Το κρασί του Αγίου Νικολάου

Fra Angelico: «Βίος Αγίου Νικολάου» (δεξιά η σκηνή με τα νομίσματα). Πολύπτυχο της Περούτζια, 1438, Galleria Nazionale dell’ Umbria, Περούτζια..
Fra Angelico: «Βίος Αγίου Νικολάου» (δεξιά η σκηνή με τα νομίσματα). Πολύπτυχο της Περούτζια, 1438, Galleria Nazionale dell’ Umbria, Περούτζια..

Αρ­χές Δε­κεμ­βρί­ου γιορ­τά­ζε­ται τό­σο από την Ανα­το­λι­κή Ορ­θό­δο­ξη όσο και από την Ρω­μαιο­κα­θο­λι­κή Εκ­κλη­σία η μνή­μη ενός δη­μο­φι­λούς Αγί­ου, του επι­σκό­που Μύ­ρων Νι­κο­λά­ου (Λυ­κία, Μ. Ασί­ας, τέ­λη 3ου - πρώ­το μι­σό του 4ου αιώ­να).
Στην πα­ρά­δο­σή μας ο Άγιος Νι­κό­λα­ος εί­ναι προ­στά­της των φτω­χών και κυ­ρί­ως των θα­λασ­σι­νών, κα­θώς έχει συν­δε­θεί με πολ­λά θαύ­μα­τα διά­σω­σης ναυ­τι­κών και πλοί­ων.
Ο Dante Alighieri όμως στην τε­ρά­στια συλ­λο­γή προ­σώ­πων, φα­ντα­στι­κών, μυ­θι­κών, αγιο­λο­γι­κών, ιστο­ρι­κών, της «La Commedia» (πιο γνω­στής ως La Divina Commedia, όπως τη θέ­λη­σε ο Βο­κά­κιος) δια­λέ­γει να ανα­φερ­θεί σε ένα μό­νο πε­ρι­στα­τι­κό από τη ζωή του Αγί­ου:

Esso parlava ancor de la larghezza
che fece Niccolò a le pulcelle,
per condurre ad onor lor giovinezza.

                              (Purgatorio, XX 31- 33)

(«Αύτη προσέτι έλεγε την γενναιοδωρίαν,
ην έδειξ’ ο Νικόλαος προς τας παρθένους κόρας,
καθοδηγών εις την τιμήν την νεαράν των ώραν.»

        Μετάφρασις έμμετρος Γεωργίου Εμμ. Αντωνιάδου, 1881)

(«Η δ’έλεγ’ έτι φιλοδωρίας όσας
Παρέσχε Νικόλαος παρθένοις κόραις,
Ίν’ εις τιμήν νεότητ’ αυτών ευθύνη.»

      Μετάφρασις Κωνσταντίνου Μουσούρου, 1884)

Palmerino di Guido: «Ο Άγ. Νικόλαος ρίχνει χρυσά νομίσματα σε τρία φτωχά κορίτσια», 1300-1, Παρεκλήσιο Αγ. Νικολάου, Βασιλική Αγ. Φραγκίσκου, Ασίζη
Palmerino di Guido: «Ο Άγ. Νικόλαος ρίχνει χρυσά νομίσματα σε τρία φτωχά κορίτσια», 1300-1, Παρεκλήσιο Αγ. Νικολάου, Βασιλική Αγ. Φραγκίσκου, Ασίζη

Βρι­σκό­μα­στε στον πέμ­πτο κύ­κλο του Κα­θαρ­τη­ρί­ου, όπου οι ψυ­χές εξα­γνί­ζο­νται για την φι­λαρ­γυ­ρία που έδει­ξαν στην ζωή. Ο ποι­η­τής προ­χω­ρά­ει και ακού­ει το πνεύ­μα ενός Γάλ­λου, του Ού­γου Κα­πέ­του (του πα­λιού βα­σι­λιά των Φρά­γκων Hugues Capet) να μι­λά­ει για κά­ποιους που δεν πα­ρα­σύρ­θη­καν από το πά­θος αυ­τό και για άλ­λους αντί­θε­τα που τους χα­ρα­κτή­ρι­ζε.
Έτσι εδώ, σε μια και μό­νο πυ­κνή νοη­μα­τι­κά τερ­τσί­να, κλεί­νε­ται όλη η πε­ρί­φη­μη γεν­ναιο­δω­ρία του Αγί­ου Νι­κο­λά­ου, με την πε­ρι­λη­πτι­κή δι­ή­γη­ση της φι­λαν­θρω­πί­ας του. Στα Πά­τα­ρα της Λυ­κί­ας, γε­νέ­θλια πό­λη του Νι­κό­λα­ου, κά­ποιος γεί­το­νας, «ανήρ των πρώ­ην εν­δό­ξων και ευ­πα­τρι­δών…εξ επι­βου­λής και φθό­νου του αεί βα­σκαί­νο­ντος Σα­τάν τοις κα­τά θε­όν ζην προ­αι­ρου­μέ­νοις πε­νία πολ­λή και απο­ρία κα­τα­πιε­σθείς και εξ ευ­η­με­ρί­ας εις εσχά­την δυ­ση­με­ρί­αν ελη­λα­κώς, έχων τρεις θυ­γα­τέ­ρας ευ­μόρ­φους και κα­λάς τω εί­δει σφό­δρα, εβού­λε­το ταύ­τας προ­στή­σαι εις ακο­λα­σί­ας ερ­γα­στή­ριον κα­ντεύ­θεν την χρεί­αν της ζω­ής εαυ­τώ τε και τοις με­τ’ αυ­τού πε­ρι­ποι­ή­σα­σθαι. Νο­μί­μως γαρ αυ­τάς αγα­γέ­σθαι γυ­ναί­κας ου­δείς των αγε­ρώ­χων και αδρών διά το πέ­νε­σθαι κα­τε­δέ­χε­το». Ο Νι­κό­λα­ος τρεις φο­ρές, μια για κά­θε κό­ρη, έρι­ξε κρυ­φά τη νύ­χτα από ένα φεγ­γί­τη «δε­σμόν χρυ­σί­ου» ώστε να μπο­ρέ­σουν να νυμ­φευ­τούν και να ζή­σουν με αξιο­πρέ­πεια. (Vita per Michaelem).

Ιωάννου Μόσχου: «Θαύματα Αγίου Νικολάου», φορητή εικόνα (λεπτομέρεια), 1708, Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών.
Ιωάννου Μόσχου: «Θαύματα Αγίου Νικολάου», φορητή εικόνα (λεπτομέρεια), 1708, Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών.

Στην ει­κο­νο­γρα­φία της Ανα­το­λι­κής Εκ­κλη­σί­ας επί­ση­μης ή λαϊ­κής η ιστο­ρία αυ­τή δεν φαί­νε­ται να εί­ναι αρ­κε­τά δια­δε­δο­μέ­νη, ανε­ξάρ­τη­τη εί­τε ως μέ­ρος του κύ­κλου σκη­νών (πιο συ­χνή) από το βίο του Αγί­ου. Ωστό­σο στην Ερ­μη­νεία της Βυ­ζα­ντι­νής Τέ­χνης, ο Διο­νύ­σιος ο εκ Φουρ­νά δεν πα­ρα­λεί­πει να ση­μειώ­σει μια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή λε­πτο­μέ­ρεια: « ο Άγιος Νι­κό­λα­ος νέ­ος», κα­θώς δεν πρό­κει­ται για θαύ­μα, ού­τε κά­ποια θαυ­μα­στή εμ­φά­νι­ση, αλ­λά για μια φι­λεύ­σπλα­χνη πρά­ξη από την νε­α­νι­κή επο­χή του Νι­κό­λα­ου. Ξε­χω­ρί­ζει βέ­βαια η τοι­χο­γρα­φία στον Άγιο Νι­κό­λαο Ορ­φα­νό στη Θεσ­σα­λο­νί­κη με την πλού­σια χρω­μα­τι­κή πα­λέ­τα της πα­λαιο­λό­γιας επο­χής. Αντί­θε­τα στη Δύ­ση η ιστο­ρία αυ­τή εί­χε με­γα­λύ­τε­ρη εξά­πλω­ση και τα ει­κο­νο­γρα­φι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα εί­ναι πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα σε αυ­το­τε­λείς συν­θέ­σεις σε πολ­λούς να­ούς.

Άγιος Νικόλαος Ορφανός, Θεσσαλονίκη, 14ος αιώνας
Άγιος Νικόλαος Ορφανός, Θεσσαλονίκη, 14ος αιώνας

Έχο­ντας σχέ­ση και στη δυ­τι­κή πα­ρά­δο­ση με το υγρό στοι­χείο ο Άγιος Νι­κό­λα­ος απο­κτά εκ­κλη­σί­ες κο­ντά σε πη­γές, πο­τά­μια, βάλ­τους, λί­μνες ακό­μη και σε γέ­φυ­ρες (Avignon). Σε ένα πρώ­ι­μο κεί­με­νο που συμ­φύ­ρε­ται με τους Βί­ους του Αγί­ου πε­ρι­γρά­φε­ται το θαύ­μα της εκ­δί­ω­ξης του κα­κού πνεύ­μα­τος από μία πη­γή: « ‘…πη­γήν γαρ εί­χο­μεν ύδα­τος εκ πα­λαιού του χρό­νου εν τη κώ­μη ημών (λέ­γουν οι προ­στρέ­χο­ντες στον Άγιο), εξ ης, αρυό­με­νοι απ’ αυ­τής, πά­ντες του πό­του την χρεί­αν απο­πλη­ρού­μεν, ημών τε αυ­τών εις υπη­ρε­σί­αν και των κτη­νών και αλό­γων ζώ­ων. Εν μια γουν εξήλ­θέν τις γυ­νή, του υδρεύ­σαι εν τη τοιαύ­τη πη­γή και εξαίφ­νης συ­ντα­ρά­ξαν αυ­τήν πνεύ­μα πο­νη­ρόν, ώθη­σε και έρ­ρι­ψεν εν τω ύδα­τι αυ­τήν και απέ­πνι­ξεν. Από ουν της ώρας εκεί­νης ετα­ρά­χθη το ύδωρ και βορ­βο­ρώ­δες εγέ­νε­το. Αλ­λά και φό­βος κα­τέ­σχεν ημάς και δει­λία ου­χί τυ­χού­σα, ωστέ μη­κέ­τι κα­τα­τολ­μάν τι­να εξ ημών προ­σεγ­γί­σαι τη πη­γή εκεί­νη. Και ιδού, κιν­δυ­νεύ­ο­μεν πά­ντες συν τοις κτή­νε­σιν ημών. Κα­τα­ξιω­σά­τω τοί­νυν η ση οσιό­της, μέ­χρι του τό­που πα­ρα­γε­νέ­σθαι και τη θλί­ψει ημών αυ­το­ψί θε­ά­σα­σθαι και την λύ­σιν του κα­κού θάτ­τον ποι­ή­σα­σθαι’. Ο δε μέ­γας Νι­κό­λα­ος…» και σε ένα άλ­λο πε­ρι­στα­τι­κό βοη­θά τους πι­στούς να ανα­κα­λύ­ψουν υπό­γεια πη­γή: «‘Δε­ό­με­θά σου, κύ­ριε, εν τω πα­ρ’ ημίν όρει …ύδωρ εστί κε­κρυμ­μέ­νον, ού­τι­νος την ακο­ήν έχο­μεν κα­τά πα­ρά­δο­σιν, ότι υπήρ­χέ πο­τε πη­γή ύδα­τος εν τοις προ­πά­λαι χρό­νοις εν τω τό­πω εκεί­νω. Της δε νυν γε­νε­άς ού­τε το ύδωρ τε­θέ­α­ταί τις, ού­τε τον τό­πον επί­στα­ται, έν­θα το ύδωρ εστί. Δε­ή­θη­τι ουν του Κυ­ρί­ου, δού­λε του θε­ού, όπως δια των ευ­προσ­δέ­κτων ευ­χών σου φα­νε­ρώ­ση ημίν ο Κύ­ριο­ς’. Και κε­λεύ­σα­ντος αυ­τού του μα­κα­ρί­ου πα­τρός ημών Νι­κο­λά­ου πα­ντί τω πλή­θει ακο­λου­θείν αυ­τώ, άρα­ντες με­τά χεί­ρας το τί­μιον όπλον του ζω­ο­ποιού σταυ­ρού συν τοις αχρά­ντοις ευαγ­γε­λί­οις, απέρ­χο­νται λι­τα­νεύ­ο­ντες συν αυ­τώ έως του ρη­θέ­ντος όρους. Και κλί­νας τα γό­να­τα ο του θε­ού θε­ρά­πων Νι­κό­λα­ος προ­σηύ­ξα­το λέ­γων ‘Κύ­ριε (…)’ της ουν ευ­χής τε­λε­σθεί­σης και του λα­ού επει­πό­ντος το αμήν, πε­ριε­σκό­πει έκα­στος αυ­τών, δια­λο­γι­ζό­με­νοι, εν ποίω άρα τό­πω η δω­ρεά του ύδα­τος μέλ­λει πη­γά­ζειν. Ο δε του Θε­ού εκλε­κτός έφη ‘Εν τω τό­πω τού­τω, εν ω’, φη­σιν, ‘έκλι­να τα γό­να­τα, εν αυ­τώ την ευ­λο­γί­αν του ύδα­τος ρυ­ή­σε­σθαί μοι απε­κά­λυ­ψεν ο Κύ­ριο­ς’. Και λα­βών ο του Θε­ού δού­λος δί­κελ­λαν του ορύγ­μα­τος πρώ­τος απήρ­ξα­το (…) έβλυ­σεν άφθο­νον ύδωρ πο­λύ σφό­δρα». (Vita Nicolai Sionitae, Paraphrasis Ambrosiana στο G. Anrich, Hagios Nikolaos, Band I: Texte, Teubner 1913).

Μονή Decani, 14ος αιώνας, Κόσοβο.
Μονή Decani, 14ος αιώνας, Κόσοβο.

Σε μια άλ­λη δι­ή­γη­ση ο Άγιος Νι­κό­λα­ος πά­λι στέλ­νε­ται από τον ίδιο το Θεό να σώ­σει κά­ποιον, που βλέ­πει στο όνει­ρό του να πνί­γε­ται μέ­σα σ’ ένα βάλ­το εξαι­τί­ας της δυ­σπι­στί­ας του: «‘Ιδών δε ο φι­λάν­θρω­πος θε­ός την το­σαύ­την μου απι­στί­αν, δεί­κνυ­σί μοι τη νυ­κτί εκεί­νη πο­τα­μόν πε­πλη­ρω­μέ­νον βορ­βό­ρου, ορ­μή­σα­ντα επί εμέ και υπο­βρύ­χιον μέλ­λο­ντά με κα­τα­πιείν διά την σκλη­ρο­καρ­δί­αν μου. Και έμ­φο­βος γε­νό­με­νος εκραύ­γα­σα με­γά­λη φω­νή και εί­πον ‘Ελέ­η­σόν με, Κύ­ριε, και εξάρ­πα­σόν με εκ του βορ­βό­ρου τού­του’. Και ήκου­σα φω­νής άνω­θεν λε­γού­σης προς με ‘ Έρ­χε­ται προς σε ο δού­λος του Θε­ού Νι­κό­λα­ος, ος εκ­σπά­σαι δυ­νή­σε­ταί σε εκ του επερ­χο­μέ­νου κιν­δύ­νου’. Και με­τά το γε­νέ­σθαι την τοιαύ­την φω­νήν, πα­ρε­γέ­νε­τό τις ιε­ρο­πρε­πής τω εί­δει, και κρα­τή­σας μου της χει­ρός, ανή­γα­γέ με εκ του βορ­βό­ρου πο­τα­μού ει­ρη­κώς ‘Τέ­κνον μου, γε­νού πι­στός (…)’».

«Ιστορία του Αγίου Νικολάου», Ανάγλυφο κιονόκρανο από δίδυμους κίονες. 12ος αι., Mουσείο των Αυγουστίνων, Τουλούζη.
«Ιστορία του Αγίου Νικολάου», Ανάγλυφο κιονόκρανο από δίδυμους κίονες. 12ος αι., Mουσείο των Αυγουστίνων, Τουλούζη.

Στη νο­τιο­α­να­το­λι­κή Γαλ­λία, λί­γο προ­τού ο πο­τα­μός Σόν (Saône) συ­να­ντή­σει τον Ρο­δα­νό (Rhône), στην πό­λη Beaujeu, ένας από τους πιο πα­λιούς να­ούς του Αγί­ου Νι­κο­λά­ου χτί­στη­κε στις αρ­χές του 12ου αιώ­να πά­νω σε έλη, που σχη­μά­τι­ζαν πα­ρα­πό­τα­μοι και ρυά­κια στην αρι­στε­ρή πλα­γιά της κοι­λά­δας του Σον. Ο θρύ­λος λέ­ει ότι εδώ πνί­γη­κε, ενώ γύ­ρι­ζε από κυ­νή­γι, ένας νέ­ος, ο γιος του άρ­χο­ντα της πε­ριο­χής, και το σώ­μα του χά­θη­κε.

Το μο­τί­βο με πα­ραλ­λα­γές εί­ναι γνω­στό στη με­σαιω­νι­κή λαϊ­κή πα­ρά­δο­ση. Ένα πα­ρό­μοιο βρί­σκου­με στο Δά­ντη πά­λι. Επτά τερ­τσί­νες με κα­ται­γι­στι­κό ρυθ­μό, σε ένα από τα πιο συ­ναρ­πα­στι­κά μέ­ρη της Commedia, πε­ρι­γρά­φουν πως χά­θη­κε το σώ­μα ενός νέ­ου ιπ­πό­τη, όταν σε μια θυ­ελ­λώ­δη νύ­χτα τα νε­ρά των πο­τα­μών φού­σκω­σαν και τον πα­ρά­συ­ραν. Ο Άγ­γε­λος του Θε­ού επι­κρα­τεί στη διεκ­δί­κη­ση της ψυ­χής, αφού ο νέ­ος πρό­λα­βε να κά­νει το σταυ­ρό του, αλ­λά ο Σα­τα­νάς ορ­γι­σμέ­νος προ­κα­λεί την απώ­λεια του σώ­μα­τος. Στην προη­γού­με­νη πε­ρί­πτω­ση ελ­πί­δα σω­τη­ρί­ας εί­ναι η επί­κλη­ση του Αγί­ου Νι­κο­λά­ου με την ανέ­γερ­ση εκ­κλη­σί­ας του. Όνει­ρο ή μη, το κοι­νό στοι­χείο εί­ναι το υγρό το­πίο με μι­κρούς και με­γά­λους πο­τα­μούς μιας κοι­λά­δας. Μι­λά­ει η ίδια η ψυ­χή στον ποι­η­τή:

  «Ben sai come ne l’aere si raccoglie
quell’ umido vapor che in aqua riede,
tosto che sale dove ’l freddo il coglie.
  Giunse quel mal volerche pur mal chiede
con lo ’ntelletto, e mosse il fummo e ’l vento
per la virtù che sua natura diede.
  Indi la valle, come ’l dì fu spento
da Pratomagno al gran giogo coperse
di nebbia ; e ’l ciel di sopra fece intento,
  sì che ’l pregno aere in acqua si converse;
la pioggia cadde, e a’ fossati venne
di lei ciò che la terra non sofferse;
       e com ai rivi grandi si convenne,
ver’ lo fiume real tanto veloce
si ruinò, che nulla la ritenne.
           Lo corpo mio gelato in su la foce
trovò l’ Archian rubesto; e quel sospinse
ne l’ Arno, e sciolse al mio petto la croce
           ch’ i’ fe’ di me quanto ’l dolor mi vinse;
voltòmmi per le ripe e per lo fondo,
poi di sua preda mi coperse e cinse»

                                    (Purgatorio, V 109- 129)

          (« Γινώσκεις ότι οι υγροί ατμοί εις τον αέρα
συνάγονται, και ύστερον μεταμορφούντ’ εις ύδωρ,
ευθύς ως αναβούν εκεί όπου τους δράττει ψύχος.
          Επήλθεν ο Κακόβουλος εκείνος, όστις μόνον
προς το κακόν έχει τον νουν, ατμούς δε και ανέμους
εκίνησε με την ισχύν ην έχει κατά φύσιν.
           Την δε κοιλάδα ύστερον, αφού το φως εχάθη,
με νέφη επεκάλυψεν από του Πρωτομάγνου
μέχρι του υψηλού ζυγού, κ’ επύκνωσε τοσούτον
           τον ουρανόν, ώστ’ ο βαρύς αήρ ετράπ’ εις ύδωρ.
Ο υετός κατέπεσε κι’ εις φάραγγας εισήλθεν
ό,τι δεν είχεν εξ αυτού η γη απορροφήσει.
           Αφού δε εις τα ρεύματα συνήλθε τα μεγάλα
προς τον βαθύρρουν ποταμόν, κατεκρημνίσθη τόσον
ορμητικός, ώστε ουδέν κατέσχε την ορμήν του.
           Το παγωμένον πτώμα μου ο πλήθων Αρχιάνος
ευρήκεν εις τας εκβολάς, και τώθησ’ εις τον Άρνον,
και τον σταυρόν διέλυσεν, ον είχα σχηματίσει
           υπό του πόνου δαμασθείς, επάνω εις το στήθος.
Κατόπιν διά των οχθών και του βυθού κυλίων
μ’ εσκέπασε και μ’ έζωσε με όλην του την λείαν».

                  Μετάφρασις έμμετρος Γεωργίου Εμμ. Αντωνιάδου, 1881)

«Θαύμα του Αγίου Νικολάου», Βασιλική του Αγίου Σάββα, Ρώμη, 13ος αι..
«Θαύμα του Αγίου Νικολάου», Βασιλική του Αγίου Σάββα, Ρώμη, 13ος αι..

Όμως η πό­λη Beaujeu, πρω­τεύ­ου­σα της πα­λιάς ιστο­ρι­κής επαρ­χί­ας του Beaujolais, όπου οι Ρω­μαί­οι άρ­χι­σαν να φυ­τεύ­ουν τους πρώ­τους αμπε­λώ­νες, εί­ναι γνω­στή και για το ομώ­νυ­μο κρα­σί, που πα­ρά­γε­ται από την το­πι­κή ποι­κι­λία Gamay Noir à Jus Blanc του­λά­χι­στον από τον 15ο αιώ­να. Στα τέ­λη Νο­εμ­βρί­ου βγαί­νει πα­ρα­δο­σια­κά από τη νέα σο­δειά το πρώ­το beaujolais primeur (ή nouveau όπως έχει τις τε­λευ­ταί­ες δε­κα­ε­τί­ες γί­νει γνω­στό) φρέ­σκο, φρου­τώ­δες, αρω­μα­τι­κό με έντο­νο ρου­μπι­νί χρώ­μα. Η πό­λη γιορ­τά­ζει και σε λί­γες μέ­ρες ο Άγιος Νι­κό­λα­ος στο πα­νη­γύ­ρι έχει προ­φα­νώς το κρα­σί του.

Το κρασί του Αγίου Νικολάου
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: