«Χρησμών ακροβυστίες υπό το βλέμμα της χωροφυλακής»

«Χρησμών ακροβυστίες υπό το βλέμμα της χωροφυλακής»

Σύσ­σω­μη η εσώ­τε­ρη κοι­νω­νία μας μοιά­ζει ωσάν ένας γι­γά­ντιος εσχα­το­λο­γι­κός δρα­γου­μά­νος του θα­νά­του. Μα­θη­μέ­νη κα­θώς εί­ναι ν’ αγα­πά και να λα­τρεύ­ει τα κά­θε λο­γής πτώ­μα­τα πέ­φτει διαρ­κώς σ’ αντι­θέ­σεις, ανί­κα­νη να βγει απ’ την νε­κρο­λο­γι­κή ντου­λά­πα και να πα­ρα­δε­χτεί δη­μο­σί­ως το ποιόν της.

Έτσι ανα­γκα­στι­κά εκ­πί­πτει στη πτω­χή μί­μη­ση και στη συ­ντή­ρη­ση των κα­λυ­πτρών της.

Οτι­δή­πο­τε άλ­λο θα σή­μαι­νε και το προ­δρο­μι­κό τέ­λος της.

Μία αντί­δρα­ση προς το μι­μη­τι­κό έρ­κος εί­ναι επι­τρε­πτή μό­νο δια­μέ­σου μί­ας από­κε­ντρης δια­χεί­ρι­σης των συ­νταυ­τι­σμέ­νων με το ακραίο, αι­σθη­μά­των. Ο Georges Bataille —ένας απ’ τους ση­μα­ντι­κό­τε­ρους πτω­μα­το­λά­γνους στην ιστο­ρία της μο­ντέρ­νας λο­γο­τε­χνί­ας— μό­χθη­σε σ’ όλο του το βίο να εγκα­θι­δρύ­σει την δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα του μέ­σω μιας ιδιά­ζου­σας νε­κρο­λο­γι­κής κι από­ξε­νης εσω­τε­ρι­κής εμπει­ρί­ας:

Η έκ­στα­ση που προ­κύ­πτει από μία με­γά­λη αγω­νία εί­ναι συν­δε­δε­μέ­νη με το άγνω­στο, με το μη-γνω­ρί­ζειν. […] Συ­χνά το άγνω­στο μας προ­κα­λεί, εί­ναι όμως η προ­ϋ­πό­θε­ση της έκ­στα­σης.[1]

Στις με­τά-πό­λεις, στα μεί­ζο­να αλ­λά και πιο χθα­μα­λά με­τά-αστε­α­κά συ­μπλέγ­μα­τα συ­μπλέγ­μα­τα, το αμά­λα­γο του μι­μέ­ο­μαι εί­ναι τού­το που συ­νή­θως υφέρ­πει τε­χνη­τά το αί­σθη­μα του αγνώ­στου εντός μας, τρό­πος ο οποί­ος δυ­στυ­χώς ή ευ­τυ­χώς εί­ναι πλα­στός, δη­λα­δή εξο­ρύσ­σε­ται εκ των εγκά­των του ασφα­λούς πα­ρελ­θό­ντος και διέρ­χε­ται εξ ολο­κλή­ρου κι άρ­ρη­κτα δια μιας, ενο­φθαλ­μι­σμέ­νης με την κοι­νο­τυ­πία οδού, όπου το άβου­λο προ­σω­πείο της απο­τύ­πω­σης εί­ναι στραμ­μέ­νο προς το μέλ­λον.

Ομπρός του μι­μέ­ο­μαι το αστε­α­κό ον δεν πα­ρε­κτρέ­πε­ται επ’ ου­δε­νί εντός κά­ποιου αρ­τι­γέν­νη­του πα­ρό­ντος.

Το άγνω­στο που απο­κα­λύ­πτε­ται στις συ­γκε­κρι­μέ­νες (και εί­ναι πολ­λές, ίσως οι πε­ρισ­σό­τε­ρες) πε­ρι­πτώ­σεις εί­ναι μία κρα­ταιά σκευή ψεύ­δους και γνό­φου. Μία απο­φα­τι­κή απο­μί­μη­ση ενός θε­ω­ρη­τι­κά αυ­θε­ντι­κού δαι­μο­νί­ου.

Οτι­δή­πο­τε βλα­σταί­νει και λι­παί­νε­ται μέ­σω της πλα­στής και λί­αν πλα­τύ­στο­μης τού­της κα­τά­στα­σης εί­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νο να βιώ­νε­ται ωσάν κάλ­πι­κο σύμ­φυρ­μα διό­τι εκ γε­νε­τής απο­τε­λεί ένα σπλα­χνι­κό τέ­κνο μιας κε­ντρώ­ας, στεί­ρας και δυ­να­στευ­τι­κής ανα­πα­ρα­γω­γής.

Όπως η πό­λη μι­μεί­ται την πο­λε­ο­δο­μία των πα­ραλ­λή­λων της —σο­κα­κιών, λε­ω­φό­ρων, κτι­σμά­των, υπο­δο­μών— έτσι κι αυ­τή η ρέ­ου­σα κρου­νη­δόν αντι­γρα­φή πα­ρε­λαύ­νει φαι­δρή στα κύτ­τα­ρα των όντων ωσάν με­τα­στα­τι­κή ασθέ­νεια.

Το σώ­μα του αστού αρ­ρω­σταί­νει μο­νί­μως κι ολι­σθαί­νει βέ­βαια —αυ­τό όλοι το γνω­ρί­ζου­με— προς τη θωή της λή­θης. Βρί­σκου­με τη μί­μη­ση στα αι­σθή­μα­τα που δη­μιουρ­γού­νται εντός του και κα­τ’ επέ­κτα­σιν και στις σκέ­ψεις του.

Ο άν­θρω­πος μι­μεί­ται αι­σθή­μα­τα, δά­κρυα, γέ­λια, έρω­τα, κι­νή­σεις, υπο­σχέ­σεις, δε­σμεύ­σεις, έναν βίο ολά­κε­ρο αλ­λά και τον ίδιο τον θά­να­το του.

Άθλα­στο πα­ρά­δειγ­μα εδώ η κι­νού­με­νη ει­κό­να και τα —ωσάν πλη­γές του Φα­ραώ— «οθο­νια­κά» κω­μι­κο­δρά­μα­τα και οι κά­θε λο­γής δια­δι­κτυα­κές ιλα­ρο­τρα­γω­δί­ες εν γέ­νει, εί­δη που λα­τρεύ­ο­νται σχε­δόν υπο­χρε­ω­τι­κά απ’ τα γεν­νο­φά­σκια του πλη­σί­ον meta όντος.

Μπαϊλ­ντι­σμέ­νοι εντός υπε­ρού­σιων ει­κο­νι­κών αι­σθη­μά­των, ανα­ρω­τιό­μα­στε τις νύ­χτες επί ενός αντί-ει­κο­νι­κού στρώ­μα­τος: Για­τί συμ­βαί­νει ετού­το δω το σύ­γκορ­μο αβλέ­πτη­μα;

Έχου­με υπο­γρά­ψει ένα αό­ρι­στο συμ­βό­λαιο αί­μα­τος με κά­ποιον ιε­ρο­φά­ντη υπο­χθό­νιο König Mime. Έναν μα­κρι­νό επί­γο­νο μας που προ­σκυ­νά την συμ­βο­λι­στι­κή από­κρυ­ψη μέ­σω μιας πα­ντα­χού αυ­θυ­πο­βαλ­λό­με­νης ει­κό­νας και που τε­λι­κά ετού­τη η από­κρυ­ψη δεν απο­κρύ­πτει τί­πο­τε απο­λύ­τως.[2]

Θα μπο­ρού­σε κα­νείς άνε­τα να υπο­στη­ρί­ξει —αν διέ­θε­τε έστω και την ελά­χι­στη δό­ση πα­ρα­τη­ρη­τι­κό­τη­τας στο αί­μα του— πως ακό­μη κι αυ­τό το κεί­με­νο που γρά­φε­ται ετού­τη τη στιγ­μή εί­ναι καρ­πός αυ­τής της σκιώ­δους επα­να­λαμ­βα­νό­με­νης κα­τά­στα­σης της ει­κό­νας, δη­λα­δή μιας πε­νί­ας του πραγ­μα­τι­κού.

Υπάρ­χει όμως πα­ρόν;

Αν υπο­θέ­σου­με πως όχι, τό­τε τε­λού­με χρέη αν­δρά­πο­δων ενός ει­κο­νι­κού (βλ. Matrix[3]) «σκλα­βε­μπο­ρι­κού» πα­ρελ­θό­ντος κι αγέν­νη­των ελ­κών του ακα­τά­παυ­στου μέλ­λο­ντος που μας αυ­θυ­πο­βάλ­λε­ται δια­μέ­σου εκεί­νου του ει­κο­νι­κού πα­ρελ­θό­ντος.

Τι θα γί­νει όμως αν πραγ­μα­τι­κά κα­νείς εμ­φο­ρη­θεί εκ του «πα­ρό­ντος»; Μή­πως αυ­τή η πα­ρο­ντι­κή έν­δυ­ση δεν συμ­βαί­νει διό­τι τό­τε όλοι θα «ανα­γεν­νη­θού­με» εκ του φό­νου κι εκ του πυ­ρός; Τό­τε δεν θα υπο­πέ­σουν σε αχρη­στία όλοι οι νό­μοι αυ­θω­ρεί;

Διό­τι τι να τους κά­νει κα­νείς τους νό­μους όταν δεν υπάρ­χει κα­νέ­να μέλ­λον και κα­νέ­να πα­ρελ­θόν;

Το πα­ρόν ίσως και να ‘ναι ακραία επι­κίν­δυ­νο γι’ αυ­τό και να κρα­τιέ­ται πί­σω απ’ τον αστό εν­στι­κτω­δώς, έστω και υπο­συ­νεί­δη­τα.

Για να ξε­κα­θα­ρί­σου­με όμως την ακραία τού­τη θέ­ση θα πρέ­πει να πού­με πως εδώ γί­νε­ται λό­γος για ένα ανε­ξέ­λεγ­κτο πα­ρόν με σάρ­κα και οστά κι όχι κά­ποιο ολι­γό­λε­πτο φα­ντα­σια­κό και ου­το­πι­κό έρ­μα ενός ερα­σι­τέ­χνη και κα­τά φα­ντα­σί­αν «δια­λο­γι­στή». Έν­νοιες σαν το πα­ρόν εί­ναι άκρως αμ­φι­λε­γό­με­νες και πρέ­πει να με­τα­χει­ρί­ζο­νται με ζέ­ση και προ­σο­χή.

Κα­τα­δι­κα­σμέ­νοι λοι­πόν σε μία ανί­ε­ρη μί­μη­ση πα­ρελ­θό­ντος και μέλ­λο­ντος —ένα αιώ­νιο παι­χνί­δι αντι­σφαί­ρι­σης — δεν ορα­μα­τι­ζό­μα­στε ου­δέ­πο­τε μέ­σα σ’ ένα υπο­τι­θέ­με­να ζω­ο­δό­χο πα­ρόν.

Το νοη­τι­κό πρό­βλη­μα όμως πα­ρα­μέ­νει σαν αχα­μνό ζώο ομπρός μας. Δεν ζού­με ου­δέ­πο­τε στο πα­ρόν, διό­τι δεν υπάρ­χει πα­ρόν για να βιω­θεί. Κά­θε στιγ­μή εί­ναι φευ­γα­λέα και νε­κρή, δί­νο­ντας τη θέ­ση της στην επό­με­νη κ.ο.κ.

Όλα μας —κι­νή­σεις, σκέ­ψεις, αι­σθή­σεις— εί­ναι δα­νει­κά ρού­χα.

Εί­ναι όμως ανα­γκαίο να ξε­κορ­μί­ζε­σαι στιγ­μιαί­ως και να λιώ­νεις την ψυ­χή σου στο οδό­στρω­μα ή ό,τι άλ­λο εμπε­ριέ­χε­ται στο στή­θος τού­το για μία και μο­να­δι­κή στιγ­μή απο­κά­λυ­ψης; Η επι­θε­τι­κή απο­κά­λυ­ψη εί­ναι ανα­γκα­στι­κή αν κά­ποιος θέ­λει να διαρ­ρή­ξει την αμυ­ντι­κή μί­μη­ση του.

Παίρ­νου­με σαν όχη­μα ένα ανέλ­πι­στα επα­να­λαμ­βα­νό­με­νο αστε­α­κό κλί­μα για να πε­ρι­γρά­ψου­με μία άκρως εσω­τε­ρι­κή δια­δι­κα­σία που μα­στί­ζει πολ­λούς το­μείς του meta: Τέ­χνη, πο­λι­τι­κή, κα­θη­με­ρι­νοί συγ­χρω­τι­σμοί. Βρί­σκου­με πά­μπολ­λους χα­ρα­κτή­ρες επί του άστε­ως, οί­τι­νες ου μη γεύ­σω­νται το έρ­κος της μι­μή­σε­ως τους έως ότου πα­ρα­χω­ρή­σουν οστά εις γην.

Εί­ναι σπά­νιες οι πε­ρι­πτώ­σεις που ένα σο­κά­κι δεν εί­ναι αυ­τό που υπο­τί­θε­ται πως αντι­προ­σω­πεύ­ει ή μία λε­ω­φό­ρος δεν εί­ναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα λε­ω­φό­ρος μα κά­τι άλ­λο, μία εκ­βο­λή του αγνώ­στου. Έτσι, ανα­πό­δρα­στα, λα­βαί­νο­ντας υπό­ψιν το μη­τρι­κό μας φω­λεό την πό­λη που μι­μεί­ται τα ίδια της τα εντό­σθια για να λει­τουρ­γή­σει, εν συ­νε­χεία και τα όντα που κυο­φο­ρού­νται μέ­σα του πράτ­τουν μι­μη­τι­κά σ’ όλες τους τις εκ­φάν­σεις.

Όταν μία λε­ω­φό­ρος εμ­φα­νι­στεί σαν κά­τι το αλ­λό­κο­το ή το λο­ξό, τό­τε αυ­τού­σια και τα σχή­μα­τα που φέ­ρει απά­νω της θε­ω­ρού­νται – κι αντι­στοί­χως σαν τις πρά­ξεις αν­θρώ­πων – άβο­λα, ασχη­μο­νού­ντα, αλ­λή­θω­ρα κι ακρο­γω­νιαία στρε­βλά:

Πραγ­μα­τι­κή εί­ναι μό­νον η απο­στρο­φή που δεν υφέρ­πει στα λό­για, αλ­λά ρέ­ει μες το σώ­μα – η πη­γή της άγνω­στη – κα­θη­λώ­νο­ντας με λί­γη ώρα ακό­μη στη γω­νία τού­τη, που δεν εί­ναι καν γω­νία.[4]

Η κα­τα­βυ­θι­σμέ­νη πη­γή της απο­στρο­φής εί­ναι ένα ύπο­πτο ακρορ­ρί­ζιο, εί­ναι η εκ­βο­λή όπου χύ­νε­ται ο πραγ­μα­τι­κός εαυ­τός, εκεί­νος που δεν υπο­πί­πτει, μή­τε υπο­κύ­πτει πο­τέ, σε κρη­σφυ­γε­τι­σμούς ή μι­μή­σεις. Αυ­τό συμ­βαί­νει διό­τι ο ακαν­θό­το­κος τού­τος «πο­τα­μός» εί­ναι τό­σο ορ­μη­τι­κός (πολ­λές φο­ρές η ορ­μη­τι­κό­τη­τα του εί­ναι γε­λοιω­δώς τρα­γι­κή) που κα­νέ­να φράγ­μα μί­μη­σης δεν μπο­ρεί ν’ αλ­λά­ξει την προ­δια­γε­γραμ­μέ­νη του πο­ρεία.

Εκ του νε­ρού τού­του βρέ­χο­νται όλοι οι νυγ­μοί του αστού. Δυ­στυ­χώς τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές κα­νείς δεν εί­ναι ικα­νός ν’ απαλ­λο­τριώ­σει έστω κι έναν καρ­πό απ’ τους θαυ­μα­στούς «χώ­ρους» του πραγ­μα­τι­κού, όχι για­τί δεν τους έχει αντι­κρύ­σει πο­τέ του αλ­λά διό­τι τρέ­μει κα­θ’ ολο­κλη­ρί­αν τα πρω­τό­τυ­πα και μάλ­λον πα­ρε­ξη­γή­σι­μα απο­τε­λέ­σμα­τα του.

Εκεί βρί­σκου­με και τη θύ­ρα του πα­ντο­δύ­να­μου πα­ρα­πό­τα­μου του αγνώ­στου όπου οι χω­ρο­φύ­λα­κες της μί­μη­σης στέ­κουν άγρυ­πνοι, εκεί όπου η gendarmerie της δο­κι­μα­σμέ­νης ει­κό­νας δεν επι­τρέ­πει κα­μία πρό­σβα­ση.

Οι υπο­λαν­θά­νου­σες κα­λύ­πτρες που φο­ρεί ο αστός —όπως ακρι­βώς και ο κλη­ρι­κός για το κε­φά­λι του σαν έν­δει­ξη σε­βα­σμού προς τα θεία— έχουν πραγ­μα­τι­κή χρή­ση μό­νο όταν αυ­τές αφαι­ρού­νται. Μπο­ρεί κα­νείς να υπο­στη­ρί­ξει πως όλες οι συμ­βά­σεις και οι μι­μή­σεις εκτε­λού­νται μό­νο και μό­νο για να υπάρ­χουν την ώρα που θα κα­ταρ­γη­θούν απ’ το πη­χτό πό­λι­σμα του ακα­τέρ­γα­στου εαυ­τού. Η απο­κά­λυ­ψη διε­νερ­γεί­ται για να δού­με το φως μας, έστω και για λί­γο.

Φως σκο­τει­νό αλ­λά φως που μας ανή­κει.

Εί­δο­μεν όμως το φως το αλη­θι­νόν, ελά­βο­μεν κά­ποιο πνεύ­μα επου­ρά­νιον; Οι αμ­φι­βο­λί­ες εί­ναι πολ­λές κι όλες τρέ­μουν ωσάν ξέ­πνο­οι οι­νο­βα­ρείς μέ­σα στο σύ­ντο­μο της μέ­θης τους.

Για­τί όμως απο­κλη­ρώ­νου­με διαρ­κώς το αλη­θι­νό μας κα­τι­τίς; Το κα­τα­στα­τι­κό της ίδιας της μί­μη­σης κα­ταρ­ρέ­ει ομπρός του πά­ραυ­τα. Η μί­μη­ση συμ­βάλ­λει στους κα­νό­νες και τα εν­διαι­τή­μα­τα που επι­βάλ­λο­νται σ’ όλες τις εκ­φάν­σεις της ζω­ής στην πό­λη και τού­το το γνή­σιο κά­τι απο­δει­κνύ­ε­ται πολ­λά­κις μπα­μπέ­σι­κο: διαρ­ρη­γνύ­ει όλα μας τα ιμά­τια και τα πε­τά στο δρό­μο κα­θώς εκτι­θέ­με­θα ανε­πα­νόρ­θω­τα άνευ persona, δη­λα­δή χω­ρίς τη μά­σκα που φο­ρού­με διαρ­κώς σαν δεύ­τε­ρο πε­τσί.

Πά­ρε για πα­ρά­δειγ­μα τον αη­δια­σμό που αι­σθά­νε­ται κά­ποιος όταν αντι­κρύ­ζει οδι­κά έρ­γα. Σπα­σμέ­να οδο­στρώ­μα­τα, φω­νές ερ­γα­τών, σκό­νη, τύρ­βη και κα­τα­στρο­φή. Το όλο θέ­α­μα εί­ναι άσχη­μο, οι οφθαλ­μοί δεν θέ­λουν να το αντι­κρύ­ζουν. Εί­ναι αυ­τό που κρύ­βε­ται κά­τω απ’ την πό­λη. Εκεί­νη τη στιγ­μή τα έντε­ρα και τα εσω­τε­ρι­κά της όρ­γα­να εί­ναι σε κοι­νή θέα. Όπως όταν στρέ­φου­με το βλέμ­μα απ’ την τέ­λε­ση μί­ας αι­μα­τη­ρής ια­τρι­κής επέμ­βα­σης.

Ποιος εί­ναι όμως ο λό­γος που στο­χεύ­ου­με τη φα­σμα­τι­κή δορ­κά­δα της μί­μη­σης; Τι εί­ναι εκεί­νο που μας τρα­βά­ει πά­νω της σαν αν­θρώ­πι­να υπο­λείμ­μα­τα στον μα­γνή­τη του συ­μπιε­στή;

Άρ­χι­σα να γρά­φω χω­ρίς συ­γκε­κρι­μέ­νο σκο­πό. Πα­ρα­κι­νή­θη­κα κυ­ρί­ως απ’ την επι­θυ­μία να ξε­χά­σω, του­λά­χι­στον προ­σω­ρι­νά, αυ­τό που εγώ προ­σω­πι­κά πι­θα­νόν εί­μαι ή κά­νω […] Η βρω­μιά και η μπό­χα του εξαι­τί­ας της ολο­κλη­ρω­τι­κής του ανα­πη­ρί­ας (του συ­νέ­βαι­νε φε­ρ’ ει­πείν, να χέ­ζε­ται πά­νω του), δεν μου ήταν και τό­σο δυ­σά­ρε­στες όσο νό­μι­ζα. Επι­πλέ­ον σε κά­θε πράγ­μα υιο­θε­τού­σα στά­σεις κι από­ψεις δια­με­τρι­κά αντί­θε­τες σ’ εκεί­νες που εί­χε αυ­τό το κα­τε­ξο­χήν βδε­λυ­ρό πλά­σμα.[5]

Εδώ ο Bataille απ’ τη μία μι­μεί­ται το μο­ντέ­λο του συγ­γρα­φέα για να ξε­φύ­γει εκ της κα­τά­ρας του γυ­μνού εαυ­τού κι απ’ την άλ­λη δεν μπο­ρεί να μην πα­ρα­δε­χθεί την άκρα­τη ομοιό­τη­τα του μ’ έναν συ­φι­λι­δι­κό πα­τέ­ρα που πο­τί­ζει υπο­γεί­ως το πλέ­ον διά­ση­μο γρα­πτό του.

Η μί­μη­ση εί­ναι ένα ψο­φο­δε­ές σπέρ­μα του τρό­μου.

Μι­μού­με­νοι γι­νό­μα­στε αυ­το­μά­τως συ­νέ­νο­χοι στον ερ­μη­τι­σμό.[6] Όσοι μι­μού­νται εί­ναι ερ­μη­τι­κά κλει­στοί και δεν επι­θυ­μούν ν’ ανοί­ξουν τα πε­τσι­κα­ρι­σμέ­να ξύ­λι­να πλευ­ρά τους προς μία πλή­ρης θέ­α­ση της ατρο­φι­κής καρ­διάς.

Πά­σα ατρο­φι­κό­τη­τα εγκα­θι­δρύ­ε­ται στον ερ­μη­τι­σμό.

Τρέ­μου­με τις οσμές που ίσως να ξε­πε­τα­χτούν εκ των έσω μας εξαίφ­νης σε κοι­νή θέα αντί συμ­βα­τι­κών προσ­ρή­σε­ων. Μπο­ρεί άρα­γε να νοη­θεί σαν λαν­θά­νων αυ­το­σκο­πός στον βίο του αστού μία από­λυ­τη εξω­τε­ρί­κευ­ση του έν­δον εαυ­τού του; Πό­σο σκά­ψι­μο πρέ­πει να κά­νει μέ­σα του για να τον ανα­κα­λύ­ψει όμως; Κι αυ­τό που θ’ ανα­κα­λύ­ψει τι ακρι­βώς θ’ αντι­προ­σω­πεύ­ει; Μπο­ρεί το γνή­σιο και μη-μι­μη­τι­κό εύ­ρη­μα εκεί­νο να ‘ναι ση­μα­ντι­κό ή ακό­μη κι επι­κίν­δυ­νο για την εξω­τε­ρι­κή κοι­νό­τη­τα;

Ας πά­ρου­με ένα άλ­λο πα­ρά­δο­ξο πα­ρά­δειγ­μα, αυ­τή τη φο­ρά αμι­γώς ανα­το­μι­κό: Το πέ­ος χω­ρίς την ακρο­βυ­στία του γί­νε­ται λέ­νε λι­γό­τε­ρο ευαί­σθη­το πά­νω στην πρά­ξη της συ­νου­σί­ας όσο τα χρό­νια περ­νά­νε. Πα­ραλ­λη­λί­ζο­ντας τη μί­μη­ση με την ακρο­βυ­στία τό­τε έχου­με τον εξής από­ξε­νο συλ­λο­γι­σμό που ίσως όμως μας οδη­γεί ξα­νά σε αδιέ­ξο­δο:

Αν η μί­μη­ση τε­λεί ρό­λο ακρο­βυ­στί­ας του πραγ­μα­τι­κού τό­τε μας προ­στα­τεύ­ει απ’ την έλ­λει­ψη ευαι­σθη­το­ποί­η­σης μας προς την συ­νου­σία του εαυ­τού με τους εξω­τε­ρι­κούς πα­ρά­γο­ντες του άστε­ως. Με λί­γα λό­για η μί­μη­ση ίσως μας απο­τρέ­πει από μία τρι­βή που θα μας κα­τα­στή­σει ανα­πό­φευ­κτα αι­σθη­τι­κά ανί­κα­νους να εκλά­βου­με την από­λαυ­ση της γε­νε­τή­σιας πρά­ξης της δη­μιουρ­γί­ας.

Αν οι θε­ο­τρό­ποι που ζη­τά­νε χρη­σμούς εκ του προ­σω­πι­κού μας μα­ντεί­ου και νί­βο­νται στην Κα­στα­λία πη­γή μας, υπο­ψια­στούν πως εμείς, ωσάν μά­ντεις και χρη­σμο­δό­τες τους, πά­σχου­με απ’ την πα­ρα­μι­κρή έλ­λει­ψη ευαι­σθη­σί­ας, τό­τε όλο το Μα­ντείο μας κα­ταρ­ρέ­ει. Απ’ την άλ­λη όμως μό­νο όταν η πνευ­μα­τι­κή μας βά­λα­νος εί­ναι πλή­ρως εκτε­θει­μέ­νη εί­μα­στε ικα­νοί να συ­νου­σια­στού­με με το άγνω­στο κα­θώς πρέ­πει.

Δί­κο­πη λε­πίς ο βί­ος και μά­λι­στα λί­αν κο­φτε­ρή κι εκ των δύο της πλευ­ρών.

Το να εν­δώ­σει κα­νείς στην δί­νη ενός υπο­βο­λι­μαί­ου αγνώ­στου ολο­κλη­ρω­τι­κά ή να επι­λέ­ξει να κρα­τη­θεί σώ­ος κι απο­κα­τε­στη­μέ­νος —πλειο­ψη­φι­κά μι­μού­με­νος— απ’ τις πρά­ξεις των αν­θρώ­πων, γευό­με­νος ασφα­λείς κι ελάσ­σο­νες δό­σεις του πραγ­μα­τι­κού, έτσι ώστε να μην χά­σουν σε αξιο­πι­στία οι χρη­σμοί του, εί­ναι και το φλέ­γον δί­λημ­μα.

Ίσως μό­νον οι τρε­λοί να κρα­τούν την απά­ντη­ση αλ­λά κι αυ­τό ακό­μη εί­ναι άβο­λα αμ­φί­βο­λο, μιας και οι πα­ρά­φρο­νες μό­νο ρω­τά­νε, ακό­μη και μέ­σω μιας κα­τά­φα­σης ή μιας άρ­νη­σης τους.

Ο αστός αι­σθά­νε­ται μα­κριά απ’ την ανα­σφά­λεια της υπαί­θρου όταν εί­ναι κλει­σμέ­νος μέ­σα στα επα­να­λαμ­βα­νό­με­να μο­τί­βα της πό­λης, όπως ναρ­κώ­νε­ται μέ­σα στη μί­μη­ση που τον απο­μα­κρύ­νει απ’ τον άκρα­το τρό­μο του αγνώ­στου.

Μι­μού­μα­στε διαρ­κώς διό­τι δεν εί­μα­στε ικα­νοί να έρ­θου­με πρό­σω­πο με πρό­σω­πο με τον τρό­μο της ασχη­μο­νί­ας της φύ­σης μας ή τε­λι­κά τον άκρα­το φό­βο του πραγ­μα­τι­κού που ίσως να ‘ναι πα­ντε­λώς αδιά­φο­ρο, στεί­ρο, βορ­βο­ρώ­δες, άξε­στο, πο­λε­μο­χα­ρές και δαι­μο­νι­κό.

Βου­τάω σύ­γκορ­μος εις τρό­μον ση­μαί­νει απαρ­νού­μαι τη μί­μη­ση εν ολο­κλη­ρία. Διαρ­ρη­γνύω το ίδιο μου το αστε­α­κό κου­στού­μι πα­ράλ­λη­λα με τα σύ­νο­ρα της πό­λης. Συ­νά­πτω σχέ­σεις με το απύθ­με­νο χά­ος και με την ανία του θα­νά­του.

Μπρο­στά μας ο γκρε­μός του πραγ­μα­τι­κού κι οπί­σω μια ακα­θό­ρι­στη κι αέ­ναη μί­μη­ση.

Πα­γι­δευ­μέ­νοι ανα­με­σίς ενός ζο­φε­ρού δι­λήμ­μα­τος. Ετού­τη η πα­γί­δα μας χα­ρα­κτη­ρί­ζει επα­κρι­βώς ωσάν αστι­κά πλά­σμα­τα. Αυ­τός ο σπα­ρα­χτι­κός δυα­λι­σμός μας εί­ναι και το στοι­χείο που πι­θα­νό­τα­τα θα μας ονο­μα­τί­ζει επ΄ άπει­ρον.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: