Η συγκυρία

Έργο του Γερμανού ζωγράφου Imi Knoebel
Έργο του Γερμανού ζωγράφου Imi Knoebel


Βαθειά μέ­σα στον πυ­ρή­να της ύπαρ­ξης, στις ρί­ζες του αν­θρώ­πι­νου και του κοι­νω­νι­κού ένα αρ­χαϊ­κό άγ­χος εκ­μη­δέ­νι­σης προ­κα­λεί μια επί­μο­νη τραυ­μα­τι­κή νεύ­ρω­ση. Το τραύ­μα της αβά­στα­χτης «Hilflosigkeit» που προ­κά­λε­σε η παν­δη­μία μας πο­νά ακό­μα, η συ­γκυ­ρία μοιά­ζει με αρ­πα­κτι­κό που δεν αφή­νει την λεία από το στό­μα του.
Με επα­να­λή­ψεις, δι­σταγ­μούς και πι­σω­γυ­ρί­σμα­τα, με τα λια­νι­κά, τα ψι­λά του θα­νά­του, «the small change of death», σύμ­φω­να με την έκ­φρα­ση του Κ. Κα­στο­ριά­δη, πα­σχί­ζου­με να κα­τευ­νά­σου­με εσω­τε­ρι­κές συ­γκρού­σεις και να αμυν­θού­με κα­τά της ωμό­τη­τας του πραγ­μα­τι­κού που μας πε­ρι­βάλ­λει και μας αφο­ρά, προ­ε­τοι­μά­ζο­ντας συγ­χρό­νως το έδα­φος σε ένα «πέ­ραν από».
Θα έλε­γε κα­νείς ότι με την παν­δη­μία έχου­με χά­σει την αί­σθη­ση του χρό­νου, όλα μοιά­ζουν να συμ­βαί­νουν σε μια ατε­λεί­ω­τη στιγ­μή, κά­τι σαν πα­ρα­πέ­τα­σμα κα­πνού μας κρύ­βει τον ορί­ζο­ντα. Σιω­πη­λοί και εξα­ντλη­μέ­νοι μα­ταιώ­νου­με επι­σκέ­ψεις και αλ­λά­ζου­με δια­δρο­μές. Κα­νείς δεν ξέ­ρει να πει με βε­βαιό­τη­τα πώς θα τε­λειώ­σει η βρα­διά. Η κα­θη­με­ρι­νή μπα­να­λι­τέ των ει­δή­σε­ων με σύ­ντο­μες δη­λώ­σεις, αμ­φι­λε­γό­με­να συ­μπε­ρά­σμα­τα και ερ­μη­νεί­ες, υπαι­νίσ­σε­ται με αυ­στη­ρό­τη­τα την υπα­κοή στον νό­μο του πα­τέ­ρα.
Μια πα­γε­ρή υπο­ψία κα­θρε­φτί­ζε­ται απροει­δο­ποί­η­τα στο βλέμ­μα μας όταν συ­να­ντιό­μα­στε με τον άλ­λον, τον ξέ­νο, τον φί­λο. Απο­φεύ­γου­με με πε­ρί­ερ­γο μα­ζο­χι­σμό ο ένας τον άλ­λον. Η αμοι­βαία οι­κειό­τη­τα, που εν­δε­χο­μέ­νως θα νιώ­θα­με άλ­λο­τε, εί­ναι πλέ­ον λαν­θά­νου­σα και αδρα­νής προς όφε­λος της ανά­γκης αυ­το­συ­ντή­ρη­σης, της πιο ρι­ζι­κής άμυ­νας μας. Το αντι­κεί­με­νο του πό­θου εί­ναι απει­λη­τι­κό, το εγώ από φό­βο επι­διώ­κει να το απο­φύ­γει με αντι­στά­σεις,με επι­θε­τι­κό­τη­τα, με απέ­χθεια που γεν­νά ενο­χή. Η επι­κοι­νω­νία μας πλέ­ον δεν στο­χεύ­ει στην ένω­ση, βε­βα­ρη­μέ­νη, πα­ρω­δια­κή, κα­τα­ντά στο τέ­λος αν­θυ­γιει­νή. Η επι­θυ­μία μας για τον άλ­λον έχει με­τα­τρα­πεί σε επι­θυ­μία μη επι­θυ­μί­ας.
Έτσι ο κοι­νός δια­προ­σω­πι­κός μας χώ­ρος, άλ­λο­τε τό­πος εφι­κτού ναρ­κισ­σι­στι­κού πλού­του, με­τα­μορ­φώ­θη­κε σε έρη­μο μιας νε­ο­πραγ­μα­τι­κό­τη­τας ανά­με­σα σε όντα βου­τηγ­μέ­να στην οξεία δυ­σφο­ρία και βία της επο­χής. Για­τί εί­τε εί­ναι προ­σω­πι­κή εί­τε κοι­νω­νι­κή μια κρί­ση, οδη­γεί σε τρο­χιές ατα­ξί­ας και εντρο­πί­ας, απε­λευ­θε­ρώ­νει κα­τα­στρο­φι­κές δο­νή­σεις και η παν­δη­μία που ζού­με εί­ναι κυ­ρί­ως κοι­νω­νι­κή κρί­ση εκτός των άλ­λων. Θέ­τει σε κίν­δυ­νο την ομοιό­στα­ση του ψυ­χι­κού μας κό­σμου και έχει άμε­σο αντί­κτυ­πο στο σώ­μα μας που πά­σχει τό­σο από τις απο­διορ­γα­νω­τι­κές συ­νέ­πειες του ιού, όσο και από το αδια­πραγ­μά­τευ­το του θα­νά­του που τό­σο έντο­να κυ­ριαρ­χεί στην πε­ριρ­ρέ­ου­σα ατμό­σφαι­ρα των ημε­ρών μας. Εί­ναι επί­σης αι­τία νέ­ας ψυ­χι­κής πα­θο­λο­γί­ας, μιας με­τα­μο­ντέρ­νας υπαρ­ξια­κής αγω­νί­ας, που δεν μας προει­δο­ποιεί για τον κίν­δυ­νο μό­νο, κίν­δυ­νος εί­ναι και η ίδια, εί­ναι οδύ­νη ψυ­χι­κή συ­χνά δε­μέ­νη και με σω­μα­τι­κή. Ο τρό­πος βε­βαί­ως που αντι­σταθ­μί­ζει και με­τα­βο­λί­ζει ο κα­θέ­νας μας την βα­ναυ­σό­τη­τα του εξω­τε­ρι­κού ανα­πλά­θο­ντας το εσω­τε­ρι­κά, δια­φέ­ρει σε έντα­ση και από­χρω­ση,εξαρ­τά­ται από την αμυ­ντι­κή του ορ­γά­νω­ση και τον αυ­το­στο­χα­στι­κό του μό­χθο. Όπως με άλ­λα λό­για και πο­λύ εύ­στο­χα εί­χε δη­λώ­σει στο πα­ρελ­θόν ο Γερ­μα­νός μι­νι­μα­λι­στής ζω­γρά­φος Imi Knoebel «εάν θες να εί­σαι ζω­ντα­νός πρέ­πει να σκε­φτείς κά­τι του­λά­χι­στον εξί­σου ρι­ζο­σπα­στι­κό».
Θα χρεια­στεί λί­γος και­ρός για να «τα ξε­χά­σου­με όλα αυ­τά για πά­ντα»...
Οσο­νού­πω θα επα­νέλ­θου­με στην γνω­στή ακα­τα­νί­κη­τη μέ­θη των στε­ρε­ο­τύ­πων ευ­δαι­μο­νί­ας και στα ευ­έ­λι­κτα ωρά­ρια μας, οι ήσ­σο­νος δύ­να­μης ζω­ές μας ύστε­ρα από μα­κρά πα­ρα­μο­νή σε κλει­στό χώ­ρο θα κερ­δί­σουν έδα­φος. Θα πα­ρου­σιά­σουν ξα­νά μια σχε­δόν ει­δυλ­λια­κή ει­κό­να. Εκεί­νο το αφη­ρη­μέ­νο σκο­τει­νό ύφος που χα­ρά­ζει στο πρό­σω­πο μας η από­λυ­τη ετε­ρό­τη­τα του θα­νά­του και το άλε­κτο του κε­νού της παν­δη­μί­ας θα ξε­χα­στεί. Η επι­θυ­μία μας για τον άλ­λον, φλό­γα που καί­ει και δεν κα­τα­σι­γά­ζε­ται, ύστε­ρα από τό­σες ανα­βο­λές, θα απο­κο­ρυ­φω­θεί, θα επα­νέλ­θει δρι­μύ­τε­ρη. Ίσως.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: