Έρωτας Θλίψη Μοναξιά

Mikhailovich Vasnetsov, «Το προφητικό πουλί» (1898), λάδι σε καμβά.
Mikhailovich Vasnetsov, «Το προφητικό πουλί» (1898), λάδι σε καμβά.


Δη­μή­τρης Γ. Πα­πα­στερ­γί­ου, Όλα στο μαύ­ρο, Θεσ­σα­λο­νί­κη, εκδ. Ρώ­μη 2022

————

Σπα­νί­ως διά­βα­ζα ερω­τι­κή ποί­η­ση. Τη θε­ω­ρού­σα πο­λύ προ­σω­πι­κή. Σαν να πα­ρα­κο­λου­θού­σα αγνώ­στους από μια κλει­δα­ρό­τρυ­πα. Εξαί­ρε­ση απο­τε­λού­σαν η Σαπ­φώ και ο Πε­τράρ­χης. Αν η ποί­η­σή τους ήταν προ­σω­πι­κή, δεν εί­χε ση­μα­σία, κα­θώς, με τις πα­ναν­θρώ­πι­νες αξί­ες της, μι­λού­σε πά­ντα στην ψυ­χή όλων μας. Μέ­χρι που άρ­χι­σα να με­λε­τώ την Pléiade, ως ει­δι­κή πλέ­ον στη θε­ω­ρία της ανά­γνω­σης. Μα πώς δεν το εί­χα αντι­λη­φθεί; Βιω­μα­τι­κή ή μυ­θο­πλα­στι­κή, η ερω­τι­κή ποί­η­ση αφη­γεί­ται ένα θε­σπέ­σιο ποι­η­τι­κό ψέ­μα. Δο­ξά­ζει και συ­νά­μα θρη­νεί τον έρω­τα, γέν­νη­μα της ποί­η­σης.
Δια­βά­ζω το νέο ποι­η­τι­κό βι­βλίο του Δη­μή­τρη Γ. Πα­πα­στερ­γί­ου, Όλα στο μαύ­ρο. Αρ­χί­ζω αμέ­σως να γρά­φω, και δια­λέ­γω τον τί­τλο μου. (Ση­μα­ντι­κός ο τί­τλος, μας κα­θο­δη­γεί, μας ελέγ­χει. Τό­τε για­τί ο Πα­πα­στερ­γί­ου γρά­φει «ακέ­φα­λα ποι­ή­μα­τα» [σ.27]; Εί­ναι η πρώ­τη ερώ­τη­ση που με απα­σχο­λεί.) Το μό­νο που μπο­ρώ να σκε­φτώ εί­ναι το τρί­πτυ­χο από λέ­ξεις διά­σπαρ­τες μέ­σα στα ποι­ή­μα­τα Έρω­τας Θλί­ψη Μο­να­ξιά. Τα ερω­τή­μα­τα αρ­χί­ζουν να πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται. Πού πή­γε το ερω­τι­κό πά­θος; Πού πή­γε η προσ­δο­κία για αμοι­βαίο έρω­τα, στην ποί­η­ση και τη ζωή; Πό­τε αντι­κα­τα­στά­θη­κε το πά­θος από τη μο­να­ξιά; Για­τί δεν οδή­γη­σε στην έκ­στα­ση; Για­τί χρειά­ζε­ται τό­ση απαι­σιο­δο­ξία, ή κα­λύ­τε­ρα βέ­λος στην καρ­διά, για να γρα­φτεί σπου­δαία ερω­τι­κή ποί­η­ση;
Από την αρ­χή του βι­βλί­ου, ο ποι­η­τής μάς απα­ντά, με δια­κρι­τι­κό υπαι­νιγ­μό στον Marcel Proust, για την ακού­σια μνή­μη που γεν­νούν οι αι­σθή­σεις:

Κά­ποιες φο­ρές νο­μί­ζω πως τρε­λαί­νο­μαι.
Εί­ναι κι αυ­τές οι ευω­διές
που απλώ­νο­νται ανε­ξή­γη­τα, μέ­ρες γιορ­τών, στο σπί­τι∙
σαν της αγά­πης τ’ άρω­μα, που μια ζωή την καρ­τε­ράς
όμως δεν πρό­κει­ται πο­τέ να συ­να­ντή­σεις.

Ή, εί­ναι τό­τε, που χτυ­πά­ει το τη­λέ­φω­νο.
Νιώ­θεις και πά­λι όμορ­φα που ακούς
μία φω­νή αγα­πη­μέ­νη απ’ τα πα­λιά
και ακα­τά­παυ­στα μι­λάς τέσ­σε­ρις ώρες.
Κά­πο­τε, κλεί­νο­ντας με ευ­χές,
συ­νει­δη­το­ποιείς
πως το τη­λέ­φω­νο που μί­λα­γες
έχει πο­λύ και­ρό που εί­ναι χα­λα­σμέ­νο.
(σ. 11)

Το Εγώ συ­νο­μι­λεί με ένα φα­ντα­σια­κό Εσύ, αυ­τό που δη­μιούρ­γη­σαν οι ανα­μνή­σεις και τα παι­χνί­δια των λέ­ξε­ων, κα­θώς μας πα­ρα­σύ­ρουν σε ονει­ρο­πό­λη­ση, μελ­λο­ντι­κό εφιάλ­τη. Αφό­ρη­τη μο­να­ξιά, ασύλ­λη­πτων δια­στά­σε­ων, να μι­λάς απο­κλει­στι­κά με τον εαυ­τό σου, ακό­μη και στο τη­λέ­φω­νο.
Ο έρω­τας και η προ­σφυ­γιά συ­να­ντώ­νται, όταν αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε ότι ο έρω­τας εί­ναι το τα­ξί­δι από το ένα σώ­μα στο άλ­λο, και ο ερω­τευ­μέ­νος που ανα­ζη­τεί αλ­λά δεν βρί­σκει το ταί­ρι του ένας πρό­σφυ­γας που έχει εκ­διω­χθεί από τον Κή­πο της Εδέμ:

Το σώ­μα σου η πα­τρί­δα μου,
του πρό­σφυ­γα η πα­τρί­δα
(σ. 13)

Ακού­ει ένα όχι, που τε­λι­κά επα­να­λαμ­βά­νε­ται μέ­χρι να φτά­σει στο στί­χο που ερ­μη­νεύ­ει το ποί­η­μα ή και τη συλ­λο­γή ολό­κλη­ρη:

Όχι έρω­τας, σεξ. (σ. 15)

«Όλα στο μαύ­ρο», λοι­πόν, αφού ο έρω­τας έχει χα­θεί. Και τό­τε αρ­χί­ζει η αμ­φι­σβή­τη­ση. Μπο­ρείς άνε­τα να χτυ­πάς ανε­λέ­η­τα κά­ποιον που έχει γί­νει σκιά:

Έρω­τας κά­τι το μα­γι­κό∙
ή μια ροή αλ­λό­κο­τη, στο αί­μα, ορ­μο­νών;
(σ. 35)

Ο κα­τα­ρα­μέ­νος ποι­η­τής (poète maudit) εκ­δι­κεί­ται, με το πα­νί­σχυ­ρο όπλο του, το ποί­η­μα:

όταν σαν τις μά­γισ­σες με κά­ψε­τε,
φλε­γό­με­να ποι­ή­μα­τα
θα γί­νω
(σ. 45)

Αν και σε λί­γο δεν θα αντέ­ξει και θα εξο­μο­λο­γη­θεί:

Έμει­να πά­λι μό­νος και φο­βά­μαι. (σ. 47)

Ερω­το­τρο­πεί με τη θά­λασ­σα, όπως στην προη­γού­με­νη συλ­λο­γή του:

Ψέ­μα­τα σου ’πα
ότι δεν θα σ’ άλ­λα­ζα
με τη θά­λασ­σα


                (Της μιας ανά­σας ποι­ή­μα­τα, εκδ. Κουκ­κί­δα, 2021, σ. 18)

Τώ­ρα πλέ­ον η αλ­λα­γή έχει γί­νει, η θά­λασ­σα, τό­πος και αρ­χέ­τυ­πο του τα­ξι­διού, έχει εξα­σθε­νή­σει, αφή­νο­ντας πί­σω τη θε­τι­κή ενέρ­γεια της σχέ­σης αν­θρώ­που και φύ­σης:

Όπο­τε βλέ­πω θά­λασ­σα
βλέ­πω και τη μορ­φή σου
να τη χτυ­πούν τα κύ­μα­τα.
(σ. 14)

Για να συ­μπλη­ρώ­σει σε λί­γο σχε­δόν με αδια­φο­ρία, όταν αντι­λαμ­βά­νε­ται ότι το πλήγ­μα εί­ναι ανα­πό­φευ­κτο:

και γέ­μι­σε η ψυ­χή μου
νε­κρά ψά­ρια.
(σ. 20)

Η θά­λασ­σα ανα­κτά τη βι­βλι­κή οντό­τη­τά της. Δη­μιούρ­γη­μα της τρί­της ημέ­ρας (Γέ­νε­σις 1, 10), θα συμ­βο­λί­ζει εφε­ξής την αρ­χή και το τέ­λος της ζω­ής.

Ποι­ή­μα­τα που μι­λούν μια γλώσ­σα γνώ­ρι­μη, που μας προ­σκα­λούν να απα­ντή­σου­με, να τους δώ­σου­με έναν τί­τλο, κα­θώς η μο­να­ξιά που εκ­φρά­ζουν δεν επι­τρέ­πει στον ποι­η­τή να το κά­νει ο ίδιος:

Εγώ μο­νά­χα αυ­τά τα ακέ­φα­λα ποι­ή­μα­τα
κα­τά­φε­ρα να κά­μω.
(σ. 27)

Το­νί­ζε­ται έτσι η μο­να­ξιά χω­ρίς έρω­τα, η μο­να­ξιά στον έρω­τα, η προ­σφυ­γιά από τον Πα­ρά­δει­σο, χω­ρίς προ­ο­ρι­σμό τη Γη της Επαγ­γε­λί­ας, έστω και στο μα­κρι­νό μέλ­λον.

Η ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του Δη­μή­τρη Γ. Πα­πα­στερ­γί­ου Όλα στο μαύ­ρο προ­σθέ­τει νέ­ες δια­στά­σεις στην ποι­η­τι­κή του πο­ρεία, με στο­χα­σμό και συ­γκρα­τη­μέ­νο φό­βο για τις αν­θρώ­πι­νες σχέ­σεις. 
Μια προ­σεγ­μέ­νη και κα­λό­γου­στη δη­μο­σί­ευ­ση από τις Εκ­δό­σεις Ρώ­μη.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: