­δων.
Έχει τρεις μέ­ρες πυ­ρε­τό, άρ­χι­σε ο πα­τέ­ρας, και δεν ξέ­ρου­με που οφεί­λε­ται. Η γυ­ναί­κα μου της έδω­σε διά­φο­ρα, ξέ­ρε­τε τώ­ρα, όπως κά­νουν όλοι, αλ­λά δεν εί­δα­με απο­τέ­λε­σμα. Και κυ­κλο­φο­ρούν πολ­λές αρ­ρώ­στιες γύ­ρω- γύ­ρω. Έτσι σκε­φτή­κα­με να την δεί­τε και να μας πεί­τε εσείς τι συμ­βαί­νει.
Όπως κά­νουν συ­νή­θως οι για­τροί, έρι­ξα μια ανα­γνω­ρι­στι­κή βο­λή για αρ­χή. Πό­να­γε ο λαι­μός της;
Κι οι δύο γο­νείς απα­ντή­σα­νε με μια φω­νή, Όχι…Όχι,  λέ­ει ότι δεν την πο­νά­ει ο λαι­μός της.
Σε πο­νά­ει ο λαι­μός σου; ρώ­τη­σε η μη­τέ­ρα το παι­δί. Όμως η έκ­φρα­ση της μι­κρής δεν άλ­λα­ξε, ού­τε και πή­ρε τα μά­τια της από πά­νω μου.
Τον κοι­τά­ξα­τε;
Προ­σπά­θη­σα, εί­πε η μη­τέ­ρα, αλ­λά δεν μπο­ρού­σα να δω.

Καθώς μετακίνησα την καρέκλα μου πιο κοντά, με μια κίνηση αιλουροειδούς, σαν από ένστικτο, τα δυό της χέρια τινάχτηκαν απότομα μπροστά, στοχεύοντας τα μάτια μου. Παραλίγο. Για την ακρίβεια χτύπησε τα γυαλιά μου, που εκσφενδονίστηκαν και έπεσαν χωρίς να σπάσουν, αρκετά μέτρα πιο μακριά από μένα, στο πάτωμα της κουζίνας.

Ως συ­νή­θως σ’ αυ­τές τις πε­ρι­πτώ­σεις, εί­χαν υπάρ­ξει κά­ποια κρού­σμα­τα δι­φθε­ρί­τι­δας μέ­σα στον μή­να στο σχο­λείο που πή­γαι­νε το παι­δί, και προ­φα­νώς αυ­τό σκε­φτό­μα­στε όλοι, αν και κα­νείς μας δεν το ξε­στό­μι­ζε ακό­μα.
Λοι­πόν, εί­πα, για να δού­με αυ­τόν τον λαι­μό κα­ταρ­χήν. Φό­ρε­σα το κα­λύ­τε­ρο επαγ­γελ­μα­τι­κό μου χα­μό­γε­λο και αφού ρώ­τη­σα το μι­κρό όνο­μα του παι­διού εί­πα, έλα Μα­τίλ­ντα, άνοι­ξε το στό­μα σου να δω τον λαι­μό σου.
Τί­πο­τα.
Α, έλα τώ­ρα, την κα­λό­πια­σα, μο­νά­χα άνοι­ξε κα­λά το στό­μα σου και άσε με να ρί­ξω μια μα­τιά. Κοί­τα, άπλω­σα τα χέ­ρια μου, δεν κρα­τάω τί­πο­τα. Απλώς άνοι­ξε το στό­μα σου και άσε με να δω.
Κοί­τα τι κα­λός άν­θρω­πος που εί­ναι, υπερ­θε­μά­τι­σε η μη­τέ­ρα. Κοί­τα πό­σο ευ­γε­νι­κά σου φέ­ρε­ται. Έλα, κά­νε αυ­τό που σου λέ­ει. Δεν θα σε πο­νέ­σει.
‘Έσφι­ξα τα δό­ντια μου με απο­στρο­φή. Μα­κά­ρι να μην εί­χαν ανα­φέ­ρει την λέ­ξη «πο­νέ­σει», ίσως έτσι  μπο­ρεί και να κα­τά­φερ­να κά­τι. Πα­ρ’ ολ’ αυ­τά, δεν επέ­τρε­ψα στον εαυ­τό μου να χά­σει την συ­γκέ­ντρω­σή του και μι­λώ­ντας αρ­γά και ήρε­μα προ­σπά­θη­σα να προ­σεγ­γί­σω πά­λι το παι­δί.
Κα­θώς με­τα­κί­νη­σα την κα­ρέ­κλα μου πιο κο­ντά, με μια κί­νη­ση αι­λου­ροει­δούς, σαν από έν­στι­κτο, τα δυό  της χέ­ρια τι­νά­χτη­καν από­το­μα μπρο­στά, στο­χεύ­ο­ντας τα μά­τια μου. Πα­ρα­λί­γο. Για την ακρί­βεια χτύ­πη­σε τα γυα­λιά μου, που εκ­σφεν­δο­νί­στη­καν και έπε­σαν  χω­ρίς να σπά­σουν, αρ­κε­τά μέ­τρα πιο μα­κριά από μέ­να, στο πά­τω­μα της κου­ζί­νας.
Οι δύο γο­νείς, ξέ­χει­λοι από αμη­χα­νία, ρί­χτη­καν σε απο­λο­γί­ες. Πα­λιο­κό­ρι­τσο,  εί­πε η μη­τέ­ρα, αρ­πά­ζο­ντας την μι­κρή και τι­νά­ζο­ντάς την απ’ το χέ­ρι. Κοί­τα τι έκα­νες. Αυ­τόν τον κα­λό άν­θρω­πο…
Για τ’ όνο­μα του Θε­ού, την διέ­κο­ψα. Μη της λέ­τε ότι εί­μαι κα­λός άν­θρω­πος. Βρί­σκο­μαι εδώ για να εξε­τά­σω τον λαι­μό της για την πε­ρί­πτω­ση που πά­σχει από δι­φθε­ρί­τι­δα, από την οποία δι­φθε­ρί­τι­δα εί­ναι πι­θα­νό να πε­θά­νει. Αν και αυ­τό δεν φαί­νε­ται να την προ­βλη­μα­τί­ζει.. Άκου εδώ, στρά­φη­κα στο παι­δί, θα δού­με τον λαι­μό σου. Εί­σαι αρ­κε­τά με­γά­λη για να κα­τα­λα­βαί­νεις τι λέω. Τώ­ρα, θ’ ανοί­ξεις το στό­μα σου από μό­νη σου, ή θα πρέ­πει να στο ανοί­ξου­με εμείς;

Ού­τε μια κί­νη­ση. Ού­τε καν η έκ­φρα­ση του προ­σώ­που της δεν άλ­λα­ξε. Πα­ρ’ ολ’ αυ­τά οι ανα­πνο­ές της γί­νο­νταν όλο και πιο γρή­γο­ρες. Και τό­τε άρ­χι­σε η μά­χη. Έπρε­πε να το κά­νω. Έπρε­πε να εξε­τά­σω τον λαι­μό της για το δι­κό της το κα­λό. Πρώ­τα εί­πα στους γο­νείς ότι το θέ­μα αφο­ρού­σε απο­κλει­στι­κά αυ­τούς. Αφού τους εξή­γη­σα τον κίν­δυ­νο, εί­πα ότι δεν θα επέ­με­να στην εξέ­τα­ση του λαι­μού της κό­ρης τους αν δεν έπαιρ­ναν κι εκεί­νοι την ευ­θύ­νη. Αν δεν κά­νεις ότι σου λέ­ει ο για­τρός θα πας στο νο­σο­κο­μείο, την προει­δο­ποί­η­σε σο­βα­ρά η μη­τέ­ρα. 
Αλή­θεια; Χα­μο­γέ­λα­σα στον εαυ­τό μου. Στο τέ­λος- τέ­λος εί­χα αρ­χί­σει ήδη να ερω­τεύ­ο­μαι αυ­τό το άγριο σκα­τό­παι­δο, ενώ απ’ την άλ­λη ένοιω­θα βα­θειά πε­ρι­φρό­νη­ση για τους δι­κούς της. Σ΄ αυ­τή τη μά­χη γί­νο­νταν όλο και πιο αξιο­λύ­πη­τοι, όλο και πιο συ­ντε­τριμ­μέ­νοι, όλο και πιο ξε­θε­ω­μέ­νοι, την ίδια ώρα που η μι­κρή ανέ­βαι­νε στα δυ­σθε­ώ­ρη­τα ύψη ενός πα­ρα­νοϊ­κού, λυσ­σα­λέ­ου αγώ­να, που θέ­ριευε απ’ τον τρό­μο που της προ­κα­λού­σα.
Ο πα­τέ­ρας, ένας μπρα­τσω­μέ­νος άντρας, έκα­νε απ’ την με­ριά του ό,τι κα­λύ­τε­ρο μπο­ρού­σε, αλ­λά πρώ­τον επει­δή επρό­κει­το για την κό­ρη του, δεύ­τε­ρον επει­δή ντρε­πό­ταν για την συ­μπε­ρι­φο­ρά της και τρί­τον επει­δή έτρε­με μή­πως της κά­νει κα­νέ­να κα­κό, την άφη­νε να ξε­φεύ­γει απ’ τα χέ­ρια του συ­νέ­χεια ακρι­βώς την κρί­σι­μη στιγ­μή που εί­χα σχε­δόν πε­τύ­χει τον στό­χο μου, μέ­χρι που μου ερ­χό­ταν να τον σκο­τώ­σω. Όμως έτρε­με εξί­σου και την δι­φθε­ρί­τι­δα, κι έτσι με πί­ε­ζε να συ­νε­χί­σω, να συ­νε­χί­σω, αυ­τός στα πρό­θυ­ρα της λι­πο­θυ­μί­ας κι η μά­να από πί­σω να πη­γαί­νει πά­νω-κά­τω στην κου­ζί­να, χτυ­πώ­ντας τις πα­λά­μες με από­γνω­ση.
Κρά­τα την γε­ρά αγκα­λιά, διέ­τα­ξα, και κρά­τα και τους καρ­πούς της.
Με το που την πή­ρε αγκα­λιά, το παι­δί ούρ­λια­ξε. Μη, με πο­νάς. Άσε τα χέ­ρια μου. Άστα σου λέω. Κα­τό­πιν στρί­γκλι­σε τρο­μα­κτι­κά, υστε­ρι­κά. Στα­μά­τα! Στα­μά­τα! Θα με σκο­τώ­σεις!
Νο­μί­ζε­τε ότι μπο­ρεί να τ’ αντέ­ξει, για­τρέ! εί­πε η μη­τέ­ρα.
Εσύ να βγεις έξω, εί­πε ο άντρας στην γυ­ναί­κα του. Θέ­λεις να πε­θά­νει από δι­φθε­ρί­τι­δα;
Έλα, κρά­τα την, του εί­πα.
Άρ­πα­ξα το κε­φά­λι του παι­διού με το αρι­στε­ρό μου χέ­ρι και προ­σπά­θη­σα να βά­λω το ξύ­λι­νο γλωσ­σο­πί­ε­στρο ανά­με­σα στα δό­ντια της. Πά­λε­ψε μα­νια­σμέ­να, σφίγ­γο­ντας τα σα­γό­νια. Αλ­λά πια, εγώ εί­χα εξορ­γι­στεί- από ένα παι­δί. Προ­σπα­θού­σα να ηρε­μή­σω αλ­λά δεν τα κα­τά­φερ­να. Απ’ την άλ­λη, ήξε­ρα πο­λύ κα­λά πώς να εξε­τά­σω έναν λαι­μό. Κι έκα­να ότι κα­λύ­τε­ρο μπο­ρού­σα. Όταν, τε­λι­κά, πέ­τυ­χα να βά­λω την ξύ­λι­νη σπά­του­λα πί­σω απ’ το τε­λευ­ταίο δό­ντι μέ­σα στην στο­μα­τι­κή κοι­λό­τη­τα, άνοι­ξε το στό­μα της για μια στιγ­μή και πριν μπο­ρέ­σω να δω το ξα­νά­κλει­σε, σφίγ­γο­ντας και κά­νο­ντας κομ­μά­τια το γλω­σο­πί­ε­στρο με τους τρα­πε­ζί­τες της πριν προ­λά­βω να το τρα­βή­ξω έξω.
Δεν ντρέ­πε­σαι; της φώ­να­ξε  η μη­τέ­ρα. Δεν ντρέ­πε­σαι να συ­μπε­ρι­φέ­ρε­σαι έτσι σ’ ένα για­τρό;
Φέρ­τε μου ένα κου­τά­λι, ή κά­τι τέ­τοιο, της εί­πα. Θα τε­λειώ­νου­με μ’ αυ­τό. Το στό­μα του παι­διού αι­μορ­ρα­γού­σε ήδη. Η γλώσ­σα της εί­χε κο­πεί και το κο­ρί­τσι ούρ­λια­ζε βγά­ζο­ντας άγριες, υστε­ρι­κές κραυ­γές. Ίσως θα έπρε­πε να εί­χα απο­φα­σί­σει να φύ­γω και να γυ­ρί­σω πί­σω κα­μιά ώρα με­τά. Δεν υπάρ­χει αμ­φι­βο­λία πως έτσι θα ήταν κα­λύ­τε­ρα. Αλ­λά έχω δει του­λά­χι­στον δύο παι­διά να κεί­το­νται νε­κρά στα κρε­βά­τια τους από ια­τρι­κή αμέ­λεια σε πα­ρό­μοιες πε­ρι­πτώ­σεις, και έτσι, νοιώ­θο­ντας ότι πρέ­πει να κά­νω διά­γνω­ση ή τώ­ρα ή πο­τέ, όρ­μη­σα πά­λι. Το χει­ρό­τε­ρο απ’ όλα ήταν ότι πια εί­χα ξε­πε­ρά­σει τα όρια. Μέ­σα στο μέ­νος μου θα μπο­ρού­σα να εί­χα κά­νει το παι­δί κομ­μα­τά­κια και να το ευ­χα­ρι­στη­θώ κι από πά­νω. Ήταν ηδο­νι­κό να της επι­τί­θε­σαι. Το πρό­σω­πό μου έκαι­γε απ’ την έξα­ψη.
Το ανα­θε­μα­τι­σμέ­νο το κω­λό­παι­δο πρέ­πει να προ­στα­τευ­τεί από την ίδια της την χα­ζο­μά­ρα, λέ­ει κα­νείς στον εαυ­τό του σε κά­τι τέ­τοιες στιγ­μές. Πρέ­πει να προ­στα­τεύ­σου­με και τους υπό­λοι­πους αν­θρώ­πους απ’ αυ­τήν. Εί­ναι κοι­νω­νι­κή ανα­γκαιό­τη­τα. Σω­στά ει­ν’ αυ­τά.  Στο βά­θος όμως, τα πραγ­μα­τι­κά μας κί­νη­τρα εί­ναι μια τυ­φλή μα­νία, μια αί­σθη­ση ενή­λι­κης ενο­χής κι η λα­χτά­ρα να ασκή­σου­με σω­μα­τι­κή βία. Μέ­χρι το τέ­λος.
Σε μία τε­λειω­τι­κή, χω­ρίς λό­γο επί­θε­ση, κό­ντε­ψα να συν­θλί­ψω τον λαι­μό και τα σα­γό­νια του παι­διού. Έσπρω­ξα το βα­ρύ, αση­μέ­νιο κου­τά­λι πί­σω απ’ τα δό­ντια της και απο­κά­λυ­ψα τον λαι­μό της τό­σο πο­λύ που το κο­ρί­τσι κό­ντε­ψε να πνι­γεί. Και νά­το- κι οι δύο αμυ­γδα­λές της ήταν κα­λυμ­μέ­νες με μεμ­βρά­νη. Εί­χε πα­λέ­ψει γεν­ναία για να μην απο­κα­λύ­ψω το μυ­στι­κό της. Έκρυ­βε του­λά­χι­στον επί τρείς μέ­ρες τον πο­νό­λαι­μο λέ­γο­ντας ψέ­μα­τα στους γο­νείς της, μό­νο και μό­νο για να γλυ­τώ­σει απ’ όλο αυ­τό.
Τώ­ρα πραγ­μα­τι­κά ήταν εξα­γριω­μέ­νη. Πριν αμύ­νο­νταν, τώ­ρα επι­τέ­θη­κε. Προ­σπά­θη­σε να κα­τέ­βει απ’ την αγκα­λιά του πα­τέ­ρα της και να μου ορ­μή­ξει, ενώ δά­κρυα ήτ­τας τύ­φλω­ναν τα μά­τια της.

(Προ­δη­μο­σί­ευ­ση από επι­κεί­με­νη έκ­δο­ση από τις εκδ. Αρ­μός)

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Ουίλ­λιαμ Κάρ­λος Ουίλ­λιαμς ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: