«Oιδίπους επί Καλιφορνία» / η αναστολή του νοήματος στο «The Crying of Lot 49» του Thomas Pynchon

«Oιδίπους επί Καλιφορνία» / η αναστολή του νοήματος στο «The Crying of Lot 49» του Thomas Pynchon

Κά­θε επί­σκε­ψη στο έρ­γο του Τό­μας Πύν­τσον (Thomas Pynchon) ισο­δυ­να­μεί με ερ­μη­νευ­τι­κή ναυ­σι­πλο­ΐα στο σκο­τά­δι της ση­μα­σί­ας: τα κεί­με­νά του εί­ναι διά­στι­κτα από αστε­ρι­σμούς ση­μα­σιο­λο­γι­κών πι­θα­νο­τή­των, αλ­λά εί­ναι πο­λύ δύ­σκο­λο ή και αδύ­να­τον να χα­ρά­ξει κα­νείς ασφα­λή πο­ρεία προς ένα νοη­μα­τι­κό κέ­ντρο, το οποίο ίσως και να μην υπάρ­χει.
Στο δεύ­τε­ρο, χρο­νο­λο­γι­κά, μυ­θι­στό­ρη­μά του, με τί­τλο The Crying of Lot 49 (1965), η ανα­ζή­τη­ση ενός νο­ή­μα­τος που διαρ­κώς εκ­φεύ­γει συ­νυ­φαί­νε­ται με θε­με­λιώ­δη συ­στα­τι­κά στοι­χεία του οι­δι­πό­δειου μύ­θου. Η συ­νύ­φαν­ση δεν εί­ναι κα­θό­λου άτο­πη: το κε­ντρι­κό πρό­σω­πο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, η Οι­δί­πα Μά­ας (Oedipa Maas), εί­ναι προ­φα­νέ­στα­τα σύγ­χρο­νη εν­σάρ­κω­ση του Οι­δί­πο­δα, του μυ­θι­κού ήρωα που αρ­χε­τυ­πι­κά εκ­προ­σω­πεί την πα­ρα­δο­χή ότι η αλή­θεια υπάρ­χει και πρέ­πει να ανα­ζη­τη­θεί, ότι το Νό­η­μα μπο­ρεί και πρέ­πει να ιχνη­λα­τη­θεί και να συ­γκρο­τη­θεί σε εσω­τε­ρι­κά συ­νε­πή, λο­γι­κά επα­λη­θεύ­σι­μη δο­μή. Εντού­τοις, η Οι­δί­πα, όπως και ο μυ­θι­κός συ­νο­νό­μα­τος και πρό­δρο­μός της, δια­πι­στώ­νει πως η επι­δί­ω­ξή της να ανα­γά­γει την αι­νιγ­μα­τι­κή και αντι­φα­τι­κή πο­λυ­πλο­κό­τη­τα των εμπει­ριών της σε ένα πε­πε­ρα­σμέ­νο, ενιαίο σύ­νο­λο λο­γι­κών πο­ρι­σμά­των απο­βαί­νει εντέ­λει μά­ταιη.
Η τα­λά­ντευ­ση ανά­με­σα στο νό­η­μα και στην ανα­στο­λή του, ανά­με­σα στην ασφά­λεια των έλ­λο­γων δο­μών και στην ιλιγ­γιώ­δη πο­λυ­μορ­φία των πι­θα­νών (αλ­λά αβέ­βαιων) ση­μα­σιών, απο­τε­λεί τον πυ­ρή­να του οι­δι­πό­δειου μύ­θου, έτσι όπως δια­μορ­φώ­θη­κε του­λά­χι­στον από τον Σο­φο­κλή. Ο σο­φό­κλειος Οι­δί­πους συ­γκρο­τεί μια κα­θ’ όλα πι­θα­νο­φα­νή, αλ­λά εντέ­λει εσφαλ­μέ­νη ερ­μη­νεία του δελ­φι­κού χρη­σμού: ενώ θε­ω­ρεί ότι έντε­χνα απο­φεύ­γει την εκ­πλή­ρω­ση της προ­φη­τεί­ας, που τον θέ­λει πα­τρο­κτό­νο και μη­τρο­κοί­τη, εντού­τοις οδη­γεί­ται ανα­πό­δρα­στα στην εκ­πλή­ρω­σή της. Αυ­τός ο έξο­χος λύ­της των αι­νιγ­μά­των, που κα­τόρ­θω­σε να αρ­θρώ­σει σε ενιαία, συ­νε­κτι­κή δο­μή τη φαι­νο­με­νι­κά αντι­φα­τι­κή πολ­λα­πλό­τη­τα του γρί­φου της Σφίγ­γας (ό,τι μοιά­ζει τρι­πλό –τε­τρά­πο­δο, δί­πο­δο, τρί­πο­δο– εί­ναι στην ου­σία ένα), απο­δει­κνύ­ε­ται εντέ­λει ανί­κα­νος να εξι­χνιά­σει τη χρη­σμο­δο­τη­μέ­νη ολέ­θρια ταυ­τό­τη­τα, ή μάλ­λον τη σύγ­χυ­ση, ρό­λων και λει­τουρ­γιών, της οποί­ας φο­ρέ­ας εί­ναι ο ίδιος (γιος και σύ­ζυ­γος της μη­τέ­ρας του, πα­τέ­ρας και αδελ­φός των παι­διών του, γιος και φο­νιάς του πα­τέ­ρα του). Η εύ­τα­κτη ερ­μη­νεία του κό­σμου για την οποία επαί­ρε­ται ο Οι­δί­πους (βλ. προ­πά­ντων Σο­φο­κλή, Οι­δί­πους Τύ­ραν­νος 390-6) απο­δει­κνύ­ε­ται απα­τη­λή πα­ρερ­μη­νεία, στρε­βλή ανά­γνω­ση των δια­θέ­σι­μων τεκ­μη­ρί­ων, τρα­γι­κά πλα­νη­μέ­νη συ­γκρό­τη­ση ενός ερ­μη­νευ­τι­κού συ­στή­μα­τος χω­ρίς αντί­κρι­σμα στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Κα­τά πα­ρό­μοιο τρό­πο, το σύγ­χρο­νο αμε­ρι­κα­νι­κό απεί­κα­σμά του, η Οι­δί­πα, απο­δύ­ε­ται σε μιαν απέλ­πι­δα ανα­ζή­τη­ση νο­ή­μα­τος, προ­σπα­θώ­ντας να επι­βά­λει ερ­μη­νευ­τι­κή ευ­τα­ξία στο χά­ος της αν­θρώ­πι­νης εμπει­ρί­ας, το οποίο όμως απο­δει­κνύ­ε­ται πολ­λα­πλά ερ­μη­νεύ­σι­μο και, ίσως, εγ­γε­νώς ακα­τα­νό­η­το.

Ακόμη και ο αριθμός 49 μοιάζει να είναι επίτηδες επιλεγμένος για να ενισχύσει την αινιγματική πολυσημία: περιέχει δύο ιερά ψηφία (το 4 είναι ο τέλειος αριθμός των Πυθαγορείων, ενώ το 9 είναι ο μαγικός αριθμός 3 υψωμένος στην τρίτη), τα οποία δίνουν άθροισμα 13, που σχεδόν αρχετυπικά ταυτίζεται με τον κίνδυνο και την ατυχία.

Ο τί­τλος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος Η εκ­ποί­η­ση της με­ρί­δας 49 πα­ρα­πέ­μπει εκ πρώ­της όψε­ως στην ορο­λο­γία των δη­μο­πρα­σιών. Η εκ­πλει­στη­ρια­ζό­με­νη «με­ρί­δα 49» πε­ρι­λαμ­βά­νει μια συλ­λο­γή πλα­στών γραμ­μα­το­σή­μων που ανή­κε κά­πο­τε στον Pierce Inverarity, με­γι­στά­να κτη­μα­το­με­σί­τη και πρώ­ην ερα­στή της Οι­δί­πας, σύμ­φω­να με τις εντο­λές του οποί­ου η δια­θή­κη του θα έπρε­πε να εκτε­λε­στεί από την ίδια την Οι­δί­πα. Ο τί­τλος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος εί­ναι πολ­λα­πλά ερ­μη­νεύ­σι­μος και ει­ρω­νι­κά αμ­φί­ση­μος. Εκτός από την προ­φα­νή με­τά­φρα­ση που προ­α­να­φέ­ρα­με («Η εκ­ποί­η­ση/δη­μο­πρά­τη­ση της με­ρί­δας 49»), The Crying of Lot 49, μπο­ρεί να ση­μαί­νει επί­σης «Η κραυ­γή (ή ο κλαυθ­μός) της μοί­ρας (ή του λα­χνού) 49».[1] Κε­ντρι­κό ρό­λο στη δη­μιουρ­γία της πο­λυ­ση­μί­ας έχει εδώ η λέ­ξη lot, που θα πει «με­ρί­διο», «μοί­ρα», αλ­λά και «λα­χνός» και «τε­μά­χιο γης». Ο εκ­πλει­στη­ρια­σμός της πε­ριου­σί­ας του Pierce Inverarity ανα­τί­θε­ται στην Οι­δί­πα χω­ρίς να το επι­διώ­ξει η ίδια: εί­ναι ένα εί­δος «λα­χνού» (lot) που της επι­φύ­λασ­σε η μοί­ρα (lot). Εξάλ­λου, ο τω­ρι­νός σύ­ζυ­γος της Οι­δί­πας, ο Wendell Maas, υπο­φέ­ρει από σύν­δρο­μα ενο­χής και άγ­χους, εξαι­τί­ας του γε­γο­νό­τος ότι εί­χε ερ­γα­στεί για με­γά­λο διά­στη­μα ως πω­λη­τής σε μά­ντρα (lot) με­τα­χει­ρι­σμέ­νων αυ­το­κι­νή­των: η μά­ντρα (lot) όπου κα­τέ­λη­γαν τα ναυά­για των οχη­μά­των κα­τέ­λη­ξε να ταυ­τι­στεί με τη μοί­ρα (lot) του Wendell. Ακό­μη και ο αριθ­μός 49 μοιά­ζει να εί­ναι επί­τη­δες επι­λεγ­μέ­νος για να ενι­σχύ­σει την αι­νιγ­μα­τι­κή πο­λυ­ση­μία: πε­ριέ­χει δύο ιε­ρά ψη­φία (το 4 εί­ναι ο τέ­λειος αριθ­μός των Πυ­θα­γο­ρεί­ων, ενώ το 9 εί­ναι ο μα­γι­κός αριθ­μός 3 υψω­μέ­νος στην τρί­τη), τα οποία δί­νουν άθροι­σμα 13, που σχε­δόν αρ­χε­τυ­πι­κά ταυ­τί­ζε­ται με τον κίν­δυ­νο και την ατυ­χία. Εξάλ­λου, όπως έχει επι­ση­μαν­θεί από πλειά­δα κρι­τι­κών, ο αριθ­μός 49 απέ­χει μία μο­νά­δα από το 50, τον αριθ­μό που πα­ρα­πέ­μπει στην Πε­ντη­κο­στή, στο υπέρ­λο­γο απο­στο­λι­κό βί­ω­μα που συν­δέ­ε­ται κα­τε­ξο­χήν με τη με­το­χή στον εξ επι­φοι­τή­σε­ως Λό­γο. Με το να στα­μα­τά ένα μό­λις ψη­φίο πριν από τον κρί­σι­μο αριθ­μό 50, ο τί­τλος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος υπαι­νίσ­σε­ται ότι η ση­μα­σιο­λο­γι­κή κα­τα­δί­ω­ξη που θα εκτυ­λι­χθεί στις σε­λί­δες του εί­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νη να με­τε­ω­ρί­ζε­ται εσα­εί στα πρό­θυ­ρα της πε­ντη­κο­στια­νής επι­φοί­τη­σης, χω­ρίς πο­τέ να εξα­σφα­λί­ζει τη δί­χως συ­σκο­τι­σμούς και αμ­φι­ση­μί­ες θέ­α­ση του εξ απο­κα­λύ­ψε­ως Λό­γου.
Τέ­τοιου εί­δους δια­γλωσ­σι­κά παι­χνί­δια χα­ρα­κτη­ρί­ζουν και την ονο­μα­το­λο­γία των προ­σώ­πων του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Για πα­ρά­δειγ­μα, το επώ­νυ­μο της Oedipa Maas πα­ρα­πέ­μπει στην ολ­λαν­δι­κή λέ­ξη maas, που θα πει «θη­λιά», «πλέγ­μα», «δί­χτυ» – στα δί­χτυα, άλ­λω­στε, μιας πα­γκό­σμιας συ­νω­μο­σί­ας κα­τα­λή­γει να εμπλα­κεί, όπως θα δού­με, η Οι­δί­πα. Όσο για τον ίδιο τον Pierce Inverarity, το μι­κρό του όνο­μα («δια­περ­νώ», «διεισ­δύω») έχει προ­φα­νείς γε­νε­τή­σιες συν­δη­λώ­σεις, αλ­λά και προ­τυ­πώ­νει την επι­κεί­με­νη από­πει­ρα της Οι­δί­πας να «διεισ­δύ­σει» (pierce) στο «πλέγ­μα» (maas) των αδιά­γνω­στων ερ­μη­νευ­τι­κών ιχνών που έχει αφή­σει πί­σω του ο πε­θα­μέ­νος ερα­στής της. Ακό­μη πιο πο­λύ­ση­μο εί­ναι το επώ­νυ­μο Inverarity: μπο­ρεί ταυ­τό­χρο­να να δη­λώ­νει το αντί­θε­το της αλή­θειας (απο­φα­τι­κό μό­ριο in + λα­τιν. verum) αλ­λά και την κα­τα­φα­τι­κή συ­νταύ­τι­ση με την αλή­θεια (λα­τιν. in vero). Ταυ­τό­χρο­να, το ίδιο αυ­τό επώ­νυ­μο εμπε­ριέ­χει τη λέ­ξη rarity, «σπα­νιό­τη­τα»: πράγ­μα­τι, η συλ­λο­γή γραμ­μα­το­σή­μων που εκ­ποιεί­ται απο­τε­λεί αυ­τό­χρη­μα «σπά­νιο κομ­μά­τι», rarity, κα­θώς φαί­νε­ται να συ­νι­στά τεκ­μή­ριο (ίσως όμως πρό­κει­ται για απλή απά­τη) μιας πε­λώ­ριας αντι­κα­θε­στω­τι­κής συ­νω­μο­σί­ας ενά­ντια, ακρι­βώς, στο μο­νο­πώ­λιο των τα­χυ­δρο­μι­κών υπη­ρε­σιών –  δη­λα­δή της γρα­πτής επι­κοι­νω­νί­ας.

«Oιδίπους επί Καλιφορνία» / η αναστολή του νοήματος στο «The Crying of Lot 49» του Thomas Pynchon

Η λα­βυ­ριν­θώ­δης πο­λυ­ση­μία του τί­τλου και των ονο­μά­των υπο­δει­κνύ­ει το κε­ντρι­κό πρό­βλη­μα του The Crying of Lot 49: το πρό­βλη­μα της ανα­ζή­τη­σης νο­ή­μα­τος, το πρό­βλη­μα της ερ­μη­νεί­ας. Ήδη στο πρώ­το κε­φά­λαιο του έρ­γου ο ανα­γνώ­στης έρ­χε­ται αντι­μέ­τω­πος με μια εμ­βλη­μα­τι­κή υπο­τύ­πω­ση του ζη­τή­μα­τος. Πρό­κει­ται για την πε­ρι­γρα­φή ενός ζω­γρα­φι­κού τρί­πτυ­χου, έρ­γου της Ισπα­νί­δας ζω­γρά­φου Maria de Los Remedios Varo y Uranga (1908-1963), το οποίο απει­κο­νί­ζει κο­πέ­λες έγκλει­στες στην κο­ρυ­φή ενός πύρ­γου να φτιά­χνουν ένα υφα­ντό, που το αφή­νουν κα­τό­πι να ξε­τυ­λι­χτεί από τα πα­ρά­θυ­ρα του πύρ­γου. Το υφα­ντό πα­ρι­στά­νει τον κό­σμο ολό­κλη­ρο –  ή μάλ­λον εί­ναι ο κό­σμος ολό­κλη­ρος, «αφού όλα τ’ άλ­λα κτή­ρια και τα πλά­σμα­τα, όλα τα κύ­μα­τα, τα κα­ρά­βια και τα δά­ση της γης πε­ριέ­χο­νταν σε τού­το το υφα­ντό, και το υφα­ντό ήταν ο κό­σμος».[2]
Θυ­μό­μα­στε ότι η λα­τι­νι­κή λέ­ξη για το «υφα­ντό», textus, κα­τέ­λη­ξε να ση­μαί­νει «κεί­με­νο» στα αγ­γλι­κά (text) και σε άλ­λες ευ­ρω­παϊ­κές γλώσ­σες. Χά­ρη σ’ αυ­τόν τον (χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πυν­τσο­νι­κό) δια­γλωσ­σι­κό υπαι­νιγ­μό, το υφα­ντό των κο­ρι­τσιών στο τρί­πτυ­χο της Remedios Varo συ­νο­ψί­ζει το βα­σι­κό πρό­βλη­μα της ερ­μη­νευ­τι­κής και της γνω­σιο­λο­γί­ας: αν το υφα­ντό/κεί­με­νο εί­ναι ο κό­σμος μας, τό­τε η θέ­α­ση του κό­σμου μέ­σω του κει­μέ­νου –δη­λα­δή μέ­σω της γλώσ­σας– κιν­δυ­νεύ­ει να οδη­γή­σει σε έναν διαρ­κώς αυ­το­τρο­φο­δο­τού­με­νο ερ­μη­νευ­τι­κό σο­λι­ψι­σμό, που έχει ως απο­τέ­λε­σμα την αδυ­να­μία επα­λή­θευ­σης του νο­ή­μα­τος. Με άλ­λα λό­για, εάν αυ­τό που απο­κα­λού­με πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν εί­ναι πα­ρά γέν­νη­μα της διά­νοιάς μας, κα­τα­σκεύ­α­σμα ενός νου καρ­τε­σια­νής κο­πής, ο οποί­ος δεν μπο­ρεί να εί­ναι βέ­βαιος πα­ρά μό­νο για την ίδια την ύπαρ­ξή του, τό­τε η ανα­ζή­τη­ση νο­ή­μα­τος εί­ναι όχι απλώς μά­ταιη αλ­λά α-νό­η­τη, στε­ρη­μέ­νη από νό­η­μα. Σε μια τέ­τοια πε­ρί­πτω­ση, εί­μα­στε όλοι μας δέ­σμιοι του νου μας: η συ­νεί­δη­ση που έχου­με για την ύπαρ­ξη του εαυ­τού μας και του κό­σμου που μας πε­ρι­βάλ­λει εί­ναι προ­ϊ­όν της σκέ­ψης μας (της res cogitans, για να μι­λή­σου­με με καρ­τε­σια­νή ορο­λο­γία). Η τέ­τοια συ­νεί­δη­ση δεν υπό­κει­ται σε επα­λή­θευ­ση, διό­τι κά­τι τέ­τοιο θα απαι­τού­σε το αδύ­να­το: να χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με, δη­λα­δή, εξω­λο­γι­κά δια­νοη­τι­κά ερ­γα­λεία, κα­τη­γο­ρί­ες σκέ­ψης ανε­ξάρ­τη­τες από τον αν­θρώ­πι­νο νου, για την επα­λή­θευ­ση των πα­ρα­στά­σε­ων του ίδιου του αν­θρώ­πι­νου νου. Με αφορ­μή τον πί­να­κα της Remedios Varo, με τα πρό­σω­πα του οποί­ου νιώ­θει να ταυ­τί­ζε­ται, η Οι­δί­πα συ­νει­δη­το­ποιεί ότι «μια τέ­τοια δε­σμώ­τι­δα, κα­θώς έχει μπό­λι­κο και­ρό για να στο­χα­στεί, σύ­ντο­μα αντι­λαμ­βά­νε­ται πως ο πύρ­γος της, το ύψος του και η αρ­χι­τε­κτο­νι­κή του, εί­ναι απλά συμ­βε­βη­κό­τα, όπως άλ­λω­στε και το εγώ της: πως ό,τι στ’ αλή­θεια την κρα­τά δέ­σμια εί­ναι κά­ποια μα­γι­κή δύ­να­μη, ανώ­νυ­μη και κα­κό­βου­λη, που ήρ­θε και τη βρή­κε δί­χως κα­νέ­ναν απο­λύ­τως λό­γο» (σελ. 11-12).

«Oιδίπους επί Καλιφορνία» / η αναστολή του νοήματος στο «The Crying of Lot 49» του Thomas Pynchon

Η Οι­δί­πα ξε­κι­νά την ανα­ζή­τη­σή της με μιαν επί­σκε­ψη στην (φα­ντα­στι­κή) πό­λη του San Narciso στην Κα­λι­φόρ­νια, το όνο­μα της οποί­ας, πα­ρω­δώ­ντας προ­φα­νώς το San Francisco (επί­σης στην Κα­λι­φόρ­νια), πα­ρα­πέ­μπει ευ­θέ­ως στον μύ­θο του Νάρ­κισ­σου και της νύμ­φης Ηχώς – άλ­λω­στε, «Δώ­μα­τα της Ηχώς», Echo Courts, λέ­γε­ται το ξε­νο­δο­χείο όπου κα­τα­λύ­ει η Οι­δί­πα (δια­φη­μι­στι­κό του έμ­βλη­μα το γι­γά­ντιο ομοί­ω­μα μιας Νύμ­φης). Στον σχε­τι­κό μύ­θο η Ηχώ, μη μπο­ρώ­ντας να μι­λή­σει –αφού την έχει κα­τα­δι­κά­σει η Ήρα να επα­να­λαμ­βά­νει, απλώς, τα λό­για των άλ­λων–, αδυ­να­τεί να κοι­νω­νή­σει το ερω­τι­κό μή­νυ­μά της στον Νάρ­κισ­σο. Ο Νάρ­κισ­σος, από την άλ­λη πλευ­ρά, ερω­τεύ­ε­ται το ίδιο το εί­δω­λό του, κα­ταρ­γώ­ντας έτσι αυ­τό­χρη­μα τη δυι­κή ετε­ρό­τη­τα που εί­ναι προ­ϋ­πό­θε­ση της ερω­τι­κής κοι­νω­νί­ας.[3] Κοι­νός πα­ρο­νο­μα­στής και στις δύο πε­ρι­πτώ­σεις εί­ναι η κα­τάρ­ρευ­ση της (επι)κοι­νω­νί­ας, η οποία συ­ναρ­τά­ται με την αδυ­να­μία της ίδιας της Οι­δί­πας να εντο­πί­σει κά­ποιου εί­δους ση­μα­σιο­λο­γι­κή συ­νο­χή μέ­σα στο δά­σος των ετε­ρό­κλη­των συμ­βό­λων που την πε­ρι­βάλ­λει. Όταν αντι­κρί­ζει για πρώ­τη φο­ρά το San Narciso που απλώ­νε­ται μπρο­στά της, η Οι­δί­πα το πα­ραλ­λη­λί­ζει με το πο­λυ­δαί­δα­λο κύ­κλω­μα ενός τραν­ζί­στορ – ενός μέ­σου προ­ο­ρι­σμέ­νου για τη με­τά­δο­ση μη­νυ­μά­των, τα οποία όμως στην πε­ρί­πτω­ση αυ­τή πα­ρα­μέ­νουν ανε­πί­δο­τα: η κά­το­ψη της πό­λης, όπως και η κά­το­ψη του τραν­ζί­στορ, με­τα­δί­δουν «μιαν ιε­ρο­γλυ­φι­κή αί­σθη­ση κρυμ­μέ­νου νο­ή­μα­τος, πρό­θε­σης για επι­κοι­νω­νία» (σελ. 14). Οι ιε­ρο­γλυ­φι­κοί χα­ρα­κτή­ρες εμπε­ριέ­χουν ένα κρυ­πτο­γρα­φη­μέ­νο μή­νυ­μα, απευ­θύ­νουν πρό­σκλη­ση για επι­κοι­νω­νία, η οποία όμως απο­βαί­νει μο­νό­πλευ­ρη και πα­ρα­μέ­νει ση­μα­σιο­λο­γι­κά αδρα­νής. Η αμη­χα­νία της Οι­δί­πας απέ­να­ντι στα «ιε­ρο­γλυ­φι­κά», στην ερ­μη­τι­κή πα­ρα­ση­μα­ντι­κή του δυ­σερ­μή­νευ­του, επα­νεμ­φα­νί­ζε­ται, ελα­φρώς με­ταμ­φιε­σμέ­νη, σε κα­το­πι­νό ση­μείο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος (σελ. 72-74), όταν ένα από τα πρό­σω­πα-κλει­διά που δί­νουν πλη­ρο­φο­ρί­ες, κρυ­πτι­κές όμως και δυ­σε­ξή­γη­τες, στην Οι­δί­πα για να δια­φω­τί­σουν την πο­ρεία της ανα­ζή­τη­σής της εί­ναι κά­ποιος υπέρ­γη­ρος κύ­ριος Θωθ (Mr Thoth), συ­νο­νό­μα­τος του αι­γυ­πτια­κού θε­ού που επι­νό­η­σε την ιε­ρο­γλυ­φι­κή γρα­φή (πρό­κει­ται για τον Θευθ του πλα­τω­νι­κού Φαί­δρου).
Αντι­μέ­τω­πη με τη διαρ­κή ανα­στο­λή του νο­ή­μα­τος, η Οι­δί­πα μοιά­ζει να υπο­κύ­πτει στον πει­ρα­σμό ενός δυι­σμού πλα­τω­νι­κής σχε­δόν υφής· απρό­θυ­μη ή ανί­κα­νη να ορ­γα­νώ­σει την εγκό­σμια εμπει­ρία σε ένα ορ­θο­λο­γι­κό, συ­νε­κτι­κό ερ­μη­νευ­τι­κό σχή­μα, προ­τι­μά να με­τα­θέ­σει την ευ­θύ­νη για την πα­ρα­γω­γή και τη συ­γκρό­τη­ση του νο­ή­μα­τος στη σφαί­ρα του με­τα­φυ­σι­κού: «σε κά­ποιαν άλ­λη, θα ’λε­γες, συ­χνό­τη­τα, ή και μέ­σα από το μά­τι ενός ανε­μο­στρό­βι­λου που πε­ρι­στρε­φό­ταν τό­σο αρ­γά, ώστε το ξα­ναμ­μέ­νο δέρ­μα της δεν μπο­ρού­σε ού­τε καν να νιώ­σει τη φυ­γό­κε­ντρη δρο­σιά του, προ­φέ­ρο­νταν λέ­ξεις» (σελ. 14).
Αυ­τή η αί­σθη­ση της εσα­εί επι­κεί­με­νης και ου­δέ­πο­τε επι­τε­λού­με­νης επι­κοι­νω­νί­ας ορί­ζε­ται ρη­τά ως «θρη­σκευ­τι­κή στιγ­μή», ως «υπό­σχε­ση ιε­ρο­φά­νειας» (σελ. 14, 15, 20). Ερ­χό­μα­στε, με άλ­λα λό­για, και πά­λι αντι­μέ­τω­ποι με το μο­τί­βο του διαρ­κώς υπεκ­φεύ­γο­ντος νο­ή­μα­τος, που υπο­δη­λώ­νε­ται, όπως εί­δα­με, στον τί­τλο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος: το 49 πο­τέ δεν γί­νε­ται 50, κα­θώς στα­μα­τά πά­ντο­τε ένα βή­μα πριν από την Πε­ντη­κο­στή και την απο­κα­λυ­πτι­κή επι­φοί­τη­ση που εκεί­νη υπό­σχε­ται.

Η λαβυρινθώδης πολυσημία του τίτλου και των ονομάτων υποδεικνύει το κεντρικό πρόβλημα του The Crying of Lot 49: το πρόβλημα της αναζήτησης νοήματος, το πρόβλημα της ερμηνείας.

Σύ­ντο­μα, πά­ντως, το το­πίο αλ­λά­ζει, και η Οι­δί­πα βρί­σκε­ται απροσ­δό­κη­τα αντι­μέ­τω­πη με έναν κό­σμο ημι­πα­ρά­νο­μων μυ­στι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων, που δρουν υπο­γεί­ως και που σε μία του­λά­χι­στον πε­ρί­πτω­ση έχουν μέ­λη τους επι­στή­μο­νες και ει­δι­κούς της αε­ρο­ναυ­πη­γι­κής. Πρό­κει­ται για το υπό­γειο κύ­κλω­μα που η Οι­δί­πα επο­νο­μά­ζει Σύ­στη­μα Tristero. Η επω­νυ­μία υπο­κρύ­πτει τρι­πλό δια­γλωσ­σι­κό λο­γο­παί­γνιο με την αγ­γλι­κή λέ­ξη tryst («μυ­στι­κό ερω­τι­κό ρα­ντε­βού»), τη λα­τι­νι­κή λέ­ξη tristis («θλι­βε­ρός», «θλιμ­μέ­νος») αλ­λά και τη λό­για ιτα­λι­κή tristo («ελε­ει­νός», «κα­κε­ντρε­χής»).[4] Το αδια­πέ­ρα­στο αυ­τό δί­κτυο συ­ναι­ρεί τη γοη­τευ­τι­κή υπό­σχε­ση της ερω­τι­κής συ­νεύ­ρε­σης με τον κίν­δυ­νο της (ηθι­κής;) εξα­θλί­ω­σης και με την προ­ο­πτι­κή της δυ­στυ­χί­ας – συν­δυά­ζει, δη­λα­δή, τα τρία βα­σι­κά συ­στα­τι­κά του μύ­θου του Οι­δί­πο­δα. Πά­ντως, προς το τέ­λος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε ότι το όνο­μα της μυ­στι­κής ορ­γά­νω­σης προ­έρ­χε­ται από ένα πλα­σμα­τι­κό «ιστο­ρι­κό» πρό­σω­πο που επι­νο­εί ο Πύν­τσον, κά­ποιον Hernando Joaquín de Tristero y Calavera, σφε­τε­ρι­στή της εξου­σί­ας του Jan Hinckart, του αν­θρώ­που που ο Γου­λιέλ­μος της Οράγ­γης εί­χε το­πο­θε­τή­σει επι­κε­φα­λής των τα­χυ­δρο­μι­κών υπη­ρε­σιών (δη­λα­δή υπεύ­θυ­νο για τον έλεγ­χο όλων των γρα­πτών επι­κοι­νω­νιών) στις Κά­τω Χώ­ρες. Πράγ­μα­τι, απο­στο­λή του κυ­κλώ­μα­τος Tristero εί­ναι η δια­κί­νη­ση αλ­λη­λο­γρα­φί­ας έξω από το πλαί­σιο του κρα­τι­κού τα­χυ­δρο­μι­κού μο­νο­πω­λί­ου – ως πρά­ξη αντί­στα­σης, υπο­τί­θε­ται, στον έλεγ­χο των επι­κοι­νω­νιών από την κε­ντρι­κή εξου­σία. Έδρα του κυ­κλώ­μα­τος εί­ναι ένα πα­ρά­ξε­νο και μάλ­λον ύπο­πτο μπαρ με την επω­νυ­μία «Το Σκό­πιο» (The Scope), συ­ντο­μο­γρα­φία προ­φα­νώς της λέ­ξης τα­λα­ντο­σκό­πιο (oscilloscope), που δη­λώ­νει το όρ­γα­νο με το οποίο απει­κο­νί­ζο­νται ηλε­κτρο­μα­γνη­τι­κά πε­δία υπό μορ­φή τα­λα­ντού­με­νων κα­μπυ­λών. Το όρ­γα­νο αυ­τό, του οποί­ου ομοί­ω­μα από νέ­ον βρί­σκε­ται στην εί­σο­δο του μπαρ, μοιά­ζει να λει­τουρ­γεί ως προ­γραμ­μα­τι­κό έμ­βλη­μα ολό­κλη­ρου του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, κα­θώς συν­δυά­ζει την ιδέα της θέ­α­σης και της πα­ρα­τή­ρη­σης (όλοι οι θα­μώ­νες του μπαρ έχουν την ιδιαι­τε­ρό­τη­τα να φο­ρούν γυα­λιά και να κοι­τά­ζουν σιω­πη­λοί) με την ιδέα της απροσ­διο­ρι­στί­ας και της αβε­βαιό­τη­τας, που συμ­βο­λί­ζο­νται από τις τα­λα­ντού­με­νες κα­μπύ­λες («τον διαρ­κώς με­τα­βαλ­λό­με­νο χο­ρό των σχη­μά­των Lissajous»)[5] στο τα­λα­ντο­σκό­πιο του μπαρ. Στις τουα­λέ­τες του ίδιου μπαρ η Οι­δί­πα ανα­κα­λύ­πτει εν­δεί­ξεις για την ύπαρ­ξη ενός ακό­μη μυ­στι­κού κυ­κλώ­μα­τος που συν­δέ­ε­ται με το δί­κτυο Tristero: πρό­κει­ται για το κύ­κλω­μα WASTE. Η λέ­ξη waste έχει πολ­λα­πλές ση­μα­σί­ες (ως ου­σια­στι­κό δη­λώ­νει τη «σπα­τά­λη» ή τα «από­βλη­τα», ενώ ως ρή­μα ση­μαί­νει «ερη­μώ­νω», «φθί­νω»), αλ­λά η συ­ντο­μο­γρα­φία WASTE, όπως απο­κα­λύ­πτε­ται πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, απο­τε­λεί αρ­κτι­κό­λε­ξο της φρά­σης We Await Silent Tristero’s Empire, δη­λα­δή «Πε­ρι­μέ­νου­με Σιω­πη­λοί την Αυ­το­κρα­το­ρία του Tristero». Σύμ­βο­λο του WASTE εί­ναι μια τα­χυ­δρο­μι­κή σάλ­πιγ­γα με φραγ­μέ­νο στό­μιο («Θεέ μου, ιε­ρο­γλυ­φι­κά», μο­νο­λο­γεί η Oedipa όταν πρω­τα­ντι­κρί­ζει το σή­μα, επι­ση­μαί­νο­ντας για άλ­λη μια φο­ρά την επα­πει­λού­με­νη α-ση­μία): πρό­κει­ται, βέ­βαια, για σα­φή υπαι­νιγ­μό στην υπο­νό­μευ­ση του μο­νο­πω­λί­ου των επι­κοι­νω­νιών, έμ­βλη­μα του οποί­ου ήταν η τα­χυ­δρο­μι­κή σάλ­πιγ­γα.

Σε με­τα­γε­νέ­στε­ρο ση­μείο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, η Οι­δί­πα, κα­θώς πε­ρι­πλα­νιέ­ται στην Κα­λι­φόρ­νια, ελ­πί­ζο­ντας να συλ­λέ­ξει στοι­χεία για να διεισ­δύ­σει στα από­κρυ­φα των συ­νω­μο­τι­κών δι­κτύ­ων που την πε­ρι­βάλ­λουν, νο­μί­ζει ότι βλέ­πει πα­ντού χα­ραγ­μέ­νο το σύμ­βο­λο της ορ­γά­νω­σης WASTE – την τα­χυ­δρο­μι­κή σάλ­πιγ­γα με το φραγ­μέ­νο στό­μιο. Δεν αρ­γεί να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει ότι «τό­σο πο­λύ πε­ρί­με­νε να το δει [το σύμ­βο­λο], που μπο­ρεί, τε­λι­κά, να μην το εί­δε τό­σο πολ­λές φο­ρές όσες θυ­μό­ταν αρ­γό­τε­ρα. Δυο τρεις φο­ρές θα ήταν πράγ­μα­τι ό,τι πρέ­πει. ΄Η και πα­ρα­πά­νω απ’ ό,τι πρέ­πει» (σελ. 100).
Το ερώ­τη­μα που υπο­κρού­ε­ται εδώ εί­ναι, βε­βαί­ως, εάν αυ­τό που αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε ως πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­ναι όντως υπαρ­κτό ή απο­τε­λεί απα­τη­λό ση­μειο­λο­γι­κό εί­δω­λο μιας ανυ­πό­στα­της οντό­τη­τας. Στη διάρ­κεια της πε­ρι­πλά­νη­σης της Οι­δί­πας, το ίδιο σύμ­βο­λο του WASTE εμ­φα­νί­ζε­ται επα­νει­λημ­μέ­να, άλ­λο­τε ανά­με­σα στα ιδε­ο­γράμ­μα­τα μιας κι­νέ­ζι­κης βι­τρί­νας (αν και ο χλο­μός δη­μό­σιος φω­τι­σμός εμπο­δί­ζει την Οι­δί­πα να δια­κρί­νει κα­θα­ρά), άλ­λο­τε χα­ραγ­μέ­νο στο κά­θι­σμα ενός λε­ω­φο­ρεί­ου, άλ­λο­τε στον πί­να­κα ανα­κοι­νώ­σε­ων ενός δη­μό­σιου πλυ­ντη­ρί­ου. Έτσι, η Οι­δί­πα κα­τα­λή­γει να υπο­ψιά­ζε­ται πως αυ­τές οι ως διά μα­γεί­ας εμ­φα­νί­σεις της φι­μω­μέ­νης τα­χυ­δρο­μι­κής σάλ­πιγ­γας «ήταν απλώς ένα εί­δος απο­ζη­μί­ω­σης. Για το γε­γο­νός ότι έχα­σε μια για πά­ντα τον άμε­σο, επι­λη­πτι­κό Λό­γο, την κραυ­γή που θα μπο­ρού­σε να κα­ταρ­γή­σει τη νύ­χτα» (σελ. 95). Η ανα­φο­ρά στον «επι­λη­πτι­κό Λό­γο» πα­ρα­πέ­μπει σε προ­γε­νέ­στε­ρο ση­μείο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος (σελ. 76), όπου ο αγώ­νας για τον εντο­πι­σμό του νο­ή­μα­τος συ­γκρί­νε­ται με τη μυ­στι­κή γνώ­ση που απο­κα­λύ­πτε­ται στον επι­λη­πτι­κό κα­τά τη διάρ­κεια της κρί­σης του και που λη­σμο­νιέ­ται μό­λις πα­ρέλ­θει η κα­τα­λη­ψία.
Η αφή­γη­ση τού­της της απελ­πι­σμέ­νης, αδιέ­ξο­δης πε­ρι­πλά­νη­σης, αυ­τής της δί­χως απο­τέ­λε­σμα ανα­ζή­τη­σης νο­ή­μα­τος, δια­στί­ζε­ται από σαρ­δό­νιες πα­ρα­πο­μπές στον μύ­θο του Οι­δί­πο­δα. Για πα­ρά­δειγ­μα, η Οι­δί­πα μπαί­νει σχε­δόν άθε­λά της σε ένα γκέι μπαρ του Λος Άν­τζε­λες που ονο­μά­ζε­ται «The Greek Way», «Ο ελ­λη­νι­κός τρό­πος»· προ­φα­νώς εδώ υπο­νο­εί­ται η αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κή ομο­φυ­λο­φι­λία, αλ­λά δεν μπο­ρεί κα­νείς να μην επι­ση­μά­νει την υπο­κεί­με­νη συ­νά­φεια με το ελ­λη­νι­κό μυ­θι­κό υπο-κεί­με­νο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Άλ­λω­στε, η Οι­δί­πα αντι­λαμ­βά­νε­ται το Λος Άν­τζε­λες ως μια «μο­λυ­σμέ­νη πό­λη» (σελ. 94, ‘‘infected city’’), χα­ρα­κτη­ρι­σμός που πα­ρα­πέ­μπει ευ­θέ­ως στη Θή­βα του οι­δι­πό­δειου μύ­θου, την πό­λη που μα­στί­ζε­ται από λοι­μό αλ­λά και από το μί­α­σμα, που φο­ρέ­ας του εί­ναι ο ίδιος ο Οι­δί­πους. Στο αε­ρο­δρό­μιο του Λος Άν­τζε­λες, η Οι­δί­πα βλέ­πει έναν νε­α­ρό που απο­χαι­ρε­τά τη μη­τέ­ρα του φι­λώ­ντας την πα­θια­σμέ­να στο στό­μα, με τη γλώσ­σα, εν­σαρ­κώ­νο­ντας με τρό­πο απροσ­δό­κη­το, σχε­δόν πα­ρω­δι­κό, τη μορ­φή του αι­μο­μεί­κτη Οι­δί­πο­δα. «Στεί­λε μου γράμ­μα με το WASTE, μην ξε­χά­σεις», συμ­βου­λεύ­ει η οιο­νεί αι­μο­μεί­κτρια μη­τέ­ρα τον γιο της· «αν μου το στεί­λεις με το άλ­λο, θα το ανοί­ξει η κυ­βέρ­νη­ση» (σελ. 99-100), προ­σθέ­τει, υπο­γραμ­μί­ζο­ντας έτσι για άλ­λη μια φο­ρά την από­κρυ­φη δια­σύν­δε­ση ανά­με­σα στον Οι­δί­πο­δα, τον κα­τε­ξο­χήν λύ­τη τον αι­νιγ­μά­των, και το πα­ρά­νο­μο σύ­στη­μα επι­κοι­νω­νί­ας, το WASTE, που τα μυ­στι­κά του αγω­νί­ζε­ται, δί­χως επι­τυ­χία, να εξι­χνιά­σει ο σύγ­χρο­νος θη­λυ­κός Οι­δί­πους.

«Oιδίπους επί Καλιφορνία» / η αναστολή του νοήματος στο «The Crying of Lot 49» του Thomas Pynchon

Το μυ­θι­στό­ρη­μα ολο­κλη­ρώ­νε­ται με τρό­πο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά αμ­φί­ση­μο και γρι­φώ­δη, που αφή­νει όλα τα εν­δε­χό­με­να ανοι­χτά, ενώ ταυ­τό­χρο­να πα­ρα­πέ­μπει, υπαι­νι­κτι­κό­τα­τα, για μια τε­λευ­ταία φο­ρά στον μύ­θο του Οι­δί­πο­δα. Η Οι­δί­πα πλη­ρο­φο­ρεί­ται από έναν εξει­δι­κευ­μέ­νο συλ­λέ­κτη ότι μια συλ­λο­γή γραμ­μα­το­σή­μων που ανή­κε στον Inverarity θα εκ­ποι­η­θεί σύ­ντο­μα: εί­ναι η με­ρί­δα υπ’ αριθ­μόν 49. Πρό­κει­ται για πλα­στά γραμ­μα­τό­ση­μα που, κα­τά τα φαι­νό­με­να, διο­χε­τεύ­ο­νταν στην αγο­ρά από το δί­κτυο Tristero / WASTE και που δεν διέ­φε­ραν πα­ρά ελά­χι­στα από τα αντί­στοι­χα γνή­σια. Ταυ­τό­χρο­να, η Οι­δί­πα πλη­ρο­φο­ρεί­ται ότι στη δη­μο­πρα­σία θα συμ­με­τέ­χει ένας ανώ­νυ­μος, μυ­στη­ριώ­δης συλ­λέ­κτης, ο οποί­ος, κα­τά τα φαι­νό­με­να, έχει σκο­πό να συ­γκε­ντρώ­σει και να εξα­φα­νί­σει κά­θε τεκ­μή­ριο για την ύπαρ­ξη του Tristero / WASTE· ίσως, λοι­πόν, πρό­κει­ται για εντε­ταλ­μέ­νο εκ­πρό­σω­πο του δι­κτύ­ου, με απο­στο­λή να συ­γκα­λύ­ψει τα ίχνη της μυ­στι­κής ορ­γά­νω­σης. Απελ­πι­σμέ­νη, η Οι­δί­πα επι­τρέ­πει στον εαυ­τό της μια τε­λευ­ταία από­πει­ρα να λυ­τρω­θεί από την αγω­νία της ανα­ζή­τη­σης νο­ή­μα­τος: μπαί­νει στο αυ­το­κί­νη­τό της και οδη­γεί με τα φώ­τα σβη­στά μέ­σα στη νύ­χτα, ελ­πί­ζο­ντας να προ­κα­λέ­σει τον ίδιο τον θά­να­τό της· εδώ υπο­κρύ­πτε­ται υπαι­νιγ­μός στο οι­δι­πό­δειο μο­τί­βο της (αυ­το)τύ­φλω­σης, αν λά­βει κα­νείς υπό­ψη του την αμε­ρι­κα­νι­κή κα­θο­μι­λού­με­νη έκ­φρα­ση «οδη­γώ στα τυ­φλά» (to drive blind), που θα πει «οδη­γώ με σβη­στά τα φώ­τα». Το πιο απροσ­δό­κη­το, όμως, νεύ­μα στον μύ­θο του Οι­δί­πο­δα λαν­θά­νει στις τε­λευ­ταί­ες αρά­δες του έρ­γου, όπου η Οι­δί­πα απο­φα­σί­ζει να πα­ρευ­ρε­θεί στη δη­μο­πρα­σία της «με­ρί­δας υπ’ αριθ­μόν 49», με την ελ­πί­δα να ανα­κα­λύ­ψει, επι­τέ­λους, την ταυ­τό­τη­τα ενός μέ­λους του Tristero. Εκεί το μυ­θι­στό­ρη­μα τε­λειώ­νει, ή μάλ­λον δια­κό­πτε­ται· η λύ­ση του μύ­θου ανα­στέλ­λε­ται· η πλο­κή μέ­νει αμε­τά­κλη­τα με­τέ­ω­ρη, χω­ρίς ού­τε να επι­κυ­ρώ­νει ού­τε να αναι­ρεί οποια­δή­πο­τε από τις πι­θα­νές εξε­λί­ξεις της πλο­κής. Ίσως η μό­νη στα­θε­ρή πα­ρά­με­τρος να εί­ναι, εντέ­λει, το ίδιο το όνο­μα της Οι­δί­πας και οι μυ­θο­λο­γι­κές συν­δη­λώ­σεις του: αυ­τές μας υπο­χρε­ώ­νουν να αντι­με­τω­πί­σου­με την πι­θα­νό­τη­τα ότι, όπως η με­θο­δι­κή έρευ­να του Οι­δί­πο­δα του απο­κά­λυ­ψε ότι ο ίδιος ήταν ο δο­λο­φό­νος που ανα­ζη­τού­σε, έτσι και της Οι­δί­πας η ανα­ζή­τη­ση θα την οδη­γή­σει, ίσως, στη δια­πί­στω­ση ότι ο μυ­στη­ριώ­δης αντι­πρό­σω­πος του Tristero εί­ναι αυ­τή η ίδια.
Αυ­τό όμως δεν εί­ναι τί­πο­τε άλ­λο από απλή πι­θα­νό­τη­τα – μία μό­νο από τις απει­ρά­ριθ­μες εξω­φρε­νι­κές πι­θα­νό­τη­τες προς τις οποί­ες κα­τα­φά­σκει, προ­σω­ρι­νά και επι­φυ­λα­κτι­κά, το κεί­με­νο του Πύν­τσον, για να τις αναι­ρέ­σει αμέ­σως με­τά ή για να τις αντι­πα­ρα­θέ­σει προς εναλ­λα­κτι­κά, κά­πο­τε και αντι­φα­τι­κά, ση­μα­σιο­λο­γι­κά εν­δε­χό­με­να, προ­βάλ­λο­ντας το φά­σμα ενός νο­ή­μα­τος που βρί­σκε­ται διαρ­κώς λί­γα εκα­το­στά πιο πέ­ρα από τα όρια των ερ­μη­νευ­τι­κών μας δυ­να­το­τή­των.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Τό­μας Πίν­τσον ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ