Ονειρεύονται οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες φανταστικά πρόβατα;

Ονειρεύονται οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες φανταστικά πρόβατα;


Προ­στα­τευ­μέ­νος πί­σω από το στι­βα­ρό τζά­μι, πα­ρα­τη­ρού­σε τις χιο­νο­νι­φά­δες, παλ­λό­με­νες στον βά­ναυ­σο δε­κεμ­βρια­νό άνε­μο σαν έκ­πτω­τοι άγ­γε­λοι, που κα­τά­φερ­ναν ακό­μα και στην κά­θο­δο τους να δια­τη­ρούν λί­γη από τη λευ­κή λάμ­ψη του πα­ρα­δεί­σου. Πα­ντού γύ­ρω του, άν­δρες και γυ­ναί­κες έπι­ναν σα­μπά­νια, γε­λού­σαν και χό­ρευαν σαν η ζωή τους να εξαρ­τιό­ταν από αυ­τό. Ήταν εί­τε ο μο­να­δι­κός άν­θρω­πος στο ξε­νο­δο­χείο Μο­ντερ­νί­στα που δεν δια­σκέ­δα­ζε, εί­τε με δια­φο­ρά ο χει­ρό­τε­ρος στο να το κρύ­βει.

«Θέ­λεις ένα τσι­γά­ρο;».

«Δεν νο­μί­ζω ότι το κά­πνι­σμα επι­τρέ­πε­ται εδώ μέ­σα».

«Το ξέ­ρω. Προ­λα­βαί­νου­με δύο ρου­φη­ξιές πριν το κα­τα­λά­βουν».

«Τό­τε ναι. Το όνο­μα μου εί­ναι Πά­ο­λο».

«Μα­ρι­λού. Δεν φαί­νε­σαι σαν να ανή­κεις εδώ, Πά­ο­λο. Πώς κα­τέ­λη­ξες στο πιο βα­ρε­τό πάρ­τι όλων των επο­χών;».

«Με­γά­λη ιστο­ρία».

«Έχου­με δύο ολό­κλη­ρες ρου­φη­ξιές χρό­νο».

«Παί­ζω πιά­νο. Τζαζ, συ­γκε­κρι­μέ­να. Ένας πα­λιός φί­λος ήταν διευ­θυ­ντής της μου­σι­κής επι­μέ­λειας της βρα­διάς, και πρό­τει­νε εμέ­να και τη μπά­ντα μου. Πριν από δύο μέ­ρες, μπλέ­χτη­κε σε ένα σκάν­δα­λο σε­ξουα­λι­κής φύ­σε­ως, και τον αντι­κα­τέ­στη­σαν όσο πιο γρή­γο­ρα γι­νό­ταν. Ο και­νού­ριος διευ­θυ­ντής έδω­σε τη δου­λειά σε δι­κούς του πα­λιούς φί­λους, και σ' εμέ­να μια πρό­σκλη­ση ως απο­ζη­μί­ω­ση».

«Η ιστο­ρία κρά­τη­σε ακρι­βώς δύο, συγ­χα­ρη­τή­ρια. Ας τα σβή­σου­με».

«Ναι, σω­στά. Πώς κα­τέ­λη­ξες εσύ εδώ;».

«Απλά μου αρέ­σουν τα πάρ­τι».

Η Μα­ρι­λού χα­μο­γέ­λα­σε, ένα χα­μό­γε­λο που εκτι­νό­ταν σε ολό­κλη­ρο το σώ­μα της, και απο­μα­κρύν­θη­κε με κα­τεύ­θυν­ση το μπαρ. Ο Πά­ο­λο στρά­φη­κε ξα­νά προς το τζά­μι, με μο­να­δι­κή επι­δί­ω­ξη να μεί­νει ακρι­βώς εκεί που ήταν, πα­ρα­τη­ρώ­ντας τις χιο­νο­νι­φά­δες μέ­χρι το μυα­λό του να αδειά­σει. Αδέ­σπο­τες σκέ­ψεις, όμως, έβρι­σκαν τον δρό­μο προς τον νου του, τον γέ­μι­ζαν συλ­λα­βή με συλ­λα­βή, και συ­γκρού­ο­νταν μέ­χρι κά­ποια να επι­κρα­τή­σει. Κοί­τα­ξε τη Μα­ρι­λού με την άκρη του μα­τιού, το πρό­σω­πο της λευ­κό σαν χαρ­τί, μαύ­ρα μαλ­λιά και γα­λά­ζια μά­τια στο χρώ­μα του ζα­φει­ριού. Απο­φά­σι­σε να συ­νε­χί­σει τη συ­ζή­τη­ση τους. Όχι. Τι; Εί­πα όχι, δεν το απο­φά­σι­σε, απλά το σκέ­φτη­κε. Δεν κα­τα­λα­βαί­νω τι συμ­βαί­νει. Ο Συγ­γρα­φέ­ας άλ­λα­ξε γνώ­μη για την κα­τεύ­θυν­ση της πλο­κής. Μην ανη­συ­χείς, θα ανα­λά­βω εγώ από εδώ και πέ­ρα.

«Γεια σου, Πά­ο­λο».

«Συγ­γνώ­μη, γνω­ρι­ζό­μα­στε;».

«Γνω­ρι­ζό­μα­στε πο­λύ κα­λά, αν και μάλ­λον δεν με θυ­μά­σαι. Θα ήθε­λα να μι­λή­σου­με για μια στιγ­μή».

Δι­στα­κτι­κά, ο Πά­ο­λο δέ­χτη­κε να με ακο­λου­θή­σει. Υπέ­θε­σε ότι ήμουν κά­ποιος συγ­γε­νής που εί­χε να δει από παι­δί. Ακό­μα και αν δεν ίσχυε, ήμουν ένας μι­κρο­κα­μω­μέ­νος γέ­ρος με γυα­λιά πρε­σβυω­πί­ας. Δεν ένιω­θε ότι απει­λού­νταν ιδιαί­τε­ρα. Αφή­σα­με το πάρ­τι και κα­τε­βή­κα­με στο λό­μπι του Μο­ντερ­νί­στα, όπου πή­ρα­με τις θέ­σεις μας σε αντι­κρι­στούς κα­να­πέ­δες. Ο Πά­ο­λο με κοί­τα­ξε στα μά­τια και έκα­νε έναν μορ­φα­σμό. Ήταν ο τρό­πος του να μου πει να στα­μα­τή­σω να χα­ρα­μί­ζω χρό­νο. Ήταν αλή­θεια, κα­θυ­στε­ρού­σα. Μέ­ρος του επαγ­γέλ­μα­τος μου εί­ναι να γνω­ρί­ζω τα πά­ντα. Κα­τά συ­νέ­πεια, ήξε­ρα ότι η συ­ζή­τη­ση που θα ακο­λου­θού­σε δεν θα ήταν εύ­κο­λη.

«Γνώ­ρι­σες μια εξαι­ρε­τι­κά ελ­κυ­στι­κή κυ­ρία πριν από λί­γη ώρα. Κά­θε­ται στο μπαρ, και σκέ­φτε­σαι πο­λύ σο­βα­ρά να τη βρεις μό­λις επι­στρέ­ψεις στο πάρ­τι. Αν το κά­νεις αυ­τό, σου εγ­γυώ­μαι ότι θα πε­θά­νεις».

«Εί­σαι ο σύ­ζυ­γος της;».

«Αν ήμουν ο σύ­ζυ­γος της και αντι­δρού­σα έτσι και φο­βό­μουν κά­θε φο­ρά που μι­λού­σε σε έναν άφρα­γκο πια­νί­στα, ο γά­μος μας θα εί­χε πιο σο­βα­ρά προ­βλή­μα­τα από τον εν λό­γω πια­νί­στα».

«Μό­λις με απο­κά­λε­σες άφρα­γκο πια­νί­στα;».

«Έχω άδι­κο;».

«Ξέ­ρεις κά­τι; Έχω κου­ρα­στεί. Με κού­ρα­σε ήδη το πάρ­τι, τώ­ρα με κου­ρά­ζεις εσύ ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο. Αν έχεις κά­τι να πεις, σε πα­ρα­κα­λώ πες το».

«Αν μι­λή­σεις στη Μα­ρι­λού, θα πε­θά­νεις. Η ζωή σου εί­ναι μια ιστο­ρία. Δεν το λέω με­τα­φο­ρι­κά. Εί­ναι κυ­ριο­λε­κτι­κά λέ­ξεις σε χαρ­τί δα­κτυ­λο­γρα­φη­μέ­νες από έναν Συγ­γρα­φέα. Και, συ­γκε­κρι­μέ­να, εί­ναι μια νουάρ ιστο­ρία. Η Μα­ρι­λού εί­ναι η μοι­ραία γυ­ναί­κα, πά­ντα υπάρ­χει μια στο νουάρ. Έκλε­ψε λε­φτά από έναν εγκλη­μα­τία. Το σχέ­διο της εί­ναι να ενο­χο­ποι­ή­σει εσέ­να, και να σε σκο­τώ­σει. Θα το κά­νει να φα­νεί σαν αυ­το­κτο­νία, ώστε ο εγκλη­μα­τί­ας να μη ψά­ξει πα­ρα­πά­νω, ενώ εκεί­νη θα φύ­γει με τα λε­φτά για να ξε­κι­νή­σει μια νέα ζωή σε κά­ποιο νη­σί του Ει­ρη­νι­κού. Δεν εί­ναι και η πιο πρω­τό­τυ­πη πλο­κή όλων των επο­χών, αλ­λά αυ­τή έχου­με».

Ο μορ­φα­σμός εξα­φα­νί­στη­κε από το πρό­σω­πο του Πά­ο­λο. Στη θέ­ση του, έμει­νε μό­νο κε­νό. Η πρώ­τη του σκέ­ψη ήταν, ανα­με­νό­με­να, ότι ήμουν σχι­ζο­φρε­νής. Η δεύ­τε­ρη σκέ­ψη του ήταν ότι κα­τά κά­ποιον τρό­πο ήξε­ρα το επάγ­γελ­μα του, το όνο­μα του, όπως και αυ­τό της μοι­ραί­ας γυ­ναί­κας. Τε­λι­κά, οι δύο σκέ­ψεις ακύ­ρω­σαν η μια την άλ­λη με απο­τέ­λε­σμα το από­λυ­το τί­πο­τα. Δεν ήταν όμως έτοι­μος να δε­χτεί ότι έλε­γα την αλή­θεια. Θα χρεια­ζό­ταν λί­γη ώρα ακό­μα.

«Τα ξέ­ρω αυ­τά, Πά­ο­λο, επει­δή εί­μαι ο αφη­γη­τής».

«Ο Αφη­γη­τής; Της ζω­ής μου;».

«Μη με κρί­νεις, δου­λειά εί­ναι και αυ­τή».

«Πρό­κει­ται για κά­ποια αχρεί­α­στα πε­ρί­πλο­κη οι­κο­νο­μι­κή απά­τη; Αν εί­ναι, πρέ­πει να σου πω ότι δεν δου­λεύ­ει».

Προς στιγ­μήν, ο Πά­ο­λο αφαι­ρέ­θη­κε από τη συ­ζή­τη­ση. Εί­χε πε­ρά­σει μια δύ­σκο­λη μέ­ρα, προ­βά­ρο­ντας με­λω­δί­ες που αρ­γό­τε­ρα θα μά­θαι­νε ότι δεν θα έπαι­ζε. Και, ακού­γο­ντας τα λε­γό­με­να μου, φαι­νό­ταν πως αυ­τή η μέ­ρα θα εξε­λισ­σό­ταν σε μια πα­ρά­ξε­νη νύ­χτα. Έστρε­ψε το βλέμ­μα του προς την εί­σο­δο του Μο­ντερ­νί­στα. Ανα­ρω­τιό­ταν τι εί­χαν απο­γί­νει οι χιο­νο­νι­φά­δες που πα­ρα­τη­ρού­σε λί­γα λε­πτά πριν. Εί­χαν σχη­μα­τί­σει ένα πέ­πλο πά­νω στο τσι­μέ­ντο και το μάρ­μα­ρο, ντύ­νο­ντας ολό­κλη­ρο τον δρό­μο στα λευ­κά. Τώ­ρα, ήταν έτοι­μος.

«Με πι­στεύ­εις λοι­πόν, Πά­ο­λο;».

«Ναι, σε πι­στεύω».

«Φα­ντα­στι­κά. Για να εί­μαι ξε­κά­θα­ρος, δεν προ­σπα­θώ να σε απο­τρέ­ψω από το να μι­λή­σεις στη Μα­ρι­λού. Απλά τώ­ρα μπο­ρείς να επι­λέ­ξεις αν θα το κά­νεις ή όχι γνω­ρί­ζο­ντας τις συ­νέ­πειες σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση».

«Πε­ρί­με­νε. Ξέ­χνα τη Μα­ρι­λού. Υπάρ­χει ένα πο­λύ, πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρο πρό­βλη­μα. Σύμ­φω­να με όσα λες, δεν υπάρ­χω».

«Τι εν­νο­είς;».

«Οτι­δή­πο­τε σκέ­φτο­μαι, οτι­δή­πο­τε κά­νω, εί­ναι απλά μια πε­ρι­γρα­φή. Λέ­ξεις σε χαρ­τί, όπως εί­πες ο ίδιος. Τί­πο­τα δι­κό μου δεν εί­ναι όντως δι­κό μου. Απλά λες πράγ­μα­τα και εί­μαι αυ­τά τα πράγ­μα­τα. Ακό­μα και αυ­τή τη στιγ­μή χα­ρα­μί­ζω τον χρό­νο μου, επει­δή εσύ βά­ζεις όλες αυ­τές τις σκέ­ψεις στο μυα­λό μου, φυ­σι­κά και ξέ­ρεις ακρι­βώς τι εν­νοώ όταν λέω ότι δεν υπάρ­χω. Σκα­τά. Εί­ναι πο­λύ δύ­σκο­λο να βρεις τις σω­στές με­ρι­κές φο­ρές, έτσι δεν εί­ναι;».

Ο Πά­ο­λο ση­κώ­θη­κε από τον κα­να­πέ. Ήθε­λε να μου πει ότι θα επέ­στρε­φε σε ένα λε­πτό, αλ­λά κα­τά­φε­ρε να βγά­λει μό­νο ένα ακα­τά­λη­πτο ψέλ­λι­σμα. Βγή­κε από το ξε­νο­δο­χείο και στά­θη­κε μπρο­στά από την εί­σο­δο. Ο άνε­μος ήταν πα­γω­μέ­νος, αλ­λά με­τά βί­ας τον ένιω­θε. Η σύγ­χυ­ση του μυα­λού του εί­χε με­τα­κυ­λή­σει στο σώ­μα του. Θα μπο­ρού­σε να βρί­σκε­ται στον βυ­θό της θά­λασ­σας, και δεν θα κα­τα­λά­βαι­νε ότι δεν εί­χε αέ­ρα να ανα­πνεύ­σει. Ο Πά­ο­λο άρ­χι­σε να γε­λά­ει υστε­ρι­κά. Εί­χε συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει κά­τι που βρή­κε ξε­καρ­δι­στι­κό χω­ρίς να μπο­ρεί να προσ­διο­ρί­σει ακρι­βώς για­τί. Μέ­σα στην απέ­ρα­ντη σο­φία του, ο Συγ­γρα­φέ­ας δεν εί­χε κα­τα­φέ­ρει να απο­φα­σί­σει σε ποια πό­λη δια­δρα­μα­τι­ζό­ταν η ιστο­ρία του. Ήταν η πό­λη όπου ο Πά­ο­λο υπο­τί­θε­ται πως εί­χε πε­ρά­σει όλη του τη ζωή. Και, όσο και να προ­σπα­θού­σε, δεν μπο­ρού­σε να θυ­μη­θεί το όνο­μα της. Όπου και να έστρε­φε το βλέμ­μα του, δρό­μοι και κτί­ρια συν­θέ­το­νταν αυ­τό­μα­τα, ένα άτσα­λο αρ­χι­τε­κτο­νι­κό κο­λάζ επη­ρε­α­σμέ­νο από κά­θε μέ­ρος όπου εί­χε βρε­θεί ο Συγ­γρα­φέ­ας. Ένα μα­γα­ζί από τη Ρώ­μη, μια οι­κο­δο­μή από το Πα­ρί­σι με μια πι­νε­λιά Βε­ρο­λί­νου. Ο Πά­ο­λο μπή­κε ξα­νά στο λό­μπι του ξε­νο­δο­χεί­ου. Το πρό­σω­πο του εί­χε πά­ρει μια γλυ­κό­πι­κρη έκ­φρα­ση. Φυ­σι­κά, δεν ήθε­λε να έχει δί­κιο, αλ­λά η ιδέα ότι εί­χε δεν μπο­ρού­σε πα­ρά να του φέ­ρει λί­γη ικα­νο­ποί­η­ση.

«Θέ­λω να σου πω ένα ανέκ­δο­το, Πά­ο­λο».

«Αυ­τό θα λύ­σει το πρό­βλη­μα ότι κυ­ριο­λε­κτι­κά τα πά­ντα εί­ναι ψεύ­τι­κα;».

«Ίσως ναι, ίσως όχι. Ελ­πί­ζω να σε δια­σκε­δά­σει του­λά­χι­στον. Και αυ­τό από μό­νο του έχει λί­γη αξία».

«Εντά­ξει τό­τε, πες το».

«Ένας τύ­πος, λοι­πόν, πη­γαί­νει στον ψυ­χο­θε­ρα­πευ­τή, και του λέ­ει ότι υπάρ­χει ένας κρο­κό­δει­λος κά­τω από το κρε­βά­τι του. Εί­ναι μια πα­ραί­σθη­ση, λέ­ει ο ψυ­χα­να­λυ­τής, αλ­λά μην ανη­συ­χείς, μπο­ρώ να σε θε­ρα­πεύ­σω. Και όντως, με­τά από με­ρι­κούς μή­νες, ο τύ­πος στα­μα­τά­ει να βλέ­πει τον κρο­κό­δει­λο. Κά­ποια στιγ­μή, ο ψυ­χα­να­λυ­τής πε­τυ­χαί­νει στον δρό­μο έναν φί­λο του πρώ­ην ασθε­νή του, και ρω­τά­ει για να μά­θει τα νέα του. Ο φί­λος απά­ντη­σε ότι ο πρώ­ην ασθε­νής του εί­χε πε­θά­νει. Τον εί­χε φά­ει ο κρο­κό­δει­λος κά­τω από το κρε­βά­τι του».

Επι­στρέ­ψα­με στο πάρ­τι. Εκεί βρι­σκό­ταν, έτσι κι αλ­λιώς, ο άξο­νας της ιστο­ρί­ας του Πά­ο­λο. Οτι­δή­πο­τε ση­μα­ντι­κό ήταν να συμ­βεί, το πρέ­πον ήταν να συμ­βεί εκεί. Η Μα­ρι­λού χα­μο­γέ­λα­σε και σή­κω­σε το πο­τή­ρι της μό­λις μας πρό­σε­ξε. Ο Πά­ο­λο της απά­ντη­σε με ένα νεύ­μα, και στρά­φη­κε σε εμέ­να. Εί­ναι δύ­σκο­λο για οποιον­δή­πο­τε να πά­ρει την πιο ση­μα­ντι­κή από­φα­ση της ζω­ής του, όταν ξέ­ρει ότι εί­ναι η πιο ση­μα­ντι­κή.

«Αφη­γη­τή, ποιο εί­ναι το αγα­πη­μέ­νο σου τρα­γού­δι;».

«Fly me to the Moon».

«Εξαί­σια επι­λο­γή. Τώ­ρα πες μου έχω εκα­τό χι­λιά­ρι­κα στην τσέ­πη μου».

«Νο­μί­ζω ότι έχεις κα­τα­λά­βει λά­θος τη φύ­ση της δου­λειάς μου».

«Την κα­τα­λα­βαί­νω τέ­λεια. Σε πα­ρα­κα­λώ. Εί­ναι απλά δύο λέ­ξεις για εσέ­να. Νο­μί­ζω μου χρω­στάς κά­ποιου εί­δους απο­ζη­μί­ω­ση, με­τά από τον νευ­ρι­κό κλο­νι­σμό που μου προ­κά­λε­σες».

Ο Πά­ο­λο έβα­λε το χέ­ρι βα­θιά μέ­σα στην τσέ­πη του, και βρή­κε μια δε­σμί­δα με χαρ­το­νο­μί­σμα­τα. Τα μέ­τρη­σε γρή­γο­ρα, και δια­πί­στω­σε ότι ήταν ακρι­βώς εκα­τό χι­λιά­δες. Πλη­σί­α­σε τη μπά­ντα που πα­ρεί­χε τη μου­σι­κή υπό­κρου­ση του πάρ­τι. Έδω­σε τη δε­σμί­δα στον πια­νί­στα, και εκεί­νος μέ­τρη­σε και αυ­τός τα χρή­μα­τα, για να φτά­σει στο ίδιο απο­τέ­λε­σμα με τον Πά­ο­λο. Το συ­γκρό­τη­μα στα­μά­τη­σε να παί­ζει, και ο Πά­ο­λο κά­θι­σε πί­σω από το πιά­νο. Άφη­σε τα δά­χτυ­λα του να αιω­ρη­θούν πά­νω από τα πλή­κτρα. Δι­στα­κτι­κά, άγ­γι­ξε το πρώ­το. Μέ­χρι να αγ­γί­ξει το δεύ­τε­ρο, όποιος φό­βος ένιω­θε εί­χε εξα­φα­νι­στεί, και η με­λω­δία σύ­ντο­μα γέ­μι­σε τον χώ­ρο. Όταν το τρα­γού­δι τε­λεί­ω­σε, η μπά­ντα πή­ρε πά­λι τη θέ­ση της, και ο Πά­ο­λο κι­νή­θη­κε προς το μπαρ. Πή­ρε τη θέ­ση του δί­πλα στη Μα­ρι­λού. Έπια­σε το χέ­ρι της τρυ­φε­ρά, και ψι­θύ­ρι­σε κά­τι στο αυ­τί της. Εγώ τον πε­ρί­με­να δί­πλα στο τζά­μι, ακρι­βώς στο ίδιο ση­μείο όπου στε­κό­ταν στην αρ­χή της ιστο­ρί­ας του. Φεύ­γο­ντας από το μπαρ, πή­ρε δύο πο­τή­ρια σα­μπά­νια. Ακό­μα και αν απο­τε­λεί­ται από χαρ­τί και με­λά­νι, συ­νε­χί­ζει να εί­ναι κα­λύ­τε­ρη από νε­ρό, σκέ­φτη­κε.

«Της εί­πα ότι εί­μαι γκέι. Δεν νιώ­θω τύ­ψεις. Τι με νοιά­ζει; Η Μα­ρι­λού εί­ναι ένας φα­ντα­στι­κός χα­ρα­κτή­ρας».

«Συγ­χα­ρη­τή­ρια για την από­φα­ση, Πά­ο­λο».

«Λοι­πόν, τώ­ρα τι;».

«Πί­νεις αυ­τή την υπέ­ρο­χη χάρ­τι­νη σα­μπά­νια μέ­χρι να τε­λειώ­σει η ιστο­ρία. Ο προ­κά­το­χος μου ανα­λαμ­βά­νει ξα­νά, και εγώ πη­γαί­νω δια­κο­πές».

«Πό­σο ακό­μα θα κρα­τή­σει η ιστο­ρία;».

«Με­ρι­κές σε­λί­δες. Ήδη έπα­θες έναν νευ­ρι­κό κλο­νι­σμό και τον ξε­πέ­ρα­σες. Δεν έχουν μεί­νει πολ­λά που μπο­ρεί να κά­νει ο Συγ­γρα­φέ­ας μα­ζί σου».

«Πώς μπο­ρώ να συ­νε­χί­σω να πί­νω τη σα­μπά­νια μου αφού τε­λειώ­σει;».

Πά­γω­σα στο άκου­σμα της ερώ­τη­σης του. Η δου­λειά του αφη­γη­τή πρα­κτι­κά εί­ναι να μι­λά­ει, και μια ιστο­ρία εί­ναι μια συ­ζή­τη­ση. Μια συ­ζή­τη­ση δεν χρειά­ζε­ται σα­φή αρ­χή, ού­τε μέ­ση ού­τε τέ­λος. Και ακό­μα και αν έχει και τα τρία, δεν χρειά­ζε­ται να εί­ναι σε αυ­τή τη σει­ρά. Μια συ­ζή­τη­ση που δεν έχει συ­νο­μι­λη­τές, σκέ­τος διά­λο­γος χω­ρίς χα­ρα­κτή­ρες, εί­ναι πιο δύ­σκο­λη, αλ­λά εφι­κτή. Το ίδιο ισχύ­ει για μια συ­ζή­τη­ση με συ­νο­μι­λη­τές, αλ­λά χω­ρίς θέ­μα, χω­ρίς πλο­κή. Ο Πά­ο­λο ζη­τού­σε κά­τι τε­λεί­ως δια­φο­ρε­τι­κό. Ήθε­λε να δια­τη­ρή­σει τα συ­στα­τι­κά της, αλ­λά να ξε­πε­ρά­σει την ίδια την ιστο­ρία. Ήδη δο­κί­μα­ζα τα όρια των αρ­μο­διο­τή­των μου από τη στιγ­μή που του συ­στή­θη­κα. Έπρε­πε να του πω ότι αυ­τό που ζη­τού­σε απλά δεν γι­νό­ταν, ή, αν γι­νό­ταν, δεν ήξε­ρα πώς. Αλ­λά αντί για αυ­τό, του εί­πα ότι εί­χα μια ιδέα.

«Έχω μια ιδέα. Δεν μπο­ρού­με να κά­νου­με την ιστο­ρία να κρα­τά­ει για πά­ντα. Όποιον τρό­πο και να σκε­φτού­με να επε­κτεί­νου­με την πλο­κή, αρ­γά ή γρή­γο­ρα ο Συγ­γρα­φέ­ας θα βα­ρε­θεί και θα θέ­λει να γρά­ψει κά­τι άλ­λο. Ίσως, όμως, μπο­ρού­με να βρού­με μια θέ­ση για εσέ­να στο κά­τι άλ­λο».

Τη­λε­φώ­νη­σα αμέ­σως σε έναν κύ­ριο ονό­μα­τι Χορστ. Ο Χορστ ήταν σο­φέρ. Ήταν άν­θρω­πος χω­ρίς αί­σθη­ση του χιού­μορ, αλ­λά πά­ντα ευ­γε­νι­κός και συ­μπα­θής σε όσους τον γνώ­ρι­ζαν. Του άρε­σαν τα γλυ­κό­ξι­να φα­γη­τά, το πο­δό­σφαι­ρο, και οι πα­λιές ται­νί­ες δρά­σης. Επί­σης, δεν υπήρ­χε μέ­χρι να πλη­κτρο­λο­γή­σω το νού­με­ρο του στο τη­λέ­φω­νο. Με δια­βε­βαί­ω­σε ότι θα βρι­σκό­ταν έξω από το Μο­ντερ­νί­στα σε λί­γα λε­πτά, επο­μέ­νως εγώ και ο Πά­ο­λο έπρε­πε να βια­στού­με. Πε­ρά­σα­με μέ­σα από τους κα­λε­σμέ­νους του πάρ­τι, πα­ρα­με­ρί­ζο­ντας όσους βρι­σκό­ταν στον δρό­μο μας, αλ­λά όταν φτά­σα­με στην έξο­δο στα­μα­τή­σα­με από­το­μα. Εκεί όπου προη­γου­μέ­νως βρι­σκό­ταν η σκά­λα που οδη­γού­σε στο λό­μπι, τώ­ρα απλω­νό­ταν ένας διά­δρο­μος. Δι­στα­κτι­κά, απο­φα­σί­σα­με να προ­χω­ρή­σου­με. Δε­ξιά και αρι­στε­ρά μας, δω­μά­τια χω­ρίς αριθ­μούς. Σε όποια γω­νία και να στρί­βα­με, ερ­χό­μα­σταν αντι­μέ­τω­ποι με ακό­μα έναν πα­νο­μοιό­τυ­πο διά­δρο­μο. Απε­γνω­σμέ­νος για μια δια­φυ­γή, ο Πά­ο­λο άνοι­ξε την πόρ­τα ενός δω­μα­τί­ου. Μια κραυ­γή βγή­κε από το στό­μα του, και έκα­νε πί­σω βια­στι­κά, πέ­φτο­ντας κά­τω. Στο δω­μά­τιο, εί­δε τον εαυ­τό του. Κεί­το­νταν στο πά­τω­μα, αι­μορ­ρα­γώ­ντας, και η Μα­ρι­λού στε­κό­ταν από πά­νω του κρα­τώ­ντας ένα ξυ­ρά­φι. Έκλει­σα την πόρ­τα, και βο­ή­θη­σα τον Πά­ο­λο να ση­κω­θεί. Εί­χα­με ανα­κα­λύ­ψει, τε­λι­κά, τα όρια μου. Βρέ­θη­κα να πε­ρι­γρά­φω έναν λο­γο­τε­χνι­κό σπα­σμό, την βί­αιη αντί­δρα­ση της ιστο­ρί­ας στη δο­μι­κή αλ­λοί­ω­ση που προ­κα­λού­σα­με. Συ­νε­χί­σα­με τον δρό­μο μας, περ­νώ­ντας μπρο­στά από εκα­το­ντά­δες, ίσως χι­λιά­δες δω­μά­τια, μέ­χρι να βρού­με τε­λι­κά τη σκά­λα. Σε κά­ποια έκα­ναν σεξ, σε κά­ποια τον σκό­τω­νε, σε κά­ποια ήταν ήδη νε­κρός. Όπως εί­χα­με συμ­φω­νή­σει, ο Χορστ πε­ρί­με­νε στην εί­σο­δο, με τη μαύ­ρη λι­μου­ζί­να του, το συμ­βο­λι­κό με­τα­φο­ρι­κό μέ­σο του Πά­ο­λο στη με­τα­θα­νά­τια ζωή.

«Υπο­θέ­τω εδώ λέ­με αντίο».

«Ναι, αυ­τό εί­ναι».

«Υπάρ­χει πι­θα­νό­τη­τα να συ­να­ντη­θού­με ξα­νά;».

«Σί­γου­ρα όχι έτσι, δεν θα με δεις πρό­σω­πο με πρό­σω­πο. Αλ­λά ναι, υπάρ­χει μια αρ­κε­τά με­γά­λη πι­θα­νό­τη­τα».

«Μια τε­λευ­ταία ερώ­τη­ση. Για­τί με βο­ή­θη­σες;».

«Εί­μαι ο αφη­γη­τής, λέω ιστο­ρί­ες. Το να σε βοη­θή­σω μου φά­νη­κε ότι ήταν μια κα­λύ­τε­ρη ιστο­ρία από το να μην το κά­νω. Δεν μπο­ρώ να κρί­νω αν εί­χα δί­κιο ή όχι. Αλ­λά έτσι μου φά­νη­κε».

Ο Πά­ο­λο άνοι­ξε την πόρ­τα της λι­μου­ζί­νας, αλ­λά πριν μπει μέ­σα στα­μά­τη­σε και με κοί­τα­ξε στα μά­τια. Μια σκέ­ψη εί­χε πε­ρά­σει από το μυα­λό του. Αν εγώ ήμουν η φω­νή του Συγ­γρα­φέα, τό­τε ήμουν εξί­σου ελεύ­θε­ρος με εκεί­νον, αν όχι λι­γό­τε­ρο. Δεν τον εί­χα σώ­σει από την ιστο­ρία, η σω­τη­ρία του πά­ντα επρό­κει­το να εί­ναι η ιστο­ρία του. Επέ­λε­ξε να μην μοι­ρα­στεί αυ­τή τη σκέ­ψη μα­ζί μου. Με απο­χαι­ρέ­τη­σε με ένα νεύ­μα, και μπή­κε στη λι­μου­ζί­να σφυ­ρί­ζο­ντας.

Let me play among the stars
Let me see what spring is like on Jupiter and Mars

Ο συγ­γρα­φέ­ας βρί­σκε­ται μπρο­στά από μια λευ­κή σε­λί­δα. Οι ιδέ­ες του έχουν στε­ρέ­ψει προ πολ­λού. Τι άλ­λο μέ­νει να γρά­ψει; Μια σκη­νή όπου ο Πά­ο­λο να χά­νε­ται στον ορί­ζο­ντα μέ­σα στη μαύ­ρη λι­μου­ζί­να. Όχι, θα ήταν πε­ριτ­τό, όλοι οι ανα­γνώ­στες έχουν ήδη σχη­μα­τί­σει την ει­κό­να του αυ­το­κι­νή­του να απο­μα­κρύ­νε­ται. Μια όπου ο αφη­γη­τής να επι­στρέ­φει στο ξε­νο­δο­χείο, έτοι­μος να ανα­λά­βει την επό­με­νη δου­λειά. Όχι, θα ερ­χό­ταν σε αντί­θε­ση με τη μυ­στη­ριώ­δη αύ­ρα του. Ίσως μια σκη­νή από το κο­ντι­νό μέλ­λον, όπου ο Πά­ο­λο παί­ζει πιά­νο σε ένα μα­γα­ζί, στη μέ­ση κά­ποιας άλ­λης ιστο­ρί­ας. Ο συγ­γρα­φέ­ας κοι­τά­ζει το ρο­λόι του. Η ώρα έχει πε­ρά­σει, εί­ναι σχε­δόν εν­νιά. Θα συ­να­ντή­σει μια φί­λη για ένα πο­τό πο­λύ σύ­ντο­μα και πρέ­πει να ντυ­θεί. Φο­ρά­ει το σα­κά­κι του, βά­ζει τα πα­πού­τσια του, ελέγ­χει για να σι­γου­ρευ­τεί ότι δεν ξέ­χα­σε κλει­διά και κι­νη­τό. Πριν φύ­γει από το δια­μέ­ρι­σμα, έχει μια σκέ­ψη, και χα­μο­γε­λά­ει. Δεν χρειά­ζε­ται να γρά­ψει κά­τι άλ­λο. Αυ­τή εί­ναι η τε­λευ­ταία φρά­ση της ιστο­ρί­ας.



Ονειρεύονται οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες φανταστικά πρόβατα;
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: