Η πρόκα

Η πρόκα

Άχα­ρη. Στρα­βή, κα­μπου­ρια­σμέ­νη, στρα­πα­τσα­ρι­σμέ­νη, εξα­θλιω­μέ­νη έγι­νε η γά­τα μου. Μια γά­τα Αγκύ­ρας μαύ­ρη με πο­λύ μα­κρύ τρί­χω­μα και γκρί­ζες πα­τού­σες. Απί­στευ­το το πως κα­τά­ντη­σε σε δυο μέ­ρες. Αλ­λά και λο­γι­κό. Δε­κα­τριών ετών κι έχει μια το­μή από το λαι­μό ως την κοι­λιά της χα­μη­λά, στο ύψος τη μή­τρας. Και η το­μή εί­ναι φρέ­σκια, ακρι­βώς τό­σο, δυο μέ­ρες.
Δεν το ήξε­ρα πως την έχει και βγαί­νο­ντας από την πόρ­τα την πά­τη­σα, για­τί ήταν ξα­πλω­μέ­νη στο welcome πα­τά­κι μπρο­στά. Εκεί ξά­πλω­νε πά­ντα κι απο­ρού­σα με τις φα­κι­ρι­κές της ικα­νό­τη­τες, αφού αυ­τό ήταν γε­μά­το αγκα­θω­τά εξο­γκώ­μα­τα, για να κα­θα­ρί­ζο­νται τα πα­πού­τσια κα­λά. Ποιος ξέ­ρει αν μου ζή­τη­σε και βο­ή­θεια τη νύ­χτα που κοι­μό­μουν και δεν την άκου­σα. Έβγα­λε μια πα­ρα­πο­νε­μέ­νη μι­κρή κραυ­γή, «—ααχ!» Κα­λά και δεν πρό­λα­βα να πά­ρω το βή­μα πα­τώ­ντας επά­νω της. Έκα­να πί­σω έντρο­μη. «Ο πό­νος μπο­ρεί να κά­νει ένα ζώο να βγά­ζει αν­θρώ­πι­νες κραυ­γές;» Ανα­ρω­τή­θη­κα. Κι αμέ­σως με­τά έβρι­σα τον εαυ­τό μου. Εδώ εί­χα ένα ζώο που υπέ­φε­ρε.
Πά­νω από τον τοί­χο τον εξω­τε­ρι­κό δί­πλα από την πόρ­τα, λεί­πει μια πρό­κα. Στη θέ­ση της. έχει μεί­νει μια τε­ρά­στια τρύ­πα αφού μα­ζί με αυ­τήν έφυ­γε κι ένα σα­θρό κομ­μά­τι του τοί­χου. Την εί­χα καρ­φώ­σει σε κεί­νο το ση­μείο για να πιά­νω την κουρ­τί­να την εξω­τε­ρι­κή, όταν ήθε­λα να βλέ­πω στο δρό­μο έξω. Και πά­λι αυ­τή τη δύ­σκο­λη ώρα διά­λε­ξε το αναί­σθη­το μά­τι μου για να καρ­φω­θεί εκεί, στην απου­σία, την τρύ­πα, τον γδαρ­μέ­νο τοί­χο. Δεν εί­χα χρό­νο όμως γι’ αυ­τό. Μπρο­στά στα πό­δια μου η γα­τού­λα σφά­δα­ζε και δεν μπο­ρού­σα να κα­τα­λά­βω τι συμ­βαί­νει. Έσκυ­ψα να τη χαϊ­δέ­ψω, συ­νή­θως τη γυ­ρί­ζω με την πα­λά­μη μου ανά­σκε­λα κι αυ­τή με βοη­θά­ει για­τί της αρέ­σουν τα χά­δια στην κοι­λιά. Αυ­τή τη φο­ρά όμως δεν γύ­ρι­σε. Την πα­ρό­τρυ­να σπρώ­χνο­ντας λί­γο πε­ρισ­σό­τε­ρο. Πα­ρα­πο­νέ­θη­κε. Απα­λά της σή­κω­σα το πό­δι και εί­δα. Τε­ρά­στια η το­μή, κι έβγα­λα μια κραυ­γή ίσως και με­γα­λύ­τε­ρη από την κραυ­γή της Μή­τσης μου κα­τά τη διάρ­κεια του μαρ­τυ­ρί­ου της, αν θα εί­χε προ­λά­βει και να βγά­λει κιχ. Τί­πο­τα δεν ξέ­ρω. Η ρα­φή ήταν εκεί μπρο­στά μου πά­νω στο σώ­μα της, το κε­φά­λι της πε­σμέ­νο στα πλά­για, έβγα­ζε μι­κρά κο­φτά βογ­γη­τά, κι εμέ­να το μυα­λό μου κόλ­λη­σε πά­λι στην πρό­κα.
Κα­φέ η πρό­κα και η Μή­τση από μαύ­ρη εί­χε γί­νει κα­φέ. Σκού­ρια­σε κι αυ­τή. Για­τί όμως να ανοί­ξει κά­ποιος την κοι­λιά μιας ετοι­μό­γεν­νης γά­τας, ολο­φά­νε­ρα τη μέ­ρα που την εί­χαν πιά­σει οι σπα­σμοί της γέν­νας; Και με πρό­κα;
Μά­λι­στα επει­δή εί­χα δει τους σπα­σμούς της, εί­χα το­πο­θε­τή­σει μια λε­κά­νη με κου­βέρ­τα μέ­σα στην αυ­λή. Αλ­λά η Μή­τση δεν μπή­κε πο­τέ μέ­σα. Οι εξω­γή­ι­νοι, για­τί τι άλ­λο από πρω­τό­γο­νοι εξω­γή­ι­νοι θα μπο­ρού­σαν να εί­ναι οι δρά­στες, την άφη­σαν να κεί­τε­ται φαρ­διά πλα­τιά στο αγκα­θω­τό πα­τά­κι κι εξα­φα­νί­στη­καν. Με τα μω­ρά άρα­γε ζω­ντα­νά ή νε­κρά; Ποιος να το ήξε­ρε.

— Πρέ­πει να βρω την πρό­κα, να δω αν έχει κά­ποιες στα­γό­νες από αί­μα επά­νω της. Μέ­χρι εκεί μου έκο­ψε να σκε­φτώ. Ψά­χνο­ντας, θυ­μή­θη­κα τον πα­τέ­ρα μου.
— Εσύ παι­δά­κι μου, δυο λο­γιών άχυ­ρα δεν ξε­χω­ρί­ζεις.
— Δε φταί­ει το παι­δί, Ζά­χο μου, τα μά­τια της μάλ­λον έχουν πρό­βλη­μα, του έλε­γε η μά­να μου.
— Τί­πο­τα λά­θος με τα μά­τια της, δεν τη βλέ­πεις όταν κά­θε­ται σαν απο­χαυ­νω­μέ­νη και χα­σκο­γε­λά­ει σαν να ακού­ει κά­ποιο αστείο από το υπερ­πέ­ραν; Σε ποιον χα­μο­γε­λάς μω­ρή; Θα σε ρί­ξω στο με­ρο­κά­μα­το να ξυ­πνή­σεις! Να δου­λεύ­εις σαν μου­λά­ρι να κα­τα­λά­βεις τι θα πει ζωή!

Τώ­ρα κά­που το εί­χα δια­βά­σει εγώ αυ­τό, και βρή­κα την ευ­και­ρία να του το καρ­φώ­σω στα πλευ­ρά.

«Ένα μου­λά­ρι θα σου δου­λέ­ψει για δέ­κα χρό­νια υπο­μο­νε­τι­κά, για να έχει την ευ­και­ρία να σε κλω­τσή­σει μια φο­ρά».
Εί­χα προ­ε­τοι­μα­στεί για τη συ­νη­θι­σμέ­νη του αντί­δρα­ση, που όταν του αντι­μι­λού­σα με κα­τα­χέ­ρι­ζε, και το εί­χα συ­νη­θί­σει. Αλ­λά αντί γι’ αυ­τό, εκεί­νος έπε­σε στο πά­τω­μα κι άρ­χι­σε να γε­λά. Δεν κα­τά­λα­βα το για­τί, άρ­χι­σα δει­λά να γε­λάω κι εγώ ηλί­θια, το ίδιο έκα­νε και η μά­να μου.

Κα­θό­λου δεν εί­χα όρε­ξη να γε­λά­σω τώ­ρα. Έπια­σα τον εαυ­τό μου να του σέρ­νει ανα­δρο­μι­κά τα εξ αμά­ξης ψά­χνο­ντας στο πά­τω­μα της αυ­λής. Κά­τω από το τρα­πέ­ζι, πί­σω από τα πό­δια των κα­ρε­κλών, πί­σω από τον κου­βά του σφουγ­γα­ρί­σμα­τος, από τη λε­κά­νη, μέ­σα στο κη­πά­κι. Που­θε­νά το πει­στή­ριο του εγκλή­μα­τος.

Στο με­τα­ξύ το σώ­μα της Μή­τσης τα­ρα­κου­νιό­ταν από τα κύ­μα­τα του πό­νου. Εγκα­τέ­λει­ψα την έρευ­να και τη­λε­φώ­νη­σα σε ένα νού­με­ρο που βρή­κα στο ίντερ­νετ, «Φι­λο­ζω­ι­κή. Προ­στα­σία ζώ­ων»:

— Το και το, και τώ­ρα δεν ξέ­ρω τι να κά­νω, μπο­ρεί­τε σας πα­ρα­κα­λώ να έρ­θε­τε να την πά­ρε­τε και να την πά­τε στα επεί­γο­ντα για τα ζώα;

Μου εί­παν πως δεν υπάρ­χει τέ­τοιο πράγ­μα, «επεί­γο­ντα για τα ζώα» και με συμ­βού­λε­ψαν να την πάω σε ένα κτη­νια­τρι­κό ια­τρείο.
Έκα­να αυ­τό. Η κτη­νί­α­τρος αμέ­σως μό­λις την αντί­κρυ­σε μου εί­πε πως δεν θα τη βγά­λει κα­θα­ρή.

— Α πα πα! Πο­λύ αρ­γά, δεν μπο­ρού­με να κά­νου­με τί­πο­τα.

Της εί­πα να την δια­σω­λη­νώ­σουν και γέ­λα­σε. «Δεν ται­ριά­ζουν οι μο­ντέρ­νες λέ­ξεις σε όλες τις πε­ρι­πτώ­σεις», μου απά­ντη­σε. Και ότι εί­ναι κα­λύ­τε­ρα να την πά­ρω πί­σω στο σπί­τι να πε­θά­νει στο χώ­ρο της και να σκε­φτώ ένα μέ­ρος για να την θά­ψω.
Σή­κω­σα πά­λι το κλου­βί με το ζώο και προ­χώ­ρη­σα προς την έξο­δο, δη­λώ­νο­ντας πως θα κά­νω μή­νυ­ση κα­τά αγνώ­στων. Η για­τρός μου απά­ντη­σε ότι δεν θα βγά­λω άκρη, για­τί η γά­τα δεν έχει ταυ­τό­τη­τα.

— Τι πράγ­μα δεν έχει;
— Η γά­τα σας λέω, δεν έχει βι­βλιά­ριο εμ­βο­λια­σμών, το όνο­μά της και όνο­μα κα­τό­χου, ταυ­τό­τη­τα! Θε­ω­ρεί­ται αδέ­σπο­τη!

Αδέ­σπο­τη κι ανύ­παρ­κτη; Σαν τους ανα­σφά­λι­στους του ΙΚΑ ένα πράγ­μα;

— Τι να σας πω, εγώ ξέ­ρω αυ­τά που σας εί­πα, λυ­πά­μαι.
— Σι­γά μη λυ­πά­σαι! μουρ­μού­ρι­σα μέ­σα από τα δό­ντια μου.

Κι όπως κά­νω να βγω, ακούω κλά­μα­τα νε­ο­γέν­νη­των γα­τιών στο δι­πλα­νό δω­μά­τιο. Κο­ντο­στά­θη­κα. Έκα­να με­τα­βο­λή και κα­τευ­θύν­θη­κα σαν αυ­τό­μα­το εκεί από όπου προ­ερ­χό­ντου­σαν τα κλά­μα­τα. Με στα­μά­τη­σε,

— Δεν έχε­τε κα­μιά δου­λειά εκεί μέ­σα.

Της εξή­γη­σα πως αφού εί­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νη η Μή­τση μου να πε­θά­νει, θα ήθε­λα να πά­ρω ένα από αυ­τά τα νε­ο­γέν­νη­τα γα­τά­κια. Ξε­φύ­ση­σε ενο­χλη­μέ­να, αλ­λά μου άνοι­ξε την πόρ­τα να πε­ρά­σω. Σ’ ένα τρα­πέ­ζι μέ­σα σε ένα κα­λά­θι, εί­δα πέ­ντε γα­τά­κια με μα­κρύ τρί­χω­μα, όλα στα χρώ­μα­τα της Μή­τσης μου, προ σκου­ριάς. Ρώ­τη­σα πως βρέ­θη­καν εκεί και μου απά­ντη­σε ότι τα βρή­κε μια γυ­ναί­κα σε μια αυ­λή, ενώ δί­πλα η μά­να τους, εί­χε πε­θά­νει.

— Δεν εί­δε κα­λά η κυ­ρία που τα «έσω­σε». Η μά­να δί­πλα τους ζού­σε. Και τα γα­τά­κια εί­ναι δι­κά μου.
— Τα γεν­νή­σα­τε; Δεν έχε­τε όψη λε­χώ­νας.
— Της γά­τας μου ηλί­θια! Δεν τα βλέ­πεις; Εί­ναι ακρι­βώς ίδια, Αγκύ­ρας και μό­λις δύο ημε­ρών.
— Η γά­τα σου, αγε­νέ­στα­τη κυ­ρία εί­ναι κα­φέ, αυ­τά εδώ εί­ναι μαύ­ρα.

Δεν έβγα­ζα άκρη, δεν μπο­ρού­σα να μι­λή­σω πε­ρισ­σό­τε­ρο μα­ζί της, δεν εί­χα υπο­μο­νή να της εξη­γή­σω πως αυ­τό δεν ήταν το χρώ­μα της γά­τας μου, αλ­λά της πρό­κας.

— Η που­τά­να η πρό­κα!, εί­πα μό­νο.
— Πέ­ρα­σε έξω, κυ­ρία μου, πα­ρα­φέ­ρε­σαι.
— Κα­λά κά­νω. Θα μου δώ­σεις τα γα­τιά;
— Όχι, δεν νο­μί­ζου­με ότι θα πέ­σουν σε κα­λά χέ­ρια.

Έπια­σα να τρα­γου­δώ:

«Φι­λό­ζω­οι, κτη­νί­α­τροι, αρ­ρώ­στια εί­στε ανί­α­τη, άει γα­μη­θεί­τε!»

— Χαί­ρε­τε! Βρυ­χή­θη­καν με ένα στό­μα οι τρεις στο δω­μά­τιο.

Μου έκλει­σαν την πόρ­τα στη μού­ρη και βρέ­θη­κα στο δρό­μο με την άμοι­ρη Μή­τση που πια δεν βογ­γού­σε, λες και πε­ρί­με­νε με αγω­νία τη συ­νέ­χεια.

Ξαφ­νι­κά πή­ρα ανά­πο­δες. Όρ­μη­σα μέ­σα στο ια­τρείο πά­λι, μπού­κα­ρα στο δω­μά­τιο με τα γα­τιά, άνοι­ξα τη πόρ­τα του κλου­βιού, κι ένα ένα τα το­πο­θέ­τη­σα δί­πλα στη Μή­τση, που ξαφ­νι­κά ζω­ντά­νε­ψε. Άρ­χι­σε να τα γλεί­φει να τους μι­λά­ει, να τα φι­λά­ει κι αυ­τά αμέ­σως έψα­ξαν να βρουν τις ρώ­γες της. Πα­ρά το μαύ­ρο της χά­λι εί­χε ακό­μα ρώ­γες που τα γα­τιά πή­γαν και κόλ­λη­σαν πά­νω τους. Με το που το έκα­ναν αυ­τό, η γά­τα έγι­νε πά­λι κα­τά­μαυ­ρη.

Τη­λε­φώ­νη­σαν στην αστυ­νο­μία.

— Ελά­τε γρή­γο­ρα! Μπή­κε μια τρε­λή μέ­σα και μας άρ­πα­ξε τα ζώα από το ια­τρείο! Και με­τά τρα­βού­σαν το κλου­βί, με έσερ­ναν πέ­ρα δώ­θε, ο άντρας ήρ­θε και με έπια­σε από πί­σω τρα­βώ­ντας με για να ξε­κολ­λή­σω, όταν οι δυο γυ­ναί­κες προ­σπα­θού­σαν να μου το πά­ρουν.

Όσο γί­νο­νταν αυ­τά, η Μή­τση ήταν απα­σχο­λη­μέ­νη με τα γα­τιά της και τρι­σευ­τυ­χι­σμέ­νη, αδια­φο­ρώ­ντας για το τι γι­νό­ταν γύ­ρω της. Ήρ­θε και η αστυ­νο­μία. Δυο μη­χα­νές με τέσ­σε­ρις άντρες. Μου γύ­ρι­σαν τα χέ­ρια στην πλά­τη και μου φό­ρε­σαν χει­ρο­πέ­δες. Η κτη­νί­α­τρος πί­σω τους, μου έδει­ξε γε­λώ­ντας δια­βο­λι­κά τη σκου­ρια­σμέ­νη πρό­κα του τοί­χου μου. 

— Δεν ανε­χό­μα­στε αδέ­σπο­τα στη γει­το­νιά μας! Όλα τα αδέ­σπο­τα πρέ­πει να στει­ρώ­νο­νται και να απο­κτούν ένα σπί­τι που θα ζή­σουν σε αυ­τό ευ­τυ­χι­σμέ­να με ασφά­λεια. «Ευ­τυ­χι­σμέ­να, με ασφά­λεια... με ασφά­λεια…», ηχού­σε στ’ αυ­τιά μου η τε­λευ­ταία της πρό­τα­ση.
— Θα κά­νε­τε κα­λή μπά­ζα με τα Αγκύ­ρας, της έφτυ­σα.

Ξαφ­νι­κά το προ­σω­πό της άλ­λα­ξε και πή­ρε τη μορ­φή ενός εξω­γή­ι­νου τέ­ρα­τος. ενώ η σκου­ρια­σμέ­νη πρό­κα του τοί­χου μου, εί­χε με­τα­τρα­πεί σε ένα μι­κρο­σκο­πι­κό γε­λω­το­ποιό που χό­ρευε στα χέ­ρια του. Δεν με εντυ­πω­σί­α­σε.

— Τι θ’ απο­γί­νει η γά­τα μου με τα γα­τιά της; ρώ­τη­σα τους αστυ­νο­μι­κούς.
— Δεν έχεις γά­τα. Κι όσο γι’ αυ­τά που βρί­σκο­νται εδώ πέ­ρα, θα φρο­ντί­σου­με εμείς. Εσύ έχεις άλ­λα για να στε­νο­χω­ριέ­σαι τώ­ρα.
Μου σφύ­ρι­ξε το εξω­γή­ι­νο τέ­ρας και χά­θη­κε στο δω­μά­τιο-αναρ­ρω­τή­ριο, μα­ζί με το κλου­βί.

Και με­τά ένας τρο­με­ρός πο­νο­κέ­φα­λος. Βρέ­θη­κα στο κρε­βά­τι να κρα­τώ το κε­φά­λι μου, άνοι­ξα τα μά­τια μου και φώ­να­ξα «Μή­τση!» Έτρε­ξα στην αυ­λή. Η Μή­τση ήταν εκεί κα­τά­μαυ­ρη, μέ­σα στη λε­κά­νη με πέ­ντε νε­ο­γέν­νη­τα, μαλ­λια­ρά, κα­θα­ρι­σμέ­να, κου­κλί­στι­κα σαν τη μά­να τους. Κοί­τα­ξα στον τοί­χο με την πρό­κα, έλει­πε ακό­μα. Την εί­δα στην αυ­λή πε­σμέ­νη, άχα­ρη, στρα­βή, στρα­πα­τσα­ρι­σμέ­νη, άθλια, αγνώ­ρι­στη. Ού­τε για γε­λω­το­ποιό δεν θα την προ­σλάμ­βα­νε κα­νείς. Με μια κλω­τσιά την έστει­λα στον αγύ­ρι­στο και αμέ­σως με­τά σή­κω­σα τη λε­κά­νη με τα ζώα και τα έφε­ρα όλα μέ­σα στο σπί­τι.

«Ας τολ­μή­σουν να μπουν κι εδώ! Χα!» Εί­πα στη Μή­τση με ικα­νο­ποί­η­ση. Αυ­τή έβγα­λε μια σει­ρά από συ­ναι­νε­τι­κούς ήχους και συ­νέ­χι­σε τη δου­λειά της.
Επι­τέ­λους χα­λά­ρω­σα χα­ζεύ­ο­ντας την οι­κο­γέ­νεια, με εί­χε συ­νε­πά­ρει το χα­ρι­τω­μέ­νο γα­το­θέ­α­τρο, εί­χα σχε­δόν ξε­χά­σει το φρι­κτό όνει­ρο. Μέ­χρι που κά­ποιος χτύ­πη­σε την πόρ­τα.
Άνοι­ξα το εν­σω­μα­τω­μέ­νο πα­ρά­θυ­ρο, και ήταν εκεί! Πά­νω στο αγκα­θω­τό welcome πα­τά­κι, ένας μι­κρός κα­φέ εξω­γή­ι­νος, με φά­τσα γε­λω­το­ποιού, χό­ρευε σαν σκου­λή­κι ή σαν στρα­πα­τσα­ρι­σμέ­νη πρό­κα, όρ­θιος, και μου έδει­χνε τα απαί­σια δό­ντια του. Και ού­τε που ξέ­ρω σε ποιο στά­διο του ύπνου μου βρι­σκό­μουν αυ­τή τη φο­ρά, ή έστω σε ποιο βρί­σκο­μαι τώ­ρα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: