Η μαστροπός / Ο νταβατζής

——

Ε  Ι  Σ  Α  Γ  Ω  Γ  Η

Σύμ­φω­να με έναν πο­λύ γνω­στό αρ­χαίο ορι­σμό, ο μί­μος εί­ναι «μί­μη­ση βί­ου που πε­ρι­λαμ­βά­νει και όσα επι­τρέ­πο­νται, όσα εί­ναι κοι­νω­νι­κώς απο­δε­κτά, και όσα δεν επι­τρέ­πο­νται» (μί­μη­σις βί­ου τα τε συ­γκε­χω­ρη­μέ­να και ασυγ­χώ­ρη­τα πε­ριέ­χων). Πα­ρό­τι η ανα­φο­ρά στα ασυγ­χώ­ρη­τα (μη απο­δε­κτά) –με την εξυ­πα­κουό­με­νη μά­λι­στα έμ­φα­ση σ’ αυ­τό το σκέ­λος– κα­λύ­πτει έναν προ­νο­μια­κό χώ­ρο του μί­μου, ο ορι­σμός εί­ναι πε­ριο­ρι­στι­κός και δεν απο­τυ­πώ­νει την απα­ρά­μιλ­λη ποι­κι­λο­μορ­φία των εκ­δη­λώ­σε­ων που συ­στε­γά­ζο­νται κά­τω από τον ευ­ρύ­χω­ρο όρο «μί­μος». Με κά­ποια υπερ­βο­λή, αλ­λά πιο κο­ντά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, θα έλε­γε κα­νείς σε σχέ­ση με τα με­γά­λα δρα­μα­τι­κά εί­δη πως ό,τι δεν εί­ναι τρα­γω­δία, κω­μω­δία και σα­τυ­ρι­κό δρά­μα θα μπορού­σε να χα­ρα­κτη­ρι­στεί μί­μος. Πά­ντως, στις απαρ­χές, βα­σικά του χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πρέ­πει να ήταν η μί­μη­ση σκη­νών της κα­θη­με­ρι­νής ζω­ής, η έμ­φα­ση στα τυ­πι­κά στοι­χεία της αν­θρώ­πι­νης συ­μπε­ρι­φο­ράς, η χρή­ση πε­ζού λό­γου και ο αυ­το­σχε­δια­σμός στην πα­ρά­στα­ση.

Με τη μια ή την άλ­λη μορ­φή, ο μί­μος υπάρ­χει στις πα­ρυ­φές του θε­ά­τρου ήδη από την κλα­σι­κή επο­χή, όταν η ακ­μά­ζου­σα τρα­γω­δία και κω­μω­δία δε­σπό­ζουν στη σκη­νή και στην ορ­χή­στρα, συ­νε­χί­ζει να εξε­λίσ­σε­ται και να επε­κτεί­νε­ται πλάι στα εί­δη αυ­τά, όταν παίρ­νουν να πα­ρακ­μά­ζουν, και μο­νο­πω­λεί στη συ­νέ­χεια επί αιώ­νες το θέ­α­τρο (και άλ­λους χώ­ρους) χει­ρο­κρο­τού­με­νος από τους θια­σώ­τες του και βαλ­λό­με­νος από τους πο­λέ­μιούς του, όταν τα εί­δη εκεί­να απο­τε­λούν πια πα­ρελ­θόν. Πό­σο δρα­στι­κές διερ­γα­σί­ες για το θέα­τρο έλα­βαν χώ­ρα στη μα­κραί­ω­νη πο­ρεία του μί­μου, το αντι­λαμ­βά­νε­ται κα­νείς αν ανα­λο­γι­στεί ότι κά­ποια από τα αυ­το­νό­η­τα για το νε­ό­τε­ρο θέ­α­τρο, αδια­νό­η­τα όμως για το θέ­α­τρο της κλα­σι­κής αρ­χαιό­τη­τας, όπως εί­ναι το θε­α­τρι­κό έρ­γο σε πε­ζό λό­γο, η αυ­το­πρό­σω­πη (χω­ρίς προ­σω­πείο) υπο­κρι­τι­κή και οι γυ­ναί­κες ως ερ­μη­νεύ­τριες, κα­τα­κτώ­νται για το θέ­α­τρο μέ­σω του μί­μου. Ακρι­βή ει­κό­να για τις ποι­κί­λες φά­σεις εξέ­λι­ξης εί­ναι αδύ­να­το να συ­γκρο­τή­σου­με, πρω­τί­στως για­τί από αυ­τό τό πρω­τεϊ­κό φαι­νό­με­νο μό­νο μι­κρά σπα­ράγ­μα­τα, κα­τά κα­νό­να «αδή­λου πα­τρός», ή κα­τά το μάλ­λον ή ήτ­τον φιλ­τρα­ρι­σμέ­νες πλη­ρο­φο­ρί­ες έχουν φτά­σει ως εμάς. Κά­πως κα­λύ­τε­ρα εί­ναι τα πράγ­μα­τα με τον λε­γό­με­νο λο­γο­τε­χνι­κό μί­μο επω­νύ­μων δη­μιουρ­γών όπως ο Ηρών­δας. Εδώ γνω­ρί­ζου­με ονό­μα­τα ποι­η­τών και ενί­ο­τε έχου­με στη διά­θε­σή μας εν­δια­φέ­ρου­σες πλη­ρο­φο­ρί­ες γι’ αυ­τούς και απο­κα­λυ­πτι­κούς τί­τλους έρ­γων όπως επί­σης και μι­κρής συ­νή­θως έκτα­σης απο­σπά­σμα­τα ή, στην πε­ρί­πτω­ση του Ηρών­δα, ακέ­ραια έρ­γα, χά­ρη σε ένα γεν­ναιό­δω­ρο πα­πυ­ρι­κό εύ­ρη­μα του εκ­πνέ­ο­ντος 19ου αιώ­να. Αν σκε­φτεί κα­νείς ότι ως το 1891 από το έρ­γο του Ηρών­δα γνω­ρί­ζα­με κά­που 20 στί­χους από την έμ­μεση πα­ρά­δο­ση, κα­τα­νο­εί τον εν­θου­σια­σμό που προ­κά­λε­σε, όχι μό­νο ανά­με­σα στους ει­δι­κούς, η δη­μο­σί­ευ­ση ενός πα­πύ­ρου που δια­σώ­ζει (με χά­σμα­τα στον δεύ­τε­ρο, στον έβδο­μο και, κυ­ρί­ως, στον όγδοο μι­μί­αμ­βο) οκτώ μι­μιάμ­βους και σπα­ράγ­μα­τα από έναν ένα­το.*

Γε­νάρ­χης του λε­γό­με­νου λο­γο­τε­χνι­κού μί­μου θεω­ρείται ο Σώ­φρων (5ος αι. π.Χ.), θαυ­μα­στής του οποί­ου ήταν, σύμ­φω­να με μια πα­ρά­δο­ση, ο (θε­α­τρι­κό­τα­τος) Πλά­των. Ο Σώ­φρων κα­τα­γό­ταν από τις Συ­ρα­κού­σες, μια πό­λη με ισχυ­ρή πα­ρά­δο­ση στην κω­μω­δία ήδη από τον πρώ­ι­μο 5ο αιώ­να (Επί­χαρ­μος). Από τα έρ­γα του, που εί­χαν δια­λο­γι­κή μορ­φή και ήταν γραμ­μέ­να σε δω­ρι­κή διά­λε­κτο, τη διά­λε­κτο της κα­τα­γω­γής του, σώ­ζονται σπα­ράγ­μα­τα. Ιδιαί­τε­ρα εν­δια­φέ­ρου­σα εί­ναι η πλη­ρο­φο­ρία ότι εί­χε γρά­ψει μί­μους αν­δρεί­ους και μί­μους γυ­ναι­κεί­ους, όπως επί­σης και το γε­γο­νός ότι, σε μια επο­χή που δεν νο­εί­ται θε­α­τρι­κό έρ­γο το οποίο να μην εί­ναι έμ­με­τρο, ο Σώ­φρων επι­λέ­γει να γρά­φει τους μί­μους του σε έρ­ρυθ­μη (δω­ρι­κή) πρό­ζα.

——————

Για τον επί­σης Δω­ριέα (αν κρί­νου­με από το όνο­μά του) Ηρών­δα, που γρά­φει σε ιω­νι­κή διά­λε­κτο το α΄ μι­σό του 3ου αιώ­να (ακ­μή περ. 270-260 π.Χ.), θα μπο­ρού­σα­με, πα­ραλ­λάσ­σο­ντας ελα­φρώς τον σε­φε­ρι­κό στί­χο, να πού­με «εί­ναι παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων τα λό­για του», χω­ρίς αυ­τό να αφαι­ρεί κά­τι από την ευκρι­νώς προ­σω­πι­κή φω­νή του. Αυ­τοί οι «πα­τέ­ρες» και «προ­πά­το­ρες» εί­ναι πρω­τί­στως ο ίαμ­βος της αρχαϊ­κής επο­χής, ο μί­μος του Σώ­φρο­να και η κω­μι­κή πα­ρά­δο­ση, με την οποία τέ­μνο­νται συ­χνά οι μι­μί­αμ­βοι. Ο ποι­η­τής, πα­τώ­ντας γε­ρά στην επο­χή του, την ελ­λη­νι­στι­κή επο­χή, που ζη­τά­ει να επα­να­προσ­διο­ρί­σει με τρό­πο ρη­ξι­κέ­λευ­θο τη σχέ­ση της με την ποι­η­τι­κή πα­ρά­δο­ση αποφεύ­γοντας τις λε­ω­φό­ρους του πο­λύ­στι­χου έπους και του δρά­μα­τος, ανα­τρέ­χει, όπως και ο με­γά­λος σύγ­χρο­νός του Καλ­λί­μα­χος, στον κα­τα­γό­με­νο από την Έφε­σο ιαμ­βογράφο της αρ­χαϊ­κής επο­χής Ιπ­πώ­να­κτα (β΄ μι­σό 6ου αι.) με τον δη­κτι­κό, και κά­πο­τε ανε­λέ­η­το, λό­γο. Από τον Ιπ­πώ­να­κτα παίρ­νει ο Ηρών­δας, όταν επι­λέ­γει νὰ μην ακο­λου­θή­σει την πα­ρά­δο­ση του Σώ­φρο­να (έρ­ρυθ­μη πρό­ζα) αλ­λά να γρά­ψει έμ­με­τρα, το κε­κυ­ρω­μέ­νο χω­λιαμ­βι­κό μέ­τρο, που φαί­νε­ται να ήταν πρό­σφο­ρο για το συ­χνά ιδιαι­τέ­ρως επι­θε­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο του ιάμ­βου, κο­ρυ­φαί­οι εκ­πρό­σω­ποι του οποί­ου εί­ναι ο Αρ­χί­λο­χος (7ος αι.) και ο Ιπ­πώ­να­κτας. Ο χω­λί­αμ­βος συγ­κροτείται, όπως και ο «κα­νο­νι­κός» ιαμ­βι­κός τρί­με­τρος του δρά­μα­τος, από 12 με­τρι­κές θέ­σεις, που κα­τα­λαμ­βά­νο­νται από του­λά­χι­στον 12 συλ­λα­βές, απο­κλί­νει όμως από τον ιαμ­βι­κό τρί­με­τρο του δρά­μα­τος σε ένα κρί­σι­μο ση­μείο: η προ­τε­λευ­ταία συλ­λα­βή, η οποία στον «κα­νο­νι­κό» ιαμ­βι­κό τρί­με­τρο εί­ναι πά­ντα βρα­χεία, στον χω­λί­αμ­βο εί­ναι μα­κρά. Πα­ρό­τι δεν μπο­ρού­με να ανα­κα­λέ­σου­με τον αρ­χαίο ήχο, μπο­ρού­με να εί­μα­στε λί­γο πο­λύ βέ­βαιοι ότι μια τέ­τοια από­κλι­ση στο εξαι­ρε­τι­κά ευ­παθές και ευαί­σθη­το τέ­λος του στί­χου πα­ρή­γε ένα εν­τελώς δια­φο­ρε­τι­κό ακρό­α­μα, όπως βέ­βαιο πρέ­πει να θε­ω­ρεί­ται επί­σης ότι η επι­λο­γή της έμ­με­τρης εκ­φο­ράς συ­νε­πι­φέ­ρει αφ’ εαυ­τής έντα­ση που πα­ρά­γε­ται από τη διά­στα­ση ανά­με­σα στο τα­πει­νό πε­ριε­χό­με­νο (μί­μος) και την υψη­λή μορ­φή.

Ο Ηρών­δας γρά­φει μι­μιάμ­βους, όπως εί­ναι ο αρ­χαίος όρος, ο οποί­ος –ση­μειω­τέ­ον– δεν απα­ντά στο κεί­με­νο του ποι­η­τή. Μι­μί­αμ­βος ση­μαί­νει κα­τ’ αρ­χάς μί­μος γραμ­μέ­νος σε ιαμ­βι­κό –εν προ­κει­μέ­νω χω­λιαμ­βι­κό– μέ­τρο, κά­τι που μάλ­λον δεν πρέ­πει να ήταν σύ­νη­θες, όταν ει­δι­κά τα έρ­γα του Ηρών­δα «βα­φτί­στη­καν» μι­μί­αμ­βοι. Αν κρί­νου­με από τα σω­ζό­με­να σπα­ράγ­μα­τα του «προ­γραμ­μα­τι­κού» 8ου μι­μιάμ­βου, ο ίδιος ο Ηρών­δας φαί­νε­ται να αντι­λαμ­βα­νό­ταν τα έρ­γα του ως συ­γκε­ρα­σμό της δρα­μα­τι­κής και της μιμι­κής πα­ρά­δο­σης. Τα έρ­γα αυ­τά έχουν έκτα­ση που σπα­νί­ως υπερ­βαί­νει τους 100 στί­χους, δια­δρα­μα­τί­ζο­νται σε αστι­κό πε­ρι­βάλ­λον και σε εσω­τε­ρι­κό χώ­ρο (σπί­τι, σχο­λείο, κα­τά­στη­μα, ναό, δι­κα­στή­ριο) και αντλούν την ύλη τους προ­ε­χό­ντως από όχι ιδιαι­τέ­ρως ευ­υ­πό­λη­πτες πε­ριο­χές του αν­θρώ­πι­νου βί­ου. Στους 4 από τους 7 μι­μιάμ­βους της πα­ρά­στα­σης, για πα­ρά­δειγ­μα, πυ­ρη­νι­κό θέ­μα εί­ναι το σεξ, το οποίο φαί­νε­ται να υπο­κρού­ε­ται μα­ε­στρι­κώς και σε έναν ακό­μη μι­μί­αμ­βο (Ο τσα­γκά­ρης). Η πλο­κή εί­ναι υπο­τυ­πώ­δης, με το κύ­ριο βά­ρος να πέ­φτει στη δια­γρα­φή των χα­ρα­κτή­ρων. Στο επί­κε­ντρο βρί­σκε­ται συ­νή­θως ένα πρόσω­πο –κά­πο­τε δύο–, στο οποίο ανή­κει και η με­ρί­δα του λέ­ο­ντος από τον εκ­φε­ρό­με­νο λό­γο. Σε μία πε­ρί­πτω­ση μά­λι­στα (Ο ντα­βα­τζής) το 100% εκ­φέ­ρε­ται από ένα πρό­σω­πο, αν εξαι­ρέ­σου­με ένα πα­ρεμ­βαλ­λό­με­νο εδά­φιο νό­μου, που έχει έκτα­ση 2,5 στί­χων. Τα κύ­ρια πρό­σω­πα πλαι­σιώ­νο­νται από πρό­σω­πα δού­λων, κω­φά (βου­βά) ή ομι­λού­ντα, τα οποία ενί­ο­τε απλώς συ­νο­δεύ­ουν τα κύ­ρια πρό­σω­πα ή διεκ­πε­ραιώ­νουν αυ­ταρ­χι­κό­τα­τα δια­τυ­πω­μέ­νες εντο­λές τους, ενώ τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές υπάρ­χουν για να ξε­σπούν πά­νω τους τα πρω­ταγωνιστικά πρό­σω­πα, που δεν κου­ρά­ζο­νται να τα κα­τη­γο­ρούν για την οκνη­ρία τους, γε­νι­κό­τε­ρα την ανι­κα­νό­τη­τά τους και την αδια­κρι­σία τους. Πα­ρό­τι τα γυ­ναικεία πρό­σω­πα αριθ­μη­τι­κά υπερ­τε­ρούν, οι δύο πιο ολο­κλη­ρω­μέ­νοι χα­ρα­κτή­ρες του Ηρών­δα εί­ναι άντρες (ο ντα­βα­τζής Βάτ­τα­ρος και ο τσα­γκά­ρης Κέρ­δων).

Η πα­λαιά δια­μά­χη γύ­ρω από το αν οι μι­μί­αμ­βοι προ­ο­ρί­ζο­νταν για ανά­γνω­ση, απαγ­γε­λία, μο­νο­πρό­σω­πη performance από τα­λα­ντού­χο επι­τε­λε­στή ή «κα­νο­νι­κή» πα­ρά­στα­ση δεν λέ­ει να κο­πά­σει. Ανε­ξάρ­τη­τα ωστό­σο από την απά­ντη­ση που δί­νει ο κα­θέ­νας στο ερώ­τη­μα αυ­τό, ο ση­με­ρι­νός ανα­γνώ­στης του Ηρών­δα εύ­κο­λα δια­πι­στώ­νει ότι ο λό­γος του εί­ναι εξό­χως θε­α­τρι­κός, πα­ρά το γε­γο­νός ότι σε οποια­δή­πο­τε με­τά­φρα­ση εκ­πί­πτουν δύο από τα πιο σα­γη­νευ­τι­κά στοι­χεία του πρω­το­τύ­που, αφε­νός η αύ­ρα της ιω­νι­κής δια­λέ­κτου με το συ­χνά ασυ­νή­θι­στο λε­ξι­λό­γιο, αφε­τέ­ρου το ιδιό­η­χον του ιδιαι­τέ­ρως πρό­σφο­ρου για το (επι­θε­τι­κό) πε­ριε­χό­με­νο του ιάμ­βου και του μι­μιάμ­βου χω­λιαμ­βι­κού μέ­τρου. Στα στοι­χεία που ενι­σχύ­ουν τη θε­α­τρι­κό­τη­τα συγ­καταλέγονται, με­τα­ξύ άλ­λων, η εξαι­ρε­τι­κά φει­δω­λή χρή­ση των επι­θέ­των, τα εν­σω­μα­τω­μέ­να σπα­ράγ­μα­τα σε ευ­θύ λό­γο, τα ομι­λού­ντα ονό­μα­τα (π.χ. Κέρ­δων/κέρ­δος), η πλη­θώ­ρα απο­φθεγ­μα­τι­κών εκ­φρά­σε­ων και πα­ροι­μιών, οι όρ­κοι (ή οιο­νεί όρ­κοι) και βέ­βαια οι απολαυ­στικότατοι εγκω­μια­στι­κοί κα­τά­λο­γοι με τον κα­ται­γι­στι­κό ρυθ­μό εκ­φο­ράς, όπως εί­ναι το πα­ρα­λή­ρη­μα της Γυλ­λί­δας για τα αγα­θά της Αι­γύ­πτου, ή για τα προσόν­τα του πεν­τάκις πα­νελ­λη­νιο­νί­κη Γρύλ­λου στη Μα­στρο­πό, ή η αυ­τάρεσκη απα­ρίθ­μη­ση της ποι­κι­λί­ας των υπο­δη­μά­των από τον δαι­μό­νιο Κέρ­δω­να στον Τσα­γκά­ρη.


* Θυ­μί­ζω ότι από αυ­τό το γε­γο­νός εμπνεύ­στη­κε ο Κ.Π. Κα­βά­φης το ποί­η­μα «Οι μι­μί­αμ­βοι του Ηρώ­δου» (1892).


Η μαστροπός / Ο νταβατζής

Η μαστροπός

ΠΡΟΣΩΠΑ:
Θρα­κιώ­τισ­σα (δού­λα), Μη­τρί­χη (η κυ­ρία του σπι­τιού, σύ­ζυ­γος ή σύ­ντρο­φος [εταί­ρα;] του ναυ­τι­κού Μάν­δρη, που λεί­πει δέ­κα μή­νες στην Αί­γυ­πτο), Γυλ­λί­δα (η γριά μα­στρο­πός, που γνω­ρί­ζε­ται από πα­λαιό­τε­ρα με τη Μη­τρί­χη [τρο­φός; βλ. στ. 7] και φαί­νε­ται να έχει υπό τον έλεγ­χό της του­λά­χι­στον δύο νε­α­ρές εταί­ρες [ή «κο­ρί­τσια»], τη Μυρ­τά­λη και τη Σί­μη).
ΧΡΟΝΟΣ:
Πι­θα­νώς post 272/1 π.Χ., όταν πρω­το­μαρ­τυ­ρεί­ται το αξί­ω­μα του ιε­ρέ­ως των αδελ­φών θε­ών (βλ. 1, 30 σημ.).
ΤΟΠΟΣ:
Το σπί­τι της Μη­τρί­χης σε αστι­κό πε­ρι­βάλ­λον, χω­ρίς άλ­λη έν­δει­ξη.
ΘΕΜΑ:
Προ­σπά­θεια της Γυλ­λί­δας να πεί­σει τη Μη­τρί­χη, τώ­ρα που ο αγα­πη­μέ­νος της βρί­σκε­ται στην Αί­γυ­πτο, να δε­χτεί τις προ­τά­σεις του φλε­γό­με­νου από έρω­τα πε­ντά­κις πα­νελ­λη­νιο­νί­κη Γρύλ­λου.

ΜΗ­ΤΡΙ­ΧΗ
       Θρα­κιώ­τισ­σα, κά­ποιος χτυ­πά­ει αγρί­ως
               την πόρ­τα. Δες μην έχει έρ­θει κα­νέ­νας δι­κός μας
               από το χτή­μα.

ΘΡΑ­ΚΙΩ­ΤΙΣ­ΣΑ
                Ποιός χτυ­πά­ει;

ΓΥΛ­ΛΙ­ΔΑ
                Εγώω!

ΘΡΑ­ΚΙΩ­ΤΙΣ­ΣΑ
                 Ποιά εσύ; Φο­βά­σαι να έρ­θεις πιο κο­ντά;

ΓΥΛ­ΛΙ­ΔΑ
                 Ορί­στε, έρ­χο­μαι πιο κο­ντά.

ΘΡΑ­ΚΙΩ­ΤΙΣ­ΣΑ
5
              Και ποιά εί­σαι εσύ;

ΓΥΛ­ΛΙ­ΔΑ
                 Η Γυλ­λί­δα, η μη­τέ­ρα της Φι­λαι­νί­δας. Πή­γαι­νε
                 μέ­σα και πες στη Μη­τρί­χη ότι έχω έρ­θει.

ΘΡΑ­ΚΙΩ­ΤΙΣ­ΣΑ
                Σε ζη­τούν.

ΜΗ­ΤΡΙ­ΧΗ
                 Ποιός εί­ναι;

ΘΡΑ­ΚΙΩ­ΤΙΣ­ΣΑ
                Η Γυλ­λί­δα.

ΜΗ­ΤΡΙ­ΧΗ
                Ντα­ντά μου Γυλ­λί­δα! Δί­νε του, δού­λα.
                Ποιά μοί­ρα σ’ έφε­ρε κο­ντά μας, Γυλ­λί­δα;
                Πώς και μας κα­τα­δέ­χτη­κες;
                Μαύ­ρα μά­τια κά­να­με να σε δού­με.
10           Πά­νε τώ­ρα, θαρ­ρώ, κά­που πέ­ντε μή­νες, Γυλ­λί­δα,
                που, μα τις Μοί­ρες, ού­τε στ’ όνει­ρό του
                δεν σε εί­δε άν­θρω­πος να πα­τάς σ’ αυ­τή την πόρ­τα.

ΓΥΛ­ΛΙ­ΔΑ
                Μέ­νω μα­κριά, παι­δί μου, και στα σο­κά­κια
                η λά­σπη φτά­νει ως το γό­να­το.
15
            Και η δύ­να­μή μου όση και της μύ­γας.
                Με πή­ραν, βλέ­πεις, τα γε­ρά­μα­τα
                και τα ψω­μιά μου τά ’φα­γα.

ΜΗ­ΤΡΙ­ΧΗ
                Έλα, μην τα πα­ρα­λές με την ηλι­κία σου.
                 Εί­σαι ικα­νή ακό­μα, Γυλ­λί­δα,
                 να «κα­τα­τρο­πώ­σεις» άλ­λους και άλ­λους.

ΓΥΛ­ΛΙ­ΔΑ
20            Κο­ρόι­δευε. Αυ­τά εί­ναι για σας τις νε­α­ρές.

ΜΗ­ΤΡΙ­ΧΗ
                 Κα­λά ντε, μη φου­ντώ­νεις.

ΓΥΛ­ΛΙ­ΔΑ
                 Για πες μου, παι­δί μου, πό­σον και­ρό τώ­ρα
              «χη­ρεύ­εις» και τυ­ραν­νάς μο­νά­χη σου
                το έρη­μο κρε­βά­τι;
                Πά­νε δέ­κα μή­νες από τό­τε που ο Μάν­δρης
                έβα­λε πλώ­ρη για την Αί­γυ­πτο,
                και ού­τε γράμ­μα ού­τε γρα­φή.
25           Σε ξέ­χα­σε και ήπιε από και­νούρ­για κού­πα.
                Εκεί πά­λι εί­ναι σω­στός πα­ρά­δει­σος,
                γη της επαγ­γε­λί­ας. Τα πά­ντα,
                ό,τι υπάρ­χει και δεν υπάρ­χει στον κό­σμο,
                στην Αί­γυ­πτο βρί­σκε­ται:
                πλού­τη, πα­λαί­στρα, δύ­να­μη, γα­λή­νη, φή­μη,
                θε­ά­μα­τα, φι­λό­σο­φοι, χρυ­σά­φι, νε­α­ροί, το
30           τέ­με­νος των αδελ­φών θε­ών, ο βα­σι­λιάς άψο­γος,
                το Μου­σεί­ον, κρα­σί, όλα τα κα­λά που επι­θυ­μεί,
                γυ­ναί­κες, τό­σες όσα, μα την Περ­σε­φό­νη, δεν εί­ναι
                τ᾽ αστέ­ρια που καυ­χιέ­ται πως βα­στά­ζει ο ου­ρα­νός·
                και στην ομορ­φιά σαν εκεί­νες που έτρε­ξαν
35            άλ­λο­τε στον Πά­ρη για να κρί­νει τα κάλ­λη τους
             –κού­φια η ώρα που το λέω.
                Τί ψυ­χή έχεις, δύ­στυ­χη, και κά­θε­σαι
                και ζε­σταί­νεις την κα­ρέ­κλα;
                Δί­χως να το πά­ρεις εί­δη­ση, θα γε­ρά­σεις
                και τα νιά­τα σου θα τα φά­ει η στά­χτη.
40
          Κοί­τα κι αλ­λού και για ημέ­ρες δυό ή τρεις
                άλ­λα­ξε μυα­λά, γλύ­κα­νε.
                Κα­ρά­βι που κρα­τιέ­ται σε μιαν άγκυ­ρα
                δεν εί­ναι ασφα­λές. Αν έρ­θει ο θά­να­τος,
                κα­νείς δεν θα μας ανα­στή­σει.
            ...και ένας άγριος χει­μώ­νας...
45           και κα­νείς από μας δεν γνω­ρί­ζει τί μας μέλ­λε­ται.
                Των αν­θρώ­πων ο βί­ος εί­ναι άστα­τος.
                Μή­πως όμως εί­ναι κα­νέ­νας δί­πλα μας;

ΜΗ­ΤΡΙ­ΧΗ
                Ψυ­χή.

ΓΥΛ­ΛΙ­ΔΑ
               Άκου λοι­πόν τί θέ­λω να σου πω και ήρ­θα εδώ.
50          Ο γιος της Μα­τα­λί­νας, της κό­ρης της Πα­ται­κί­τσας,
               ο Γρύλ­λος, ο πε­ντά­κις πρω­τα­θλη­τής
            –μία φο­ρά τους παί­δες στους Δελ­φούς,
              δύο φο­ρές στην Κό­ριν­θο τους εφή­βους με
              το πρώ­το χνού­δι, και άλ­λες δύο στην Ολυ­μπία
              τους άντρες κα­τα­τρό­πω­σε στην πυγ­μα­χία–
              πλού­σιος άλ­λο να σου λέω, που δεν πει­ρά­ζει
55          ού­τε πε­σμέ­νο φύλ­λο, άθι­χτη σφρα­γί­δα στον έρω­τα,
              όταν σε εί­δε στην πο­μπή για την κα­τά­βα­ση
              της Μί­σας, εκλυ­δω­νί­στη­καν τα σπλά­χνα του,
              για­τί λόγ­χι­σε την καρ­διά του
              ο οί­στρος του έρω­τα,
              και ού­τε νύ­χτα ού­τε ημέ­ρα
              δεν το κου­νά­ει από το σπί­τι μου, παι­δί μου,
60        αλ­λά κλαί­ει μπρο­στά μου και μου γλυ­κο­μι­λά
             και από τον πό­θο του πε­θαί­νει.
             Έλα, παι­δί μου Μη­τρί­χη, αυ­τή τη μία αμαρ­τία
              χά­ρι­σέ την στη θεά. Αφιε­ρώ­σου στη χά­ρη της,
              μη σε βρουν τα γη­ρα­τειά δί­χως να το πά­ρεις
              εί­δη­ση. Και θα κερ­δί­σεις δι­πλά:
65         και θα το χα­ρείς και θα σου δο­θεί χρή­μα
              πα­ρα­πά­νω και απ’ ό,τι φα­ντά­ζε­σαι.
              Σκέ­ψου το, άκου­σέ με.
              Σε αγα­πάω, ναι μα τις Μοί­ρες.

ΜΗ­ΤΡΙ­ΧΗ
                Όταν ασπρί­ζουν, Γυλ­λί­δα, τα μαλ­λιά,
                φυ­ραί­νουν τα μυα­λά.
                Ορ­κί­ζο­μαι στον γυ­ρι­σμό του Μάν­δρη
                και στην κα­λή τη Δή­μη­τρα,
70           από άλ­λη γυ­ναί­κα εγώ αυ­τά
                δεν θα τ’ άκου­γα ψύ­χραι­μη, αλ­λά θα τη μά­θαι­να
                να τρα­γου­δά­ει κου­τσαί­νο­ντας
                τα κου­τσο­τρά­γου­δά της
                και το κα­τώ­φλι της πόρ­τας μου να το έχει εχθρό.
                Εσύ πά­λι μη μου ξα­νάρ­θεις, κα­λή μου,
                με τέ­τοιες ιστο­ρί­ες. Αυ­τά που πρέ­πει να λέ­νε
75            οι γυ­ναί­κες οι γριές, να λες στις νέ­ες.
                Του Πυ­θέα την κό­ρη τη Μη­τρί­χη άφη­σέ την
                να ζε­σταί­νει την κα­ρέ­κλα. Όχι, κα­νείς
                δεν θα γε­λά­ει με τον Μάν­δρη. Όμως η Γυλ­λί­δα,
                λέ­νε, δεν τα χρειά­ζε­ται αυ­τά τα λό­για.
                Θρα­κιώ­τισ­σα, σκού­πι­σε τη μαύ­ρη κού­πα,
80           βά­λε ανέ­ρω­το κρα­σί ως τη μέ­ση,
                στά­ξε απο­πά­νω νε­ρό και δώ­σ’ της να πιει.

ΓΥΛ­ΛΙ­ΔΑ
                Δεν εί­ναι ανά­γκη.

ΜΗ­ΤΡΙ­ΧΗ
                Έλα, Γυλ­λί­δα, πιες το.

ΓΥΛ­ΛΙ­ΔΑ
                Δεί­ξε ...
                Δεν ήρ­θα για να σε πεί­σω, ήρ­θα για τη γιορ­τή.

ΜΗ­ΤΡΙ­ΧΗ
                 Το για­τί ήρ­θες, Γυλ­λί­δα...

ΓΥΛ­ΛΙ­ΔΑ
85       ...μα­κά­ρι, αχ, παι­δί μου...
                Γλυ­κό π’ ανά­θε­μά το. Μα τη Δή­μη­τρα,
                Μη­τρί­χη, κρα­σί πιο γλυ­κό απ’ αυ­τό
                δεν έχει πιει ως τώ­ρα η Γυλ­λί­δα.
                Να μου εί­σαι κα­λά, παι­δί μου, και να προ­σέ­χεις
                τον εαυ­τό σου. Όσο για μέ­να, πα­ρα­κα­λάω
                να κρα­τη­θούν νέ­ες η Μυρ­τά­λη και η Σί­μη,
90           όσο ανα­σαί­νει ακό­μα η Γυλ­λί­δα.


Η μαστροπός / Ο νταβατζής

Ο νταβατζής

ΠΡΟΣΩΠΑ:
Βάτ­τα­ρος (πορ­νο­βο­σκός πάπ­που προς πάπ­που, που δια­τη­ρεί «σπί­τι» με «κο­ρί­τσια»), Γραμ­μα­τέ­ας (δι­κα­στη­ρί­ου). Βου­βά πρό­σω­πα: Μυρ­τά­λη (το «κο­ρί­τσι» που, κα­τά τον Βάτ­τα­ρο, υπέ­στη τα πάν­δει­να από τον αντί­δι­κό του Θα­λή) και «ο επί της κλε­ψύ­δρας».

ΧΡΟΝΟΣ:
ante 266 π.X.
ΤΟΠΟΣ:
Αί­θου­σα δι­κα­στη­ρί­ου στην Κω.
ΘΕΜΑ:
Ο μέ­τοι­κος πορ­νο­βο­σκός Βάτ­τα­ρος κα­τη­γο­ρεί ενώ­πιον δι­κα­στη­ρί­ου τον, κα­τά τα λε­γό­με­νά του, βαρ­βα­ρι­κής κα­τα­γω­γής εύ­πο­ρο μέ­τοι­κο Θα­λή για νυ­χτε­ρι­νή επι­δρο­μή στο «σπί­τι» και απα­γω­γή δια της βί­ας ενός από τα «κο­ρί­τσια». Με εξαί­ρε­ση ένα πα­ρεμ­βαλ­λό­με­νο εδά­φιο νό­μου (2,5 στί­χοι), που δια­βά­ζε­ται από τον γραμ­μα­τέα, όλο το υπό­λοι­πο κεί­με­νο εκ­φέ­ρε­ται από τον Βάτ­τα­ρο ως αγό­ρευ­ση δο­μη­μέ­νη κα­τά τα πρό­τυ­πα της δι­κα­νι­κής ρη­το­ρεί­ας.

ΒΑΤ­ΤΑ­ΡΟΣ
            Ασφα­λώς και δεν κρί­νε­τε την κα­τα­γω­γή μας,
                κύ­ριοι δι­κα­σταί, ού­τε την υπό­λη­ψή μας,
                ού­τε βέ­βαια θα βγει απο­πά­νω
                ο Θα­λής από ’δω έχο­ντας αδι­κή­σει τον Βάτ­τα­ρο,
                επει­δή εκεί­νος έχει κα­ρά­βι που αξί­ζει πέ­ντε
5
             τά­λα­ντα κι εγώ ού­τε ψω­μί να φάω.
                Κά­θε άλ­λο. Εδώ θα κλά­ψει με μαύ­ρο δά­κρυ.**
                Και αυ­τός εί­ναι μέ­τοι­κος στην πό­λη και εγώ,
                και ζού­με όχι όπως θέ­λου­με, αλ­λά όπως
10
          μας παίρ­νει. Έχει εκεί­νος πά­τρω­να τον Μεν­νή,
                έχω κι εγώ τον Αρι­στο­φώ­ντα.
               Έχει κα­τα­κτή­σει νί­κες ο Μεν­νής στην πυγ­μα­χία,
                ο Αρι­στο­φών κα­θα­ρί­ζει ακό­μα και τώ­ρα.
                Και αν αυ­τά δεν εί­ναι αλή­θεια, όταν δύ­σει ο ήλιος,
                ας κο­πιά­σει, κύ­ριοι, χλα­μυ­δο­φό­ρος
                όπως άλ­λο­τε και θα μά­θει
15
           με τι σόι πά­τρω­να εί­μαι θω­ρα­κι­σμέ­νος.
                Ίσως θα σας πει: «Ήρ­θα από τη Βη­ρυ­τό
                φέρ­νο­ντας κα­ρα­βιές σι­τά­ρι και έβα­λα τέ­λος
                στον φο­βε­ρό λι­μό». Έφε­ρα κι εγώ που­τά­νες
                από την Τύ­ρο. Ποιό το όφε­λος για τους πο­λί­τες;
20           Ού­τε εκεί­νος δί­νει δω­ρε­άν σι­τά­ρι ν’ αλέ­σου­με
                ού­τε κι εγώ ασφα­λώς το κο­ρί­τσι.
                Αν πά­λι, επει­δή τα­ξι­δεύ­ει στα πέ­λα­γα
                και φο­ρά­ει πα­νά­κρι­βη χλαί­νη, ενώ εγώ
                ζω στη στε­ριά και σέρ­νω ένα τριμ­μέ­νο ρού­χο
                και πα­πού­τσια λειω­μέ­να, πά­ρει με τη βία,
                και μά­λι­στα νύ­χτα, κά­ποιο από τα κο­ρί­τσια μου
                χω­ρίς τη συ­ναί­νε­σή μου, πά­ει πε­ρί­πα­το,
25           κύ­ριοι, η τά­ξη και η ασφά­λεια της πό­λης,
                και το καύ­χη­μά σας, την αυ­το­νο­μία σας,
                θα την κα­τα­λύ­σει ο Θα­λής.
                Που όφει­λε να ξέ­ρει ποιός εί­ναι
                και από τι πά­στα εί­ναι φτιαγ­μέ­νος
                και να ζει όπως εγώ: να τρέ­μει
30           και τον τε­λευ­ταίο αν­θρω­πά­κο στην πό­λη.
                Εδώ η αφρό­κρε­μα της πό­λης,
                που σε­μνύ­νε­ται για την κα­τα­γω­γή της,
                δεν αντι­με­τω­πί­ζει τους νό­μους όπως αυ­τός
                και κα­νείς πο­λί­της
                ού­τε ξυ­λο­φόρ­τω­σε εμέ­να τον ξέ­νο
35
           ού­τε κου­βα­λή­θη­κε νυ­χτιά­τι­κα στην πόρ­τα μου
                ού­τε ήρ­θε με δαυ­λούς και πυρ­πό­λη­σε το σπί­τι
                ού­τε πή­ρε δια της βί­ας κά­ποιο από τα κο­ρί­τσια μου
                                                                        και μην τον εί­δα­τε.
                Όμως αυ­τός, ο Φρύ­γας, ο νυν Θα­λής
                και πρώ­ην, κύ­ριοι, Αρ­τίμ­μης,
                τα έκα­νε όλα αυ­τά και δεν σε­βά­στη­κε
40           ού­τε νό­μο ού­τε πά­τρω­να ού­τε άρ­χο­ντα.
                Πά­ρε τώ­ρα και διά­βα­σε, πα­ρα­κα­λώ,
                γραμ­μα­τέα, τον πε­ρί κα­κο­ποι­ή­σε­ως νό­μο.
                Κι εσύ τά­πω­σε, φίλ­τα­τε, την τρύ­πα
                της κλε­ψύ­δρας, ώσπου να ολο­κλη­ρώ­σει
                την ανά­γνω­ση, έτσι που να μη μι­λή­σει
45
          πρώ­τα ο κώ­λος και το θέ­μα γί­νει πε­ρι-οπής.

ΓΡΑΜ­ΜΑ­ΤΕ­ΑΣ

              «Εις πε­ρί­πτω­σιν δε κα­θ’ ην ελεύ­θε­ρος κα­κο­ποι­ή­σει
                δού­λην, ή βιαιο­πρα­γή­σει εκ προ­αι­ρέ­σε­ως,
                δέ­ον όπως κα­τα­βάλ­λει εις το δι­πλά­σιον
                το προ­βλε­πό­με­νον πρό­στι­μον».

ΒΑΤ­ΤΑ­ΡΟΣ
                Αυ­τά τα έγρα­ψε ο Χαι­ρών­δης, κύ­ριοι δι­κα­σταί,
                δεν τα έγρα­ψε ο Βάτ­τα­ρος θέ­λο­ντας
                κα­λά και σώ­νει να διώ­ξει τον Θα­λή.
50         «Εάν κά­ποιος πα­ρα­βιά­σει θύ­ραν,
                δέ­ον όπως κα­τα­βάλ­λει», λέ­ει, «μί­αν μναν.
                Εάν γρον­θο­κο­πή­σει, επί­σης μί­αν μναν».
                Εάν προ­βεί εις εμπρη­σμόν οι­κί­ας
                ή πα­ρα­βιά­σει τα όριά της,
                όρι­σε πρό­στι­μο χι­λί­ων δραχ­μών,
                και αν προ­κα­λέ­σει κά­ποια ζη­μία,
                να κα­τα­βάλ­λε­ται απο­κα­τά­στα­ση
55            εις το δι­πλά­σιον. Ζού­σε, βλέ­πεις, σε πό­λη,
                Θα­λή, ενώ εσύ δεν ξέ­ρεις ού­τε τί εστί πό­λη
                ού­τε τί ση­μαί­νει έν­νο­μη τά­ξη, και ζεις
                σή­με­ρα στα Βρι­κίν­δη­ρα, χθες στα Άβδη­ρα,
                και αύ­ριο, αν σου δώ­σει κά­ποιος τα ναύ­λα,
                θα βά­λεις πλώ­ρη για του δια­ό­λου τη μά­να.
60
         Όσο για μέ­να, για να μη μα­κρη­γο­ρώ
                και σας κου­ρά­ζω με τις πα­ρεκ­βά­σεις,
                κύ­ριοι δι­κα­σταί, έχω πά­θει από τον Θα­λή
                όσα και ο πο­ντι­κός στην πίσ­σα.
                Με γρον­θο­κό­πη­σε, σμπα­ρά­λια­σε την πόρ­τα
                του σπι­τιού μου, που ακου­μπάω το ένα τρί­το
                της αξί­ας του ενοί­κιο, το ανώ­φλι έγι­νε κάρ­βου­νο.
65           Έλα κι εσύ, Μυρ­τά­λη, εδώ.
                Δεί­ξε σε όλους το κορ­μί σου.
                Μην ντρέ­πε­σαι κα­νέ­ναν τους.
                Στο πρό­σω­πο αυ­τών που βλέ­πεις να δι­κά­ζουν
                θε­ώ­ρη­σε πως βλέ­πεις πα­τε­ρά­δες, αδελ­φούς.
                Δεί­τε, κύ­ριοι, πως και πά­νω και κά­τω
70
          δεν άφη­σε τρί­χα για τρί­χα πά­νω της ο λε­βέ­ντης,
                όταν την έσερ­νε και την κα­κο­ποιού­σε.
                Αχ γε­ρά­μα­τα, να έχει χά­ρη σ’ εσάς,
                αλ­λιώς αί­μα θα ξερ­νού­σε,
                όπως κά­πο­τε ο Φί­λι­στος ο Βρέ­γκος στη Σά­μο.
                Γε­λάς; Εί­μαι κί­ναι­δος και δεν το αρ­νού­μαι.
75
          Το όνο­μά μου εί­ναι Βάτ­τα­ρος και ο παπ­πούς μου
                ήταν αδερ­φή και ο πα­τέ­ρας μου αδερ­φά­ρα
                και ήταν όλοι τους ντα­βα­τζή­δες, αν όμως
                μι­λά­με για δύ­να­μη, το λέ­ει η καρ­διά μου
                να στραγ­γα­λί­σω και λιο­ντά­ρι,
                αν ήτα­νε Θα­λής. Γου­στά­ρεις ίσως εσύ
                τη Μυρ­τά­λη; Τί­πο­τα το φο­βε­ρό.
80
          Κι εγώ το σι­τά­ρι. Αν δώ­σεις αυ­τό, θα έχεις
                το άλ­λο. Ή, αν φλέ­γε­σαι μέ­σα σου, μα τον Δία,
                για πάρ­τη της, ακού­μπα το τί­μη­μα
                στην πα­λά­μη του Βατ­τα­ρού­λη,
                πά­ρε αυ­τό που σου ανή­κει και δώ­σ᾽ της να κα­τα­λά­βει
                όπως σου κά­νει κέ­φι. Υπάρ­χει ένα θέ­μα, κύ­ριοι
             –για­τί όσα εί­πα ως τώ­ρα απευ­θύ­νο­νταν
85           σ’ αυ­τόν– εσείς, μια και δεν υπάρ­χουν
                μάρ­τυ­ρες, απο­φα­σί­στε
                για την πε­ρί­πτω­ση κα­τά συ­νεί­δη­ση.
                Αν πά­λι στό­χο έχει απλώς τα σώ­μα­τα των δού­λων
                και ζη­τά­ει να βα­σα­νι­στούν, προ­σφέ­ρο­μαι
                να βα­σα­νι­στώ και ο ίδιος. Πά­ρε με, Θα­λή,
                και κά­νε μου φά­λαγ­γα. Μό­νο να έχει κα­τα­τε­θεί
90           εδώ μπρο­στά η απο­ζη­μί­ω­ση. Ακό­μα και ο
                Μί­νως να δί­κα­ζε με τη ζυ­γα­ριά του,
                δι­καιό­τε­ρη από­φα­ση δεν θα ’βγα­ζε.
                Κα­τά τα λοι­πά, κύ­ριοι, μη θε­ω­ρεί­τε ότι ψη­φί­ζε­τε
                για τον ντα­βα­τζή Βάτ­τα­ρο, ψη­φί­ζε­τε για όλους
                ανε­ξαι­ρέ­τως τους ξέ­νους που ζουν στην πό­λη.
95
          Τώ­ρα θα δεί­ξε­τε πό­σο με­τρά­ει η Κως
                και ο ιδρυ­τής της ο Μέ­ρο­πας και τί φή­μη
                εί­χε ο Θεσ­σα­λός και ο πα­τέ­ρας του ο Ηρα­κής
                και πως ο Ασκλη­πιός ήρ­θε εδώ
                από τη θεσ­σα­λι­κή Τρίκ­κη, και για ποιό λό­γο
                η Φοί­βη γέν­νη­σε εδώ τη Λη­τώ.
100         Σταθ­μί­ζο­ντάς τα όλ’ αυ­τά,
                οδη­γή­στε με ορ­θή κρί­ση
                το σκά­φος της δί­κης, αφού ο Φρύ­γας,
                αν τώ­ρα δαρ­θεί, κα­λύ­τε­ρος θα βγει,
                αν δεν λέ­ει ψέ­μα­τα η πα­λαιά πα­ροι­μία.

** Από τον επό­με­νο στί­χο που δεν με­τα­φρά­ζε­ται, σώ­ζο­νται κά­ποια γράμ­μα­τα από τα οποία δεν βγαί­νει νό­η­μα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: